Επιμέλεια-Σχολιασμός: Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, τέως Αναπληρωτής Καθηγητής Νομικής Σχολής Δ.Π.Θ.
Η άμυνα, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 22 του Ποινικού Κώδικα1, έχει χαρακτηρισθεί ως το ιερότερο δικαίωμα του ανθρώπου, διότι, με την απώλεια του δικαιώματος αυτού, πηγαίνουν χαμένα όλα τα δικαιώματα: Εάν δεν έχω δικαίωμα να υπερασπισθώ τα δικαιώματά μου, τότε στην ουσία δεν έχω δικαιώματα.
Σύμφωνα, όμως, με το κλασικό σχολικό παράδειγμα, ο πυροβολισμός εκ μέρους ενός παράλυτου ηλικιωμένου κατά προσώπου που κλέβει μήλα μπορεί να είναι αναγκαίος για την αποτροπή της επιθέσεως, εάν δεν υπάρχει άλλος τρόπος για την προστασία της περιουσίας του, αλλά στην συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι επιβεβλημένος.
Η περιουσιακή βλάβη που υφίσταται ο παράλυτος ιδιοκτήτης της μηλιάς είναι ασήμαντη και, αντιστοίχως, είναι κραυγαλέα η δυσαναλογία ανάμεσα στο απειλούμενο και το βλαπτόμενο αγαθό. Επομένως, ενώ δικαιούται κατ’ αρχήν να αποτρέπει κάθε περιουσιακή προσβολή, λόγω αυτής της δυσαναλογίας, στερείται εδώ το αμυντικό του δικαίωμα. Πρόκειται για μια περίπτωση κοινωνικοηθικού περιορισμού, ακριβέστερα: ακύρωσης του αμυντικού δικαιώματος.
Εφόσον, για να αναχαιτίσει τον κλέφτη, ο θιγόμενος ιδιοκτήτης δεν έχει στην διάθεσή του κάποιο ηπιότερο του πυροβολισμού μέσο, θα πρέπει να αφήσει τον δράστη να φύγει, παίρνοντας μαζί του την αμελητέας αξίας λεία. Επομένως, αν ο παράλυτος ιδιοκτήτης πυροβολήσει τον κλέφτη των μήλων δεν υπερβαίνει τα όρια της άμυνας, αλλά πράττει εξ ολοκλήρου άδικα. Έτσι, ο δράστης της κλοπής γίνεται θύμα της σωματικής βλάβης ή της ανθρωποκτονίας και, αντιστρόφως, το θύμα της κλοπής γίνεται δράστης της σωματικής βλάβης ή της ανθρωποκτονίας.
Το μήνυμα που στέλνει το Ποινικό Δίκαιο προς τους πολίτες είναι: Για ψύλλου πήδημα (για το τίποτε) δεν επιτρέπεται να τραυματίζετε ή να σκοτώνετε. Αυτό κανονικά θα έπρεπε να ισχύει και για την ανθρωποκτονία σε βρασμό ψυχικής ορμής (άρ. 299 παρ. 2 ΠΚ2): Για ψύλλου πήδημα (για το τίποτε) δεν συγχωρείται η αφαίρεση ξένης ζωής. Αλλά το ζήτημα αυτό είναι αμφισβητούμενο. Σύμφωνα με την επιεική προσέγγιση, η οποία αποτυπώνεται και στην Αιτιολογική Έκθεση του νέου Ποινικού Κώδικα, κάθε υπερδιέγερση συναισθήματος ή πάθους υπάγεται στην έννοια του βρασμού ψυχικής ορμής, εφόσον αποκλείει την ήρεμη σκέψη, ανεξαρτήτως του λόγου που την προκάλεσε.
Ο συγγραφέας και κριτικός Δημήτρης Σιατόπουλος (1917-2001)3, στο διήγημά του «Βεντέττα», το οποίο δημοσιεύθηκε στην «Φιλολογική Πρωτοχρονιά» του 1979 (Τόμ. 36ος, σελ. 144-148), πλάθει μια ιστορία που άπτεται της ανθρωποκτονίας σε βρασμό ψυχικής ορμής, την οποία τελεί ένας ευέξαπτος δράστης, ο Κέρβερος της κληματαριάς Γιωργής Λυκέας, εναντίον του φτωχοφαμελίτη Νικόλα Ρούμπακα, ο οποίος, κάποιο πυρό απομεσήμερο, καθώς άπλωνε χέρι στα σταφύλια της κληματαριάς του Λυκέα, δέχθηκε την θανατερή ντουφεκιά του. Δεδομένου ότι ο συγγραφέας ήταν δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω, είναι προφανές ότι στο διήγημά του παρήλλαξε το σχολικό παράδειγμα του παράλυτου ιδιοκτήτη της μηλιάς για να υφάνει ένα υπέροχο κείμενο, που ολοκληρώνεται με μια πράξη επίκαιρης κάθαρσης:
Όταν ο Κέρβερος Λυκέας ακούει από την θυγατέρα του, η οποία διατηρεί δεσμό με τον Στρατόκωστα, τον γιο του δολοφονηθέντος Νικόλα Ρούμπακα, ότι θα πρέπει να ακολουθήσει την συμβουλή του αγαπητικού της, δηλ. να φύγει από το χωριό, ο Λυκέας χυμάει απάνω της, για να της βγάλει την μάσκα που φορούσε (λόγω των μελισσοκομικών εργασιών της) και να την χτυπήσει. Μέσα στην παραφορά του, όμως, σκοντάφτει στην κυψέλη με τα μελίσσια, η οποία αναποδογυρίζει. Τότε, η μελισσαργατιά αρχίζει να τον γαζώνει ασίγαστα με τα θανατερά κεντριά της. Παρά τις προσπάθειες της κόρης του να τον σώσει, ο Λυκέας πεθαίνει τελικώς από τα αμέτρητα φαρμακερά τσιμπήματα που τον είχαν παραμορφώσει.
Ο θάνατός του ήταν απόρροια της συνειδητής αυτοδιακινδύνευσης στην οποία ετέθη, με το να επιτεθεί εναντίον της κόρης του περνώντας απρόσεκτα μέσα από τα μελίσσια (αγνόησε, μάλιστα, την υπόδειξή της να προχωρήσει ώστε να βγουν από τον επικίνδυνο χώρο). Πρόκειται, λοιπόν, για μια περίπτωση ατομικής ευθύνης του Λυκέα, εξαιτίας της οποίας η συμπεριφορά της κόρης του είναι ποινικώς αδιάφορη.
Ο Λυκέας πέθανε την ίδια ημέρα και ώρα που, μέσα από την ίδια εκείνη κάμαρη, είχε σκοτώσει το δύστυχο δουλωτή Νικόλα Ρούμπακα για το τίποτε. Μέσω αυτής της σύμπτωσης, ο Δημήτρης Σιατόπουλος περνά το μήνυμα ότι μια άδικη ανθρωποκτονία πληρώνεται κάποιες φορές με το ίδιο νόμισμα, το οποίο προέρχεται από το νομισματοκοπείο της φυσικής τιμωρίας (poena naturalis).
Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΙΑΤΟΠΟΥΛΟΥ
Δέκα χρόνια έμεινε στα σίδερα ο Γιωργής Λυκέας για το φονικό, στη Δηρομιλιά, του Νικόλα Ρούμπακα. Δεκαπέντε ήταν η ποινή. Πήρε χάρη. Όταν άφησε το κατώφλι της φυλακής, θαρρούσε ότι περπατεί σ’ έναν άλλο κόσμο. Ποτέ δεν είχε στην καρδιά τέτοιο χάος και στο πνεύμα τόση σιωπή. Το ίδιο κλειστές οι ψυχές και στον τόπο του, στα Μανιατοχώρια. Και για τη ζωή που άδικα χαράμισε τότε και για τον ασυλλόγιστα ριψοκίνδυνο τώρα γυρισμό του.
Απόνα τσαμπί σταφίλι πιάστηκε το κακό. Θραψερό, που κρεμόταν στη Λυκέικη κρεββατίνα, μαυροκόκκινο, βαρυγινομένο, σαν κακοφορμισμένο ριζικό. Πολλοί να τη λαχταράνε και κανένας να μην απλώνει σε κείνη την προκλητική μοσχοσταφιλιά. Κέρβερος ο νοικοκύρης της. Έτσι, καθώς και στην ακριβοθυγατέρα του, τη δωδεκάχρονη Δέσπω, που η φύση ανθρώπευε στη θωριά της όλη την ομορφάδα της γης. Γίνηκε κάποιο πυρό απομεσήμερο στο διάβα τ’ Αυγούστου, όπως τούτες τις μέρες. Κοιμόταν αποκαμωμένο το χωριό. Κι ο Ρούμπακας γύριζε από τον κάμπο μ’ ένα βαρύ δισάκι στον ώμο, γιομάτο χλωρά καλαμπόκια. Ήταν το μεροκάματο. Φτωχοφαμελίτης με τέσσερα παιδιά, τρεις μικρότερες κορασιές και το δεκαπεντάχρονο αγόρι, όλα στο σχολειό. Ν’ αγωνίζεται νυχτόημερα να τα θρέψει. Κι όπως τόβρισκε το μεροδούλι, πότε σε χρήμα και πότε γεννήματα κακή ώρα όπως τότε.
Δίψα και δροτάρι από το φορτί και τον ανήφορο τούχαν κολλήσει το στόμα. Και ξάφνου, στη στροφή στο ίσιωμα, παράδεισος μπρος του. Η κληματαριά. Ισκιερή, δροσερή, ξεδιψάστρα. Στάθηκε να ξαποστάσει. Η πηχτή λαύρα να σκάει την πέτρα. Ακούμπησε στη γη το δισάκι. Ανάσανε. Πάνωθέ του το θραψερό τσαμπί μουστοβάραινε μελωμένο. Το σπίτι μοναχικό, στην άκρη του χωριού. Κι από τα κουφωτά παράθυρα μαζικό το ροχαλητό της φαμελιάς στο μεσημεριάτικο γλυκοΰπνι. Έρριξε τη ματιά του γύρω ο αποκαμωμένος στρατοκόπος. Τίποτα ξάγρυπνο. Άπλωσε το χέρι στο τσαμπί. Με τρεμάμενα δάχτυλα κατέβασε λίγες ρόγες και τις έφερε στο στόμα. Γλυκόκαρδο μούδιασμα σ’ όλο το κορμί ο μοσκοχυμός. Ξεσπύρισε κι άλλες ρόγες κι άλλες. Μέλι και δρόσο. Να τις φέρνει λαίμαργα στα χείλη και να του φραίνονται τα σωθηκά, να ξαλαφρώνει ο μόχτος. Κι όλο να σηκώνει τα χέρια στο θραψερό τσαμπί, ώσπου σχεδόν το ξερόγιασε.
Τότε βρόντηξε η θανατερή ντουφεκιά. Σα νάσπασε μ’ απαίσιο κρότο κείνο το κακοφορμισμένο ριζικό. Γιόμισαν αίματα και μυαλά οι ρόγες στα δάχτυλα κι ο Ρούμπακας σωριάστηκε, σπαράζοντας, απάνω στο δισάκι του. Με σκόρπιο το κρανίο από τα χοντρά σκάγια… Καθώς τρυγούσε τις στερνές δροσές του σταφιλιού, ξύπνησε και τον είδε από μέσα ο Λυκέας. Και δίχως να χάσει καιρό, ο Κέρβερος της κληματαριάς, άρπαξε το γιομάτο δίκανο που κρεμόταν στον τοίχο και τ’ άδειασε κατακέφαλα στο φτωχό αγρότη.
«Βρασμό ψυχικής ορμής», «Λυκόφως συνειδήσεως λόγω του ύπνου» και «Πλήρη σύγχυση ως εκ της πράξεως του θύματος», δικαιολόγησαν οι δικηγόροι του το έγκλημα στο Δικαστήριο. «Μαύρη ψυχή, αδίστακτο δολοφόνο», τον είπε ο εισαγγελέας. Οι δικαστές λογάριασαν στην ενοχή και το ελαφρυντικό του «προτέρου εντίμου βίου»… Σύψυχος ο γυναικολαός τραγούδησε, στο ξόδι, το φτωχό δουλευτή. Με κείνο το τραγικό μοιρολόι, που πικρανθίζει στα Μανιάτικα χείλη απ’ τα παλιά χρόνια. Και τα μάτια να σκάβουν τη γης, μπροστά στην απελπιστική συμφορά που άφησε πίσω της η κακή ντουφεκιά.
Όσο κι αν το παράλογο της ιστορίας αυτής συγκλόνισε τις καρδιές, γρήγορα αλέστηκε στου καιρού το μύλο. Η ιερή ζωή ξεντύνει από το μύθο και τη χαρά και τον πόνο με την ίδια βιασύνη. Και τραβάει το δρόμο της. Τη θέση τ’ αδικοχαμένου πατέρα, στη δούλεψη της ορφάνιας, πήρε το παλληκάρι του, ο Στρατόκωστας. Πρόϊμος προστάτης, ο καψερός, άφησε τα μαθήματα και ρίχτηκε στην ευθύνη. Σκληρή βουκέντρα η ανάγκη. Ν’ ακούει της μάνας το κλάμα και ν’ αγρυπνάει ο νους. Για κοινωνκή αναζήτηση και να μπει όλο και βαθύτερα στα μυστικά τουτουνού του κόσμου. Κι από νωρίς ν’ ατσαλώνει η συνείδηση, καθώς άρμα στα χέρια πολεμιστή, στα νιούτσικα στήθεια.
Η φύση ξεπλήρωσε το φονικό του δουλευτή μ’ απλοχεριά στα παιδιά του. Τόνα καλλίτερο απ’ τ’ άλλο. Τα κορίτσια μεγάλωσαν, καλοπαντρεύτηκαν. Κι ο Στρατόκωστας τιμημένος, τώρα και ζηλευτός ομορφάντρας, ίδιος αρχαίο άγαλμα. Δω κι ένα χρόνο ήταν και πρόεδρος της Κοινότητας. Με τους χίλιους είκοσι ψήφους της Δηρομηλιάς μονοκούκι δικούς του. Να ξενυχτάει στο προσκέφαλό του η έγνοια. Έμαθε και λίγη μουσική. Και μια ξένη γλώσσα. Και να στενάζουν οι λυγερές από την κιθάρα του, συχνά, τούτες τις Αυγουστιάτικες φεγγαρόλουστες νύχτες. Μία μάλιστα απ’ αυτές, η νεραϊδότερη, να φέρνει το μαντηλάκι στα μάτια και για των δυο τους τη μοίρα…
Δεν έλειψε κι απ’ του φονιά το σπιτικό η αγαθοσύνη. Η Δέσπω γίνηκε σωστή καλλονή. Ξακουστή σ’ ολάκερη τη Μάνη για λυγεράδα και στόχαση. Αυτή της Δηρομηλιάς η νεράιδα. Σπούδαξε, στη Σπάρτη, μελισσοκομία κι έστησε στο χωριό μια πρότυπη μονάδα, με πιότερα από εβδομήντα μελίσσια δικά της. Με κυψέλια σύγχρονα και σύστημα για την παραγωγή και του ζωικού πολτού. Με το γάλα της δρακόντισσας να το φροντίζει. Και να σφαντάζει, ανάμεσά τους, σωστός εξωγήινος με κείνη τη φόρμα και τη σίτινη μάσκα. Κελαϊδισμός στα χείλη ο συντροφικός λόγος και για όλα του τόπου τα προβλήματα.
Όμως να, πριν από δυο μέρες γύρισε στο ήρεμο χωριό η ανησυχία μαζί με τον παλιό φονιά. Καλοζωισμένος και σκοτεινομάτης, ο Λυκέας ήρθε γιομάτος φιλοδοξίες. Στη φυλακή είχε μάθει την τέχνη της χρυσοκέντητης εικνογραφίας κι έβγαλε, κατά που φαινόταν, καλά χρήματα. Είθελε, λοιπόν, να στήσει εκεί ένα εργαστήρι, μ’ ανταπόκρισες σ’ ολάκερη την Ελλάδα. Παραξενεύτηκε ο Μανιατολαός με την αποκοτιά τουτινής της επιστροφής. Ο τόπος δε σήκωνε την αδικία. Το φονικό στη μάνη το συντρόφευε πάντα της βεντέτας ο νόμος. Ο θανατερός γδικιωμός, που λογαριαζόταν χρέος τιμής, το κοινωνικώτερο, για τον κλήρο τ’ αδικοχαμένου. Κι ο Νικόλας ο Ρούμπακας είχε αφήσει σπορά δυνατή γι’ αυτό το πρεπούμενο. «Νέστορα» για το πνεύμα κι «Αχιλλέα» για τη λεβεντιά έκραζαν το Στρατόκωστα οι Μανιάτες. Πώς θάφηνε ανεκδίκιωτο, τούτος ο παλληκαράς, τ’ αδικοσκοτωμένου πατέρα το αίμα; Ήταν σαν να καταφρόναγε και νάβριζε τη Μάνη όλη. Με ποια τιμή θα ζούσε στον ίδιο τόπο με το φονιά του γονιού του; Πώς θάβγαινε σε πρόσωπο γης αυτός δίχως πρόσωπο; Απανωτά του λαού τα ρωτήματα κι οι κουβέντες οι μυστικές σε σπίτια, μαγαζιά και σύναξες. Ο κόσμος διαβάζει μ’ εκπληκτικό αισθητήριο τα γεγονότα. Κι όλοι περίμεναν με φανερό παλμό την εξέλιξή τους.
Την Τρίτη μέρα σήμανε, πριν απ’ το γιόμα, η πόρτα του Λυκέα. Ήταν ο Ρούμπακας. Τα μάτια της Δηρομηλιάς απάνω στο σπίτι, γιομάτα ανήσυχη προσμονή. Τρόμος και στη μικρή οικογένεια. Η Δέσπω ήταν από την αυγή στα μελίσσια. Όταν είδε να ζυγώνει ο Στρατόκωστας ένοιωσε κάτι σαν ζάλη. Έβγαλε τη σίτινη μάσκα και τα γάντια κι έτρεξε στο σπίτι. Μ’ αγωνία και για τις δυο ζωές που θα συναντιόνταν εκεί. Άνοιξε η μάνα. Στο βάθος της κάμαρης ο Γιωργής με το πιστόλι στα χέρια. Τους καθησύχασε ο νιος.
– Είμαι ξαρμάτωτος, κατέβασε τ’ όπλο, Λυκέα.
– Τι γυρεύεις; Έκαμε ο άλλος βραχνά.
– Να μιλήσουμε ως άνθρωποι, οι δυο μας. Ας τραβηχτούν οι γυναίκες.
– Δεν έχω κουβέντες μαζί σου.
Ερέθισε το Λυκέα ο λόγος. Σήκωσε νευρικά το πιστόλι.
– Κι αν έφταιξα, πλήρωσα. Όξω από το σπίτι μου.
– Στο ξαναλέω, είμαι ξαρμάτωτος. Φαίνεται, πολύ το λογαριάζεις αυτό το σιδερικό που κρατάς. Πίστεψε, δε θα σ’ ωφελήσει, αν το γυρέψει η μοίρα. Μόνο βάλ’ το στην τσέπη σου κι υπομόνεψε να μ’ ακούσεις. Αν είχα κακό σκοπό εδώ πούρθα, βεβαιώσου πως όλα θάταν τώρα τελειωμένα…
Το χαράκι του φόβου στων γυναικών τα πρόσωπα. Πιότερο για το φέρσιμο του δικού τους, παρά για του ξένου. Τους έγνεψε να τραβηχτούν ο Γιωργής. Η μάνα ξεκίνησε για την πόρτα, η κόρη κοντοστάθηκε.
– Μπορώ να μείνω κι εγώ; Ο λόγος μου δεν θα βλάψει.
Την κοίταξε παρακαλεστικά ο Στρατόκωστας.
– Συμπάθα, Δέσπω, τη δύσκολη ώρα. Άφησέ μας μόνους με τον πατέρα σου.
Δίχως αντίλογο, η πανόμορφη κορασιά, ακολούθησε τη μάνα κι έκλεισαν πίσω τους την πόρτα. Ρίγος πέρασε τη ραχοκοκκαλιά του παλιού φονιά, με εκείνη την τόσο πειθήνια υποταγή της κόρης του. Κοίταξε ύποπτα το Στρατόκωστα. Έβαλε το πιστόλι στην τσέπη.
– Λέγε, τι θέλεις;
– Άκουσε, φονιά, σου μιλάω και σαν Ρούμπακας και σαν πρόεδρος του καλού αυτουνού χωριού, που ζητάει να ζήσει με ειρήνη και προκοπή. Δεν έπραξες σωστά να γυρίσεις. Γνωρίζεις καλά τα μανιάτικα εθίματα. Μου σκότωσες το γονιό, πρέπει να πάρω γδικιωμό, να πάρω το αίμα πίσω. Αλλοιώς δεν έχω θέση στον τόπο…
– Και γιατί δεν το κάνεις;
– Γιατί πιστεύω σε κάτι άλλες ιδέες, που δε συγχωράνε τέτοια αντικοινωνικά χαμηλώματα.
– Στα κουράγια σου δεν πιστεύεις…
– Μη με προκαλείς αστόχαστα, Λυκέα. Ήρθα να λύσω ένα θέμα σοβαρό και θα μ’ ακούσεις είτε το θέλεις είτε όχι. Μιλάω και στου λαού τ’ όνομα.
– Τι γυρεύουν αυτοί στα προσωπικά μας;
– Την ησυχία τους. Και να μην ακουσθή ότι στη Δηρομηλιά γίνονται φονικά. Βρίσκεσαι δυο μέρες εδώ και δεν ήρθε κανένας να σε χαιρετήσει. Δε σε προβληματίζει το πράμα;
– Συ δεν αφήνεις τον κόσμο; Με τις ψευτοθεωρίες σου.
– Δε θέλει να σε βλέπει ο λαός.
– Θα με συνηθίσει.
– Δε συνηθίζεται το φίδι.
– Χάσου από τα μάτια μου, ρε θρασίμι…
Και ξαναμμένος ο Γιωργής, έκαμε να τραβήξει πάλε το πιστόλι, με το βλέμμα πολύ σκοτεινό τούτη τη φορά. Σαν αίλουρος τινάχτηκε απάνω του, ο Στρατόκωστας. Και πριν προλάβει ο άλλος, ακόμα και να καταλάβει τι γινόταν, του άρπαξε τ’ οπλισμένο χέρι και του τόστριψε πίσω στην πλάτη, με καταπληκτική τέχνη και δύναμη. Την ίδια στιγμή με την άλλη παλάμη, τεντωμένη σαν τη σπάθα, τον χτύπησε γερά δυο φορές στο σβέρκο. Το πιστόλι κύλησε στο πάτωμα κι ο Λυκέας σωριάστηκε να βογκάει σ’ ένα σοφά εκεί δίπλα. Ώρμησαν, ανάστατες από το θόρυβο, οι γυναίκες μέσα στην κάμαρη. Έπεσε μπροστά του η Δέσπω.
– Μη τον πατέρα μου, Στράτο…
Το λυγερό κορμί βρέθηκε στην αγκαλιά του. Τα μεγάλα πράσινα μάτια γιομάτα λαχτάρα και ικεσία. Την κράτησε μια στιγμή κι οι παλάμες του τρέμισαν απ’ το ρίγος της. Την ησύχασε.
– Μη φοβάσαι…
Άδειασε το πιστόλι από τις σφαίρες και τάβαλε όλα στην τσέπη του. Η Γιώργενα βοήθησε τον άντρα της να σηκωθή. Κι η φωνή του βαρειά, οργισμένη και ντροπιασμένη.
– Τι γυρεύεις;
– Η γη μας, πριν απ’ άλλους, το γυρεύει. Μου σκότωσες το γονιό σαν το σκυλί στ’ αμπέλι. Δυο πρέπει να γίνουν: ή να πάρω το αίμα πίσω ή συ να χαθείς από προσώπου κόσμου για πάντα, να φύγεις από δω μακρυά. Το πρώτο θα ξανακλείσει τα δυο μας τα σπίτια.
– Και το άλλο θάνατος είναι για μένα. Λαγό θα με κράξουν οι Μανιάτες.
– Δικαιολογήσου με την καινούργια σου τέχνη. Ότι πας να δουλέψεις σε μεγάλες αγορές Θεσσαλονίκη, Καβάλα, Αλεξανδρούπολη. Πες ό,τι σου κατέβει, αλλά φύγε, φύγε φονιά…
– Πουθενά δεν πάω…
Συννέφιασε ο Ρούμπακας.
– Θα φας το κεφάλι σου. Σήμερα είναι Πέμπτη. Την Κυριακή έχουμε το μνημόσυνο για τα δεκάχρονα τ’ αδικοσκοτωμένου δουλευτή. Θα τον τιμήσει όλη η Μανιάτικη αγροτιά. Να μην είσαι σε τούτο, δε θα χορατέψουν… Συμπαθάτε, γυναίκες, το λόγο. Ελπίζω να με καταλαβαίνετε…
Ξεκίνησε για την οξώπορτα. Ο Λυκέας τ’ άπλωσε το χέρι.
– Δος μου το πιστόλι μου.
– Δε σου χρειάζεται. Αν παρακούσεις, θα γνωρίσεις το γδικιωμό δίχως άρματα. Η αγροτιά θα εκδικηθεί το γονικό του αγρότη…
Και διάβηκε το κατώφλι όμοιος, στ’ αγγελικό του πρόσωπο, με το χάρο.
– Δεν πάω πουθενά, βρυχήθηκε στο κατόπι του, ο άλλος. Κι όποιος είν’ άντρας κι όχι μπαμπέσης, να βγει να μετρηθούμε και μ’ άρματα και δίχως. Λυκέα με λεν εμένα…
Πάγωσαν μάνα και θυγατέρα. Η Δέσπω ένοιωσε να βουλιάζει με ένα καράβι που δεν ήταν μέσα. Φόρεσε τη μάσκα της ανέκφραστη και κατέβηκε ξανά στα μελίσσια.
– Μη νευριάζεις άντρα μου, έκαμε η Γιώργενα φοβισμένη. Ας το σκεφτούμε καλλίτερα. Κουβέντιασε και με το κορίτσι.
– Τι να πω με δαύτη; Δε βλέπεις που ούτε με ζυγώνει; Συνέχεια στα μελίσσια της…
– Γονεύουν μερικά τούτες τις μέρες και θέλουν φροντίδα… Την τιμάει ο Ρούμπακας.
– Το είδα και πριν, που πειθάρχεψε στο λόγο του σα σκυλίτσα.
– Τα καψερά τα παιδιά… Και γύρισε αλλού το κεφάλι η μάνα.
– Τι μου κρύβετε;
– Τίποτα κακό.
– Δε γίνεται σπορά δική μου ν’ αγαπάει τον οχτρό μου.
– Όλα γίνονται στον καιρό μας…
Όχεντρα χτύπησε στην καρδιά τον Λυκέα. Μούγκρισε σαν το θεριό.
– Όχι και στο δικό μου το σπίτι…
Και δίχως άλλο, με το πρόσωπο κατάμαυρο από θυμό, δρασκέλισε το κατώφλι και τράβηξε για τα μελίσσια, πέρα από τον κήπο. Άτολμη κι αχνή απόμεινε στο πορτόφυλλο η Γιώργενα. Περπάτησε, βαρύς, ανάμεσα στα κυψέλια. Ζύγωσε κει που δούλευε η Δέσπω. Τούκαμε απανωτά νοήματα να μην πλησιάσει. Κρατούσε άδειο μελισσοκούβελο και προσπαθούσε να συμμαζέψει μέσα νιογονεμμένο μελίσσι. Χιλιάδες οι μέλισσες βούιζαν ήσυχα γύρω της. Μπήκε πρώτη η μάνα. Κι ευθύς πειθάρχεψαν όλες οι εργάτισσες. Μπήκαν στο τετράγωνο κουτί με την τάξη μιας τέλεια οργανωμένης κοινωνίας. Με τη σοφή αρμονία της φύσης και την απλησίαστη λογική του χημικού τύπου. Στερέωσε πρόχειρα την καινούργια κυψέλη η Δέσπω. Και γυρίζοντας, βρέθηκε μπροστά στον αγριεμένο γονιό της, που ανυπομονούσε.
– Τι έχεις εσύ με τον Ρούμπακα, δε μας λες.
– Προχώρα, να βγούμε από δω, πατέρα.
– Αποκρίσου, μωρή…
– Μίλα καλλίτερα, γονιέ μου, δεν είσαι στη φυλακή.
– Τώρα καταλαβαίνω, σκρόφα. Εσύ τον έβαλες ναρθεί. Για να φύγω και να μείνετε λεύτεροι, καθώς πρώτα.
Η αψίδα του κεραυνού και στης κορασιάς το πρόσωπο, μέσα από τη μάσκα.
– Ντροπή σου, Λυκέα, έτσι που μιλάς. Δεν κατάλαβες τίποτα από την καινούργια ώρα της γης. Ζεις έναν αιώνα πίσω…
– Τον αγαπάς πρόστυχη.
– Δικός μου λογαριασμός. Και συ να κάμεις όπως σου είπε, για να μη βρεις τα χειρότερα.
– Τώρα, να σε μάθω εγώ, σκύλα, ποια είναι τα χειρότερα…
Μ’ αυτό χύμηξε απάνω της ξαναμμένος, να της βγάλει τη μάσκα και να τη χτυπήσει. Έφυγε μακρυά του η Δέσπω. Σαλτάρισε ξοπίσω της. Και στην παραφορά του αναποδογύρισε την καινούργια κυψέλη. Τίποτα πιο φριχτό από το ξεθεμελίωμα νιογονεμμένου μελισσιού. Οργισμένα σύννεφα πετάχτηκαν από μέσα οι μέλισσες. Κι έπεσαν απάνω του με φοβερό βουητό και μάνητα για το φταίχτη του χαλασμού. Μυριάδες τα θυμωμένα φαρμακερά χτυπήματα στο κεφάλι του, στο πρόσωπο, σε όλα τα γυμνά μέρη του κορμιού. Βλαστήμησε ο Λυκέας κι ανέμισε τα χέρια του, να τις διώξη. Τόσο χειρότερα ξάναψε η μελισσαργατιά. Και να τον γαζώνει ασίγαστα με τα θανατερά κεντριά της.
– Κάτω, κάτω, φώναξε η Δέσπω μ’ απόγνωση. Μπρούμητα πέσε, κρύψε το πρόσωπο και μείνε ακίνητος…
Έτρεξε πλάι, σε χαμηλή καμαρούλα που είχε τα εργαλεία της κι άρπαξε μια κουβέρτα.
Έπεσε κάτω, ουρλιάζοντας από τους πόνους ο Γιωργής. Του την έρριξε κι τον σκέπασε. Κι αμέσως άναψε καπνό από ξερή σβουρνιά, να τιθασέψει τ’ αγριεμένο μελίσσι. Αναίσθητο κουβάλησαν το Λυκέα στο σπίτι. Του κάκου πάλαιψαν μ’ όλα τα πρόχειρα μέσα ο γιατρός του χωριού κι η θυγατέρα του να τον σώσουν. Το πρήξιμο απ’ τ’ αμέτρητα φαρμακερά τσιμπήματα τον είχε παραμορφώσει. Τ’ απομεσήμερο πέθανε. Την ίδια ημέρα και ώρα που, μέσα από την ίδια εκείνη κάμαρη, είχε σκοτώσει το δύστυχο δουλωτή για το τίποτε. Δουλεύτρες επήραν το γδικιωμό. Βεντέτα…
Την Κυριακή την αυγή δύο μαυροφόρες γυναίκες μοιρολογούσαν στο κοιμητήρι. Μπροστά σε δύο αντικριστά μνημούρια. Τόνα νιόσκαφτο και τ’ άλλο παλιό, χορταριασμένο. Γονατιστές η Λυκέενα κι η Ρουμπάκενα. Κι ήταν ένας τραγικός διάλογος κείνο το μανιάτικο νεκροτράγουδο
– «Αυτού, που πας πουλάκι μου, αυτού που πας, Γιωργή μου…».
– «Χαιρέτα μου το Νικολό, τον αδικοχαμένο…».
Όταν τελείωσαν το λόγια και σώθηκε το λιβάνι, στα κεραμύδια που κρατούσαν, γύρισαν κι αγκαλιάστηκαν. Κι έκλαψαν βουβά, συντροφικά.. Για τις δυο ζωές που χάθηκαν και για τις άλλες δύο που θα σμίγαν σε λίγο…
Σημειώσεις
1. «Δεν είναι άδικη η πράξη που τελείται σε κατάσταση άμυνας. Άμυνα είναι η αναγκαία προσβολή του επιτιθεμένου στην οποία προβαίνει το άτομο προς υπεράσπιση του εαυτού του ή άλλου από παρούσα και άδικη επίθεση που στρέφεται εναντίον τους. Το αναγκαίο μέτρο της άμυνας κρίνεται από τον βαθμό επικινδυνότητα της επίθεσης, από το είδος της προσβολής που απειλείται, από τον τρόπο και την ένταση της επίθεσης και από τις υπόλοιπες περιστάσεις».
2. «Αν η πράξη [της θανάτωσης] αποφασίστηκε και εκτελέστηκε σε βρασμό ψυχικής ορμής, επιβάλλεται κάθειρξη».
1 σχόλιο:
ΑΜΥΝΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΖΩΗ ΟΛΩΝ ΟΣΩΝ ΑΓΑΠΩ ΜΕ ΤΟΝ ΟΠΟΙΟ ΤΡΟΠΟ ΚΡΙΝΩ ΕΚΕΙΝΗ ΤΗΝ ΣΤΙΓΜΗ.
ΟΛΑ ΤΑ ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΜΠΟΥΡΔΕΣ Κ ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΕΙΤΕ ΝΟΜΟΙ ΕΙΤΕ ΗΘΙΚΕΣ ΤΩΝ ΨΥΧΟΠΟΝΙΑΡΗΔΩΝ ΤΗΣ ΑΤΑΚΑΣ ...ΚΑΝΤΕ ΟΤΙ ΚΟΙΜΑΣΤΕ ! .
ΓΙΑΤΙ ΑΥΤΟΣ ΠΟΥ ΘΑ ΕΡΘΕΙ ΣΤΗΝ ΕΡΗΜΙΑ ΜΑΥΡΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ Κ ΠΡΟΣΠΑΘΕΙ ΝΑ ΣΠΑΣΕΙ ΠΟΡΤΕΣ ΠΑΡΑΘΥΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΣΕ ΣΙΔΕΡΩΣΕΙ ΓΙΑ ΝΑ ΤΟΥ ΔΩΣΕΙΣ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ Κ ΜΕΤΑ ΘΑ ΠΑΕΙ ΝΑ ΣΕ ΕΚΒΙΑΣΕΙ ΒΑΣΑΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΑΙΜΑ ΣΟΥ ....ΤΟΤΕ ΔΕΝ ΤΟΝ ΚΕΡΝΑΣ ΓΛΥΚΟ ΤΟΥ ΚΟΥΤΑΛΙΟΥ.
ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ ΟΙ ΚΟΥΡΑΔΟΝΟΜΟΙ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟ ΣΤΑ ΧΑΡΤΙΑ Κ ΠΟΤΕ ΣΤΙΣ ΨΥΧΕΣ ΜΑΣ.
ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΑΣ ΓΙΝΕΙ ΟΤΙ ΘΕΛΕΙ ΜΕΤΑ.
Δημοσίευση σχολίου