Γράφει η Μαίρη Καρά
Η ΔΙΚΗ ΤΟΥ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ
Όταν ο ΗΡΩΑΣ Θεόδωρος Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία
Στις 20 Μαρτίου του 1834 ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και ο Δημήτριος Πλαπούτας παραπέμπονται σε δίκη με τις κατηγορίες της συνωμοσίας και της εσχάτης προδοσίας. Η δίκη τους για συνωμοσία εναντίον του βασιλιά Όθωνα ξεκίνησε στις 16 Απριλίου. Ο «Γέρος του Μοριά» αν και πρωτοστάτησε στα γεγονότα για την εκλογή του Όθωνα, με την έλευση του το 1832, έγινε στόχος συκοφαντιών από τους πολιτικούς του αντιπάλους. Η βαυαρική αντιβασιλεία δυσανασχετούσε έντονα εξαιτίας της φιλοκαποδιστριακής και φιλορωσικής του τοποθέτησης.
Ο Κολοκοτρώνης κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία και συνελήφθη μαζί με τους Πλαπούτα, Τζαβέλα, Νικηταρά και άλλους στρατιωτικούς με την κατηγορία ότι ετοίμαζαν συνωμοσία για την ανατροπή του ανήλικου βασιλιά. Ήθελαν, λέει, να ανατρέψουν τον ανήλικο Όθωνα, και να επιβάλουν τη δική τους καταστροφική τάξη πραγμάτων. Η ποινή για τον Κολοκοτρώνη και τον Πλαπούτα ήταν θανατική εκτέλεση στη λαιμητόμο, εντός 24 ωρών. Στο άκουσμά της ποινής το ακροατήριο έμεινε άναυδο. Η απόφαση προκάλεσε μεγάλο σάλο. Λίγες ώρες αργότερα η βαυαρική αντιβασιλεία υποχρεώθηκε να μετατρέψει την ποινή σε κάθειρξη. Με την ενηλικίωσή του ο Όθων έδωσε χάρη.
Στο μεταξύ ο Κολοκοτρώνης είχε περάσει στις φυλακές μεταχείριση, που δεν του είχαν επιφυλάξει ούτε οι Οθωμανοί διώκτες του. Έζησε για 7 μήνες στα μπουντρούμια των μεσαιωνικών φυλακών στο Παλαμήδι και την Ακροναυπλία. Το σκοτεινό μπουντρούμι που έχει ταυτιστεί στη συνείδησή μας ως φυλακή του Κολοκοτρώνη στο Παλαμήδι, φαίνεται πως δεν ήταν ο χώρος, που έμεινε έγκλειστος ο θρυλικός Γέρος του Μοριά μετά την καταδίκη του σε θάνατο στις 26 Μαΐου 1834 από το καθεστώς της Αντιβασιλείας του Όθωνα. Η φυλακή του ήταν στο Παλαμήδι, αλλά στον προμαχώνα του Αγίου Ανδρέα, σ' ένα ισόγειο κτίσμα με παράθυρο και μικρή αυλή στον προμαχώνα του Μιλτιάδη.
Ο Κολοκοτρώνης στα απομνημονεύματά του αναφέρεται συνοπτικά στη φυλάκισή του στο Παλαμήδι, χωρίς περιγραφή της φυλακής. «Μ' έβαλαν έξι μήνες μυστική φυλακή, χωρίς να δω άνθρωπο εκτός του δεσμοφύλακα. Δεν ήξερα τι γίνεται για έξι μήνες, ούτε ποιος ζει, ούτε ποιος πέθανε, ούτε ποιόν (άλλον) έχουν στη φυλακή. Για τρεις μέρες δεν ήξερα πως υπάρχω, μου φαινόταν σαν όνειρο. Ρωτούσα τον εαυτό μου αν ήμουν εγώ ο ίδιος ή άλλος κανένας. Δεν ήξερα γιατί μ' έχουν κλεισμένο. Με τον καιρό μου πέρασε απ' το νου, πως ίσως η Κυβέρνηση, βλέποντας την υπόληψη που 'χε ο λαός προς εμένα, με φυλάκισε για να μου κόψει την επιρροή. Ποτέ δεν πίστεψα πως θα φτάσουν σε τέτοιο σημείο να φτιάξουν ψευδομάρτυρες».
ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ Ο ΤΟΥΡΚΟΦΑΓΟΣ
O ήρωας Νικήτας Σταματελόπουλος αποκληθείς και Νικηταράς ο Τουρκοφάγος (1782-1849) γεννήθηκε στο χωριό Τουρκολέκα του Δήμου Φαλαισίας, της επαρχίας Μεγαλόπολης του Νομού Αρκαδίας. Πατέρας του ήταν ο κλέφτης Σταματέλος Τουρκολέκας και μητέρα του η Σοφία Καρούτσου, αδελφή της γυναίκας του Θόδωρου Κολοκοτρώνη. Ήταν ψηλός, δυνατός στο πήδημα και γρήγορος στο τρέξιμο και βγήκε εντεκάχρονος στο αρματολίκι, ακολουθώντας τον πατέρα του. Αργότερα εντάχθηκε στο «μπουλούκι» του κλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη, κοντά στον οποίο έμαθε τα μυστικά της πολεμικής τέχνης, ξεχωρίζοντας για την ανδρεία και την ευρωστία του. Η αλληλοεκτίμηση και η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ του Καπετάνιου και του Νικηταρά, οδήγησαν στον γάμο του με την κόρη του Ζαχαριά Αγγελίνα. Στον μεγάλο διωγμό των κλεφταρματολών το 1805, ο πατέρας του σκοτώθηκε απ’ τους Τούρκους κι ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Γέρο του Μωριά στην Ζάκυνθο και ποτέ δεν τον εγκατέλειψε. Για την αφοσίωσή του στον θείο του ο λαός έλεγε: «Μπροστά πηγαίνει ο Νικηταράς και πίσω ο Κολοκοτρώνης» αλλά και θέλοντας να τονίσουν την στενή κι άρρηκτη σχέση των δύο ανδρών έλεγαν: «Η κεφαλή ήτο του Κολοκοτρώνη και η χειρ του Νικηταρά».
O Νικηταράς σπουδαίος ήρωας της Επανάστασης του 1821, πέθανε στην «ψάθα» ως γνωστόν, επαιτών στα σοκάκια του Πειραιά. Η αρμόδια Αρχή του είχε χορηγήσει μια θέση στο σημείο, που είναι σήμερα η Εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε να επαιτεί κάθε Παρασκευή, λόγω του μεγάλου αριθμού των επαιτών. Ήταν δε τόση η ένδειά του, σχεδόν τυφλού, πλέον στρατηγού (η πατρίδα δεν του είχε χορηγήσει σύνταξη), ώστε δεν είχε χρήματα, ούτε για να αγοράσει ψωμί, για την άρρωστη γυναίκα του. Η περιπέτεια του ήρωα έφτασε στα αφτιά ενός πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, ο οποίος ενημέρωσε σχετικά την κυβέρνησή του. Κάποια μέρα ένας απεσταλμένος της πρεσβείας, βρέθηκε στο «πόστο» όπου επαιτούσε ο οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντιλήφθηκε τον ξένο, μάζεψε αμέσως το απλωμένο του χέρι. «Τι κάνετε στρατηγέ;», ρώτησε ο απεσταλμένος. «Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα», απάντησε περήφανα ο ήρωας. «Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο;» επέμεινε ο ξένος. «Η πατρίδα μού έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πώς περνάει ο κόσμος», αντέτεινε ο περήφανος Νικηταράς. Τρανταχτό παράδειγμα σεμνότητας κι ανωτερότητας, «αγράμματου ήρωα», για τον οποίο σίγουρα το μορφωμένο «παχύδερμο» δεν έχει πάρει τίποτα το αυτί του!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου