– Καὶ αὐτὸ τὰ βοηθάει, γιὰ νὰ αἰσθάνωνται τὴν ἀνάγκη νὰ ζητοῦν τὴν μάνα τους. Ἂν δὲν ὑπῆρχε αὐτὸς ὁ φόβος, δὲν θὰ ἀναγκάζονταν νὰ ἀναζητήσουν τὴν ἀγκαλιὰ τῆς μάνας τους. Ὅλα τὰ ἐπιτρέπει ὁ Θεὸς γιὰ τὸ καλό.
– Ὄχι, τὰ ξεχνοῦν. Ἂν θυμόταν τὸ παιδάκι πόσες φορὲς εἶδε τὸν Ἄγγελό του, θὰ ἔπεφτε στὴν ὑπερηφάνεια. Γι᾿ αὐτό, ὅταν μεγαλώση, τὰ ξεχνάει. Ὁ Θεὸς μὲ σοφία ἐργάζεται.
– Φυσικά, μετὰ τὸ Βάπτισμα.
– Γιατί νὰ μὴν κάνη; Μπορεῖ καὶ νὰ τὸ σταυρώση κανεὶς μὲ τὰ ἅγια Λείψανα. Εἶδα σήμερα ἕνα παιδάκι, σὰν ἀγγελουδάκι ἦταν. «Ποῦ εἶναι τὰ φτερά σου;», τὸ ρώτησα. Δὲν ἤξερε νὰ μοῦ πῆ!... Στὸ Καλύβι, ὅταν ἔρχεται ἡ ἄνοιξη καὶ ἀνθίζουν τὰ δένδρα, βάζω καραμέλες πάνω στὰ πουρνάρια, ποὺ εἶναι κοντὰ στὴν πόρτα τοῦ φράχτη, καὶ λέω στὰ μικρὰ παιδιὰ ποὺ ἔρχονται ἐκεῖ: «Πηγαίνετε, παιδιά, νὰ κόψετε καραμέλες ἀπὸ τὰ πουρνάρια, γιατί, ἂν πιάση βροχή, θὰ λειώσουν καὶ θὰ πᾶνε χαμένες!». Μερικὰ ἔξυπνα παιδάκια καταλαβαίνουν ὅτι τὶς ἔβαλα ἐγὼ καὶ γελοῦν, ἄλλα πιστεύουν ὅτι φύτρωσαν, ἄλλα προβληματίζονται. Τὰ μικρὰ θέλουν καὶ λίγο λιακάδα...
– Ἔμ, πῶς! Τί νὰ κάνω; Ἐγὼ καλὰ γλυκὰ δὲν δίνω στοὺς μεγάλους· λουκούμια τοὺς δίνω. Ὅταν μοῦ φέρνουν καλὰ γλυκά, τὰ κρατῶ γιὰ τὰ παιδιὰ τῆς Σχολῆς[2]. Νά, κι ἐδῶ χθὲς βράδυ φύτεψα καραμέλες καὶ σοκολατάκια καὶ σήμερα... ἄνθισαν͵! Τὰ εἴδατε; Ὁ καιρὸς ἦταν καλός, τὸ χῶμα ἦταν ἀφράτο, γιατὶ τὸ εἴχατε σκάψει καλά, καὶ ἀμέσως ἄνθισαν[3]! Νὰ δῆτε τί ἀνθόκηπο θὰ σᾶς κάνω ἐγώ! Δὲν θὰ χρειάζεται νὰ ἀγοράζουμε καραμέλες καὶ σοκολατάκια γιὰ τὰ παιδιά. Τί; νὰ μὴν ἔχουμε δική μας παραγωγή;
– Δὲν τοὺς εἶπες ὅτι τὰ ἔβαλε ἕνα μεγάλο παιδί;
[2] Γιὰ τοὺς μαθητὲς τῆς Ἀθωνιάδος Σχολῆς.
[3] Ὁ Γέροντας εἶχε φυτέψει στὸ φρεσκοσκαμμένο χῶμα καραμέλες καὶ σοκολατάκια καὶ εἶχε βάλει ἐπάνω τους ἀνθάκια ἀπὸ πασχαλιά, γιὰ νὰ φαίνωνται σὰν ἀνθισμένα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου