(Ειδικό αφιέρωμα στον πεσόντα ήρωα Ανδρέα Πογιατζή από τη Βατυλή)
Κείμενο: Του δημοσιογράφου Γιώργου Κωνσταντίνου Σταύρου
Ο Ανδρέας Πογιατζής ήταν ο πρωτότοκος γιος του Αντώνη και της Χρυστάλλας Πογιατζή. Λέμε πρωτότοκος γιατί την εποχή εκείνη εθεωρείτο “ευνοϊκή τύχη” για τους γονείς ν’ αποκτήσουν γιο. Το πρώτο ήταν γιατί δεν είχαν την έγνοια της προίκας και το δεύτερο γιατί αποκτούσαν τον διάδοχο που θα αναλάμβανε τα ηνία της οικογένειας. Έτσι και οι δυο γονείς τού είχαν ιδιαίτερη αδυναμία.
Γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1956, γιορτή της Παναγίας (Εισόδια της Θεοτόκου) και ήταν το 4ο από τα 6 παιδιά της οικογένειας Πογιατζή. Προηγήθηκαν η Μαρία, η Φούλλα και η Παναγιώτα και τον Ανδρέα ακολούθησαν η Νίκη και ο Γιώργος.
Την τότε εποχή, της δεκαετίας του ’60 και ’70, τα παιδιά ενηλικιώνονταν πολύ νωρίς. Μετά το Δημοτικό, είτε επέλεγαν το Γυμνάσιο είτε μια τέχνη, έπρεπε να έχουν τη συμβολή τους στον οικογενειακό προϋπολογισμό.
Άψογος χαρακτήρας
Ο Ανδρέας Πογιατζής επέλεξε την τέχνη του καλουψιή στις οικοδομές και όταν τον είδα την τελευταία φορά στο χωριό ήταν δυο μέρες πριν το πραξικόπημα.
Ήταν το Σάββατο 13 Ιουλίου 1974. Τον συνάντησα στον δρόμο έξω από το σπίτι του.
Πριν καταταγεί στον στρατό, τον Ιανουάριο του 1974, ήταν ολοκληρωμένος στην τέχνη του, αναλάμβανε εργολαβίες ως καλουψιής. Σαν άνθρωπος έχαιρε γενικής εκτίμησης για τον άψογο και πρόσχαρο χαρακτήρα του, την ευαισθησία, το πηγαίο χαμόγελο και την αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε. Οι κουβέντες, η συμπεριφορά, η όλη εικόνα του απέπνεαν σιγουριά και εμπιστοσύνη.
Είχε αθλητικό σώμα, ύψος 1.77, μια ξεχωριστή ανδρική χάρη, πράσινα μάτια, ήταν ένας νέος γεμάτος δίψα για ζωή.
Αν και μόνο 18 ετών τα προτερήματα του ήταν ευδιάκριτα. Ξεχώριζε για το ευρηματικό χιούμορ, που τον ανέβαζε σε μια πιο ψηλή βαθμίδα.
Μεγάλωσε σε μια οικογένεια με αρχές και αξίες. Ήταν πρότυπο εργατικότητας, ξεχείλιζε από καλοσύνη και αγάπη, είχε υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης, έντιμος και ειλικρινής, με ήθος και αξιοπρέπεια. Είχε αποφασιστικότητα και θάρρος, ήταν ήσυχος και πράος αλλά με τσαγανό, είχε την νεανική ορμητικότητα.
Μάλιστα είχε βρει και την καλή του. Μια λυγερή κοπελίτσα 16 περίπου ετών, την Βαλεντίνη Λουκά-Γερασίμου. Μάτια μαύρα εκφραστικά, ένα πρόσωπο που σε αιχμαλώτιζε με τα χαρακτηριστικά του, με ένα μελαψό γλυκύ χρώμα. Κι ένα ανάστημα που προκαλούσε θαυμασμό. Την αγάπησε ο Ανδρέας Πογιατζής, συναντήθηκαν οι δυο οικογένειες και είχαν δώσει “λόγο”, σύμφωνα με τα έθιμα του χωριού.
Είχε καταταγεί στην Εθνική Φρουρά πολύ νωρίς, στις 20 Ιανουαρίου 1974, σε ηλικία 17 ετών και 2 μηνών, γιατί ήθελε να τελειώσει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις και απερίσπαστος πλέον να δημιουργήσει την οικογένεια του.
Μετά τη βασική εκπαίδευση στο Κέντρο Νεοσυλλέκτων είχε επιλεγεί για τον 120 Λόχο Βαρέων Όπλων (ΛΒΟ) στη Λακατάμια. Τη Δευτέρα 8 Ιουλίου είχε πάρει άδεια ενός μηνός από τον στρατό για να τελέσει τους αρραβώνες του.
Πραξικόπημα – εισβολή
Δεν πέρασε παρά μόνο μια εβδομάδα και τη Δευτέρα 15 Ιουλίου 1974 η Χούντα των Αθηνών του Δημήτριου Ιωαννίδη, με τη συμβολή της ΕΟΚΑ Β’, διενήργησε πραξικόπημα για να ανατρέψει τον εκλεγμένο πρόεδρο Αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Ο επικεφαλής ταξίαρχος Μιχαήλ Γιωργίτσης, διοικητής της 3ης Ανωτέρας Τακτικής Διοίκησης και ο δεύτερος τη τάξει των πραξικοπηματιών Κωνσταντίνος Κομπόκης, διοικητής των Δυνάμεων Καταδρομών, χρησιμοποίησαν όλες σχεδόν τις Μονάδες της Εθνικής Φρουράς, με κύρια τμήματα κρούσης, τις Δυνάμεις Καταδρομών και των αρμάτων μάχης. Σ ’αυτή την εγκληματική και προδοτική ενέργεια οι πραξικοπηματίες ενέπλεξαν και δυνάμεις του 120 ΛΒΟ, στέλνοντας 4 στοιχεία ΠΑΟ (Πυροβόλο Ανευ Οπισθοδρομήσεως) 106 χιλιοστών στην επίθεση εναντίον του Προεδρικού Μεγάρου και στη συνέχεια όταν καταδίωκαν τον Μακάριο στην Πάφο.
Δυο μέρες μετά το πραξικόπημα, την Τετάρτη 17 Ιουλίου, ο Ανδρέας Πογιατζής κλήθηκε να διακόψει την άδεια και παρουσιάστηκε στην υπηρεσία του, στο στρατόπεδο του 120 ΛΒΟ στη Λακατάμια.
Τις μέρες που ακολούθησαν το πραξικόπημα, πλήθαιναν οι πληροφορίες πως επίκειται τουρκική εισβολή. Από την Τετάρτη κιόλας 17 Ιουλίου 1974, δυο μέρες μετά το πραξικόπημα, οι κινήσεις των τούρκων ήταν κάτι περισσότερο από σαφείς για την προετοιμαζόμενη επέμβαση. Τουρκοκύπριοι που ήταν εγκατεστημένοι σε μικτά χωριά μετακινήθηκαν στους τουρκικούς θύλακες, οι Υπηρεσίες Πληροφοριών ενημέρωσαν ότι παρατηρήθηκε συγκέντρωση αποβατικών δυνάμεων και σκαφών στο τουρκικό λιμάνι της Μερσίνας, ότι έγινε επιστράτευση στους τουρκοκυπριακούς θύλακες, βελτίωσαν τις αμυντικές θέσεις και διπλασίασαν τις σκοπιές, εκκένωσαν το στρατόπεδο της ΤΟΥΡΔΥΚ και μετακινήθηκαν στον θύλακα του Κιόνελι και πολλές άλλες προετοιμασίες.
Την Παρασκευή 19 Ιουλίου στις 11.30 το πρωί 33 τουρκικά αποβατικά σκάφη με την συνοδεία τεσσάρων αντιτορπιλικών και μιας φρεγάτας απέπλευσαν από την Μερσίνα με κατεύθυνση την Κύπρο, ενώ το απόγευμα της Παρασκευής δυο τουρκικά αεροπλάνα εκτέλεσαν αναγνωριστικές πτήσεις στις βόρειες ακτές της Κύπρου αρχίζοντας από τον Απόστολο Ανδρέα, περνώντας πάνω από την Κερύνεια και συνεχίζοντας προς τον Κορμακίτη.
Τα ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία, μεταξύ τους και το Αγγλικό BBC, μετέδιδαν το βράδυ της Παρασκευής 19 Ιουλίου ότι στο τουρκικό λιμάνι της Μερσίνας τουρκικά στρατεύματα επιβιβάζονταν σε αποβατικά πλοία με προφανή προορισμό την Κύπρο.
Στις 11.30 μ.μ. της Παρασκευής 19 Ιουλίου 1974 ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ Συνταγματάρχης Χρίστος Ορφανίδης μαζί με τον δεύτερο της ιεραρχίας της Μονάδας υπολοχαγό Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο μετέβησαν στο ΓΕΕΦ. Λόγω των πληροφοριών για επικείμενη τουρκική εισβολή ήθελαν να διευκρινίσουν κάποια σημαντικά θέματα όσον αφορά την παραλαβή βαρέως οπλισμού της Μονάδας, που ήταν αποθηκευμένος στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ. Επίσης θα ζητούσαν να μάθουν όσον αφορά τον χρόνο διασποράς της Μονάδας, αλλά και τη διάθεση τμημάτων του 120 ΛΒΟ σε άλλες Μονάδες στους χώρους τελικού προορισμού.
Στο ΓΕΕΦ είχαν μεταβεί και άλλοι διοικητές Μονάδων περιμένοντας ενημέρωση. Εκεί επικρατούσε μια απίστευτη ηρεμία, ιδιαίτερα στην αίθουσα επιχειρήσεων, όπου η δραστηριότητα ήταν πιο κάτω ακόμη κι από άσκηση.
Ένας από τους επιτελείς είπε πως δεν έπρεπε να γίνουν κινητοποιήσεις στρατιωτικών Μονάδων, γιατί «τούτο θα εσήμαινε πως υπάρχει στρατιωτική προπαρασκευή εναντίον των Τουρκοκυπρίων».
Εκεί ενημερώθηκαν πως το ραντάρ της Καντάρας εντόπισε τον τουρκικό στόλο 20 λεπτά μετά τα μεσάνυκτα να κατευθύνεται προς την ανατολική ακτή της Κύπρου, βορείως της Αμμοχώστου και στη συνέχεια άλλαξε πορεία προς βορρά.
Ένα επιτελής του ΓΕΕΦ έδωσε την εξήγηση πως «η κίνηση είναι πανομοιότυπη με εκείνη του 67» και πως «ενεργούν προς άσκηση ψυχολογικής πίεσης για αποτροπή πιθανόν ενεργειών κατά των Τουρκοκυπρίων».
Και η τελική οδηγία του ΓΕΕΦ του Γιωργίτση και των υπόλοιπων πραξικοπηματιών προς τους αγωνιούντες διοικητές των Μονάδων ήταν:
– Κύριοι, πάτε για ύπνο, όπως έγραψε και στο βιβλίο του «Κύριοι, Πάτε για Ύπνο. Η τραγωδία της Κύπρου, όπως την έζησε ένας Λοχαγός της 31 Μοίρας Καταδρομών», ο αυτόπτης μάρτυρας Ελευθέριος Σταμάτης, Αντιστράτηγος ε.α. Επίτιμος Διοικητής της 1ης Στρατιάς.
Ο Διοικητής και ο υπολοχαγός του 120 ΛΒΟ επέστρεψαν στο στρατόπεδο τους, έχοντας λάβει την καθησυχαστική οδηγία του ΓΕΕΦ “να πάνε για ύπνο”.
Διασπορά της μονάδας
Όταν επέστρεψε στο στρατόπεδο ο διοικητής του 120 ΛΒΟ πραγματοποίησε συγκέντρωση όλων των αξιωματικών και τους έδωσε οδηγίες, αντίθετα με τις εντολές του ΓΕΕΦ, να εγερθούν όλοι οι στρατιώτες και να εφαρμοσθεί το σχέδιο συναγερμού και ετοιμότητας.
Γύρω στις 2.15 το πρωί όλοι οι οπλίτες ήσαν έτοιμοι. Στις 4.15 έγινε συγκέντρωση της Μονάδας και ο διοικητής του 120 ΛΒΟ διέταξε να κινηθεί η Μονάδα στον χώρο διασποράς. Ήταν ένας ελαιώνας δυτικά του στρατοπέδου που ήταν απέναντι από το Δημοτικό σχολείο τους Λακατάμειας.
Λαντ ρόβερ με ΠΑΟ 106 χιλιοστών, τζιπ με τηλεκατευθυνόμενα αντιαρματικά βλήματα, φορτηγά με όλμους των 4.2 ιντζών, διάφοροι εκτοξευτές και βαριά όπλα, φορτηγά γεμάτα πυρομαχικά, μαζί με όλους τους αξιωματικούς και οπλίτες έφταναν σε λίγα λεπτά στον μεγάλο ελαιώνα.
Στις 4.40 το πρωί ήταν όλοι εκεί. Τοποθέτησαν τα οχήματα και τα βαριά όπλα κάτω από τις ελιές και ασχολήθηκαν στη συνέχεια με την παραλλαγή και απόκρυψη, ώστε να μην είναι ορατοί από αέρος. Το στρατόπεδο έμεινε έρημο. Έμειναν μόνο οι απαραίτητοι διαβιβαστές.
Με το πρώτο φως της ημέρας το προφανές επιβεβαιώθηκε. Δυο τουρκικά μαχητικά αεροπλάνα πέταξαν πάνω από το στρατόπεδο με υπερηχητική ταχύτητα. Πολυβόλησαν τις αποθήκες πυρομαχικών και ακολούθως ένα αεροπλάνο έκανε βύθιση και έριξε μια βόμβα στις αποθήκες πυρομαχικών και όπλων. Ήταν φανερό πως οι Τούρκοι πιλότοι ήξεραν επακριβώς πού ήταν οι αποθήκες του 120 ΛΒΟ. Παρόμοιες επιδρομές και βομβαρδισμοί με βόμβες και ρουκέτες έγιναν την ίδια ώρα και σε άλλες αποθήκες πυρομαχικών στα στρατόπεδα της Εθνικής Φρουράς, στην Αθαλάσσα, στην ΕΛΔΥΚ, στην Κερύνεια, σε όλη την Κύπρο.
Οι διαβιβαστές που είχαν μείνει στο στρατόπεδο ενημέρωσαν τον διοικητή πως δεν υπήρξαν τραυματίες.
Άλλες Μονάδες που δεν κινήθηκαν στους χώρους διασποράς, βομβαρδίστηκαν από τα τουρκικά αεροπλάνα και αποδεκατίστηκαν μέσα στα στρατόπεδα τους. Μεταξύ τους και μια μοίρα πυροβολικού στην Κερύνεια, στο μέρος που έπεφτε το μεγαλύτερο βάρος για την απόκρουση της τουρκικής εισβολής.
Στις 5.30 το πρωί άρχισε και η ρίψη αλεξιπτωτιστών μιας ολόκληρης τουρκικής ταξιαρχίας από μεταγωγικά αεροπλάνα στον θύλακα του Κιόνελι.
Ο διοικητής του 120 ΛΒΟ επικοινώνησε τηλεφωνικά με το ΓΕΕΦ για να λάβει επιχειρησιακές οδηγίες. Ο διοικητής του ΓΕΕΦ είχε ανακληθεί λίγες μέρες νωρίτερα στην Αθήνα από την Χούντα. Κενό στην επικοινωνία με το ΓΕΕΦ, ανεξέλεγκτη η κατάσταση. Δεν εφαρμόστηκε ποτέ το σχέδιο άμυνας της Κύπρου «Αφροδίτη», για μετάβαση των Μονάδων στις προκαθορισμένες θέσεις στις ακτές και στο εσωτερικό για απόκρουση τουρκικής εισβολής από τη θάλασσα και τον αέρα.
Αποστολή στην ΕΛΔΥΚ
Στις 9.30 το πρωί της 20ής Ιουλίου ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ ανέθεσε στον υπολοχαγό Κωνσταντίνο Αργυρόπουλο να μεταβεί στην ΕΛΔΥΚ μαζί με 10 έφεδρους στρατιώτες, που είχαν επιστρατευτεί λίγες ώρες νωρίτερα, μαζί με δυο φορτηγά και να πάρουν τον μισό οπλισμό του στρατοπέδου που φυλασσόταν εκεί, δηλαδή 16 ΠΑΟ των 106 χιλιοστών και τρεις όλμους 4.2″.
Φτάνοντας στο στρατόπεδο της ΕΛΔΥΚ αντίκρισαν «κρανίου τόπο». Το διοικητήριο καταστράφηκε, ενώ τα τουρκικά αεροπλάνα βομβάρδισαν και όλα τα κτήρια του στρατοπέδου, από τα οποία έβγαιναν μαύροι καπνοί.
Ο Διοικητής είχε και εδώ την προνοητικότητα να κάνει διασπορά των αξιωματικών και οπλιτών από τα χαράματα πριν αρχίσουν οι τουρκικοί βομβαρδισμοί. Οι άνδρες ήταν τώρα σε ορύγματα και θέσεις μάχης στα γύρω υψώματα.
Το ευτύχημα ήταν πως η αποθήκη με τα ΠΑΟ και τους όλμους του 120 ΛΒΟ ήταν προς τη πλευρά του γειτονικού στρατοπέδου της ΤΟΥΡΔΥΚ και είχε γλιτώσει από τους βομβαρδισμούς.
Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος αφού ήρθε σε επαφή με τους ανθρώπους της ΕΛΔΥΚ άρχισαν να φορτώνουν τα ΠΑΟ στα φορτηγά. Ήταν πολύ επίπονη εργασία, κι όμως έπρεπε να τα φορτώσει μόνη η ομάδα του 120 ΛΒΟ, γιατί κανένας από τους άντρες της ΕΛΔΥΚ δεν μπορούσε να εγκαταλείψει τη θέση του.
Άρχισαν την εργασία μέσα σε ανήσυχη ηρεμία, όταν ύστερα από λίγο άρχισαν να πέφτουν βροχή οι όλμοι γύρω τους.
Έσπευσαν να καλυφθούν μέσα σε χαντάκια, ορύγματα, χαλάσματα, όπου βρήκαν.
Όταν σταμάτησαν για λίγο οι όλμοι, οι έφεδροι άρχισαν και πάλι δειλά-δειλά το φόρτωμα των ΠΑΟ. Καθώς φόρτωναν έπεφταν σποραδικά όλμοι και από μια έκρηξη τραυματίστηκε έναν έφεδρος, που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Από την έκρηξη εκείνη εκτινάχθηκε και ο υπολοχαγός που έπεσε αρκετά μέτρα πιο κάτω. Δεν κτυπήθηκε από θραύσμα και σε λίγο συνήλθε με ελαφρύ τραύμα στο κεφάλι.
Άρματα από τα νότια
Η συνέχεια τούς επιφύλαξε άλλο ένα απίστευτο επεισόδιο. Καθώς φόρτωναν τα βαρέα όπλα είδαν να έρχονται άρματα από τη νότια πλευρά του στρατοπέδου της ΕΛΔΥΚ.
Ο υπολοχαγός έδωσε οδηγίες να σταματήσουν τη φόρτωση και να λάβουν όλοι θέσεις μάχης. Τούς είπε πού θα καλυφθεί ο καθένας ακόμη και οι οδηγοί και έδωσε εντολές να πυροβολούν στις διόπτρες των αρμάτων. Η τελευταία διαταγή του ήταν να αρχίσουν να βάλλουν μόνο όταν τους καλέσει ν’ αρχίσουν “πυρ”.
Καθώς προχωρούσαν τα τανκς είδαν και πεζούς στρατιώτες να τα συνοδεύουν. Τα περίμεναν να πλησιάσουν ακόμη λίγο και μετά ν’ αρχίσουν τα πυρά. Οι έφεδροι ρώτησαν αν θα ήταν καλύτερα να βάλουν εναντίον των πεζών στρατιωτών.
Ο υπολοχαγός απάντησε αμέσως:
– Είναι δικά μας, μην πυροβολήσετε, είναι δικά μας…
|
Ελληνικά άρματα Τ 34 της ΕΦ
|
Ευτυχώς δεν άνοιξαν πυρ. Τα άρματα μάχης ήταν ελληνικά Τ34 που κατευθύνθηκαν εκεί στα πλαίσια του σχεδίου για επίθεση εναντίον του θύλακα του Κιόνελι. Κι όμως κανένας δεν ενημέρωσε την ομάδα του 120 ΛΒΟ γι’ αυτή την άφιξη. Τόση ήταν η ασυνεννοησία… Επικεφαλής των αρμάτων ήταν ο υπίλαρχος Περικλής Καρανίκας.
Μετά από αυτή την ανέλπιστη εξέλιξη οι έφεδροι κατευθύνθηκαν και πάλι στην αποθήκη και συνέχισαν τη φόρτωση. Μετ’ εμποδίων και με διαλείμματα, λόγω των πυρών και των βλημάτων όλμων που έπεφταν κατά διαστήματα, κατάφεραν να φορτώσουν τα όπλα στις 12.30. Όταν ξεκίνησαν για τη Λακατάμια, άρχισαν και πάλι να πέφτουν βροχή τα βλήματα όλμων και πυκνά πυρά πολυβόλων.
Μέσα σ’ αυτό τον χαλασμό τα δυο φορτηγά με τα όπλα και τους έφεδρους κατάφεραν να γλιστρήσουν προς την έξοδο και κατευθύνθηκαν προς τον χώρο που είχαν στρατοπεδεύσει. Έφτασαν εκεί στις 1.15 μ.μ.
Ο διοικητής του 120 ΛΒΟ περίμενε με αγωνία την άφιξη του υπολοχαγού και της ομάδας του και όταν τους είδε να έρχονται ανακουφίστηκε. Ενημερώθηκε για τα γεγονότα και πώς κατάφεραν να φορτώσουν και να μεταφέρουν τα 12 ΠΑΟ 106 χιλιοστών.
Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος δέχθηκε την περιποίηση των τραυμάτων του στο κεφάλι από ένα νοσοκόμο του στρατοπέδου και στη συνέχεια κλήθηκε και παρουσιάστηκε στον Διοικητή.
Aποστολή στην Κερύνεια
Ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ Χρίστος Ορφανίδης ανέθεσε αποστολή στον υπολοχαγό Κ. Αργυρόπουλο να κινηθεί αμέσως προ την Κλεπίνη με οκτώ στοιχεία ΠΑΟ 106 χιλιοστών.
Η διαταγή ήταν να οδεύσει σε φάλαγγα μέσω της Λευκωσίας – Μιας Μηλιάς – Κυθρέας και μετά να κατευθυνθεί στην Κλεπίνη. Εκεί θα συναντήσει δικά μας στρατιωτικά τμήματα, τα οποία θα τον ενημέρωναν για τα περαιτέρω. Δηλαδή πώς να έρθει σε επαφή με τον συνταγματάρχη Στυλιανό Σ. Μιχόπουλο, Διοικητή του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος της Κερύνειας, να τεθεί υπό τις διαταγές του και να εκτελέσει αποστολές προς απόκρουση της τουρκικής εισβολής.
Εκτός από τα βασικά φορτία τα οκτώ λαντ ρόβερ με τα ΠΑΟ, εφοδιάστηκαν με 7 επιπλέον βλήματα το καθένα και τη φάλαγγα ακολουθούσε ένας εθελοντής, ο πολίτης οδηγός Λοίζος Σατανάς, 43 ετών τότε, με το φορτηγό του γεμάτο εφεδρικά βλήματα και πυρομαχικά.
Η διαταγή ήταν να ετοιμαστεί η αποστολή το ταχύτερο δυνατό.
Σε χρόνο ρεκόρ επιλέγηκαν οι 35 άντρες που θα επάνδρωναν τα οκτώ στοιχεία ΠΑΟ, συν ένας ο οδηγός του φορτηγού που θα ακολουθούσε τη φάλαγγα.
– Ήταν τα συνήθη πληρώματα των 8 στοιχείων ΠΑΟ και είχε το καθένα τον οδηγό, τον υπαξιωματικό/στοιχειάρχη – σκοπευτή και δυο στρατιώτες. Εκεί που υπήρχαν ελλείψεις συμπληρώθηκαν με εφέδρους, είπε ο Κ. Αργυρόπουλος.
Όλοι με στολή εκστρατείας με τον ατομικό οπλισμό και τα πυρομαχικά, φόρτωσαν όπλα, βλήματα, καύσιμα, τρόφιμα, ανταλλακτικά και σε μισή ώρα στις 2.10 μ.μ. ήταν έτοιμοι να ξεκινήσουν.
Στο πρώτο αυτοκίνητο της φάλαγγας οδηγός ήταν ο Ανδρέας Πογιατζής από τη Βατυλή, συνοδηγός ο επικεφαλής της αποστολής υπολοχαγός Κωνσταντίνος Αργυρόπουλος και στις δυο πίσω θέσεις του λαντ ρόβερ ήταν ο λοχίας στοιχειάρχης Χριστάκης Νικολάου από την Αμμόχωστο με καταγωγή τον Άγιο Γεώργιο Σπαθαρικού και ο έφεδρος στρατιώτης Χαράλαμπος Μιχαήλ από το Αργάκι Μόρφου.
Οι οδηγίες προς τους οδηγούς των αυτοκινήτων, αλλά και στους επικεφαλής του κάθε στοιχείου ήταν να κρατούν μια απόσταση μεταξύ τους γύρω στα 70 μέτρα, ώστε η φάλαγγα να μην αποτελεί εύκολο στόχο για τα βομβαρδιστικά και μαχητικά τουρκικά αεροπλάνα.
Η αποστολή ξεκίνησε χωρίς κανένα πρόβλημα, γιατί πιθανό τα τουρκικά αεροπλάνα να ήταν απασχολημένα σε άλλα πιο σημαντικά σημεία.
Όμως καθώς τα αυτοκίνητα προχωρούσαν από την Κυθρέα προς την Κλεπίνη ακούστηκε από τους ασυρμάτους και τους στρατιώτες:
– Αεροπορία…
|
Τουρκικά μαχητικά με τα τετράγωνα κοκκινόασπρα χαρακτηριστικά τους του 1974
|
Αμέσως δόθηκαν οδηγίες ώστε όλα τα στοιχεία να βγουν από τον δρόμο και να γίνει διασπορά και απόκρυψη τους, διατηρώντας τις αποστάσεις τους.
Τα δυο μαχητικά στο πέρασμα τους έκαναν αναγνώριση της φάλαγγας. Δεν γνώριζαν ότι το τμήμα δεν είχε αντιαεροπορική κάλυψη κι έτσι έριξαν τις βόμβες τους από πολύ ψηλά. Έπεσαν πολύ μακριά από τα αυτοκίνητα της φάλαγγας και έτσι δεν υπήρξε οποιαδήποτε απώλεια.
Σε λίγο η αποστολή ξεκίνησε και πάλι.
Προχώρησαν με αυξημένη ταχύτητα, διατηρώντας πάντα τις αποστάσεις και χωρίς να συναντήσουν άλλα απρόοπτα έφτασαν στον Πενταδάκτυλο. Συνέχισαν και πλησίασαν την Κλεπίνη στα 3 χιλιόμετρα.
Ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος κάλεσε τη φάλαγγα να σταματήσει και με το τηλεσκόπιο βάλθηκε να παρατηρεί αν υπήρχε κάποια κίνηση στο χωριό. Κάλεσε και τον υποδιοικητή του, τον κύπριο έφεδρο ανθυπολοχαγό Ιωάννη Βάκη, έψαξαν μαζί, δεν είδαν τίποτα.
Αποφάσισε να συνεχίσει σε σχηματισμό προς την Κλεπίνη και οι οπλίτες να είναι έτοιμοι για ενδεχόμενη επαφή με τουρκικές δυνάμεις.
Σε λίγο είδαν τα πρώτα σπίτια της Κλεπίνης, ανέκοψαν ταχύτητα, προχωρούσαν προσεκτικά.
– Στην περιοχή Κλεπίνης στον ασφαλτοστρωμένο δρόμο θα συναντήσεις δικά μας τμήματα, για να σε κατευθύνουν στον Διοικητή του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος της Κερύνειας Στυλιανό Μιχόπουλο, τού είχε πει κατά την αναχώρηση ο Διοικητής του 120 ΛΒΟ Χρίστος Ορφανίδης.
Καμιά κίνηση, κανένα στρατιωτικό τμήμα, ούτε καν στρατιώτης. Συνάντησαν μόνο ένα γέροντα στο εγκαταλειμμένο χωριό. Τον ρώτησαν αν είδε στρατό, αν έφυγαν οι κάτοικοι, αν ήξερε κάτι. Τα είχε χαμένα, δεν ήξερε τίποτα.
Πουθενά στρατιωτικό τμήμα, πουθενά Τακτικό Συγκρότημα, με το οποίο έπρεπε να έρθουν σε επαφή.
Οι ασύρματοι που είχε η φάλαγγα ήταν μόνο για επικοινωνία μεταξύ των 8 λαντ ρόβερ. Δεν μπορούσαν να έρθουν σε επαφή με τον Διοικητή του 120 ΛΒΟ για νέες οδηγίες. Έπρεπε να αποφασίσουν από μόνοι τους τι έπρεπε να κάνουν.
Πορεία προς το άγνωστο
Ο επικεφαλής υπολοχαγός αποφάσισε να συνεχίσουν την κάθοδο τους προς τη θάλασσα στον δρόμο προς τον Άγιο Επίκτητο. Τώρα, οδεύοντας προς το άγνωστο προχωρούσαν αργά, προσεκτικά, σε πλήρη εγρήγορση γιατί από στιγμή σε στιγμή δεν γνώριζαν τι θα συναντούσαν.
Κοίταξαν κάτω προς την παραλία δεν υπήρχε καμιά κίνηση στρατιωτικών τμημάτων.
Ανέβηκαν σε ένα λοφίσκο και παρατήρησαν με τα τηλεσκόπια. Είδαν ορισμένα αντιτορπιλικά στη θάλασσα και διελεύσεις ελικοπτέρων που κατευθύνονταν προς το νότο.
Το τμήμα των οκτώ ΠΑΟ αποφάσισε να προχωρήσει προς τον Άγιο Επίκτητο πάντα με στόχο να βρει τον Διοικητή του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος. Δόθηκαν οδηγίες να ληφθούν αυξημένα μέτρα ασφαλείας, να διατηρούν τις αποστάσεις μεταξύ τους και να είναι σε πλήρη ετοιμότητα. Κατευθύνονταν τώρα προς τον Άγιο Επίκτητο, σε σχηματισμό αναγνώρισης, έχοντας δεξιά τη θάλασσα και αριστερά τον Πενταδάκτυλο.
Με κάθε επιφύλαξη πλησίασαν το χωριό. Αντίκρισαν και πάλι το ίδιο σκηνικό. Καμιά κίνηση ούτε στρατιωτικών τμημάτων, ούτε κατοίκων. Μπήκαν στο χωριό. Ήταν κι αυτό έρημο.
Προς τουρκοκυπριακό χωριό
Ο υπολοχαγός έκρινε πως έπρεπε να συνεχίσουν την πορεία προς την Κερύνεια. Όμως το πρόβλημα ήταν πως έπρεπε να πάνε διά μέσου του χωριού Καζάφανι, το οποίο κατοικείτο κυρίως από Τουρκοκύπριους.
Το Καζάφανι απείχε τρία χιλιόμετρα, μια απόσταση που μπορεί να επιφύλασσε ο,τιδήποτε. Καθώς προχωρούσαν η πρώτη εικόνα που συνάντησαν τούς προκάλεσε θλίψη αλλά παράλληλα ενέτεινε την αγωνία της αποστολής.
Συνάντησαν μια καμένη φάλαγγα επτά στρατιωτικών οχημάτων της 33ης Μοίρας Καταδρομών, τα οποία πλήγηκαν από την τουρκική αεροπορία και τώρα ήταν εγκαταλειμμένα και από ορισμένα αναδύονταν ακόμη μαύροι καπνοί. Δυστυχώς οι αποστάσεις μεταξύ τους ήταν μηδενικές και έτσι έδωσαν εύκολο στόχο στους τούρκους πιλότους. Ευτυχώς είχαν μόνο τραυματίες, αλλά είχαν απώλειες σημαντικού στρατιωτικού υλικού.
Η φάλαγγα του 120 ΛΒΟ συνέχισε την πορεία προς το Καζάφανι και οι τελευταίες οδηγίες του επικεφαλής υπολοχαγού ήταν:
– Θα διέλθουμε από το Καζάφανι με επιθετική διάταξη. Με την είσοδο στο χωριό αυξάνουμε ταχύτητα. Το επικεφαλής όχημα εκτελεί πυρά και αν υπάρξει ανταπόδοση, τότε τα ακολουθούντα λαντ ρόβερ εκτελούν πυρά με τα ατομικά όπλα σε πλευρικές κατευθύνσεις.
Το σχέδιο εκτελέστηκε κατά γράμμα, αλλά προς μεγάλη έκπληξη όλων δεν υπήρξε καμιά απάντηση πυρών. Το χωριό ήταν έρημο και είχε εγκαταλειφθεί κι αυτό.
Ανάπνευσαν και πάλι μετά την έξοδο από το χωριό Καζάφανι και συνέχισαν την πορεία τους προς την Κερύνεια.
Σε λίγο συνάντησαν ένα πολιτικό αυτοκίνητο που ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Κατέβηκε απ’ αυτό ένας άντρας ντυμένος αξιωματικός, συστήθηκε ως ταγματάρχης πεζικού και τους είπε πως τα ελληνικά στρατιωτικά τμήματα ήταν δυτικά της Κερύνειας. Στον δρόμο τους είδαν και άλλα πολιτικά αυτοκίνητα με ένοπλους πολίτες, αλλά και οικογένειες να φεύγουν προς το Καζάφανι.
Προχώρησαν προς την πόλη της Κερύνειας αλλά προς μεγάλη τους και πάλι έκπληξη δεν συνάντησαν κανένα μέσα στην πόλη. Καμιά κίνηση, κανένα πρόσωπο, παντού εγκατάλειψη.
Προχωρώντας ακόμη λίγο, προς τη δυτική πλευρά της πόλης συνάντησαν τους πρώτους στρατιώτες. Ήταν ένας υπολοχαγός του 251 Τάγματος Πεζικού μαζί με δέκα περίπου οπλίτες. Την ώρα εκείνη πέρασαν από πάνω τους μια ομάδα 5-6 τουρκικών ελικοπτέρων. Τους έβαλαν με ένα πολυβόλο, αλλά χωρίς αποτέλεσμα.
Αφού ενημερώθηκε πού θα βρει τον συγκροτηματάρχη, η φάλαγγα των οκτώ ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ συνέχισε την πορεία της δυτικά της Κερύνειας και σε λίγο έμελλε να βρει επιτέλους τον Αντισυνταγματάρχη Στυλιανό Μιχόπουλο. Ήταν στην είσοδο του στρατοπέδου του 251 Τάγματος Πεζικού, 2 χλμ. δυτικά της Κερύνειας, πάνω στην παραλία.
Βρισκόταν εκεί μαζί με τον επιτελή του ταγματάρχη Κωνσταντίνο Τσιάκα.
Ο συγκροτηματάρχης, έτσι ήταν ο τίτλος του, φαινόταν να τα έχει εντελώς χαμένα. Και πώς να μην τα έχει. Είχε αφήσει τις μονάδες στα στρατόπεδα τους, σύμφωνα με τις άνωθεν οδηγίες (της Χούντας) και δέχθηκαν τις πρωινές ανελέητες τουρκικές αεροπορικές επιδρομές. Πολλά απ’ αυτά διαλύθηκαν και δεν ήταν σε θέση να ανταποκριθούν ούτε κατά το ελάχιστο στο καθήκον απόκρουσης της τουρκικής εισβολής.
Σημαντική μαρτυρία
Αλλά υπάρχει και μια άλλη μαρτυρία, ακόμη χειρότερη, από αξιωματικούς και στρατιώτες του 70 Τάγματος Μηχανικού. Λέει η μαρτυρία:
«Την παραμονή έναρξης της τουρκικής εισβολής, δηλαδή την Παρασκευή 19η Ιουλίου 1974, κοντά στα μεσάνυκτα, 5-6 ώρες δηλαδή προτού αρχίσει η απόβαση των τουρκικών δυνάμεων εισβολής στην ακτή του Πέντε Μίλι της Κερύνειας, μια διμοιρία του 70 Τάγματος Μηχανικού με επικεφαλής τον υπολοχαγό Παναγιώτη Παναγόπουλο, είχε ήδη φτάσει από τη Λευκωσία στην Κερύνεια, για να υλοποιήσει αμέσως τη διατεταγμένη αποστολή της, να στρώσει ναρκοπέδιο στο Πέντε Μίλι.
»Ο επί τόπου ανώτατος διοικητής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος της Κερύνειας, συνταγματάρχης Στυλιανός Μιχόπουλος απαγόρευσε τη ναρκοθέτηση, είπε στους άνδρες του 70 ΤΜΧ ότι “δεν υπάρχει τίποτε και προληπτικώς έχετε έρθει” και τους διέταξε να πάνε για ύπνο. “Ξαπλώστε να κοιμηθείτε”, τους είπε.
»Μετά από λίγες ώρες με το πρώτο φως του Σαββάτου, αποφράδας 20ής Ιουλίου 1974 τα πρώτα τμήματα του 50ού Συντάγματος Καραογλάνογλου της 39ης Μεραρχίας του Αττίλα, πραγματοποιούσαν ανενόχλητα την αποβίβαση (ούτε καν απόβαση) στην ακτή του Πέντε Μίλι».
Η πιο πάνω μαρτυρία κατατέθηκε στον Φάκελο της Κύπρου της κυπριακής Βουλής και περιέχεται στο βιβλίο «Εις Μνημόσυνον Αιώνιον Ηρώων 70ΤΜΧ» του ιερέα Ανδρέα Βορκά, ο οποίος το 1974 ήταν ένας από τους ανθυπολοχαγούς του τάγματος.
Η συνάντηση των Βατυλιωτών
Εδώ ν’ ανοίξουμε μια παρένθεση για να αναφερθούμε σε μια συνάντηση δυο Βατυλιωτών, οι οποίοι τότε υπηρετούσαν ως κληρωτοί στρατιώτες.
Ας αφήσουμε τον Σπύρο Δράκο να μας μιλήσει γι’ αυτή τη συνάντηση. Ήταν οδηγός του 70 Τάγματος Μηχανικού και είχε μεταβεί στην Κερύνεια μαζί με τη διμοιρία του από την Παρασκευή 19 Ιουλίου, παραμονή της τουρκικής εισβολής. Μάς είπε:
«Εκείνη την ώρα που έφτασε η φάλαγγα των 8 ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ, το Σάββατο 20 Ιουλίου στις 6.15 το απόγευμα περίπου, ήμουν κοντά στην πύλη του στρατοπέδου. Σε κάποια στιγμή άκουσα κάποιο να με φωνάζει:
– Σπύρο…
»Ήταν ο συγχωριανός και φίλος Ανδρέας Πογιατζής. Καθόταν στη θέση του οδηγού του πρώτου αυτοκινήτου της φάλαγγας. Από τη θέση του συνοδηγού είχε κατεβεί λίγο νωρίτερα ο επικεφαλής της φάλαγγας υπολοχαγός.
»Τα είπαμε για 1-2 λεπτά, καθώς ο υπολοχαγός έπαιρνε οδηγίες για την αποστολή του από τον αντισυνταγματάρχη Μιχόπουλο.
– Πού πάτε; τον ρώτησα.
– Πάμε να κτυπήσουμε τους Τούρκους εισβολείς, μου είπε και πρόσθεσε: Θα είσαι εδώ όταν θα επιστρέψουμε;
– Εδώ θα είμαι, πού να πάω; του απάντησα.
»Ο υπολοχαγός επικεφαλής της φάλαγγας των ΠΑΟ δεν άργησε να επιστρέψει. Χαιρέτησα τον Ανδρέα, του ευχήθηκα “καλή επιστροφή” και η φάλαγγα ξεκίνησε με κατεύθυνση δυτικά της Κερύνειας, προς τον Άγιο Γεώργιο».
Για την αποστολή της διμοιρίας του στην Κερύνεια ο Σπύρος Δράκος είπε:
«Πήγαμε εκεί από το απόγευμα της Παρασκευής 19 Ιουλίου 1974 για να ναρκοθετήσουμε την παραλία στο Πέντε Μίλι.
»Όμως, όπως μάθαμε, ο Διοικητής του 3ου Τακτικού Συγκροτήματος είπε στον υπολοχαγό μας να πάμε για ύπνο. Κοιμηθήκαμε εκεί, μέσα στο 251 ΤΠ, στο έδαφος κάτω από τ’ αστέρια. Το πρωί μάς έκαναν εγερτήριο τα τουρκικά αεροπλάνα που βομβάρδισαν το στρατόπεδο. Έγινε χαμός. Όλοι έτρεχαν να καλυφθούν, να απομακρυνθούν, να σωθούν…».
Όμως ο Σπύρος Δράκος ήταν μάρτυρας και κατά την επιστροφή της φάλαγγας, την οποία θα δούμε στη συνέχεια.
|
Προώθηση Τούρκων στην Κύπρο
|
Η τρομερή συνομιλία
Επιστρέφουμε
λοιπόν στην πύλη του στρατοπέδου του 251 Τ.Π. με τον αντισυνταγματάρχη
Στυλιανό Μιχόπουλο να υποδέχεται τον Ουλαμό των οκτώ ΠΑΟ του 120 ΛΒΟ.
Όπως ο υπολοχαγός Κ. Αργυρόπουλος γράφει στο βιβλίο του «1974 Οι Αδικαίωτοι» ο Αντισυνταγματάρχης του είπε:
– Όλα εντάξει. Όπως αναφέρει ο διοικητής του λόχου που είναι σε επαφή
με τις τουρκικές δυνάμεις (λοχαγός Στέφανος Τζίτζας) ελέγχει τον εχθρό
και να μην ανησυχούμε.
Ακολούθως ο Αντισυνταγματάρχης ανέθεσε αμέσως στον υπολοχαγό Κ. Αργυρόπουλο την πρώτη του αποστολή:
- Όπως βλέπετε ο εχθρός ελέγχεται. Έχει αγκιστρωθεί στην ακτή και το
έργο σας είναι πάρα πολύ εύκολο. Έχει βγάλει ένα ουλαμό αρμάτων, τα
οποία δεν έχουν χώρο να ελιχθούν και είναι στριμωγμένα στην παραλία,
δυτικά του χωριού Άγιος Γεώργιος. Πέντε αρματάκια είναι αυτά. Τα χτυπάς
και η αποστολή σου έληξε.
Ο υπολοχαγός ζήτησε λεπτομέρειες, ήθελε να
πατά σε στέρεο έδαφος. Ήταν εξάλλου πολύ νωπό εκείνο το… «στην περιοχή
της Κλεπίνης, επάνω στον ασφαλτόδρομο στο βασικό δρομολόγιο από Κυθρέα
προς Κερύνεια θα πάρεις επαφή με δικό μας τμήμα και με τον Διοικητή του
3ου Τακτικού Συγκροτήματος»… Και δεν ήταν κανένας στην Κλεπίνη. Και
έκαναν πορεία στα τυφλά προς τον Άγιο Επίκτητο, μετά προς Καζάφανι και
μετά προς Κερύνεια με όλους τους κινδύνους να παραμονεύουν, κυρίως να
εισέλθουν σε εχθρική ζώνη και να υποστούν πανωλεθρία.
Η συνομιλία
που ακολούθησε, όπως την περιγράφει στο ίδιο βιβλίο του ο Κ.
Αργυρόπουλος, είναι πολύ ενδιαφέρουσα και πολύ αποκαλυπτική. Την
παραθέτουμε πιο κάτω:
Υπολοχαγός: Ποιος θα μού δείξει την τοποθεσία αποβάσεως και τις θέσεις του εχθρού;
Αντισυνταγματάρχης: Δεν χρειάζεται παιδί μου. Πάρε τις συντεταγμένες
από τον κύριο Ταγματάρχη και κατευθύνσου εκεί. Εκεί σε περιμένουν οι
δικοί μας. Ήδη τους έχω ενημερώσει ότι κινείσαι προς τα εκεί. Σε
περιμένουν.
– Πού θα τους βρω;
– Πολύ εύκολο. Θα κινείσαι
συνεχώς επάνω στον ασφαλτόδρομο στο κύριο δρομολόγιο προς Πέντε Μίλι –
Διάβαση Πανάγρων. Μόλις φθάσεις στο χωριό Άγιος Γεώργιος και μπροστά
στην ομώνυμη εκκλησία, πάντοτε πάνω στον ασφαλτόδρομο είναι οι δικοί
μας.
– Να τολμήσω να σας ζητήσω να μού διαθέσετε ένα οδηγό που
γνωρίζει την περιοχή για την περίπτωση λάθους; Ή έστω ένα ασύρματο να
επικοινωνώ μαζί σας;
– Πρώτον δεν υπάρχει τέτοια δυνατότητα και
δεύτερον σάς διαβεβαιώνω ότι το να συναντήσετε τους δικούς μας χωρίς να
βγείτε καθόλου από το δρομολόγιο είναι ό,τι πιο εύκολο στον κόσμο. Και
μέσω αυτών μπορείτε να επικοινωνείτε μαζί μου.
Παρών στην άφιξη της
φάλαγγας, καθώς και στη συνομιλία Μιχόπουλου – Αργυρόπουλου ήταν και ο
Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός (ΔΕΑ) Κώστας Σανταμάς του 70 Τάγματος
Μηχανικού, ο οποίος είπε χαρακτηριστικά:
– Αντικρίζοντας έξω από την
πύλη του στρατοπέδου την φάλαγγα των 8 λαντ ρόβερ με τα ΠΑΟ είπα “να κι
ένα οργανωμένο στρατιωτικό τμήμα”, ντυμένοι και εξοπλισμένοι στην
εντέλεια, λαντ ρόβερ, όπλα όλα αψογα και οι στρατιώτες έδειχναν με ψηλό
ηθικό.
Επίσης επιβεβαίωσε τη συνομιλία όπως την περιέγραψε πιο πάνω ο υπολοχαγός και πρόσθεσε:
– Έλεγε ακριβώς την ίδια ιστορία σε όλους, δηλαδή “κατέβασαν μόνο πέντε άρματα και είναι υπό έλεγχο, στριμωγμένα στην παραλία”.
Συνεχίζοντας ο Κ. Σανταμάς είπε:
– Εκείνο που μού έκανε ιδιαίτερα κακή εντύπωση ήταν οι ανύπαρκτες
επικοινωνίες μεταξύ των δικών μας στρατιωτικών τμημάτων. Για τη μεταφορά
των διαταγών τού επικεφαλής, δηλαδή του Μιχόπουλου, πηγαινοερχόταν ένας
αγγελιαφόρος που τις μετέφερε με σχετικά σημειώματα. Μάλιστα πρόσεξα
ότι σε μια περίπτωση ο Μιχόπουλος… έκοψε ένα κομμάτι του κουτιού των
τσιγάρων του, έγραψε τη διαταγή και την έδωσε στον αγγελιαφόρο για να
την μεταφέρει! Τόση προχειρότητα υπήρχε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου