Ευαγόρας Παλληκαρίδης (1938-1957). Φωτογραφία της σύλληψής του από τις αγγλικές κατοχικές δυνάμεις.
Ας ιχνογραφήσομε τον Γολγοθά του Ευαγόρα από το βράδυ της συλλήψεώς του μέχρι την προσαγωγή του στο δικαστήριο. Μια απίστευτης σκληρότητας διαδικασία «ανακρίσεων» που είχε μεγάλη διάρκεια και πολυάριθμους σταθμούς.
Έσερναν κυριολεκτικά ένα δεκαοκτάχρονο παιδί, ανδρείο και πρόωρα ώριμο από στρατόπεδο σε στρατόπεδο και από θάλαμο βασανισμού σε λοιπά παραπήγματα κολαστήρια.
Μέχρι να φτάσει στην Ομορφίτα και στους επαγγελματίες βασανιστές είχε υποστεί τα πάνδεινα χωρίς να λυγίσει.
Στην Ομορφίτα τον μεγάλο αστυνομικό σταθμό, το κεντρικό κέντρο βασανιστηρίων και ανακρίσεων που λειτούργησε με ειδικά καταρτισμένους ανακριτές και βασανιστές. Εκεί έφτασε ο Ευαγόρας με τσακισμένα τα μάτια και κακοποιημένη τη σπονδυλική στήλη, όπου έδωσε μαθήματα ήθους και αντοχής.
Αφού βασανίστηκε με ακρότητα με τους ηλεκτρικούς δυνατούς λαμπτήρες προσώπου, στην απάνθρωπη ακολουθία των πέντε τεχνικών βασανισμού τους οποίους έφεραν οι ανακριτές από την Κένυα για να την «εξελίξουν» στα σώματα των παιδιών και των νέων μας, ο Ευαγόρας άντεξε και τη γεμάτη σωματικούς πόνους μοναξιά κατά τον εγκλεισμό στο δωμάτιο «ανάρρωσης», σκοτεινή επούλωση πληγών για περίπου επτά μερόνυχτα.
Αυτή ήταν η τακτική των πεπολιτισμένων…
Ένας μήνας απάνθρωπων βασανισμών μπορεί και περισσότερο. Ίσως, σχεδόν, δυο μήνες. Δεν ερευνήθηκε σε βάθος για να προβληθεί το μεγαλείο του ποιητή, του δισκοβόλου, του επαναστάτη, του συνειδητά ανυπότακτου στην αποικιοκρατία, του αντάρτη δασών. Του Έλληνα νησιώτη ακόλουθου του Διονυσίου Σολωμού. Του Ορθόδοξου Χριστιανού που ‘χε στο σακάκι του μια εικόνα του Χριστού και μια μικρή Καινή Διαθήκη.
Μετά από όλους τους βασανισμούς είχε το κουράγιο να σταθεί στο δικαστήριο των Βρετανών και να εξηγηθεί ωσάν Μακρυγιάννης, ωσάν Διονύσης Καρδιανός.
Ως Έλληνας Κύπριος που ηγάπα και ποθούσε την Ελευθερίαν έπραξε ως αντάρτης.
Δεν τους άφησε να δώσουν τας δικαστικάς τους παραστάσεις. Μετά από όλη αυτή τη σταύρωση είχε το κουράγιο να τραγουδά και να ψέλνει τις τελευταίες οκτώ ώρες του βίου του μέχρι να τον κοινωνήσει ο παπα-Αντώνης, να πει τους τελευταίους του πόνους και να κρατήσει τον σταυρό του στο στήθος του.
Ο Ευαγόρας ο εσταυρωμένος
ο της αγάπης και του αγνού έρωτος
ρωμαλέος έφηβος
περπάτησε μετά την εντεκάτην νυχτερινή
στο ικρίωμα χωρίς να δειλιάσει μπρος στους
δήμιους
με τον Διονύσιο Σολωμό σύντροφο τραγουδώντας
με την ευχή να είναι ο τελευταίος της αγχόνης.
Ευαγόρα…
Μεσάνυχτα και λιγοστοί μείναμε
Να δανειστούμε λίγη απ’ την καρδιά σου,
το πύρωμα εννοώ,
το Φως σου,
για τους δύσκολους χειμώνες.
Α ρε αδέρφι μας λεβέντικο.
Επλούμισές μας
ΑΓΑΠΗΝ, ΕΡΩΤΑΝ, ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ…
Υστερόγραφο θείου φωτός
Οι τελευταίες ώρες του Ευαγόρα διά χειρός Τεύκρου Λοΐζου
Κατά τα τελευταία έτη προνοία Κυρίου ο αγωνιστής Τεύκρος Λοΐζου που όντας κατάδικος στις Κεντρικές Φύλακες κοντά στο κελλί του μελλοθάνατου Ευαγόρα Παλληκαρίδη, κατέγραψε τις τελευταίες ώρες του ήρωα, όπως τις άκουσε και τις έζησε εκείνη την λαμπρή μέρα της θυσίας.
«Η οπτική μου επαφή περιοριζόταν μόνο στο παράθυρο του δωματίου της αγχόνης και καθόλου στο εσωτερικό. Άκουγα όμως τα πάντα καθαρότατα, μιας και απείχε μόνο μερικά μέτρα.
Γύρω στις τρεις το απόγευμα της ίδιας ημέρας, ενώ ήμουν κρεμασμένος απ’ τα σίδερα του παραθύρου κατοπτεύοντας εναγωνίως, άκουσα ένα δυνατό υπόκωφο γδούπο.
Τουκ! Πάγωσα! Σε μερικά λεπτά επαναλήφθηκε ο ίδιος γδούπος άλλες δυο φορές. Τουκ!
Τουκ! Ο θόρυβος από την πόρτα της καταπακτής ήταν καθαρός.
Έβαλα μια φωνή: ‘Δοκιμάζουν την αγχόνη’.
Ακολούθησαν ψίθυροι κι απόλυτη σιωπή. Αμέσως μετά τον τρίτο γδούπο ακούστηκε απόκοσμη, αγγελική λες, η φωνή του Παλληκαρίδη να ψάλλει: ‘Τον Νυμφώνα Σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον και ένδυμα ουκ έχω ίνα εισέλθω εν αυτώ. Λάμπρυνόν μου την στολήν της ψυχής, φωτοδότα και σώσον με…’. Ακολούθησε το ‘Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα νικητήρια…’, μετά, το ‘Μαύρ’ είν’ η νύκτα στα βουνά…’.
Τους θρησκευτικούς ύμνους διαδέχονταν πατριωτικά τραγούδια. Δε σταματούσε ούτε στιγμή. Για οχτώ ολόκληρες ώρες έψελνε και τραγουδούσε. Σταμάτησε γύρω στις έντεκα και μισή το βράδυ. Ακούστηκαν βαριά βήματα, αγγλικές ομιλίες, σύρτες στις πόρτες, ενώ φώτα άναβαν κι έσβηναν.
Έβαλα ξανά τη φωνή: ‘Παίρνουν τον στην κρεμάλα’!
Επικράτησε μια απέραντη βουβαμάρα. Άκρα σιωπή στης φυλακής τους τοίχους. Αγγελική ακούστηκε ξανά η φωνή του να ψάλλει τον εθνικό μας ύμνο. ‘Σε γνωρίζω από την κόψην του σπαθιού την τρομερήν… και σαν πρώτα αντρειω…’.
Κόπηκε η λέξη στη μέση από τον ήχο της καταπακτής κι έμεινε να αιωρείται, όπως ακριβώς και το αιωρούμενο σώμα του Ευαγόρα Παλληκαρίδη…
‘Ετέλειωσεν’, ακούστηκε η φωνή μου δυνατή όσο ποτές άλλοτε.
Δεν ήταν φωνή, ήταν κραυγή, ήταν ουρλιαχτό.
Αυτό που ακολούθησε ήταν πράγματι εξέγερση. Φωνές, σπασίματα, φωτιές, κραυγές.
Θέλω να σταματήσω εδώ. Είπα πολύ περισσότερα απ’ όσα σκόπευα να πω».
Αυτή η μαρτυρία φωτίζει πιότερο το μεγαλείο του Παλληκαρίδη και το πώς βίωσε τη θεία Χάρη αφού κοινώνησε λίγες ώρες προ του απαγχονισμού.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου