Achtung Achtung! (Άχτουνγκ Άχτουνγκ!): Προσοχή Προσοχή! Ή αλλιώς: Κίνδυνος Θάνατος! Η πρόσφατη εμπλοκή μας με την Γερμανία είναι άκρως επικίνδυνη και δεν επιδέχεται πολιτικών κινήσεων εν αγνοία του απαιτούμενου ιστορικού βάθους. Έχοντας ζήσει και εργασθεί στην Γερμανία για τρία περίπου χρόνια, μετά από αντίστοιχη δεκαετή παραμονή μου στην Αγγλία, και έχοντας την δεκαετία του 2000 ηγηθεί ελληνικής επιστημονικής ομάδας σε μακρόχρονες διαπραγματεύσεις με Γερμανούς επί μείζονος τεχνολογικού θέματος (κατασκευή του υπερσύγχρονου τηλεσκοπίου «Αρίσταρχος» από την εταιρεία Καρλ Τσάϊς της Ιένας), θα προσπαθήσω να επισημάνω ορισμένα σημεία που ενδεχομένως να βοηθήσουν στην κατανόηση της συμπεριφοράς του «άλλου».
Οι Γερμανοί είναι επίμονοι και αργόστροφοι, αλλά ιδιαίτερα εργατικοί και μεθοδικοί, γεγονός που τους επιτρέπει να αποδίδουν σε βάθος χρόνου, ακόμα και όταν η όποια εργασιακή ή αντιληπτική μέθοδος που ακολουθούν δεν είναι θεωρητικά η επιτυχέστερη.
Σε αντίθεση με τους Εγγλέζους, δεν διακρίνονται για την ευελιξία και την ευγένειά τους στην πορεία μιας διαπραγμάτευσης. Θα έλεγα ότι όταν πρωτοαναπτύσσουν τις θέσεις τους, ηχούν τόσο απόλυτοι και τελεσιγραφικοί που σου δημιουργούν την αίσθηση ότι βρίσκεσαι μπροστά σε «ακαμψία θανάτου» (rigor mortis). Ίσως να οφείλεται και στην γερμανική τους γλώσσα για την οποία πολλά λέγονται μεταξύ σοβαρού και αστείου, όπως για παράδειγμα ότι δεν είναι τυχαίο που η γλώσσα τους είναι αυτή που χρησιμοποιούν οι θηριοδαμαστές ανά τον κόσμο διότι είναι η μόνη που αντιλαμβάνονται τα θηρία, ή ότι είναι γλώσσα νεκρή γιατί μόνον οι πεθαμένοι έχουν τόσο χρόνο διαθέσιμο για να την μάθουν (Όσκαρ Ουάϊλντ). Ο μόνος τρόπος να τους αντιμετωπίσει κανείς είναι να αγνοήσει παντελώς το επιθετικό τους ύφος (κάτι που μάθαμε να κάνουμε «εκ νεότητός μας» ως τακτική επιβίωσης, όσοι τουλάχιστον εξ’ ημών υπηρετήσαμε στον στρατό, υβριζόμενοι από χαμηλόβαθμους άξεστους καραβανάδες) και να επιστρατεύσει έναν αυστηρό ορθολογισμό παρέχοντας τα συνακόλουθα αναγκαία και αδιάσειστα τεκμήρια, κατά τρόπο λιτό, αυστηρό, και λιγόλογο χωρίς να μετέρχεται θεατρικών βερμπαλισμών. Ξανά και ξανά και ξανά. Στο τέλος του δρόμου υποχωρούν μπροστά στους χαμηλούς τόνους και την υψηλή ορθοφροσύνη, σε ένα περιβάλλον που ο συνομιλητής τους φροντίζει να δημιουργήσει, μακράν πανηγυρισμών και όρων νίκης ή ήττας.
Εν προκειμένω και για τα καθ’ ημάς τώρα. Η ανάδειξη του θέματος του γερμανικού δανείου αυτή τη στιγμή είναι άκαιρη. Θα έπρεπε να είχε ήδη αναδειχθεί κατά την αρχή της κρίσεως, όταν η Ελλάδα εμφανίζονταν στα διεθνή μέσα ενημέρωσης, και δη στα γερμανικά, ως «μπαταχτσής», αντικρούοντας την προπέτειά τους με την επισήμανση ότι το οφειλόμενο στην Ελλάδα ποσό ανέρχεται σήμερα σε πάνω από 500 δισεκατομμύρια ευρώ, ποσόν που υπερκαλύπτει το σύνολο του σημερινού χρέους μας (325 δισεκατομμύρια ευρώ). Και θα έπρεπε να είχε γίνει μέσα ακόμα και από πληρωμένες καταχωρήσεις στον διεθνή τύπο, για να μπουν τα πράγματα στη θέση τους ως προς την εικόνα της Ελλάδος. Δεν αναφέρομαι στην νομική διεκδίκηση του δανείου, διότι τα πράγματα ενδεχομένως να είναι πολύ περίπλοκα, και η πιθανότητα υλικής μας δικαίωσης να μην είναι υψηλή, σε σχέση τουλάχιστον με τις απαιτήσεις μας.
Σήμερα πάντως είναι αργά για να αναταχθεί διεθνώς το ηθικό περίγραμμα της χώρας, δεδομένου ότι δια των πλέον επισήμων χειλέων, αυτών των εκπροσώπων της ελληνικής κυβερνήσεως σε όλα τα διεθνή φόρα, η χώρα μας καθομολογείται ότι πάσχει διότι είναι χώρα λαθρεμπόρων πετρελαίου, τσιγάρων και τίς οίδε τί άλλων, και χώρα άπειρων φοροφυγάδων, ενός δηλαδή λαού απατεώνων έναντι του κράτους. Τί είδους λοιπόν αίσθημα υπερηφάνειας μπορούμε να αποκομίσουμε σε έναν τέτοιο αγώνα διεθνούς ζητιανιάς, όταν οι ίδιοι φτύνουμε τα μούτρα μας; Η στοιχειώδης σωφροσύνη θα απαιτούσε όλες οι κινήσεις με τους εταίρους μας να γίνονταν εν σιωπή και όχι υπό τα φώτα μιας δημοσιότητας που μόνο επιπρόσθετο κακό μας κάνει. Όπως επίσης και την αποφυγή προκλήσεων όπως αυτές περί κατασχέσεως των κτιρίων και υποδομών του Ινστιτούτου Γκαίτε, ενός λαμπρού πολιτισμικού πυλώνα μέσα στον άνυδρο ελλαδικό χώρο, κάτι που μας κάνει να φαινόμαστε στα μάτια του πολιτισμένου κόσμου ως σκοταδιστές, ή, τηρουμένων των αναλογιών, ως «τζιχαντιστές» καταστροφείς του πολιτισμικού υποβάθρου της ανθρωπότητας, όπως αυτοί οι άφρονες μουσουλμάνοι φανατικοί που βλέπουμε σήμερα με φρίκη στις τηλεοράσεις να σπάνε τα μνημεία του πολιτισμού της Μεσοποταμίας.
Και κάτι τελευταίο σχετικά με την αντιπαράθεση Βαρουφάκη-Σόϊμπλε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο Γιάνης Βαρουφάκης είναι ένας χαρισματικός άνθρωπος ο οποίος παρά τις θεατρικές του εκφάνσεις, ή ίσως λόγω και μέσω αυτών, προσπαθεί με αγωνία να μας κρατήσει στον ευρωπαϊκό μονόδρομο, υπερβαίνοντας στην πράξη τις τριτοκοσμικές αντιλήψεις της κάθε αριστερής πλατφόρμας, φόρμας ή πλατείας. Δεν χρειάζεται συνηγόρους στον τρόπο με τον οποίο θα αντιμετωπίσει τις σχέσεις του με τον Σόϊμπλε, εκτός εάν οι υποτιθέμενοι συνήγοροί του επιθυμούν κατά βάθος να τον υπονομεύσουν (πολλοί εκ των εσωτερικών εχθρών του επικαλούνται ιδεολογικές αποκλίσεις αλλά κατά βάση κινούνται από την ζηλοφθονία τους για την προσωπικότητά του). Διότι ο Βαρουφάκης γνωρίζει καλύτερα από τον καθένα μας ότι η Λήμαν Μπράδερς, η οποία με την πτώχευσή της πυροδότησε την σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση, χρεοκόπησε από προσωπικές αντιπάθειες μεταξύ των ιθυνόντων αυτής της ίδιας και του οργανισμού που θα μπορούσε να την διασώσει. Και δεν είναι καθόλου, μα καθόλου αφελής, για να πέσει ο ίδιος σε μια τέτοια παγίδα. Εκτός, επαναλαμβάνω, εκτός εάν κάποιοι «εντός των τειχών» παίζουν παίγνια «εν ου παικτοίς», χωρίς να γνωρίζουν καν την θεωρία των παιγνίων και τις καταστροφικές συνέπειες της άγνοιάς τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου