Όταν διορθωθούν τα λάθη στην ερμηνεία τους, τότε αποκαλύπτεται η τραγική αλήθεια.
Διατυπώνεται η άποψη εκ μέρους της πολιτείας πως η ομοφυλόφιλη γονεϊκότητα είναι ισότιμη με την ετερόφυλη.(1) Προς υποστήριξη αυτής της θέσης παρατίθενται και επιστημονικές εργασίες. Πόσο αντικειμενικές είναι; Είναι σωστή η ερμηνεία τους; Ποιος έδωσε τα στοιχεία που αφορούσαν τις ομόφυλες «οικογένειες» και ποιες παράμετροι αξιολογήθηκαν στη ψυχική υγεία και την προσωπικότητα των παιδιών; Είναι δυνατόν ένα φαινόμενο ελάχιστων ετών να αξιολογείται τόσο πρώιμα από την εφαρμογή του, ενώ είναι γνωστό πως μεταβολές ή διαταραχές στην οικογένεια εκτιμώνται ως συνέπειες μετά από δεκαετίες ή το ορθότερο μετά από γενεές; Η πανανθρώπινη εμπειρία μέχρι σήμερα θεωρείται ξεπερασμένη;
“Υπάρχουν πολλές φωνές που εκθέτουν (2,3) την ιδεολογική καθοδήγηση των μελετών, των αποκλεισμό των ερευνητών με αντίθετη άποψη, την παραποίηση των δεδομένων, την επιλεκτική αξιολόγηση των παραμέτρων και την επιπολαιότητα στην ερμηνεία. Επιθυμώντας το καλύτερο για τις οικογένειες και τα παιδιά, παραθέτουμε την κριτική σε δύο από τις μεγαλύτερες μελέτες που υποστήριξαν την ομόφυλη γονεϊκότητα στις ΗΠΑ προκειμένου να διαμορφωθεί αντικειμενική άποψη για την ομόφυλη γονεϊκότητα. (4)
Έχουν γίνει αρκετές μελέτες σε μια προσπάθεια να φανεί πως δεν υπάρχει «καμία διαφορά» στα αποτελέσματα ανατροφής των παιδιών μεταξύ γονέων του ίδιου φύλου και γονέων αντίθετων φύλων. Οι μελέτες στις οποίες γίνεται συνήθως αναφορά για την υποστήριξη της ομόφυλης ανατροφής, είναι αυτές του Reczek, «Family Structure and Child Health; Does the Sex Composition of Parents Matter;» και τη μελέτη των Wainright, Russell και Patterson που αφορά σε εφήβους με γονείς του ίδιου φύλου. Ο Dr. Donald Paul Sullins, κοινωνιολόγος και ερευνητής, εντόπισε τα λάθη στα δεδομένα που παρουσιάζει η έρευνα τόσο του Reczek όσο και των Wainright, Russell και Patterson.
Τα παιδιά των ομόφυλων οικογενειών διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο συναισθηματικών και συμπεριφορικών δυσκολιών
Η μελέτη του Reczek
Η μελέτη του Reczek, η οποία χρησιμοποίησε δεδομένα από το National Health Interview Survey, παρουσίασε μια ανάλυση των παραμέτρων υγείας σε παιδιά με γονείς σε τέσσερις τύπους συμβιώσεων, δηλ. «παντρεμένων» ομοφυλοφίλων, ομοφυλόφιλων σε συμβίωση, παντρεμένων διαφορετικού φύλου και διαφορετικού φύλου σε συμβίωση. Η μελέτη υποστήριξε ότι τα αποτελέσματα ήταν καλύτερα για τα παιδιά με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου, όπως ισχύει και για εκείνα που έχουν παντρεμένους γονείς αντίθετου φύλου: «Τα παιδιά σε «συμβιούντα» νοικοκυριά έχουν χειρότερα αποτελέσματα υγείας από τα παιδιά σε έγγαμα νοικοκυριά, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του φύλου των γονέων. Τα παιδιά σε παντρεμένα νοικοκυριά του ίδιου φύλου και διαφορετικού φύλου είναι σχετικά παρόμοια μεταξύ τους όσον αφορά τα αποτελέσματα της υγείας, όπως και τα παιδιά σε νοικοκυριά του ίδιου φύλου και διαφορετικού φύλου που συζούν». Η μελέτη ανέφερε ότι η αναλογία συναισθηματικών δυσκολιών των παιδιών σε συμβίωση σε σχέση με εκείνα που είχαν έγγαμους γονείς, βελτιώθηκε από το 1,7 στο 1,0 με ετερόφυλους γονείς και από το 3,0 στο 1,0 με ομοφυλόφιλους γονείς.
Είναι σαφές πως μια τέτοια εργασία υποστηρίζει την ιδέα του ομόφυλου γάμου έναντι της ομόφυλης συμβίωσης και επιπλέον δεν αναγνωρίζει κανένα πλεονέκτημα στα ετερόφυλα έγγαμα ζεύγη γονέων σε σχέση με τα ομόφυλα ζεύγη στο θέμα της κατάστασης υγείας των παιδιών.
Ωστόσο, όπως ανακάλυψε ο Dr. Sullins στη μελέτη του 2017, ο Reczek έκανε δύο σφάλματα που καθιστούν άχρηστη την εργασία του και έκανε και ένα τρίτο που θόλωσε τα αντικειμενικά στοιχεία.
- Το πρώτο λάθος ήταν ότι το 42% των υποτιθέμενων «παντρεμένων ομοφύλων» στο δείγμα του ήταν στην πραγματικότητα εσφαλμένα ταξινομημένοι διότι ήταν έγγαμοι σύντροφοι αντίθετου φύλου. Αυτό το σφάλμα ταξινόμησης είχε αναφερθεί από το NCHS (Εθνικό Κέντρο Στατιστικών Υγείας, τον οργανισμό του CDC που δημιουργεί το NHIS), αλλά αγνοήθηκε από τους συγγραφείς της μελέτης.
Αφού ο Sullins διόρθωσε αυτό το σφάλμα, διαπίστωσε ότι οι αναλογίες συναισθηματικών δυσκολιών παιδιών σε ομόφυλη συμβίωση σε σύγκριση με εκείνα με παντρεμένους «γονείς» ιδίου φύλου πήγαν από το 3,0 στο 2,9. Με άλλα λόγια, οι παντρεμένοι ομοφυλόφιλοι γονείς δεν έκαναν καμία διαφορά για τα παιδιά σε σχέση με τους συμβιούντες.
- Το δεύτερο λάθος ήταν ότι οι ερευνητές ερεύνησαν μήπως υπήρχε «βιολογική γονεϊκότητα» (εάν το παιδί ζούσε με 2, 1 ή 0 από τους βιολογικούς του γονείς), το οποίο είναι λάθος της μελέτης, καθώς η βιολογική συγγένεια εξαλείφει εξ΄αρχής τις περισσότερες διαφορές μεταξύ παιδιών με ομόφυλους και αντίθετου φύλου γονείς και επιπλέον οι ομόφυλοι γονείς δεν μπορούν ποτέ να είναι και οι δύο βιολογικοί γονείς. Όπως δηλώνει ο Sullins, «Ο έλεγχος της βιολογικής σχέσης κατά την ανάλυση των διαφορών ομόφυλης – ετερόφυλης γονεϊκότητας, είναι σαν να ελέγχεις το χρώμα του δέρματος αναλύοντας τις διαφορές λευκής και μαύρης φυλής ή την παρουσία του χρωμοσώματος Υ κατά την ανάλυση των διαφορών του φύλου. Η «σταθερή μεταβλητή» (βιολογική συγγένεια) σε αυτές τις περιπτώσεις δρα ως μεταβλητή που καταστέλλει και καλύπτει τις περισσότερες αν όχι όλες τις διαφορές στη μεταβλητή υπό έλεγχο», (ομόφυλη γονεϊκότητα).
- Το τρίτο λάθος ήταν ότι οι συγγραφείς κατηγοριοποίησαν την ένταση των συναισθηματικών δυσκολιών των παιδιών, με τρόπο που υποτίμησε και απέκρυψε σημαντικές διαφορές μεταξύ των ομάδων, απορρίπτοντας τον τυπικό τρόπο που είχε αναπτύξει και είχε εγκρίνει το CDC για την εκτίμηση αυτών των παραμέτρων (χωρίς να βέβαια να αναγνωρίσουν ότι το είχαν κάνει). Ο Dr. Sullins αποκατέστησε τον τυπικό τρόπο εκτίμησης του CDC και διαπίστωσε ότι οι αναλογίες πιθανών συναισθηματικών δυσκολιών των παιδιών, συγκρίνοντας τους συμβιούντες και τους παντρεμένους γονείς ιδίου φύλου, αυξήθηκαν από 3,7 σε 5,6.
Με άλλα λόγια, τα παιδιά τα πήγαν χειρότερα με τους παντρεμένους σε σχέση με τους συμβιούντες ομόφυλους «γονείς»
Ο Sullins είχε δοκιμάσει προηγουμένως, το 2014, εάν τα ευρήματα από τα μικρά μή- τυχαιοποιημένα δείγματα του Reczek, που υποστήριζαν ότι τα παιδιά με γονείς του ίδιου φύλου δεν υποφέρουν από κανένα μειονέκτημα, θα μπορούσαν να αναπαραχθούν σε ένα μεγάλο δείγμα πληθυσμού. Χρησιμοποιώντας ένα δείγμα 207.007 παιδιών, στα οποία περιλαμβάνονταν 512 με γονείς του ίδιου φύλου από την U.S. National Health Interview Survey, διαπίστωσε σημαντική διαφορά στα συναισθηματικά προβλήματα μεταξύ των παιδιών «γονέων» του ίδιου φύλου και «γονέων» του αντίθετου φύλου.
Η πιθανότητα τα παιδιά να πάσχουν από ΔΕΠΥ – (Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής και Υπερκινητικότητας), μαθησιακές και νοητικές δυσκολίες και προβλήματα ψυχικής υγείας, είναι υψηλότερες μεταξύ των παιδιών με «γονείς» του ίδιου φύλου
Τα παιδιά ομόφυλων γονέων παρουσίασαν «επιβεβαιωμένα» ή «σοβαρά» συναισθηματικά προβλήματα σε ποσοστό 14,9% έναντι 5,5% των ετερόφυλων, διαγνώστηκαν με Διαταραχή Ελλειμματικής Προσοχής/Υπερκινητικότητας (ΔΕΠΥ) σε ποσοστό 15,5% έναντι 7,1% των ετερόφυλων, αντιμετώπισαν μαθησιακές δυσκολίες σε ποσοστό 14,1% έναντι 8% των ετερόφυλων, και έλαβε υπηρεσίες ειδικής αγωγής και ψυχικής υγείας σε ποσοστό 17,8% έναντι 10,4% των ετερόφυλων.
Η Μελέτη των Wainright, Russell και Patterson
Ο Sullins επανέλαβε τη μελέτη WRP χρησιμοποιώντας την Εθνική Διαχρονική Έρευνα για την Υγεία των Εφήβων και διαπίστωσε ότι «…η επανεξέταση του δείγματος «γονέων» του ίδιου φύλου οδηγεί στο συμπέρασμα ότι 27 από τις 44 περιπτώσεις είναι ετεροφυλόφιλοι γονείς που δεν έχουν ταυτοποιηθεί σωστά. Επίσης, δεν έγινε η κατάλληλη προσαρμογή για τις ανάγκες σχεδιασμού και της ομαδοποίησης της έρευνας και αγνοήθηκε το 99% του βασικού δείγματος καθώς χρησιμοποιήθηκε μόνο ένα μικρό αντιστοιχισμένο δείγμα για σύγκριση».
Τα συμπτώματα παιδικής κατάθλιψης, τα αρνητικά συναισθήματα στις διαπροσωπικές σχέσεις και τα ποσοστά άγχους, καθημερινού φόβου και κλάματος είναι υψηλότερα για όσα παιδιά έχουν παντρεμένους «γονείς» του ίδιου φύλου
Όταν τα θέματα κατηγοριοποίησης της μελέτης διευθετήθηκαν ο Sullins διαπίστωσε πως τα συμπτώματα κατάθλιψης των παιδιών ήταν υψηλότερα στα παντρεμένα ομόφυλα ζεύγη (88%) από ό,τι στα συμβιούντα ομόφυλα ζεύγη, (55%). Τα συμπτώματα κατάθλιψης για παιδιά με παντρεμένους γονείς αντίθετων φύλων είναι χαμηλότερα από το μέσο όρο (47,2%), αυξάνονται στο 56% με ανύπαντρους γονείς αντίθετων φύλων και αυξάνονται περαιτέρω στο 87,8% με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου. Τα παιδιά με ανύπαντρους γονείς του ίδιου φύλου είναι πιο ευτυχισμένα από τα παιδιά με ανύπαντρους γονείς αντίθετου φύλου, αλλά αυτά με παντρεμένους γονείς αντίθετου φύλου είναι πολύ πιο ευτυχισμένα από εκείνα με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου.
Τα παιδιά με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου έχουν πάνω από δύο φορές περισσότερες πιθανότητες να έχουν αρνητικά συμπτώματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις, άνω του μέσου όρου (22,7%) σε σχέση με εκείνα με άγαμους γονείς του ίδιου φύλου (11,5%), αν και συνολικά, τα παιδιά με γονείς του ίδιου φύλου έχουν χαμηλότερα αρνητικά συμπτώματα στις διαπροσωπικές τους σχέσεις σε σχέση με τα παιδιά με γονείς αντίθετου φύλου, δείχνοντας ότι δεν υπόκεινται πλέον σε κοινωνική απόρριψη από τα παιδιά με γονείς αντιθέτου φύλου. Το άγχος είναι επίσης υψηλότερο για τα παιδιά που έχουν παντρεμένους και ανύπαντρους γονείς του ίδιου φύλου, αν και είναι εκπληκτικά υψηλότερο σε αυτά με τους παντρεμένους γονείς. Ο αριθμός των παιδιών που αναφέρουν καθημερινό φόβο ή κλάμα είναι υψηλότερος για παιδιά με άγαμους ετερόφυλους (4,4%) και ομόφυλους γονείς (5,4%), αλλά πάνω από δέκα φορές υψηλότερος για παιδιά με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου (32,4%).
Υψηλότερο ποσοστό οικογενειακών ανατροπών σημαίνει λιγότερη σταθερότητα στην οικογένεια και υψηλότερο κίνδυνο σεξουαλικής κακοποίησης
Σχεδόν κάθε παιδί με γονείς του ίδιου φύλου (83-88%) ανέφερε ότι έχει βιώσει τουλάχιστον μία σοβαρή ανατροπή στην οικογενειακή κατάσταση, σε σύγκριση με το 45% των παιδιών με άγαμους γονείς αντίθετου φύλου και το 19% των παιδιών με παντρεμένους γονείς αντίθετου φύλου. Ο αριθμός των παιδιών που είχαν βιώσει τουλάχιστον μία τέτοια μεγάλη αλλαγή, από το ένα σύνολο γονέων στο άλλο ήταν τουλάχιστον 4 φορές υψηλότερος για τους ανύπαντρους και παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου σε σχέση με εκείνα που μεγάλωσαν από γονείς αντίθετου φύλου. Επιπλέον, το 10% έως 12% των παιδιών με γονείς αντίθετου φύλου ανέφεραν ότι εξαναγκάστηκαν (ή ανάγκασαν τα ίδια κάποιον) να έχουν σεξουαλική επαφή. Για όσους έχουν άγαμους γονείς του ίδιου φύλου, αυτό το ποσοστό διπλασιάζεται και σχεδόν τριπλασιάζεται με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου.
Τα παιδιά με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναγκαστούν να έχουν σεξουαλικές σχέσεις ή να δώσουν/λάβουν σεξουαλικό άγγιγμα από έναν «γονέα» ή φροντιστή.
Πάνω από τα δύο τρίτα των εφήβων με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου ανέφεραν ότι είχαν αναγκαστεί να κάνουν σεξ παρά τη θέλησή τους κάποια στιγμή. Οι απαντήσεις από εκείνους του εφήβους με παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου ήταν όλες από κορίτσια που ανέφεραν ότι εξαναγκάζονταν και δεν εξανάγκαζαν οι ίδιες κάποιον άλλο, να κάνουν σεξ. Όταν ρωτήθηκαν εάν ο/η έφηβος είχε ποτέ αναγκαστεί να δώσει ή να λάβει σεξουαλικά αγγίγματα ή να κάνει σεξ από έναν γονέα ή φροντιστή, το 38% όσων είχαν παντρεμένους γονείς του ίδιου φύλου απάντησαν «ναι», σε σύγκριση με το 0-7% των εφήβων στις άλλες τρεις κατηγορίες. Αυτό ευθυγραμμίζεται με άλλα δεδομένα που επιβεβαιώνουν ότι τα παιδιά που ανατρέφονται σε νοικοκυριά με άσχετους με το παιδί ενήλικες (από τους οποίους θα υπάρχει πάντα ένας στα σπίτια του γάμου του ίδιου φύλου) διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο παραμέλησης και κακοποίησης.
Τα ευρήματα του Dr. Sullins είναι ένας βασικός επιστημονικός λόγος που υποστηρίζουμε τους γάμους που αφορούν τα δύο ετερόφυλα άτομα προς τα οποία τα παιδιά έχουν φυσικό δικαίωμα – τις μητέρες και τους πατέρες τους. Το φυσικό δικαίωμα να ανατρέφονται από τις βιολογικές μητέρες και τους πατέρες τους παρέχει ασφάλεια, ταυτότητα και συμπληρωματική ισορροπία μεταξύ των φύλων που μεγιστοποιεί την ψυχολογική και σωματική τους ανάπτυξη”.
Πηγές:
Επιπλέον πηγές για το θέμα της ομόφυλης «γονεϊκότητας»:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου