Yπό Ἰωάννου Ν. Καλλιανιώτου
Καθηγητοῦ τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Scranton Σεπτέμβριος 2022
«Ὅν γάρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει,
μαστιγοῖ δέ πάντα υἱόν ὅν παραδέχεται.
Εἰ παιδείαν ὑπομένετε, ὡς υἱοῖς ὑμῖν προσφέρεται ὁ Θεός˙
τίς γάρ ἐστιν υἱός ὅν οὐ παιδεύει πατήρ;
Εἰ δέ χωρίς ἐστε παιδείας ἧς μέτοχοι γεγόνασι πάντες,
ἄρα νόθοι ἐστέ καί οὐχ υἱοί.»
Ἑβρ. ιβ΄ 6-8
Α΄. Πρόλογος
Ἡ γνῶσις τῆς Ἱστορίας καί ἡ μνημόνευσις τῶν γεγονότων τοῦ παρελθόντος εἶναι ἄκρως ἀπαραίτητος διά τήν διαιώνισιν τοῦ παγκοσμίου Ἑλληνισμοῦ καί τῆς παραδοσιακῆς Ὀρθοδοξίας. Τό τρέχον ἔτος, τό 2022 εἶναι ἡ ἑκατοστή ἡμῶν ἐπέτειος μνήμης καί θλιβερόν μνημόσυνον τῆς ἀποφράδος προσωρινῆς ὑποταγῆς τῆς Ἑλληνικῆς Μικρᾶς Ἀσίας εἰς τούς βαρβάρους Νεοτούρκους κατά τό 1922. Κατόπιν τριῶν χιλιάδων τετρακοσίων εἴκοσι δύο ἐτῶν (3.422) ἀκμῆς καί μοναδικοῦ πολιτισμοῦ καί παιδείας, ἀπό τόν 15ον αἰῶνα π.Χ., ὅπου οἱ Μυκηναῖοι ἐδημιούργησαν τάς πρώτας Ἑλληνικάς ἀποικίας εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, Ἰονίαν, Πόντον καί δή τήν Μίλητον, ἕως τήν καταστροφήν τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων καί τήν γενοκτονίαν τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας τό 1922˙ ἦτο αὕτη ἡ «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολή», ἡ ὁποία ἀπετέλει τά ἀποσπασθέντα δύο τρίτα (2/3) τῆς Ἑλληνικῆς ἐπικρατείας, τά ὁποῖα ἀναμένουν τήν δικαίαν ἐπανένωσιν μέ τήν ὑπόλοιπον Ἑλλάδα. Ἡ ἐλπίς ἡμῶν εἶναι ὁ δικαιοκρίτης, μεγαλόθυμος καί ἐλεήμων Θεός, ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός, ἡ Ὑπεραγία Θεοτόκος, ἡ Ὑπέρμαχος Στρατηγός καί οἱ χιλιάδες Ἅγιοι τῆς Ἁγιοτόκου Μικρᾶς Ἀσίας.
Ὁ Ὅμηρος ἀναφέρει εἰς τήν Ἰλιάδα (8ον αἰῶνα π.Χ.) τόν δεκαετῆ πόλεμον τῶν Ἑλλήνων κατά τῶν Τρώων, ὁ ὁποῖος ἔλαβε χώραν τόν 12ον αἰῶνα π.Χ. διά τήν ἐπικράτησιν, ἀποίκισιν καί ἐμπορικήν διευκόλυνσιν τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων πέραν τῆς κυρίως Ἑλλάδος εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, ὅπου πλεῖσται τούτων ηὑρήσκοντο ἤδη ἐκεῖ πλέον τῶν 600 χρόνων. Ὁ Φρῖξος καί ἡ Ἕλλη καί τό Χρυσόμαλλον δέρας τῆς Ἑλληνικῆς μυθολογίας ἦτο Ἱστορικόν γεγονός, δι’ αὐτό καί ὁ Ἰάσων μέ τούς Ἀργοναύτας ἀπό τήν Ἰωλκόν τῆς Θεσσαλίας, τόν 8ον αἰῶνα π.Χ. ἐπῆγαν εἰς τήν Κολχίδα (Γεωργίαν) διά τοῦ Εὐξείνου Πόντου, ὥστε νά πάρουν τό Χρυσόμαλλον δέρας, οὐσιαστικῶς, νά ἐκμεταλλευθοῦν οἱ Ἕλληνες τά Χρυσωρυχεῖα τῆς Κολχίδος. Οἱ Ἀμαζόνες1 ἐπίσης κατῲκουν εἰς τόν Πόντον, τά παράλια τῆς Καυκασίας. Οἱ Ἕλληνες ἐδημιούργησαν πάρα πολλάς πόλεις, ὥστε νά καλλιεργοῦν, νά λαμβάνουν, νά παράγουν καί νά ἐμπορεύωνται τόν πλοῦτον (πρωτογενῆ τομέα) τῶν περιοχῶν τούτων τῆς Γεωργίας, τῆς Κριμαίας, τῆς Σεβαστουπόλεως, τῆς Χερσονήσου, τῆς Μαύρης Θάλασσας, τῆς Ρωσίας, Οὐκρανίας, Ρουμανίας, Βουλγαρίας, τοῦ Πόντου, τῆς Σινώπης, Ἡρακλείας, Τραπεζοῦς, Κερασοῦς, Τροίας, Ἀμισοῦ (Σαμψοῦς), Κοτυώρας καί πλείστας ἄλλας ἀποικίας εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν.
Ἀναντιρρήτως, ἀπό τόν 8ον αἰῶνα π.Χ., περιοχαί τῆς Μ. Ἀσίας, Πόντου, Ἰονίας, Βιθυνίας, Μυσίας, Λυδίας, Καρίας, Λυκίας, Παμφυλίας, Κιλικίας, Γαλατίας, Πισιδίας καί Συρίας ἐκατοικοῦντο ἔκτοτε ὑπό Ἑλλήνων. Τά ἀρχαῖα Ἑλληνικά μνημεῖα ἀποτελοῦν ἀπόδειξιν τῆς Ἱστορικῆς καταγωγῆς ὅλων τῶν περιοχῶν τούτων. Οἱ Ἕλληνες ἔζων εἰς τόν Πόντον, εἰς τάς Ποντιακάς Ἄλπεις καί Βορειο-ἀνατολικῶς εἰς τόν Καύκασον καί τήν Γεωργίαν. Οἱ Βόρειο-Πόντιοι Ἕλληνες, εἰς τήν Σινὠπην τῆς Τραπεζοῦς, χρονολογοῦνται ἀπό τό 756 π.Χ. Συνεπῶς, ἡ μετανάστευσις τῶν Ἑλλήνων ἦτο πάντοτε μεγάλη εἰς τήν περιοχήν τοῦ Πόντου, τῆς Γεωργίας καί τῆς Ρωσίας διά τήν ἐκμετάλλευσιν καί τό ἐμπόριον χρυσοῦ, σίτου καί πλείστων ἄλλων προϊόντων.
Ἡ Μίλητος ἦτο ἡ πλουσιωτέρα Ἑλληνική πόλις τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, ἀλλά καί ἄλλαι πόλεις εἰς τά παράλια τῆς Ἰονίας καί τῆς Μαύρης Θάλασσας, ἤκμαζον ἐπί χιλιετίας, ὡς ἡ Πέργαμος, Θυάτειρα, Σάρδεις, Σμύρνη, Ἔφεσος, Μύρα, Πέργα, Ἀντιόχεια, Ἰκόνιον, Λύστρα, Δέρμπη, Ταρσός, Σελεύκεια, Κολοσσαί, Λαοδίκεια, Ἱεράπολις, Φιλαδέλφεια, καί πλεῖσται ἄλλαι, προσέφερον καί συνέβαλον παντοιοτρόπως εἰς τό Ἑλληνικόν μεγαλεῖον. Φιλόσοφοι, ὡς ὁ Θαλῆς ὁ Μιλήσιος (624-546 π.Χ.), ὁ φιλόσοφος, μαθηματικός καί ἐπιστήμων Ἀναξίμανδρος (610-546 π.Χ.), ὁ φιλόσοφος Ἀναξιμένης (585-528 π.Χ.), ὁ Ἑκαταῖος (550-476 π.Χ.), ὁ Ἱππόδαμος (498-408 π.Χ.) καί ὁ Κυνικός φιλόσοφος Διογένης (404-323 π.Χ.), ὅς κατήγετο ἀπό τήν Σινώπην. Ἐπίσης, ὁ Ἡράκλειτος τῆς Ἐφέσου (535-475 π.Χ.), ὁ Ἡρόδοτος (535-475 π.Χ.) ἀπό τήν Ἀλικαρνασσόν, ὁ Ἀναξαγόρας ἀπό τάς Κλαζομενάς τῆς Ἰονίας καί ὁ Στράβων (65 π.Χ.-23 μ.Χ.) ἀπό τήν Ἀμάσεια. Ἅπαντες οὗτοι ἀποτελοῦν τούς προγόνους τοῦ γένους τῶν Ἑλλήνων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Θείᾳ Προνοίᾳ, Μεγαρεῖς ἄποικοι ἱδρύουν τό 657 π.Χ. εἰς τήν περιοχήν τοῦ Βοσπόρου μίαν νέαν πόλιν, τήν ὁποίαν ὀνομάζουν Βυζάντιον, ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτοῦ της, τοῦ Βύζαντος. Ἡ ἀποικιακή αὕτη ἐπιχείρησις ὡδήγησε τούς Μεγαρεῖς ἀπό τήν Ἀττικήν εἰς τήν Θράκην, τόν πανοραμικόν Βόσπορον. Συμφώνως πρός τόν Στράβωνα,2 οἱ Μεγαρεῖς ἔφθασαν ἐκεῖ ὑπακούοντες εἰς ἕνα χρησμόν, τόν ὁποῖον εἶχον λάβει ἀπό τό Μαντεῖον τῶν Δελφῶν. Ὁ χρησμός οὗτος ἀπεκάλει «τυφλούς» τούς συμπολίτας των, οἱ ὁποῖοι πρό ὀλίγων ἐτῶν, τό 685 π.Χ., εἶχον ἱδρύσει εἰς τήν Ἀσιατικήν ἀκτήν τοῦ Βοσπόρου τήν Χαλκηδόνα. Πράγματι, ἦσαν «τυφλοί», διότι δέν εἶχον ἀντιληφθῆ ὅτι ἡ περιοχή, ἡ ὁποία ηὑβρίσκετο ἀκριβῶς ἀπέναντι ἀπό τό σημεῖον, τό ὁποῖον εἶχον ἀποικήσει ἦτο ἰδανικότερον διά τήν διεξαγωγήν τοῦ ἐμπορίου, τήν ἁλιείαν καί διά τόν ἔλεγχον τῶν δύο θαλασσῶν καί δύο ἠπείρων, λόγῳ τῆς γεωπολιτικῆς της θέσεως. Συνεπῶς, ὁ Βύζας ἐθεμελίωσε μίαν ἀπό τάς πλέον σημαντικάς πόλεις εἰς τήν Ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος. Ὑπῆρξε δέ οὗτος καί ἱδρυτής τῶν Ὑβλαίων Μεγάρων3 καί τοῦ Σελινοῦντος4 εἰς τήν Σικελίαν, καθ’ ὡς καί τῆς Ἡρακλείας5 εἰς τόν Πόντον.
Τόν 6ον αἰῶνα π.Χ., οἱ Πέρσαι καταλαμβάνουν ὡρισμένας ἀπό τάς Ἑλληνικάς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας, ἀλλ’ ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ Ἕλλην οὗτος ἐκπολιτιστής καί «πολιτικός πρόδρομος» τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ, θείᾳ Χάριτι καί Προνοίᾳ, ἀπηλευθέρωσε πάσας τάς Ἕλληνικάς πόλεις τόν 4ον αἰῶνα π.Χ. καί ἐξηλλήνισεν ἅπασαν τήν Ἀσίαν ἕως τήν μακρινήν Ἰνδίαν. Ἡ Ἑλληνική γλῶσσα6 καί ὁ Ἑλληνικός πολιτισμός διεδόθησαν εἰς πᾶσαν τήν Ἀνατολήν ἀπό τήν ἐκστρατείαν τῶν Ἑλλήνων, ἀπό τό 336 π.Χ. καί 334 π.Χ., ὅπου ὁ Ἀλέξανδρος ἠλευθέρωσε τάς Ἑλληνικάς πόλεις τῆς Μ. Ἀσίας ἀπό τούς Πέρσας (Ἀχαιμονίδαι) καί ἵδρυσε πλείστας νέας Ἕλληνικάς πόλεις εἰς Ἀσίαν καί Βόρειον Ἀφρικήν. Κατόπιν τοῦ θανάτου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου (323 π.Χ.) ἀρχίζει ἡ Ἑλληνιστική Περίοδος (323 π.Χ.-31 π.Χ.). Ἡ Δυναστεία τῶν Ἀτταλιδῶν τῆς Μ. Ἀσίας, κυβερνουμένη ὑπό τοῦ Λυσιμάχου (360-281 π.Χ.). Τό Βασίλειον τῆς Περγάμου7 καί κατόπιν ἐσυνεχίσθη ὑπό τῆς Αὐτοκρατορίας τῶν Σελευκιδῶν (Σέλευκος Α΄ ὁ Νικάτωρ, 321-281 π.Χ.). Τό 133 π.Χ. -129 π.Χ. ὑπετάγη καί ἡ Μικρά Ἀσία εἰς τούς Ρωμαίους. Ἡ Ἑλλάδα κατελήφθη ἀπό τήν Ρώμην τό 146 π.Χ., μέ τήν Μάχην τῆς Κορίνθου. Ὁ πόλεμος τῶν Ρωμαίων κατά τῶν Ἑλλήνων Σελευκιδῶν (192-188 π.Χ.) εἶχεν ἀρχίσει ἀπό τό 196 π.Χ. καί τό 188 π.Χ. μέ τήν Συνθήκην τῆς Ἀπάμειας ἐπῆραν οἱ Ρωμαῖοι τήν Μ. Ἀσίαν ἀπό τόν Ἀντίοχον Γ΄ τόν Μέγαν (241-187 π.Χ.).
Ἡ ἐπαφή τῆς Ρώμης μέ τόν μέγαν Ἑλληνικόν πολιτισμόν ὠφελήθη τά μέγιστα καθ’ ὅτι ἀντέγραψε τοῦτον καί ἐκαλλιέργησε καί αὕτη, ἐν συνεχείᾳ, τά γράμματα καί τάς τέχνας καί ἔβαλε τάς βάσεις τοῦ ἰδικοῦ της πολιτισμοῦ. Μεγάλην διάδοσιν εἶχεν ἡ Ἑλληνική γλῶσσα, τήν ὁποίαν ἐμάνθανον ὅλοι οἱ Ρωμαῖοι, ὥστε νά θεωροῦνται μεμορφωμένοι. Ὁ Ρωμαῖος ρήτορας, Κικέρων (Marcus Tullius Cicero, 106-43 π.Χ.) ἔλεγε τά ἑξῆς: “Lingua, deorum est lingua Graecorum”8 (= Ἡ γλῶσσα τῶν θεῶν εἶναι ἡ Ἑλληνική γλῶσσα). “Totum Graecorum est” (= Ὅλα εἶναι Ἑλληνικά) [Ὅλα προέρχονται ἀπό τούς Ἕλληνες]. “Nihil Graeciae humanum, nihil sanctum” (Τίποτα δεν εἶναι πιό ἀνθρώπινο, πιό ἱερό ἀπό τήν Ἑλλάδα). Ἐπίσης, ὁ Ὁράτιος (Quintus Horatius Flaccus, 65 – 8 π.Χ.) [Ρωμαῑος λυρικός ποιητής], ἔλεγε. “What the mind and the heart is for a human being, Greece is for humanity.” (= Ὅτι τό μυαλό καί ἡ καρδιά εἶναι γιά τό ἀνθρώπινο σῶμα, εἶναι ἡ Ἑλλάς γιά τήν ἀνθρωπότητα). Ἐπίσης, “Though Greece was conquered, she defeated the conqueror and imported the arts in the uncivilized Latium” (= Παρ’ ὅτι ἡ Ἑλλάς κατακτήθηκε, αὐτή νίκησε τόν κατακτητή καί εἰσήγαγε τίς τέχνες στό ἀπολίτιστο Λάτιο).
Ὁ βασιλεύς τοῦ Πόντου Μιθριδάτης ἤρχισε τό 88 π.Χ. πόλεμον κατά τῶν Ρωμαίων καί ἐπαρουσιάσθη εἰς τούς Ἕλληνας ὡς ἐλευθερωτής, ἀλλ’ ἡ ἐξέγερσίς του κατεπνίγη ἀπό τόν στρατηγόν Σύλλαν τό 86 π.Χ. Ὁ Πομπήιος προσέθεσεν εἰς τό Ρωμαϊκόν κράτος τρεῖς νέας ἐπαρχίας, τήν Ἐπαρχίαν τοῦ Πόντου-Βιθυνίας, τήν Ἐπαρχίαν τῆς Κρήτης-Κυρηναϊκῆς καί τήν Ἐπαρχίαν τῆς Συρίας (70 π.Χ.). Ὁ Ἀντώνιος ἠρωτεύθη τήν γοητευτικήν καί ἐξυπνοτάτην Ἑλληνίδα, βασίλισσαν τῆς Αἰγύπτου, τήν Κλεοπάτραν καί κατόπιν τῆς ναυμαχίας εἰς τό Ἄκτιον τό 31 π.Χ. ἔφυγε νενικημένος εἰς τήν Αἴγυπτον μέ τήν Κλεοπάτραν. Ὁ Ὀκταβιανός νικητής, τώρα, ἐσταθεροποίησε τήν κατοχήν τῆς Ρώμης εἰς τάς Ἀνατολικάς ἐπαρχίας καί τό 30 π.Χ. ἔφθασεν εἰς Αἴγυπτον. Ὁ Ἀντώνιος καί ἡ Κλεοπάτρα ηὐτοκτόνησαν καί ὁ Ὀκταβιανός αὐτοδιωρίσθη διάδοχος τῶν Ἑλλήνων Πτολεμαίων. Ἡ Δυναστεία αὕτη τῶν ἀπογόνων τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου διήρκεσεν ἐπί 275 ἔτη˙ Πτολεμαῖος Α΄ ὁ Σωτής (305-282 π.Χ.) ἕως Κλεοπάτρα Ζ΄ Φιλοπάτωρ (51-30 π.Χ.). Ἡ πολιτιστική κληρονομία τούτων μαρτυρεῖται ἀπό τά διάσημα μνημεῖα τῆς Αἰγύπτου, τά ὁποῖα ἀνήγειραν οὗτοι.9
Ἡ Ρώμη ἐπέφερε πολλάς μεταβολάς εἰς τούς Δυτικούς λαούς, τούς ἐδίδαξε τήν Λατινικήν γλῶσσαν, τό Ἀλφάβητον τῆς ὁποίας εἶχε δωθῆ εἰς τούς Ἐτρούσκους ἀπό τούς Χαλκιδεῖς τῆς Εὐβοίας, καί τούς προσέφερε τόν ἰδικόν της ἐξηλληνισμένον ἀνώτερον πολιτισμόν˙ ἀλλ’ εἰς τάς Ἀνατολικάς ἐπαρχίας, Ἑλλάδα, Μικράν Ἀσίαν, Συρίαν καί Αἴγυπτον, ὅπου ὁ αὐτόχθων Ἑλληνικός πολιτισμός καί ἡ Ἑλληνική γλῶσσα εἶχον διαδοθῆ ἐπί πάρα πολλά ἔτη, δέν ἠμπόρεσεν ἡ Ρώμη νά ἐπιφέρῃ ἀλλαγάς καθ’ ὅτι τό πολιτιστικόν ἐπίπεδον τούτων ἦτο πολύ ἀνώτερον τοῦ Ρωμαϊκοῦ.
Β΄. Βυζαντινή Περίοδος: Ἑλληνορθόδοξος Μικρά Ἀσία
Οὐσιαστικῶς, τό Ρωμαϊκόν κράτος δέν ἦτο ἐνιαῖον, ἀπετελεῖτο ἀπό δύο τμήματα, τό Ἑλληνικόν ἤ ἐξηλληνισμένον τῆς Ἀνατολῆς καί τό Λατινικόν ἤ ἐξελατινισμένον τῆς Δύσεως. Τόν 3ον αἰῶνα μ.Χ., ὁ Διοκλητιανός εἶχε τήν διοίκησιν τῶν Ἀνατολικῶν ἐπαρχιῶν μέ ἕδραν τήν Νικομήδειαν τῆς Μ. Ἀσίας. Ὁ Χριστιανισμός ἀντιμετωπίσθη μέ ἐχθρικήν διάθεσιν ἀπό τό ἐπίσημον Ρωμαϊκόν κράτος. Ὁ «μέγας διωγμός» διήρκεσεν ἀπό τό 303 ἕως τό 311 μ.Χ., ὅπου μέ τήν παρακίνησιν τοῦ Καίσαρος Γαΐου Γαλερίου Βαλερίου Μαξιμιανοῦ (305-311 μ.Χ.), ὁ Διοκλητιανός ἐξαπέλυσεν ἄγριον πόλεμον κατά τῶν Χριστιανῶν καί ἐθέσπισε τήν ποινήν τοῦ θανάτου εἰς ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι παρέμειναν σταθεροί εἰς τήν πίστιν των.
Τό 311 μ.Χ., ὁ Γαλέριος παρεχώρησε δι’ ἑνός διατάγματος τήν ἀνεξιθρησκίαν εἰς τούς Χριστιανούς. Ἡ «Κοινή Ἑλληνική», ἡ γλῶσσα τοῦ Εὐαγγελίου καί ὁλοκλήρου τοῦ Ἀνατολικοῦ χώρου ἐδημιούργησε μίαν ἀδιάσπαστον ἑνότητα τοῦ ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ καί Χριστιανικοῦ κόσμου τῆς Ἀνατολῆς, τόν Ἑλληνορθόδοξον πολιτισμόν. Τόν 4ον αἰῶνα μ.Χ. ἀρχίζει ἡ παρακμή τῆς Ρώμης, ἀλλ’ αἱ προσπάθειαι τοῦ Διοκλητιανοῦ καί τοῦ Κωνσταντίνου τοῦ Μέγα ἠμπόρεσαν νά δώσουν ζωήν εἰς τό Ἀνατολικόν τμῆμα τοῦ κράτους, τό ὁποῖον μετεμορφώθη εἰς τό Ἑλληνικόν Βυζάντιον, τήν Ρωμανίαν.
Τό 324 μ.Χ. ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας (306-337) κατώρθωσε νά μείνῃ ὡς ὁ μόνος κύριος τῆς Αὐτοκρατορίας, ἐξουδετερώσας ἐν πρώτοις τούς ἀντιπάλους του, ὑπεστήριξε κατόπιν τόν Χριστιανισμόν μέ πᾶν μέσον.10 Τό 330 μ.Χ. μετέφερεν οὗτος τήν πρωτεύουσαν ἀπό τήν Ρώμην εἰς τό Βυζάντιον, τό μετωνομαζόμενον εἰς Κωνσταντινούπολιν. Τό Βυζάντιον εἶχε πολύ σημαντικήν θέσιν ἀπό στρατιωτικήν, ἐμπορικήν, οἰκονομικήν καί γεωγραφικήν ἄποψιν. Εὔξεινος Πόντος, Αἰγαῖον Πέλαγος, Μεσόγειος Θάλασσα, Εὐρώπη καί Ἀσία, ὅλαι αἱ ὁδοί αὗται διήρχοντο ἀπό τήν Κωνσταντινούπολιν. Αἱ οἰκοδομικαί ἐργασίαι ἤρχισαν εἰς τήν νέαν ταύτην πόλιν τό 324 μ.Χ. Τά ἐπίσημα ἐγκαίνια τῆς νέας πρωτεύουσας, τῆς Νέας Ρώμης, ἡ ὁποία ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ Ἱδρυτοῦ της, ἔλαβαν χώραν τήν 11ην Μαΐου 330 μ.Χ.11 Συνεπῶς, τό 330 μ.Χ. εἶναι ἡ ἀρχή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, ἡ ὁποία ἐσυνεχίσθη ἕως τήν 29ην Μαΐου 1453, μέ διάρκειαν 1.123 ἐτῶν καί 18 ἡμερῶν, ἀλλ’ οἱ Ἕλληνες εἶναι ἐκεῖ ἀπό τό 1500 π.Χ. καί θά εἶναι ἕως τήν ἐσχάτην τῶν ἡμερῶν, προσποιούμενοι τούς μουσουλμάνους, ἔχοντες εἰς τά ὑπόγεια τῶν οἰκιῶν των μικράς ἐκκλησίας (Κρυπτοχριστιανοί). Οὐσιαστικῶς, οἱ Ἕλληνες εἶναι εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν ἐπί 3.522 ἔτη. Ὅλα αὐτά ἐπιβεβαιοῦνται μέ τάς χιλιάδας τῶν ἀρχαίων Ἑλληνικῶν καί Βυζαντινῶν Ἑλληνορθοδόξων μνημείων της.
Ἡ ὁριστική ἀναγνώρισις τοῦ Χριστιανισμοῦ ἔγινε τό 313 μ.Χ. μέ τό Διάταγμα τῶν Μεδιολάνων (ἀπόλυτος ἐλευθερία εἰς τούς κατοίκους τῆς Αὐτοκρατορίας νά ἀκολουθοῦν οἱανδήποτε θρησκείαν ἤθελον, ἀνεξιθρησκίαν). Ὁ αὐτοκράτωρ Θεοδόσιος ὁ Μέγας (379-395)12 ἔκαμε τήν ὁριστικήν ἀποκατάστασιν τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τήν ἐπισημοποίησίν του μέ τό νά ὁρίσῃ τήν εἰδωλολατρίαν ὡς «ἐθνική δεισιδαιμονία» (δαιμονολατρία) καί ἀπηγόρευσεν ἁπάσας τάς εἰδωλολατρικάς θρησκευτικάς ἐκδηλώσεις (ὡς καί αὐτούς τούτους τούς Ὀλυμπιακούς ἀγῶνας). Ὁ Χριστιανισμός ἔγινε ἔκτοτε ἡ ἐπίσημος κρατική θρησκεία. Τό Ἑλληνορθόδοξον Βυζάντιον εἶναι πλέον μία διαγεγραμμένη αἰώνιος πραγματικότης, μέ τήν Ἑλληνικήν γλῶσσαν, Ἑλληνικήν παιδείαν, Ἑλληνικόν πολιτισμόν, Ἑλληνικόν περιβάλλον ὡς ἀρχαία ἀποικία Ἑλλήνων, Ἑλληνικήν καταγωγήν, Ἑλληνικά συγγράμματα, Ἑλληνικά κλασικά ἔργα τέχνης, πνευματικήν παράδοσιν ἀλλά καί τήν Ρωμαϊκήν τοιαύτην (Ρωμαῖος πολίτης, Ρωμηός, Ρωμηοσύνη, Ρωμαίηκα,13 Ρωμανία). Τί νά εἴπῃ κανείς διά τήν πρωτεύουσάν του, τήν Κωνσταντινούπολιν; Δέν ὑπάρχουν λόγια ἐγκωμιαστικά δι’ αὐτήν, οὔτε καί εἰς τήν πλουσίαν Ἑλληνικήν γλῶσσαν!
Ὁ συνδετικός κρίκος τῶν ὑπηκόων τοῦ Βυζαντίου ἦτο ὁ Χριστιανισμός. Κράτος καί Ἐκκλησία ηὑρίσκοντο εἰς ἀπόλυτον ἁρμονικήν συνεργασίαν. Πλεῖστοι Αὐτοκράτορες ἔγιναν μοναχοί καί ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας.14 Ὁ Ἑλληνισμός καί ὁ Χριστιανισμός ἦτο τό θεμέλιον, τό οἰκοδόμημα καί ἡ ψυχή τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας. Οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶχον σπουδάσει τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν γραμματείαν, τήν ἠθικήν φιλοσοφίαν της καί εἰς συνδυασμόν καί βελτιωμένων τῶν ἀξιῶν τούτων μέ τόν ἀκαινοτόμητον Χριστιανισμόν ἔφθασαν οὗτοι εἰς τό μεγαλεῖον τῆς δημιουργίας τῆς Ἑλληνοχριστιανικῆς (Ἱερᾶς) Παραδόσεως καί Παιδείας. Εἴμεθα εὐγνώμονες εἰς τούτους διά τήν κληρονομίαν ταύτην καί ὀφείλομεν νά τήν παραδώσωμεν εἰς τάς ἑπομένας γενεάς ἀπαραχάρακτον.
Ἀπειλή μεγάλη τόν 4ον αἰῶνα μ.Χ. ἦσαν οἱ Βησιγότθοι (Ἀλάριχος) μέ τούς ἐπικινδύνους Γερμανούς, οἱ ὁποῖοι ὑπηρέτουν ὡς μισθοφόροι καί εἰς τόν Βυζαντινόν στρατόν. Τό 445 μ.Χ., οἱ Οὗννοι μέ τόν Ἀττίλα ἐπραγματοποίησαν σοβαράς καί ἐπικινδύνους ἐπιδρομάς κατά τοῦ Βυζαντίου. Τό 554 μ.Χ., ὁ Ἰουστινιανός (527-565)15 ἐπολέμει συνεχῶς τούς Πέρσας (Σασσανίδες), οἱ ὁποῖοι ἐπραγματοποίουν ἐπανειλημμένας ἐπιθέσεις εἰς τά Βορειο-Ἀνατολικά σύνορα τοῦ Βυζαντίου (τήν Λαζικήν). Τό 537, ἐποίησεν οὗτος τά ἐγκαίνια τῆς Ἁγίας Σοφίας ἐν Κωνσταντινουπόλει. Τό 562 μ.Χ., ὁ Ἰουστινιανός ὑπέγραψε μέ τόν βασιλέα τῶν Περσῶν Χοσρόη πεντηκονταετῆ εἰρήνην πληρώνων φόρους εἰς τούς Πέρσας, ἀλλ’ ἐκράτησεν οὗτος τήν Λαζικήν (Γεωργίαν). Κατά τήν περίοδον τοῦ Ἰουστίνου Β΄ (565-576) ἕνας εἰκοσαετής πόλεμος (572-591 μ.Χ.) ἐξέσπασε μέ τούς Πέρσας εἰς τήν περιοχήν τῆς Ἀρμενίας καί οἱ Πέρσαι εἰσέβαλον εἰς τάς Βυζαντινάς ἐπαρχίας, φθάνοντες λεηλατοῦντες ἕως τήν Καππαδοκίαν. Τό 591 μ.Χ. ὑπεγράφη εἰρήνη μεταξύ τοῦ Μαυρικίου (582-602) καί Χοσρόη Β΄, ὅπου τό Βυζἀντιον ἐπῆρε τήν Ἀρμενίαν καί τμῆμα τῆς Μεσοποταμίας καί ἔπαυσε νά πληρώνῃ φόρους εἰς τούς Πέρσας.
Ἀπό τήν ἐποχήν τοῦ Ἡρακλείου (610-641 μ.Χ.) καί τῶν διαδόχων τούτου τό Βυζάντιον ἐξελληνίζεται πλήρως καί γίνεται πράγματι ὁ φρουρός τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τοῦ Χριστιανισμοῦ. Ἡ περίοδος ἀπό τόν 7ον ἕως τόν 13ον αἰῶνα ἀποτελεῖ τήν κυρίως Βυζαντινήν ἤ Μεσοβυζαντινήν ἐποχήν. Καθ’ ὅτι, τό 1204 λαμβάνει χώραν ἡ πρώτη πτῶσις τοῦ Βυζαντίου ἀπό τούς βανδάλους, συλήτορας καί βεβήλους Σταυροφόρους, τούς αἱρετικούς βαρβάρους τῆς Δύσεως.16 Ὁ Ἡράκλειος ἦτο πολύ σημαντικός αὐτοκράτωρ καί μέ τάς νίκας του κατά τῶν Περσῶν ηὔξησε τήν ἀσφάλειαν καί τήν αὐτοπεποίθησιν εἰς τούς Χριστιανικούς λαούς. Τήν περίοδον ταύτην ἔχομεν τήν ἐμφάνισιν τῶν φανατικῶν «νεοφωτίστων» Ἀράβων καί ἡ, διά τοῦ «ἱεροῦ των συμβόλου», τῆς σπάθης, ἐξάπλωσίς των εἰς τήν Μεσόγειον ἦτο πολύ σύντομος. Ὁ κόσμος ἀλλάσσει πράγματι μέ τό σπαθί17 τῶν ἀντιχρίστων τούτων καί μέ τόν «ἱερόν των ζῆλον», εἰς τήν νέαν ταύτην θρησκείαν τῶν φανατικῶν βαρβάρων, νά κινδυνεύῃ ὅλος ὁ Χριστιανικός κόσμος.18 Ὁ ἰσλαμισμός ἀπειλεῖ Ἀνατολήν καί Δύσιν, ὁλόκληρον τήν Εὐρώπην, μετά τήν ὑποταγήν τῆς Μέσης Ἀνατολῆς, Ἀσίας καί Βορείου Ἀφρικῆς.
Οἱ πόλεμοι τοῦ Ἡρακλείου καί Περσῶν διήρκεσαν ἕξ ἔτη (622-628) καί ἐσυνέχισεν οὗτος μέ τήν ἀπόκρουσιν τῶν Ἀβάρων (626). Οἱ Πέρσαι ἦχον ἀρπάξει τόν Τίμιον Σταυρόν καί διά τοῦτο ὁ Ἡράκλειος ἐπετέθη καί τούς ἐξεδίωξεν ἀπό τήν Μ. Ἀσίαν (ἱερός πόλεμος). Οἱ Ἄβαροι ἀπό τήν Θράκην καί οἱ Πέρσαι ἀπό τήν Μ. Ἀσίαν, ὅπου εἶχον φθάσει οὗτοι ἕως τήν Χαλκηδόνα καί ὁ Ἡράκλειος ἦτο, τήν περίοδον ταύτην, εἰς τήν Ἀρμενίαν. Ὁ ἀνήλικος υἱός τοῦ Ἡρακλείου Κωνσταντῖνος μέ ἐπιτρόπους του, τόν Πατριάρχην Σέργιον καί τόν Μάγιστρον Βῶνον ἀπέκρουσαν τούς Ἀβάρους καί Πέρσας, τῇ βοηθείᾳ τῆς Ὑπερμάχου Στρατηγοῦ, τῆς Παναγίας Μητρός τοῦ Κυρίου καί Θεοῦ ἡμῶν. (Καλοκαίρι 626).19
Ὁ ἐπαίσχυντος μωαμεθανισμός καί ἡ ἐξάπλωσις τῶν Ἀράβων ἀρχίζει τό 622. Τό 632, ὁ Μωάμεθ ἐπέθανε καί οἱ χαλίφηδές του ξεκινοῦν μέ τήν πλάνην των, τόν «ἱερόν των φανατισμόν», τόν πόλεμον κατά τῶν γειτονικῶν λαῶν, μέ σύνθημά των «ὑποταγή τῶν ἀπίστων». Ὑποτάσσουν τούς Πέρσας καί εἰσβάλλουν εἰς τήν Παλαιστίνην καί Συρίαν. Αἱ Ἀνατολικαί ἐπαρχίαι τοῦ Βυζαντίου ὑπετάγησαν εἰς τούς Ἄραβας καί τό 641, ἡ Αἰγυπτος ὑπετάχθη καί αὕτη. Τό 673, οἱ Ἄραβες ἐπολιόρκησαν τήν Κωνσταντινούπολιν καί τό 678, ἠναγκάσθησαν νά λύσουν τήν πολιορκίαν.
Τό 717, ἐπί Λέοντος Γ΄ τοῦ Ἰσαύρου (717-741), οἱ Ἄραβες διέσχισαν καί πάλιν τήν Μ. Ἀσίαν καί ἔφθασαν πλησίον τῆς Κωνσταντινουπόλεως. Αὕτη ἦτο ἡ Δευτέρα πολιορκία τῆς Κωνσταντινουπόλεως ἀπό τούς Ἄραβας, ἡ ὁποία διήρκεσεν ἐπί ἕν ἔτος, ἀλλ’ οἱ Βυζαντινοί ἀπέκρουσαν τούς Ἄραβας τῇ βοηθείᾳ τοῦ «ὑγροῦ πυρός». Τό 740, ὁ Λέων Γ΄ εἰς τό Ἀκροϊνόν τῆς Φρυγίας ἐνίκησε τούς μουσουλμάνους καί ἔφυγον οὗτοι ἀπό τήν Μ. Ἀσίαν. Τό ἔτος 840, κατά τήν περίοδον τῆς βασιλείας τοῦ Θεοφίλου (829-842), ὁ πόλεμος μέ τούς Ἄραβας ἤρχισε καί πάλιν καί καταστρέφουν οἱ βάρβαροι οὗτοι τό Ἀμόριον τῆς Φρυγίας, πατρίδα τῆς δυναστείας τοῦ Θεοφίλου. Τό 863, οἱ στρατηγοί τοῦ Μιχαήλ Γ΄ (842-867), Βάρδας καί Πετρωνάς ἐνίκησαν τούς Ἄραβας.
Ὁ Καρλομάγνος20 δημιουργεῖ εἰς τήν Δυτικήν Εὐρώπην μίαν μεγάλην αὐτοκρατορίαν καί τό 800 μ.Χ. στέφεται Αὐτοκράτωρ ἀπό τόν πάπαν. Προσεπάθησε νά κυριαρχήσῃ καί εἰς τό Βυζάντιον, ἀλλ’ ἀπέτυχεν. Ὁ Βασίλειος ὁ Α΄ (867-886) μέ πολλάς νικηφόρους ἐκστρατείας ἀπώθησε τούς Ἄραβας ἀπό τά ἀνατολικά σύνορα τοῦ Βυζαντίου. Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκής (969-976) ἀνέκτησε τήν Συρίαν καί τήν Παλαιστίνην. Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Βασίλειος Β΄ ὁ Βουλγαροκτόνος (976-1025) προυχώρησεν ὡς τά νότια τῆς Κασπίας καί ἡδραίωσε τήν Βυζαντινήν κυριαρχίαν, εἰς τήν περιοχήν ταύτην.
Τό Ρωσικόν κράτος τοῦ Κιέβου ἱδρύετε κατά τόν 9ον αἰῶνα μ.Χ. Βυζαντινοί ἱεραπόστολοι ἐπεσκέπτοντο τήν Ρωσίαν καί ἐκχριστιάνισαν τούς Ρώς καί ὁ ἡγεμών τούτων, ὁ Βλαδίμηρος (958-1015),21 ἔγινε Χριστιανός καί διέδωσε τόν Χριστιανισμόν εἰς τήν Ρωσίαν˙ ἔλαβε δέ σύζυγόν του τήν πριγκίπισσαν Ἄννα, ἀδελφήν τοῦ Βασιλείου Β΄ τοῦ Βουλγαροκτόνου. Οἱ Ρῶσοι ἦσαν πραγματικά πνευματικά τέκνα τοῦ Βυζαντίου, οἱ ὁποῖοι ἔγιναν Χριστιανοί καί συνεχίζουν μέ τόν Ἑλληνικόν (Ὀρθόδοξον) Χριστιανισμόν καί πολιτισμόν ἕως σήμερον. Τό Κίεβον κατέστη ἡ ἱερά πόλις τῶν Ρώς καί τό κράτος των ἔφθασεν εἰς μεγάλην ἀκμήν εἰς τά ἔτη τοῦ Γιαροσλάβ τοῦ Σοφοῦ (978-1054). Τό Πατριαρχεῖον Κωνσταντινουπόλεως, ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος καί ἡ Ἑλληνική πολιτεία, ὡς αἱρετικοί, ἀποστάται καί Ἑβραιο-μασόνοι ὑποτελεῖς τῆς ΕΕ, Η.Π.Α. καί ΝΑΤΟ καταφέρονται κατά τῶν πνευματικῶν τέκνων τῆς Ἑλλάδος καί ἐδημιούργησαν σοβαρά προβλήματα εἰς τούς ἀδελφούς μας τούς Ρώσους μέ τήν Οὐκρανίαν καί πλεῖστα ἄλλα. Ὁ Ἑλληνορθόδοξος, ὅμως, λαός μας δέν πρόκειται νά ἐγκαταλείψῃ οὐδένα ἀπό τούς Ὀρθοδόξους λαούς καί πνευματικούς ἀδελφούς του. Ἡ ἔλλειψις πνευματικῆς καί πολιτικῆς ἡγεσίας εἶναι τό μεῖζον πρόβλημα τῆς Ἑλλάδος τῆς σήμερον.
Τό 1054, τό σχίσμα μεταξύ τῶν Ἐκκλησιῶν Ρώμης καί Κωνσταντινουπόλεως λαμβάνει χώραν μέ Αὐτοκράτορα τόν Κωνσταντῖνον Θ΄ τόν Μονομάχον (1042-1055) καί Πατριάρχην τόν Μιχαήλ Κηρουλάριον. Τόν 11ον αἰῶνα ἐμφανίζονται εἰς τήν Ἀνατολήν οἱ Μογγόλοι, οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι, οἱ ὁποῖοι ἐξισλαμίσθησαν (ἀπό «δύο εἰς ἕνα», τώρα). Εἰς τήν Δύσιν, κατόπιν τοῦ Σχίσματος, ἡ ἐχθρική διάθεσίς22 των αὐξάνει καί τό χάσμα διευρύνεται. Ἀκολουθοῦν αἱ σταυροφορίαι τῶν αἱρετικῶν βασιλίσκων τῆς Εὐρώπης, μέ τάς ὁποίας προσπαθοῦν νά καταλάβουν τό Βυζάντιον. Τό 1204, οἱ ἀπολίτιστοι ἐκδικητικοί καί βάρβαροι οὗτοι κυριεύουν καί ἐξανδραποδίζουν τήν Κωνσταντινούπολιν.23
Οἱ Μογγόλοι τοῦ φυλάρχου Σελτζούκ λαμβάνουν τώρα τήν σκυτάλην τῶν βαρβάρων τοῦ Ἰσλάμ καί ἀπό τάς στέπας τοῦ Τουρκεστάν ἔφθασαν ἕως τήν Μεσοποταμίαν (τέλος 10ου αἰῶνος) καί ἀφ’ οὗ ἐδέχθησαν τόν μουσουλμανισμόν, ὑπηρέτουν ὡς μισθοφόροι εἰς διαφόρους μουσουλμάνους ἡγέτας. Τόν 11ον αἰῶνα ἐξηπλώθησαν εἰς τό Ἰράν καί κατέστησαν κύριοι τοῦ Χαλιφάτου τῆς Βαγδάτης. Ἀπ’ ἐκεῖ οἱ βάρβαροι οὗτοι εἰσέβαλλον εἰς τάς ἐπαρχίας τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τήν Μεσοποταμίαν, τήν Ἀρμενίαν καί τήν Καππαδοκίαν. Ὁ Αὐτοκράτωρ Ρωμανός Δ΄ ὁ Διογένης (1068-1071)24 προσεπάθησε, ματαίως ὅμως, νά σταματήσῃ τάς ἐπιδρομάς τῶν Τούρκων. Τό 1071, εἰς τήν ἐπάρατον Μάχην τοῦ Ματζικέρτ, ὁ Βυζαντινός στρατός ἐπροδώθη, ἔπαθε σύγχυσιν καί ὑπέστη τήν πρώτην πανωλεθρίαν, ὁ δέ Ρωμανός συνελήφθη αἰχμάλωτος. Αἱ συνέπειαι τῆς καταστροφῆς ταύτης εἶχον καί ἔχουν φοβεράς ἱστορικάς ἐπιδράσεις εἰς τόν Ἑλληνισμόν καί ἅπαντα τόν Χριστιανικόν κόσμον. Δυστυχῶς, τό 1071 εἶναι ἡ ἀρχή τῶν δεινῶν τοῦ Βυζαντίου, τῆς Ρωμανίας, τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
Ἐν συνεχείᾳ, οἱ Κομνηνοί ἐφρόντισαν νά ἀντιμετωπίσουν τούς βαρβάρους τούτους καί ἐπολέμησαν τούς Σελτζούκους μέ πολλάς ἐπιτυχίας. Τό 1176, ὅμως, ὁ Μανουήλ Α΄ Κομνηνός (1143-1180), εἰς τά βουνά τῆς Φρυγίας, εἰς τό Μυριοκέφαλο,25 ἔπαθε τήν δευτέραν μεγάλην πανωλεθρίαν καί οὕτως, οἱ Μογγόλοι καί νῦν μουσουλμάνοι Τοῦρκοι ἐγκατεστάθησαν πλέον εἰς τήν Μικράν Ἀσίαν, ὅπου οἰκειοποιοῦνται καί καταστρέφουν τήν Ἑλληνορθόδοξον κοιτίδα τοῦ πολιτισμοῦ μας. Ὁ Ὀρθόδοξος Ἑλληνισμός ἦτο, δυστυχῶς, εἰς συνεχεῖς πολέμους μέ τούς ἀλλοθρήσκους (μουσουλμάνους) καί τούς ἑτεροδόξους (παπικούς).
Αἱ ἑπτά ἐπάρατοι Σταυροφορίαι εἶχον μέγα κόστος διά τό Βυζάντιον, ἀπό τό 1095 (Α΄ Σταυροφορία),261147 (Β΄ Σταυροφορία), 1189 (Γ΄), 1204 (Δ΄), 1217 (Ε΄), 1248/9 (ΣΤ΄) ἕως τό 1270 (Ζ΄ Σταυροφορία). Μέ τήν Δ΄ Σταυροφορίαν (1204), οἱ βάνδαλοι οὗτοι ἐπιδρομεῖς ὑπέταξαν τήν Κωνσταντινούπολιν˙ κατέστρεψαν τό Βυζαντινόν κράτος καί τόν πολτισμόν του, κατελῂστευσαν τόν πλοῦτόν του, τούς ἱστορικούς καί θρησκευτικούς θησαυρούς του, χειρόγραφα, εἰκόνας, λείψανα ἁγίων. Ἦτο ἡ πρώτη πτῶσις τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί δή εἰς τούς ζηλοφθόνους βαρβάρους τῆς Δύσεως.27 Ἡ ἀρπαγή καί ἡ καταστροφή ἔργων τέχνης, θρησκευτικῶν κειμηλίων καί χειρογράφων ἦτο ἀνυπολόγιστος. Ἡ ἅλωσις αὕτη τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1204 ἔκλεισε μίαν λαμπράν σελίδα τῆς Μεσαιωνικῆς Ἱστορίας τοῦ Βυζαντίου καί ἀρχίζει μία νέα, ἀλλά πολύ διαφορετική, καθ’ ὅτι αὕτη εἶναι πλέον διαμεμελισμένη καί μέ μίαν ἐθνικήν συνείδησιν περί τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ. Ἡ ἑνιαία Βυζαντινή Αὐτοκρατορία διαμελίζεται τώρα ἀπό τούς «χριστιανούς» (τούς φέροντας ἀναισχύντως σταυρόν αἱρετικούς) καί βαρβάρους τῆς Δύσεως καί σχηματίζονται Λατινικά καί Ἑλληνικά κράτη. Κατόπιν πεντήκοντα ἑπτά ἔτη, τό 1261, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας, ἕν ἀπό τά Ἑλληνικά κράτη, ἀνακτᾷ τήν Κωνσταντινούπολιν.
Τά Ἑλληνικά κράτη εἶναι πλέον τρία. Πρῶτον, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Τραπεζοῦντος μέ τά ἐγγόνια τοῦ Ἀνδρονίκου Κομνηνοῦ (1183-1185), τόν Ἀλέξιον καί τόν Δαβίδ Κομνηνόν. Ὠργάνωσαν οὗτοι τήν ἀκριτικήν ταύτην περιοχήν τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί συντόμως ἤκμασεν ἕως τό 1461˙ παρ’ ὅλον ὅτι κατελήφθη ἀπό τούς ἀπολιτίστους Ὀθωμανούς, παρέμεινεν κέντρον Ἑλληνισμοῦ ἕως τήν Μικρασιατικήν καταστροφήν τοῦ 1922. Δεὐτερον, ἦτο τό Δεσποτᾶτον τῆς Ἡπείρου μέ ἱδρυτήν τόν Μιχαήλ Ἄγγελον, Δοῦκα Κομνηνόν καί μέ βοηθούς τά ἀδέλφιά του, τόν Θεόδωρον καί τόν Μανουήλ. Ὁ Δεσπότης Θεόδωρος ἐπῆρε τήν Θεσσαλονίκην τό 1224. Τρίτον, ἡ Αὐτοκρατορία τῆς Νικαίας. Τό 1206, ὁ Θεόδωρος Λάσκαρις (1204-1222) στέφεται ἀπό τόν Πατριάρχην εἰς τήν Νίκαιαν «Αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Ἔκαμνε δέ οὗτος τεραστίας προσπαθείας ὡς ἱδρυτής του, ὥστε νά διασῲσῃ τό κράτος του ἀπό τάς ἐπιθέσεις τῶν σταυροφόρων.
Τόν Θεόδωρον Λάσκαριν διεδέχθη τό 1222 ὁ Ἰωάννης Γ΄ Δούκας Βατάτζης (1222-1254),28 ὁ πλέον δραστήριος ἡγεμών τῆς περιόδου ταύτης. Ὁ Βατάτζης ἔκαμε τό κράτος τῆς Νικαίας ἰσχυρόν, μεγάλον εἰς ἔκτασιν, πλούσιον καί ὠργανωμένον, ἀπό τά πλέον σύγχρονα κράτη τῆς Ἀνατολῆς. Τό 1246 ἐπῆρεν οὗτος τήν Θεσσαλονίκην καί ἐνίκησε τούς Βουλγάρους. Διάδοχος τοῦ Ἁγίου Ἰάννου τοῦ Βατάτζη ἦτο ὁ Θεόδωρος Β΄ Λάσκαρις (1254-1258), ἱκανός διοικητής, λόγιος, πνευματικός καί οὗτος, καί προεστάτευσε τήν ἀρχαίαν Ἑλληνικήν παιδείαν καί πάντας τούς πνευματικούς ἀνθρώπους. Οἱ αὐτοκράτορες τῆς Νικαίας προσέφεραν πάρα πολλά εἰς τό κράτος των καί ἡ εὐημερία τῶν πολιτῶν των ἦτο τεραστία κατά τήν μικράν ταύτην περίοδον τῆς διοικήσεώς των.
Τόν Αὔγουστον τοῦ 1261, ὁ Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος (1259-1282) ἐμβαίνει θριαμβευτής εἰς τήν Κωνσταντινούπολιν καί ἔγινεν ἡ στέψις του, ὡς Αὐτοκράτωρ τῶν Ρωμαίων, εἰς τήν Ἁγίαν Σοφίαν. Αὕτη ἦτο ἡ τελευταία δυναστεία τοῦ Βυζαντίου, ἡ Δυναστεία τῶν Παλαιολόγων. Δυστυχῶς, τό Βυζάντιον ἀπό τόν 12ον αἰῶνα ἀπώλεσεν ἐν μέρει τόν ἔλεγχον τῆς Μ. Ἀσίας (Μάχαι τοῦ Ματζικέρτ καί Μυριοκεφάλου). Μία ἐπιδρομή τῶν Μογγόλων τοῦ Τζέν-γκις Χάν ἔφθασεν εἰς τήν Μ. Ἀσίαν καί μέ ἄλλας τουρκικάς φυλάς ἐγκατεστάθησαν εἰς τάς Μικρασιατικάς ὀρεινάς περιοχάς, ὡς καί οἱ Ὀθωμανοί. Μία πανσπερμία Μογγόλων, μουσουλμάνων, Τούρκων, Ὀθωμανῶν καί ἄλλων νομάδων ἐδημιούργησαν κράτος, τό ὁποῖον τῇ βοηθείᾳ τῶν ἀρπακτικῶν τῆς Δύσεως, τρομοκρατεῖ, καταδυναστεύει καί ἀφανίζει τούς λαούς τῆς περιοχῆς ταύτης ἕως σήμερον.
Τό 1326, οἱ ἀγροῖκοι οὗτοι μιξογενεῖς (πανσπερμία τῆς συμφορᾶς) κυριεύουν τήν Προῦσαν, τήν ὁποίαν κάμνουν ἕδραν τοῦ ἀνεξαρτήτου κράτους των, σουλτανάτου, τό ὁποῖον ὠνομάσθη Ὀθωμανικόν κράτος ἀπό τό ὄνομα τοῦ ἱδρυτοῦ του, τοῦ Ὀσμάν. Τόν 14ον αἰῶνα καθιέρωσαν τήν περιοδικήν στρατολογίαν καί τόν ἐξισλαμισμόν τῶν Χριστιανοπαίδων (τό ἀπάνθρωπον παιδομάζωμα), ὥστε νά ἐπανδρώσουν τά ἐπίλεκτα σώματα τῶν γενιτσάρων.
Τό 1391, ὁ Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος (1391-1425) ἔγινεν αὐτοκράτωρ μιᾶς κατ’ ὄνομα αὐτοκρατορίας. Ἡ Κωνσταντινούπολις ἦτο πολιορκημένη ἀπό τούς Τούρκους. Ὁ Μανουήλ ἀπεφάσισε νά ταξιδεύσῃ εἰς τήν Δύσιν διά βοήθειαν.29 Ἀφ’ οὗ περιώδευσεν εἰς ὅλας τάς μεγάλας πρωτευούσας ἔφθασεν καί εἰς τό Λονδῖνον. Ἅπαντες τόν ἐδέχθησαν μέ συμπάθειαν, ἀλλ’ αἱ συζητήσεις διά βοήθειαν ἦσαν ἀόριστοι ὑποσχέσεις, ἡ ὁποία οὐδέποτε ἦλθε, διότι ὅλα αὐτά τά ἔτη ἡ προπαγάνδα τῆς Ρώμης (τοῦ πάπα) ἦτο ὅτι, δέν ἀξίζει νά χαλᾷ κανείς τήν ἡσυχίαν του διά τούς «σχισματικούς αὐτούς Ἕλληνες».30
συνέχεια στο 2ο μέρος________________
Παραπομπές (1ου μέρους)
1 Σύμφωνα με τα μυθολογικά στοιχεία για το αίσθημα του Μεγάλου Αλεξάνδρου και της βασίλισσας Θάληστρις των Αμαζόνων, η βασίλισσα έφερε στον Αλέξανδρο 300 πολεμήστριες ελπίζοντας να αναπτύξει ένα γένος δυνατών και έξυπνων ανθρώπων όπως αυτός. Σύμφωνα με τον θρύλο έμεινε με τον Αλέξανδρο 13 μέρες και νύχτες με την ελπίδα να αποκτήσει από αυτόν μια μεγάλη πολεμήστρια και διάδοχο για αυτήν κόρη. (δείτε Διοδωρος Σικελιώτης Βιβλιοθήκη Ιστορική 17.77.1-3, Κουϊντος Κούρτιος Ρούφος Historiae Alexandri Magni 6.5.24-32, Justin 12.3.5-7 . Ὅρα, John N. Kallianiotis, Political History and Economic Policy of the Greek Civilizer Alexander the Great, Hauppauge, N.Y.: Nova Science Publishers, July 2020, ISBN: 978-1-53618-072-5. https://novapublishers.com/shop/political-history-and-economic-policy-of-the-greek-civilizer-alexander-the-great/
2 Ὁ Ἕλλην γεωγράφος, φιλόσοφος καί ἱστορικός Στράβων (65 ἤ 63 π.Χ.-23 μ.Χ) κατήγετο ἀπό τόν Πόντον, τήν Ἀμάσειαν καί ἔζησε κατά τήν μεταβατικήν ἱστορικήν περίοδον τῆς Ρωμαϊκῆς Αὐτκρατορίας (πρό καί ματά Χριστοῦ) καί διά τοῦτο ὡς Μικρασιάτης ἔγραψε διά τό Βυζάντιον καί τήν Ἱστορίαν τῆς περιοχῆς ταύτης.
3 Τά Μέγαρα Ὑβλαία εἶναι ἀρχαία Ἑλληνική ἀποικία εἰς τήν Σικελίαν, εὑρίσκεται εἰς τήν Ἐπαρχίαν τῶν Συρακουσῶν καί εἰς ἀπόστασιν 20 χιλιομέτρων βορειοδυτικῶς τῆς πόλεως τῶν Συρακουσῶν. Ὑπάρχουν τρεῖς τοποθεσίαι εἰς τήν Σικελίαν μέ τό ὄνομα «Ὑβλαία» καί εἶναι δύσκολον νά διακριθοῦν μεταξύ των. Ὅρα, ↑ Παυσανίας, Ελλάδος περιήγησις/Ηλιακών Α, Παράγραφος 23.6.
4 Ὁ Σελινούντας (Σελινοῦς, Selinus, Selinunte= Σελινούντε) ἦτο ἀρχαία Ἑλληνική ἀποικία εἰς τήν Σικελίαν. Ηὑρίσκετο εἰς τό νοτιοδυτικόν τμῆμα τῆς νήσου καί ἀπετἐλει τήν δυτικοτέραν ἀποικίαν εἰς τήν θέσιν Καστελβετράνο, τό ὁποῖον εὑρίσκεται εἰς τήν Ἰταλικήν ἐπαρχίαν τοῦ Τράπανι.
5 Ἡ Ἡράκλεια ἡ Ποντική ἦτο καί αὕτη ἀρχαία Ἑλληνική πόλις τῆς Παφλαγονίας (Βορειο-κεντρικήν Μ. Ἀσίαν καί παρά τόν Εὔξεινον Πόντον), ἡ ὁποία ἱδρύθη τό 560-558 π.Χ., ὡς ἀποικία τὼν Μεγάρων, κατά τόν Ξενοφῶντα. Συμφώνως, λοιπόν, μέ τόν Ξενοφῶντα, οἱ κάτοικοι τῆς Ἡρακλείας ἀπέκτησαν πλοῦτον ἀπό τήν καλλιέργειαν τῆς εὐφόρου γῆς, ἀπό τό ἐμπόριον, τό ὁποῖον ἀνέπτυξαν χάριν τοῦ φυσικοῦ λιμένος τῆς πόλεως εἰς τόν ποταμόν Λύκον καί ἐκ τῆς ἁλιείας, μέ ἀποτέλεσμα νά θέσουν ὑπό τόν ἔλεγχόν των μίαν εὐρυτέραν παράλιον περιοχήν, ἡ ὁποία ἔφθανε πρός Ἀνατολάς ἕως τά Κοτύωρα (δυτικῶς τῆς Κερασοῦντος). Ἵδρυσαν μάλιστα καί νέας ἀποικίας: τά Κοτύωρα εἰς τόν Εὔξεινον Πόντον, τήν Καλλάτην εἰς τήν Θράκην καί τήν Χερσόνησον εἰς τήν Κριμαίαν. Ὅρα, Κριμαϊκή Χερσόνησος (Крымский полуостров). https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%81%CE%B9%CE%BC%CE%B1%CE%AF%CE%B1
6 Ἡ Κοινή Ἑλληνική (ἡ Βιβλική γλῶσσα ἤ τῆς Καινῆς Διαθήκης ἤ Ἐκκλησιαστική ἤ ἡ τοιαύτη τῶν Πατέρων). Koine Greek displayed a wide spectrum of different styles, ranging from more conservative literary forms to the spoken vernaculars of the time. As the dominant language of the Byzantine Empire (Romania, Ρωμανία, Ρωμηοί), it developed further into Medieval Greek, the main ancestor of Modern Greek. Literary Koine was the medium of much of post-classical Greek literary and scholarly writing, such as the works of Plutarch and Polybius. Koine is also the language of the Christian New Testament, of the Septuagint (the 3rd-century B.C. Greek translation of the Hebrew Bible, “Old Testament”), and of most early Christian theological writing by the Church Fathers. (St. Basil the Great and St. Gregory the Theologian studied in Athens in the 4th century A.D.). In this context, Koine Greek is also known as “Biblical”, “New Testament”, “Ecclesiastical” or “Patristic” Greek (and as a good American friend is saying, “this is the language that is spoken in Paradise”). It also continues to be used as the liturgical language of services in the Greek Orthodox Church. This holy language is under persecution the last forty years by the enemies of the Hellenic-Orthodox paideia, as it is also anything valuable and eternal in human civilization. Ὅρα, Kallianiotis (2020). Ἐνθ’ ἀνωτέρω.
7 Βασιλεῖς του ἦσαν: (α΄) ὁ Σωτήρ (269-197 π.Χ.), (β΄) Ὁ Φιλάδελφος (220-138 π.Χ.) καί (γ΄) ὁ Φιλομήτωρ (171-133).
9 «Η καταγωγή της δυναστείας ήταν ελληνική, γι’ αυτό και τα περισσότερα μέλη της δεν είχαν επαφή με την αιγυπτιακή γλώσσα. Ωστόσο αποφάσισαν να μην καταλύσουν την αιγυπτιακή παράδοση των Φαραώ. Αντίθετα διατήρησαν τις παλιές θρησκευτικές και κοινωνικές δομές, τα έθιμα και το τυπικό, τους θεούς και τις δοξασίες, ακόμη και τη συνήθεια να κηδεύονται μουμιοποιημένοι σε σαρκοφάγους. Ακόμη υιοθέτησαν τις τοπικές τεχνοτροπίες στην τέχνη και την αρχιτεκτονική. Σε αυτούς οφείλουμε τη διατήρηση ως τις μέρες μας διάσημων αρχαίων μνημείων της Αιγύπτου, που είτε φτιάχτηκαν στις μέρες τους, είτε επισκευάστηκαν και συντηρήθηκαν. Διάσημα μνημεία της Αιγύπτου που ανεγέρθηκαν την εποχή τους είναι:
· Η πόλη της Αλεξάνδρειας (Μέγας Αλέξανδρος).
· Η πόλη της Πτολεμαΐδας (Πτολεμαίος Α΄).
· Ο Φάρος της Αλεξάνδρειας (Πτολεμαίος Β΄), ένα από τα επτά θαύματα του αρχαίου κόσμου.
· Η Βιβλιοθήκη της Αλεξάνδρειας, προϊόν της συγκέντρωσης ενός μεγάλου αριθμού φωτισμένων πνευμάτων και επιστημόνων στην πόλη, που έλαβε τις δάφνες πολιτιστικής πρωτεύουσας.
· Ο ναός του Ώρου στο Εντφού.
· Ο ναός της Ίσιδος στη Νήσο Φίλαι.
· Ο ναός της Ίσιδος στο Behbeit el-Hagara (Πτολεμαίος Β΄, Πτολεμαίος Γ΄). · Ο ναός του Μοντού στη Μεδαμούδ (Πτολεμαίος Γ΄, Πτολεμαίος Δ΄, Πτολεμαίος Η΄, Πτολεμαίος ΙΒ΄). · Ο ναός της Αθώρ στα Δένδερα (Κλεοπάτρα Ζ΄ και Πτολεμαίος ΙΕ΄ Καισαρίων).
· Ο ναός των Σομπέκ και Χαροέρις στο Κομ Όμπο.
Επίσης δημιουργήθηκε νέο σύστημα δρόμων και καναλιών, που επέτρεψαν τη μεταφορά αγαθών σε όλο το Νείλο και το Δέλτα του με ευκολία που δεν είχε επιτευχθεί ποτέ στο παρελθόν. Καλύτερες συγκοινωνίες είχαν και ως αποτέλεσμα καλύτερη επικοινωνία με όλα τα μέρη της χώρας, πράγμα που με τη σειρά του έφερε ασφάλεια από εξωτερικούς εχθρούς και ταχύτητα στη διάδοση νέων πολιτιστικών και κοινωνικών προτύπων. Οι πρώτοι Πτολεμαίοι βελτίωσαν την ποιότητα της γεωργικής παραγωγής, διεκδικώντας καλλιεργήσιμη γη και εισάγοντας νέα είδη προϊόντων. Παράλληλα βελτίωσαν το βιοτικό επίπεδο του λαού τους αυξάνοντας το εμπόριο και κάνοντας προσιτά αγαθά πολυτελείας σε περισσότερους.» Ὅρα, Δυναστεία των Πτολεμαίων. https://el.wikipedia.org/wiki/
10 Εἰς ὅραμα μοναχῆς, πρό ἐτῶν, τό ὁποῖον μοῦ ἀνέφερε, τήν εἶχεν ἐπισκεφθῆ ἡ κεκοιμημένη Γερόντισσά της καί τῆς εἶπεν: «Εἰς τήν περιοχήν τοῦ Παραδείσου, ὅπου εὑρίσκομαι, διοικητής εἶναι ὁ Ἅγιος Κωνσταντῖνος ὁ Μέγας, ἀπ’ αὐτόν ἐπῆρα τήν ἄδειαν νά σέ ἐπισκεφθῶ. Μή στενοχωρῆσαι καθόλου, προσεύχομαι δι’ ἐσᾶς.» Αὐτοί εἶναι οἱ Ἅγιοι τῆς Ἑλληνικῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
11 «Ἐγκαίνια τῆς Κωνσταντινουπόλεως: Ὅταν ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος κατέλαβε τὴν πόλη τοῦ Βυζαντίου, τὴν ἔκτισε μεγαλύτερη καὶ τὴν ὀνόμασε Κωνσταντινούπολη. Ἀφοῦ τελείωσε ὅλο τὸ τειχόκαστρο, τὰ σπίτια καὶ τὶς ἱερὲς ἐκκλησίες, ἀφιέρωσε αὐτὴ στὴν Ὑπεραγία Θεοτόκο. Κατόπιν γιὰ νὰ εὐχαριστήσει τὸν Θεό, γιὰ τὸ μεγαλοπρεπὲς αὐτὸ ἔργο, ἔκανε λιτανεία μὲ τὸν τότε Πατριάρχη, ὅλο τὸν κλῆρο καὶ τὸν λαό. Ὅταν ἀνέβηκαν στὸν Φόρο, ἔστησαν ἐκεῖ οἱ πολῖτες δικό του ἀνδριάντα, ποὺ μέσα στὸ κεφάλι του ἔβαλαν τὰ καρφιὰ μὲ τὰ ὅποια κάρφωσαν τὸν Χριστό. Στὴ βάση τοῦ ἀνδριάντα τοποθέτησαν τὰ δώδεκα καλάθια, ποὺ μέσα εἶχαν μαζέψει τὰ περισσεύματα τῶν πέντε ἄρτων, ποὺ εὐλόγησε ὁ Χριστὸς καὶ πολλαπλασιάστηκαν. Ἀπὸ τότε λοιπὸν ἡ Ἐκκλησία, γιορτάζει κάθε χρόνο αὐτὴ τὴν γιορτὴ γιὰ ἀνάμνηση. 11 Μαΐου 330.» https://cognoscoteam.gr/%CF%83%CE%B1%CE%BD-%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1-%CF%84%CE%BF-330-%CE%AD%CE%B3%CE%B9%CE%BD%CE%B1%CE%BD-%CF%84%CE%B1-%CE%B5%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CE%AF%CE%BD%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA/
13 Ἐνθυμοῦμαι τήν γιαγιά μου ἀκόμη καί κατά τήν δεκαετίαν τοῦ 1950, ἡ ὁποία ἔλεγεν εἰς κάποιον ὁμιλοῦντα ξένην γλῶσσαν: «Μίλα Ρωμαίηκα καί ὄχι Φράγκικα».
15 Ἀπό τό 532 ἕως τό 537, λαμβάνει χώραν ἡ κτίσις τοῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας καί τό 534 ἡ ἔκδοσις τῶν «Νεαρῶν» ὑπό τοῦ Ἰουστινιανοῦ Α΄ τοῦ Μεγάλου. Ὅρα, Ἄρχιμ. Βασιλείου Κ. Στεφανίδου, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία, Ε΄ Ἔκδοσις, Ἐκδοτικός Οἶκος «ΑΣΤΗΡ». Ἀλ. & Ἐ. Παπαδημητρίου, Ἀθῆναι 1990.
16 Ὅρα, Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἔκδοσις Τετάρτη, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 1993.
17 Ὅρα, Dr. Fahd Mohammed Taleb Al-Olaqi & Dr. Naushad Umarsharif Shaikh, “The Sword in the Islamic World View”, International Journal of Philosophy and Theology, June 2016, Vol. 4, No. 1, pp. 42-54.
18 Ἔχει λεχθῆ ὅτι τήν θρησκείαν ταύτην τήν προώθησαν οἱ Ἑβραῖοι, ὥστε νά ἀντιπαρατεθῇ καί αὕτη κατά τοῦ μεγάλου ἐχθροῦ των, τοῦ Χριστιανισμοῦ. Σήμερον, οἱ Χριστιανοί τῆς Ἰνδίας δέχονται μέγαν διωγμόν ἀπό τούς σατανολάτρας Βουδιστάς καί Ἰνδουϊστάς.
19 Ἔκτοτε ἔγινε καί ἡ καθιέρωσις τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου. Ὅρα, Κωνσταντίνου Παπαρρηγοπούλου, Τά Διδακτικώτερα Πορίσματα τῆς Ἱστορίας τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, Ἐκδόσεις Πελεκάνος, σσ. 105-106. ΕΔΩ
21. Ο Αγιος Βλαδίμηρος ήταν ένας πιστός ειδωλολάτρης στην αρχή της ζωής του. Υπήρξε ένας μεγάλος κατακτητής ο οποίος είχε πολλές συζύγους και δημιούργησε πολλά ειδωλολατρικά ξόανα στις περιοχές τις οποίες κυβερνούσε. Ανακαλύπτωντας ότι υπάρχουν και πολλές άλλες θρησκείες εκτός από την δική του ειδωλολατρική, αποφάσισε να στείλει απεσταλμένους στον κόσμο ώστε να ανακαλύψει ποια ήταν η αληθινή πίστη. Οι ρώσοι απεσταλμένοι συναντήθηκαν με Μουσουλμάνους, αλλά απεφάνθησαν ότι δεν υπήρχε ευτυχία σε αυτούς και ότι η θρησκεία τους ήταν πολύ μηχανική. Οι απεσταλμένοι συναντήθηκαν επίσης με εβραίους και ρωμαιοκαθολικούς αλλά δεν εντυπωσιάσθηκαν επίσης. Ολα όμως άλλαξαν όταν οι απεσταλμένοι βρέθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Οταν παρακολούθησαν την εκπληκτική Θεία Λειτουργία στην Αγία Σοφία οι απεσταλμένοι δήλωσαν ότι "δεν καταλαβαίναμε αν βρισκόμασταν στην γή ή στον παράδεισο". Οταν ο Βλαδίμηεος έλαβε την επιστολή τους αποφάσισε να βαπτιστεί ο ίδιος αλλά και οι υπήκοοί του στην Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία. Μετά την βάπτισή του ο Αγιος Βλαδίμηρος άλλαξε εντελώς την ζωή του. Κατέστρεψε όλα τα παγανιστικά ξόανα που βρίσκονταν στο Κίεβο και έχτισε Εκκλησίες, Προσπάθησε να δε να ζήσει όσο πιο ήσυχα και ειρηνικά μπορούσε με τους γείτονές του και κράτησε μόνο μια σύζυγο. Ο Αγιος Βλαδίμηρος (Svyatoslavich), Βαπτιστής του Ρωσικού Κιέβου (958-1015) υπήρξε ο Μεγάλος πρίγκηπας του Κιέβου όταν η Ορθοδοξία παρουσιάστηκε και υπάρχει μέχρι και σήμερα στην Ρωσία και στην Ουκρανία. Ηταν ο εγγονός της Αγίας Ολγας και πατέρας των αγίων Μπόρις και Γκλέμπ (οι οποίοι ονομάστηκαν μετά την βάτισή τους σε Ρόμαν και Δαβίδ και ήταν οι ανακηρυγμένοι πρώτοι άγιοι της Ρωσίας). Η μνήμη του εορτάζεται στις 15 Ιουλίου. Ὅρα ἐπίσης, https://en.wikipedia.org/wiki/Vladimir_the_Great
23 Ὅρα, Νικολάου Π. Βασιλειάδη, Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν, Ἔκδοσις Τετάρτη, Ἀδελφότης Θεολόγων «Ο ΣΩΤΗΡ», Ἀθῆναι 1993.
25 Ὅρα, Μαρίου Νοβακοπούλου, «Η μάχη του Μυριοκεφάλου (1176) και το τέλος του Μανουήλ Κομνηνού», https://cognoscoteam.gr/
27 Ὁ φθόνος τούτων ἐκφράζεται εὐκρινῶς ὑπό τοῦ Friedrich von Schiller ὡς ἑξῆς: “Damned Greek, you found everything; philosophy, geometry, physics, astronomy… you left nothing for us”. (Καταραμένε Έλληνα ανακάλυψες τα πάντα, φιλοσοφία, γεωμετρία, φυσική, αστρονομία… δεν άφησες τίποτα για εμάς). Johann Christoph Friedrich von Schiller (1759-1805). [Γερμανός ποιητής, φιλόσοφος και Ιστορικός]
30 Αὐτό τό ἤκουσα καί ἐγώ εἰς τήν Ἀμερικήν, «Πότε οἱ αἱρετικοί Ὀρθόδοξοι θά ἐπιστρέψουν εἰς τήν Καθολικήν ἐκκλησίαν;»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου