A. Εισαγωγή
Τα τελευταία δεκαπέντε περίπου έτη, η «προοδευτική» δυτική Ευρώπη ακολουθεί τα βήματα της «προοδευτικής»!! εποχής του «προοδευτικού»!! αυτοκράτορα της Ρώμης, Νέρωνα, κατά την οποία, μεταξύ των άλλων, είχε επιτρέψει την τέλεση γάμων μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων, προφανώς για να δικαιολογήσει και να νομιμοποιήσει δική του όμοια συμπεριφορά. Είναι πράγματι ιστορικώς διακριβωμένο ότι ο Νέρων, αφού εφόνευσε διαδοχικώς δύο συζύγους (την Οκταβία κατά πρώτον και στη συνέχεια την Ποππαία Σαβίνα) τέλεσε δύο τέτοιους «γάμους» και μάλιστα κατά τον ένα εξ αυτών είχε την ιδιότητα της νύφης, φερούσης πολυτελές νυφικό, με άνδρα κάποιον με το όνομα Πυθαγόρας, ενώ κατά τον δεύτερο είχε την ιδιότητα του νυμφίου, με νύφη κάποιον με το όνομα Σπόρος, τον οποίο είχε ευνουχίσει και τον μετονόμασε σε Σαβίνα.
Τα πιο πάνω γεγονότα παραθέτει ο Έλληνας ιστορικός Κάσσιος Δίων, στο μνημειώδες έργο του «Ρωμαϊκή Ιστορία», ενώ επιβεβαιούνται και από άλλες αρχαίες πηγές, όπως του Τάκιτου και του Σουητώνιου, οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοι του Νέρωνα (βλ. άρθρο με τίτλο «Πρώτος διδάξας ο Νέρων» του Τηλέμαχου Φιλιππίδη, ομότιμου καθηγητού πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, σε Αρμενοπούλο 2006, σελ. 11-17, Επιστημονική επετηρίδα ΔΣΘ 27).
Στον αστερισμό αυτής της «προόδου» έχει εισέλθει εν μέρει και η Ελλάδα, με την ψήφιση, το 2015, του συμφώνου συμβίωσης μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων από την κυβέρνηση «ΣΥΡΙΖΑ», είσοδος η οποία θα ολοκληρωθεί, σύμφωνα με πρόσφατη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου, με την ψήφιση νόμου που θα επιτρέπει την τέλεση γάμου και μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων, επειδή υπάρχει δέσμευση με το πρόγραμμα του κόμματος, κατά τις εκλογές του 2023.
Η δυνατότητα τέλεσης γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων, που έχει γίνει δεκτή και σε άλλα ευρωπαϊκά κράτη, μολονότι δεν περιλαμβάνεται μεταξύ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τα οποία προβλέπονται με σαφήνεια από την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ), το οποίο έχει δεχθεί ακόμη και το ΕΔΔΑ, είναι απότοκος, κατά την άποψή μας, τριών παραγόντων και δη α) των πιέσεων, τα τελευταία χρόνια, παντοιοτρόπως από τις πάσης φύσεως και μορφής συλλογικότητες και κοινότητες, ομοφυλοφίλων και μη, μεταξύ των οποίων κυρίως εκείνη των ΛΟΑΤΚΙ (είναι τα αρχικά των λέξεων «Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφί, Τρανς, Κουήρ και Intersex»), για εισαγωγή προς ψήφιση σχετικού νομοσχεδίου β) της εκουσίως ή ακουσίως στρεβλής ερμηνευτικής προσέγγισης και εν τέλει της παραμόρφωσης από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) του περιεχομένου διατάξεων της ΕΣΔΑ, μεταξύ των οποίων και εκείνες των άρθρων 12, 8 και 14 και με βάση αυτή, ανακαλύψεως!! δικαιωμάτων!! τα οποία δεν προβλέπονται από την ΕΣΔΑ και γ) του γεγονότος ότι ενώ σε μια δημοκρατία οι πάντες υπόκεινται σε έλεγχο και έχουν συνέπειες, εφ’ όσον δεν ενεργούν συννόμως, τα μέλη του ΕΔΔΑ, ως όργανα του Δικαστηρίου αυτού, που είναι Δικαστήριο των κρατών της Ευρώπης τα οποία υπέγραψαν την ΕΣΔΑ και πρόβλεψαν την ίδρυσή του, ούτε ελέγχονται ούτε λογοδοτούν σε κάποιο όργανο, για τυχόν μη νόμιμες ενέργειες ή αυθαιρεσίες τους, εν όψει του ότι οι αποφάσεις τους δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, λόγοι για τους οποίους συμπεριφέρονται ως όργανα που είναι υπεράνω των πάντων, μεταξύ των οποίων και οι «Λειτουργίες» των κρατών μελών που υπέγραψαν την ΕΣΔΑ.
Όμως: 1) τα ανθρώπινα δικαιώματα, την αποκατάσταση και προστασία των οποίων επεδίωκε η υπογραφείσα το έτος 1950, Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, αναφέρονται και προσδιορίζονται σ’ αυτή και στα Πρόσθετα Πρωτόκολλα με σαφήνεια. Είναι δικαιώματα σύμφυτα προς την ανθρώπινη ιδιότητα και φύση και τον άνθρωπο ως αξία. Απορρέουν από την προσωπικότητα και την αξιοπρέπεια του ανθρώπου και συνοδεύουν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα και
2) κατά τα διαλαμβανόμενα στο άρθρο 19 της ΕΣΔΑ, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου συστήθηκε προκειμένου να διασφαλιστεί ο σεβασμός των υποχρεώσεων που απορρέουν για τα συμβαλλόμενα μέρη, από τη Σύμβαση και τα Πρόσθετα Πρωτόκολλα αυτής, ενώ σύμφωνα με το άρθρο 32, η δικαιοδοσία του ΕΔΔΑ επεκτείνεται εφ’ όλων των θεμάτων που αφορούν την ερμηνεία και εφαρμογή της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων
Όμως, κατά την ερμηνεία και εφαρμογή των άρθρων της Σύμβασης και των Πρωτοκόλλων, οφείλει να ακολουθεί και να σέβεται τις γενικές αρχές που ισχύουν για την ερμηνεία των κανόνων του Δικαίου (γραμματική ερμηνεία κλπ) και να μην προβαίνει σε διεύρυνση της εφαρμογής των κανόνων και όρων της σύμβασης σε θέματα και ζητήματα μη προβλεπόμενα τη αληθεία, υπ’ αυτής και εντεύθεν αλλοίωση του περιεχομένου τους, ερμηνεύοντας αυτούς contra legem, ή ακριβέστερα παρερμηνεύοντας το περιεχόμενό τους, υπό την επίκληση, μεταξύ των άλλων, του γεγονότος ότι από της ψηφίσεως της ΕΣΔΑ υπήρξαν εξελίξεις στην κοινωνία και αλλαγή των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, που επιβάλλουν τις ερμηνευτικές αυτές προσεγγίσεις, ώστε να συμπεριληφθούν στις έννοιες των διατάξεων της ΕΣΔΑ, περιπτώσεις πέραν εκείνων που προβλέπονται, οι οποίες όμως, είναι ξένες προς το γράμμα, το περιεχόμενο, το σκοπό των διατάξεων αυτών αλλά και τη βούληση των κυβερνήσεων των κρατών που ψήφισαν και αποδέχθηκαν την ΕΣΔΑ.
Τούτο, διότι, εάν πράγματι, λόγω της εξελίξεως των κοινωνιών και της αλλαγής των κοινωνικών και οικονομικών συνθηκών, υπάρχουν ζητήματα και περιπτώσεις που δεν είχαν προβλεφθεί και δεν μπορούν να καλυφθούν από τις διατάξεις της ΕΣΔΑ, τότε, η κάλυψη αυτών, μπορεί και πρέπει να γίνεται με την υπογραφή και μόνον Προσθέτων Πρωτοκόλλων, η πρόβλεψη των οποίων έγινε γι’ αυτό το σκοπό. Στις τελευταίες, όμως, περιπτώσεις, τα ψηφίσαντα την ΕΣΔΑ, κράτη, εφ’ όσον διαφωνούν, θα μπορούν να μην προσχωρούν στα Πρόσθετα Πρωτόκολλα και έτσι να μην δεσμεύονται από αυτά, πράγμα που είναι αδύνατο να πράξουν, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες, όταν η επέκταση των κανόνων της ΕΣΔΑ, σε ζητήματα και περιπτώσεις μη προβλεπόμενες υπ’ αυτής, γίνεται μέσω αποφάσεων του ΕΔΔΑ και των αυθαιρέτων ερμηνειών του, το οποίο, έτσι, ανεπιτρέπτως μεταβάλλεται σε νομοθέτη ή ακριβέστερα σε «υπερνομοθέτη» και επιβάλλει στα κράτη συμμόρφωση, με την επιβολή ή απειλή επιβολής κυρώσεων.
Ας σκεφθούμε για λίγο, αν θα ήταν ποτέ δυνατό (θα ήταν αληθώς αδιανόητο), πριν την καθιέρωση στην Ελλάδα, με νόμο του πολιτικού γάμου, το έτος 1982, σε περίπτωση προσφυγής άνδρα και γυναίκας ενώπιον των Ελληνικών Δικαστηρίων, με την οποία θα ζητούσαν να υποχρεωθεί η Πολιτεία να επιτρέψει σ’ αυτούς να τελέσουν πολιτικό γάμο, τα Δικαστήρια να αποφαίνονταν ότι επειδή άλλαξαν οι συνθήκες και ο πολιτικός γάμος ισχύει σε αρκετά κράτη, υποχρεούται η Ελληνική πολιτεία να προβλέψει ή έστω να επιτρέψει σ’ αυτούς να τελέσουν πολιτικό γάμο.
Την, κατά τα ως άνω, ανεπίτρεπτη αλλά και μη σύννομη πρακτική του ΕΔΔΑ, του οποίου η πλειοψηφία των μελών δεν προέρχεται από δικαστές, αλλ’ ούτε καν από νομικούς (προέρχεται, κατά κανόνα, από καθηγητές όχι Νομικών Σχολών, αλλά άλλων Σχολών πχ Κοινωνιολογίας), περιγράφει πολύ γλαφυρά ο ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστήμιου Αθηνών Σπυρίδων Βρέλλης, στην εξαίρετη μελέτη του με τίτλο «Στοιχεία νομικού φονταμενταλισμού στη νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων» (Εφαρμογές Αστικού Δικαίου και Πολιτικής Δικονομίας, τεύχος 5ο, έτος 2018, σελ. 465 επ.), με σκέψεις και επιχειρήματα, με τα οποία αποδομεί πλήρως τις, κατ’ ελάχιστο, εσφαλμένες θέσεις συνθέσεων του ΕΔΔΑ, σε ζητήματα οικογενειακού δικαίου.
Θεωρούμε αναγκαίο και χρήσιμο να αναφέρουμε κάποιες από τις γενικές σκέψεις του, που έχουν ως ακολούθως: «… Η πηγή των φονταμενταλιστικών τάσεων που εκδηλώνονται στη νομολογία του ΕΔΔΑ, βρίσκεται κυρίως στην ερμηνευτική μέθοδο που αυτό ανέπτυξε και που επέτρεψε τη μετατροπή των ιδεοληψιών της πλειοψηφίας των μελών του, σε κανόνες δικαίου. Αγνοώντας (ανεπιτρέπτως) τη βούληση των συμβαλλομένων κρατών, όπως αυτή εκφράστηκε στο κείμενο της ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο διεύρυνε υπέρμετρα τις διατάξεις της Συμβάσεως, δημιούργησε αυθαίρετα νέα «ανθρώπινα» δικαιώματα, την προστασία των οποίων επέβαλε στα Κράτη, και ανέλαβε, χωρίς κανείς να του δώσει τέτοια εξουσία, έργο εθνικού και υπερεθνικού νομοθέτη αλλά και Εθνικού Δικαστηρίου, 4ου βαθμού δικαιοδοσίας, για να καταλήξει σε βάναυση αλλοίωση των αξιών, των παραδόσεων και αρχών, της ιστορίας και της θρησκείας, τελικώς του ιδιαίτερου χαρακτήρα των εθνικών κοινωνιών, ιδίως σε θέματα ευαίσθητα και ποτισμένα από τις εν λόγω αξίες, αρχές και παραδόσεις, όπως είναι τα θέματα της οικογένειας πχ του γάμου και της υιοθεσίας …»
Β. Δικαίωμα συνάψεως γάμου και ιδρύσεως οικογένειας έχουν ο άνδρας και η γυναίκα, ήτοι ετερόφυλα πρόσωπα. Δεν προβλέπεται, ως δικαίωμα, η τέλεση γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων, τόσο από την ελληνική έννομη τάξη όσο και από τη διεθνή, και ειδικότερα από κάποια διεθνή Σύμβαση. Ισχύει το αντίθετο. Το ΕΔΔΑ δεν έχει αποφανθεί ότι η ΕΣΔΑ προβλέπει δικαίωμα τελέσεως γάμου για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια
Ι. α Το δικαίωμα συνάψεως γάμου και ιδρύσεως οικογένειας, προβλέπεται από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, με το οποίο ορίζονται επί λέξει τα ακόλουθα: «Άμα τη συμπληρώσει ηλικίας γάμου, ο ανήρ και η γυνή έχουν το δικαίωμα να συνέρχωνται εις γάμον και να ιδρύωσιν οικογένειαν συμφώνως προς τους διέποντας τούτο εθνικούς νόμους».
Όμοια, ως προς το δικαίωμα συνάψεως γάμου, είναι και η διάταξη του άρθρου 23 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα, που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Και οι δύο ανωτέρω διεθνείς Συμβάσεις, κυρώθηκαν από την Ελλάδα, η μεν πρώτη με το ν.δ. 53/1974 και η δεύτερη με το ν.δ. 2462/1997.
Με τα άρθρα 12 και 23 των ρηθεισών διεθνών Συμβάσεων, δεν προσδιορίζονται στο σύνολό τους οι προϋποθέσεις τελέσεως γάμου (εκτός από τη βασική, που είναι η ύπαρξη άνδρα και γυναίκας) αλλά και η έννοια και το περιεχόμενο της οικογένειας.
Οι διατάξεις αυτές, με ρητή ρήτρα, για τις λοιπές προϋποθέσεις τελέσεως γάμου και τον τρόπο ασκήσεως του πιο πάνω δικαιώματος, παραπέμπουν στις εθνικές νομοθεσίες των κρατών που έχουν κυρώσει τις πιο πάνω συμβάσεις, πράγμα που σημαίνει ότι το ΕΔΔΑ, με βάση τη ρήτρα αυτή, θα πρέπει (υποχρεούται) να δέχεται την έννοια των πιο πάνω όρων, τον τρόπο αλλά και τις προϋποθέσεις ασκήσεως των δικαιωμάτων αυτών, όπως διαμορφώνονται από τις νομοθεσίες, τη νομολογία και την επιστήμη εκάστου κράτους – μέρους που έχει κυρώσει τις διεθνείς αυτές συμβάσεις. Πάντως, από το περιεχόμενο των άρθρων 12 της ΕΣΔΑ και 23 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ, προκύπτει με σαφήνεια ότι βασική προϋπόθεση τελέσεως εγκύρου και υποστατού γάμου και δημιουργίας οικογένειας, είναι η διαφορετικότητα του φύλου και η σύζευξη άνδρα και γυναίκας. Δεν υπάρχει διάταξη στις ως άνω διεθνείς Συμβάσεις, που έχουν κυρωθεί και από την Ελλάδα και έχουν, με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος, αυξημένη τυπική ισχύ, προβλέπουσα τη δυνατότητα και εντεύθεν το δικαίωμα τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων.
β. Κατά την ελληνική νομολογία και επιστήμη (το άρθρο 21 του Συντάγματος και ο Αστικός Κώδικας δεν ορίζουν ευθέως την έννοια του γάμου και της οικογένειας) ως γάμος νοείται η νομική ένωση και συμβίωση ζευγαριού, δηλαδή η σύσταση οικογένειας μεταξύ ενός άνδρα και μιας γυναίκας, επί χιλιετίες δε, ο ορισμός αυτός του γάμου παραμένει αναλλοίωτος.
Η σύζευξη άνδρα και γυναίκας, δηλαδή προσώπων διαφορετικού φύλου, αποτελεί την αναγκαία προϋπόθεση (εν των ων ουκ άνευ) για την τέλεση έγκυρου ή ακριβέστερα υποστατού γάμου (Οικογενειακό Δίκαιο, Ε. Κουνουγέρη – Μανωλεδάκη, β’ έκδοση, 1998, σελ 65 – Κουμάντου, εκδ. 1988, σελ. 88 – Σπυριδάκη, εκδ. 1983, σελ 63 – Κ. Χρυσόγονου, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, εκδ. 2006, σελ. 536 – Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, υπό τη λέξη «γάμος»).
Αυτόν το γάμο ευλόγησε ο Ιησούς Χριστός, στην Κανά της Γαλιλαίας, σ’ αυτόν το γάμο αναφέρεται ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος, στην προς Εφεσίους Επιστολή του, αυτός ο γάμος κράτησε επί αιώνες σ’ όλες τις πολιτισμένες αλλ’ ακόμη και μη πολιτισμένες κοινωνίες, προ και μετά τη γέννηση του Ιησού Χριστού (εκτός από την περίοδο του αυτοκράτορα της Ρώμης, Νέρωνα), αυτόν το γάμο εννοεί ο μέγιστος των φιλοσόφων Αριστοτέλης, όταν λέγει «γάμος είναι σύνοδος ανδρός και γυναικός, επί τέκνων γενέσει και βίου κοινωνίαν», αυτόν το γάμο εννοεί ο νομομαθής Μοδεστίνος, όταν, ορίζοντάς τον, έλεγε ότι «είναι ανδρός και γυναικός συνάφεια και συγκλήρωση του βίου παντός θείου τε και ανθρωπίνου δικαίου κοινωνία», ανάλογος δε είναι και ο ορισμός των «Εισηγήσεων» του Ιουστινιανού, δηλαδή του διδακτικού βιβλίου προς χρήση των φοιτητών της Νομικής Σχολής της Κωνσταντινουπόλεως, γι’ αυτό το γάμο γίνεται αναφορά σ’ όλα τα λεξικά και σε όλες τις εγκυκλοπαίδειες, αυτόν το γάμο αποδεχόταν το ΕΔΔΑ παγίως μέχρι πριν δεκαπέντε περίπου χρόνια, αυτόν το γάμο αφ’ ενός θέτει υπό την προστασία του Κράτους, το Σύνταγμά μας και αφ’ ετέρου ρυθμίζει ο Αστικός Κώδικας και τέλος, αυτόν το γάμο αναγνωρίζει ως δικαίωμα το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, που ψηφίστηκε το 1950 και το άρθρο 23 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ, για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα.
Γάμος μεταξύ προσώπων του αυτού φύλου είναι, κατά την ελληνική έννομη τάξη, τη νομολογία και την επιστήμη, ανυπόστατος.
Έτσι έκρινε τελικά, μετά το Πρωτοδικείο Ρόδου και το Εφετείο Δωδεκανήσου, και ο Άρειος Πάγος (ο Α.Π. επελήφθη, μετά την άσκηση αναιρέσεως ως προς τον ένα γάμο) με την πολύ πρόσφατη απόφασή του υπ’ αριθμόν 1428/2017, σχετικά με τους γάμους ομοφυλοφίλων, που είχαν τελεσθεί την 3.6.2008 ενώπιον του Δημάρχου Τήλου, μετά την άσκηση αγωγής υπό του Εισαγγελέως Πρωτοδικών Ρόδου, για να κηρυχθούν ανυπόστατοι.
ΙΙ. α Με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ελληνικού Συντάγματος, στο οποίο αναφερθήκαμε ανωτέρω, ορίζονται τα ακόλουθα: «Η οικογένεια, ως θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, καθώς και ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία τελούν υπό την προστασία του Κράτους». Όπως είναι πρόδηλο, και αναφέρθηκε ανωτέρω, με την πιο πάνω διάταξη, δεν καθορίζονται ρητώς οι προϋποθέσεις τελέσεως έγκυρου και υποστατού γάμου και ειδικότερα, ότι απαιτείται σύμπραξη άνδρα και γυναίκας. Όμως, από το περιεχόμενο της διατάξεως και ειδικότερα από τις λέξεις που αναφέρονται σ’ αυτή, αυτό είναι πρόδηλο. Τούτο διότι αυτά που τίθενται υπό την προστασία του Κράτους (γάμος, οικογένεια, μητρότητα, παιδική ηλικία) και που είναι το θεμέλιο της συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, προϋποθέτουν ύπαρξη πατέρα και μητέρας (άνδρα και γυναίκας), ήτοι ύπαρξη γονέων διαφορετικού φύλου. Κατά λογική αναγκαιότητα, τα ανωτέρω προϋποθέτουν τέλεση γάμου μεταξύ προσώπων διαφορετικού φύλου (άνδρα και γυναίκας). A contrario συνάγεται ευχερώς ότι το Σύνταγμά μας δεν αποδέχεται ύπαρξη δικαιώματος τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων, αφού αυτός δεν οδηγεί στα ανωτέρω (μητρότητα, παιδιά, και εντεύθεν οικογένεια) που αποτελούν θεμέλιο συντήρησης και προαγωγής του Έθνους, και τα έχει θέσει υπό την προστασία του.
β. Ως οικογένεια νοείται ομάδα ανθρώπων που συνδέονται μεταξύ τους με δεσμούς αίματος, γάμου ή υιοθεσίας, αποτελούμενη από τον πατέρα, τη μητέρα και τα παιδιά και ζώσα συνήθως υπό την αυτή στέγη (Π. Παραράς, Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, εκδ. 2006, σελ. 535, – Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, και Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Σταματάκου, υπό τη λέξη «οικογένεια»).
Η οικογένεια προστατεύεται ρητά με το άρθρο 21 του Συντάγματος «ως θεμέλιο συντηρήσεως και προαγωγής του Έθνους». Με την ίδια διάταξη προστατεύονται επίσης «ο γάμος, η μητρότητα και η παιδική ηλικία» Όλα όμως αυτά είναι νοητά μόνον με την ύπαρξη γάμου, υπό την ανωτέρω μορφή, ήτοι μεταξύ ετεροφύλων προσώπων. Συνεπώς, κατά λογική αναγκαιότητα, ο γάμος προστατεύεται ευθέως και αναμφιβόλως από το Σύνταγμα.
Εξ άλλου, στη διασφάλιση και προστασία του γάμου μεταξύ ετεροφύλων προσώπων, της οικογένειας, της μητρότητας και της παιδικής ηλικίας κατατείνουν κατά βάση όλα τα αναγνωριζόμενα δικαιώματα αλλά και οι υποχρεώσεις που έχουν διαπλασθεί στα πλαίσια των διατάξεων του Οικογενειακού και Κληρονομικού Δικαίου του Αστικού Κώδικα (δικαιώματα και υποχρεώσεις διατροφής, γονικής μέριμνας, δικαίωμα επικοινωνίας με τα τέκνα, κληρονομικά δικαιώματα και ιδίως το δικαίωμα νομίμου μοίρας κλπ), αλλ’ ακόμη και οι ρυθμίσεις που αφορούν τα συνταξιοδοτικά δικαιώματα.
Ολίγο, τέλος, είναι ανάγκη να επισημανθεί ότι οι θεσμοί του γάμου και της οικογένειας, υπό την εκτεθείσα μορφή, είναι σύμφωνοι με τις αξίες και παραδόσεις της ελληνικής κοινωνίας.
Για τη σπουδαιότητα της οικογένειας κάνει λόγο και το άρθρο 23 παρ. 1 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ, με το οποίο ορίζονται επί λέξει τα ακόλουθα: «Η οικογένεια είναι φυσικό και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας, τα μέλη της δε, απολαύουν την προστασία της κοινωνίας και του Κράτους». Όπως είναι προφανές, η διάταξη αυτή έχει ευρύτερο περιεχόμενο από τη διάταξη του άρθρου 21 του Συντάγματός μας, και τούτο διότι σύμφωνα μ’ αυτή (άρθρο 23 του Διεθνούς Συμφώνου), η οικογένεια δεν απολαμβάνει της προστασίας μόνο του Κράτους αλλά και ολόκληρης της κοινωνίας, επειδή είναι το φυσικό και θεμελιώδες κύτταρό της.
Η διευρυμένη αυτή προστασία της οικογένειας από το πιο πάνω Διεθνές Σύμφωνο είναι εύλογη, αφού το κείμενό του έχει παραλήπτη όλα τα κράτη του ΟΗΕ, ενώ εξάλλου, αιτιολογεί την προστασία αυτή, διότι θεωρεί ότι η, εκ του γάμου, μεταξύ ετερόφυλων προσώπων, δημιουργούμενη οικογένεια αποτελεί το φυσικό (άρα κάθε τί άλλο είναι μη φυσικό) και θεμελιώδες στοιχείο της κοινωνίας. Όλα τα ανωτέρω καθιστούν πρόδηλο ότι ο θεσμός του γάμου, υπό τη ρηθείσα μορφή, δηλαδή μεταξύ ετεροφύλων προσώπων και η απορρέουσα από αυτόν, οικογένεια, αποτελούν τον πυρήνα και το θεμέλιο των οργανωμένων κοινωνιών, καθ’ όσον οδηγούν στην αέναη ύπαρξή τους (Λεξικό Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Γ. Μπαμπινιώτη, υπό τη λέξη «γάμος»). Αυτό μάλιστα, όπως εκθέσαμε ήδη, ορίζεται στο ρηθέν άρθρο 23 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ.
Υπάρχει άλλωστε καμία αμφιβολία, ότι το ξερίζωμα και ο ευτελισμός των θεσμών γάμου και οικογένειας, υπό τις ρηθείσες μορφές, από μια κοινωνία και έναν πολιτισμό, δεν θα οδηγούσε αυτούς σε αφανισμό; Και όμως, κυρίως η ευημερούσα Δύση αλλά και αρκετοί δικαστές του ΕΔΔΑ, αυτή την απλή αλήθεια δεν μπορούν ή δεν θέλουν να αντιληφθούν και συνειδητοποιήσουν.
Σε συμπλήρωση των αφορώντων στις έννοιες της οικογένειας και του γάμου και εν όψει των ως άνω εκτεθέντων, είναι πρόδηλο ότι δεν συνιστούν και δεν μπορούν να συνιστούν γάμο και οικογένεια, οι ενώσεις και οι συμβιώσεις προσώπων του ιδίου φύλου, οι οποίες άλλωστε, είναι και αντισυνταγματικές, όπως θα εκτεθεί ειδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο (Κ. Παραράς, ενθ’ ανωτέερω, σελ. 139, Χρυσόγονος, ενθ’ ανωτέρω, σελ. 585 και 183, Α. Ράικος, Συνταγματικό Δίκαιο, εκδ. 4η, σελ. 264, 265, Μ. Καράσης, Γάμος και οικογένεια, ως δικαιικοί θεσμοί).
ΙΙΙ. Στις ρηθείσες διεθνείς συμβάσεις αλλά και στο Σύνταγμα, εκτός από το δικαίωμα τελέσεως γάμου μεταξύ ετεροφύλων και ιδρύσεως οικογένειας, γίνεται λόγος και για οικογενειακή ζωή (άρθρο 9 παρ. 1 του Συντάγματος, 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, 7 και 33 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, ενώ στο άρθρο 17 του Διεθνούς συμφώνου του ΟΗΕ, που είναι αντίστοιχο προς το άρθρο 8 παρ. 1 της ΕΣΔΑ και 7 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, γίνεται αναφορά σε «οικογένεια» και όχι σε «οικογενειακή ζωή», προφανώς διότι θεωρεί δεδομένο ότι αυτά τα δύο είναι αλληλένδετα.
Ως οικογενειακή ζωή (ή οικογενειακός βίος) η οποία διακρίνεται αφ’ ενός από την ατομική ζωή και αφ’ ετέρου από τη δημόσια ζωή, νοείται η εν γένει συμπεριφορά του ατόμου, ως μέλους ορισμένης οικογένειας ή άλλως, η ζωή του ατόμου στο πλαίσιο της οικογένειας. Από τα ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι υπάρχει συνάφεια και εξάρτηση της έννοιας οικογενειακή ζωή από την έννοια της οικογένειας. Και ναι μεν ως «οικογένεια» στο άρθρο 21 του Συντάγματος αλλά και στα άρθρα 12 της ΕΣΔΑ, 9 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και 23 του Διεθνούς Συμφώνου του ΟΗΕ, νοείται η οικογένεια υπό τη στενή έννοια, δηλαδή η κοινότητα που απαρτίζουν οι γονείς με τα ανήλικα ή άγαμα ενήλικα τέκνα τους (η λεγόμενη «συζυγική» ή «πυρηνική οικογένεια»), ενώ η «οικογενειακή ζωή» του ατόμου αφορά στην εν γένει συμπεριφορά του, ως μέλους ορισμένης οικογένειας, με την ευρύτερη έννοια του όρου (περιλαμβάνει και τα αδέλφια των συζύγων και τους γονείς των συζύγων), όμως και τα δύο, έχουν ως βασικό πυρήνα το ίδιο στοιχείο, και αυτός είναι το ετερόφυλο των συζύγων.
Τα ανωτέρω δεν μεταβάλλονται από το περιεχόμενο της διατάξεως του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, στην οποία γίνεται αναφορά σε «οικογενειακή ζωή» και με την οποία ορίζονται τα ακόλουθα: «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις τον σεβασμόν της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής του, της κατοικίας του και της αλληλογραφίας του. Δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβασις δημοσίας αρχής εν τη ασκήσει του δικαιώματος τούτου, εκτός εάν η επέμβασις αύτη προβλέπεται υπό του νόμου και αποτελεί μέτρον το οποίον, εις μίαν δημοκρατικήν κοινωνίαν, είναι αναγκαίον δια την εθνικήν ασφάλειαν, την δημοσίαν ασφάλειαν, την οικονομικήν ευημερίαν της χώρας, την προάσπισιν της τάξεως και την πρόληψιν ποινικών παραβάσεων, την προστασίαν της υγείας ή της ηθικής, ή την προστασίαν των δικαιωμάτων και ελευθεριών άλλων».
Τούτο διότι το άρθρο 8 κατοχυρώνει την προστασία της εν γένει ιδιωτικής απόρρητης σφαίρας, άλλως της ιδιωτικότητας του ατόμου και ειδικότερα, το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής ζωής, της οικογενειακής ζωής, της κατοικίας και της αλληλογραφίας, και υποχρεώνει το Κράτος («Δημόσια Αρχή») να απέχει από κάθε ενέργεια που περιορίζει τα πιο πάνω ατομικά δικαιώματα. Με άλλα λόγια, όπως προκύπτει από το σαφές γράμμα και το πνεύμα της ως άνω διατάξεως, σκοπός αυτής είναι να προστατεύσει το άτομο ή ομάδες ατόμων από την αυθαίρετη παρεμβολή των εκπροσώπων της κρατικής εξουσίας, κατά την άσκηση των πιο πάνω δικαιωμάτων, μεταξύ των οποίων και αυτό της οικογενειακής ζωής.
Η ερμηνεία αυτή ευρίσκει, κατά πρώτο λόγο, έρεισμα στη διατύπωση της δεύτερης παραγράφου του άρθρου 8, σύμφωνα με την οποία «… δεν επιτρέπεται να υπάρξει επέμβαση δημοσίας αρχής …».
Αντιθέτως, ουδόλως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 8 της ΕΣΔΑ, ότι σκοπός αυτής και σε σχέση προς το δικαίωμα σεβασμού της οικογενειακής ζωής, είναι να επιλύσει το ζήτημα του ποιες συμβιώσεις ατόμων συνιστούν τις έννοιες της οικογένειας και οικογενειακής ζωής.
Πέραν τούτων, ενώ το δικαίωμα γάμου και ιδρύσεως οικογένειας και το περιεχόμενο αυτών, αλλά και γενικότερα το ζήτημα του ποιες συμβιώσεις συνιστούν την έννοια της οικογένειας και οικογενειακής ζωής, ρυθμίζονται από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ και περαιτέρω από την εσωτερική νομοθεσία εκάστου συμβαλλόμενου μέρους – κράτους, εν όψει της, σε αυτό, διατυπουμένης επιφυλάξεως (ρήτρας) και ως εκ τούτου το άρθρο 8, το οποίο κάνει λόγο για «το δικαίωμα σεβασμού στην οικογενειακή ζωή», τελεί σε συνάρτηση και εξάρτηση από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, με συνέπεια να μην είναι δυνατή διεύρυνση του άρθρου 8, πέραν των διαγραφομένων ορίων από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑκαι από την εθνική νομοθεσία εκάστου Κράτους – μέρους, εν όψει της επιφυλάξεως, το ΕΔΔΑ έχει προσδώσει στην έννοια των όρων «οικογενειακή ζωή», δυστυχώς, διαφορετικό και πολύ ευρύτερο περιεχόμενο, από εκείνο το οποίο προκύπτει από το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, θεωρώντας προφανώς και αυθαιρέτως, αλλά και χωρίς καμία προσφυγή στους ερμηνευτικούς κανόνες, ότι το άρθρο 8 έχει αυτοτέλεια και ότι μπορεί να θεμελιώσει έννοια «οικογένειας» και «οικογενειακής ζωής», διαφορετικής από εκείνη του άρθρου 12.
Σε σχέση προς το ζήτημα αυτό, ο καθηγητής και διατελέσας δικαστής του ΕΔΔΑ Λίνος – Αλέξανδρος Σισιλιάνος, σημειώνει: «Πάντως το γεγονός ότι το άρθρο 12 συνεισφέρει στην ερμηνευτική προσέγγιση του άρθρου 8, δεν σημαίνει ότι το πεδίο της εφαρμογής της ιδιωτικής και οικογενειακής ζωής, μπορεί να διευρυνθεί τόσο, ώστε να επιβάλει θετικές υποχρεώσεις στα Κράτη – μέρη, πέραν από αυτές που προβλέπει η ρύθμιση του άρθρου 12. Μια παρόμοια ερμηνεία contra legem θα ερχόταν σε αντίθεση προς τη θεώρηση της Σύμβασης…» (Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, Ερμηνεία κατ’ άρθρο, σελ. 472).
Γ. ΕΔΔΑ και άρθρο 12 της ΕΣΔΑ
Ι. Από όλα όσα εκθέσαμε ανωτέρω, είναι πρόδηλο ότι με βάση το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, με το οποίο θεσπίζεται το δικαίωμα γάμου και ιδρύσεως οικογένειας, ο γάμος είναι επιτρεπτός και υποστατός ΜΟΝΟΝ μεταξύ ετεροφύλων προσώπων και σύμφωνα με τους διέποντας τούτο, εθνικούς νόμους των υπογραψάντων τη Σύμβαση, κρατών.
Τούτο διότι:
α. η διάταξη του άρθρου 12, όπως έχει διατυπωθεί, ήταν και είναι δεσμευτική για τα υπογράψαντα την ΕΣΔΑ, κράτη.
β. Ερμηνευτική προσέγγιση διαφορετική δεν είναι δυνατή, αφού η βούληση των υπογραψάντων το 1950, την ΕΣΔΑ, κρατών, ήταν δεδομένη και το κείμενο της διατάξεως σαφέστατο και
γ. Επέκταση του δικαιώματος τελέσεως γάμου και μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων, θα μπορούσε να γίνει ΜΟΝΟΝ με την υπογραφή Προσθέτου Πρωτοκόλλου από τα υπογράψαντα την αρχική σύμβαση, κράτη ή μέρος αυτών. Στην τελευταία βεβαίως περίπτωση, τα μη υπογράψαντα το Πρόσθετο Πρωτόκολλο, κράτη, θα μπορούσαν να προσχωρήσουν οποτεδήποτε μετά την υπογραφή του.
Παρά ταύτα, συνθέσεις μελών του ΕΔΔΑ, τα τελευταία 15 περίπου χρόνια, προέβησαν, ανεπιτρέπτως βεβαίως, σε μία περίεργη και αυθαίρετη ερμηνευτική προσέγγιση της διατάξεως του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ, με την οποία εκουσίως ή ακουσίως άνοιγαν την κερκόπορτα για την αναγνώριση μη προβλεπομένου από την ΕΣΔΑ, δικαιώματος και δη του δικαιώματος τελέσεως γάμου από τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, εφ’ όσον αυτό θεσπιζόταν από κάθε Κράτος μέλος. Ειδικότερα, έχει αποφανθεί ότι:
1. Το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ προβλέπει ότι για τη σύναψη εγκύρου και υποστατού γάμου, απαιτείται ένωση άνδρα και γυναίκας.
2. Τα ψηφίσαντα την ΕΣΔΑ, κράτη, δεν μπορεί να υποχρεωθούν από το ΕΔΔΑ ή κατ’ άλλον τρόπο, με βάση το άρθρο 12, αλλά και τα άρθρα 14 και 8 της ΕΣΔΑ, να επιτρέψουν τη σύναψη γάμου και μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων και
Τα ίδια όμως κράτη, έχουν την ελευθερία και το δικαίωμα στο εσωτερικό τους να προβλέψουν με νόμο, τη δυνατότητα τελέσεως γάμου μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων.
Όμως, η ερμηνευτική αυτή προσέγγιση, είναι ορθή, μόνο σε σχέση προς τα υπ’ αριθμούς 1 και 2 ζητήματα, ενώ ως προς το τρίτο είναι καταφανώς εσφαλμένη και παραπλανητική, καθ’ όσον έρχεται σε αντίθεση προς την πρώτη παραδοχή.
Ειδικότερα: Από τη διατύπωση του άρθρου 12 της ΕΣΔΑ, προκύπτει ότι μπορούν να συνάψουν έγκυρο γάμο και να ιδρύσουν οικογένεια, ετερόφυλα πρόσωπα (άνδρας και γυναίκα), λόγος, προφανώς, για τον οποίο, κατά το ΕΔΔΑ, δεν μπορούν τα υπογράψαντα την ΕΣΔΑ, κράτη, να υποχρεωθούν από το ίδιο ή κατ’ άλλο τρόπο, να αναγνωρίσουν δικαίωμα τελέσεως γάμου στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια.
Αν όμως ο γάμος, κατά το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ, είναι επιτρεπτός μόνο μεταξύ ετερόφυλων προσώπων και η ΕΣΔΑ, ως διεθνής Σύμβαση, έχει αυξημένη τυπική ισχύ έναντι των απλών νόμων (για την Ελλάδα έχει, με βάση το άρθρο 28 του Συντάγματος, αλλά καθ’ όσον γνωρίζουμε και για άλλα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει, αφού και αυτά έχουν αντίστοιχες διατάξεις του άρθρου 28 του Συντάγματός μας), πώς είναι δυνατόν τα ψηφίσαντα την ΕΣΔΑ, κράτη, να έχουν το δικαίωμα να θεσπίσουν διάταξη, με την οποία θα παρέχεται δυνατότητα τελέσεως γάμου στα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, αφού η διάταξη αυτή θα είναι ανίσχυρη, λόγω της αντιθέσεώς της προς το άρθρο 12 της ΕΣΔΑ;
Πώς είναι δυνατόν να μην μπορεί να αναγνωρίσει το ΕΔΔΑ, ένα δικαίωμα για τα ομοφυλόφιλα ζευγάρια, επειδή δεσμεύεται, περί του αντιθέτου, από την ΕΣΔΑ, και να μπορεί να το αναγνωρίσει ένα κράτος που έχει υπογράψει και δεσμεύεται και αυτό από την ΕΣΔΑ;
Η αντίθεση και εντεύθεν η ύπαρξη απαγόρευσης και για τα υπογράψαντα την ΕΣΔΑ, κράτη, είναι πρόδηλη.
Το πιο πάνω δικαίωμα, τα υπογράψαντα την ΕΣΔΑ κράτη, θα μπορούσαν να το έχουν, μόνον με την υπογραφή Προσθέτου Πρωτοκόλλου, με το οποίο θα παρείχετο ρητώς το δικαίωμα αυτό, όπως εκθέσαμε.
Και όμως, το ΕΔΔΑ δέχθηκε ανεπιτρέπτως και μη συννόμως τα ανωτέρω, μεταβληθέν έτσι από Δικαστήριο, σε νομοθέτη ή ακριβέστερα σε υπερνομοθέτη. Έτσι, άνοιξε την κερκόπορτα και μέσω αυτής την τελευταία δεκαπενταετία, το ένα μετά το άλλο, τα περισσότερα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κυρίως αυτά της Δυτικής Ευρώπης, αναγνώρισαν με ψηφισθέντες νόμους, μη νομίμως φυσικά, δικαίωμα τελέσεως γάμων μεταξύ ομοφυλοφίλων προσώπων.
συνέχεια στο Β μέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου