Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Είναι μια μάλλον άγνωστη, η λιγότερο προβεβλημένη πτυχή του έπους του 40’.
Ο αριθμός των Κυπρίων που κατατάχθηκαν στον ελληνικό στρατό το 1940 – 1941 δεν μπορεί να υπολογιστεί ακριβώς. Η εκτίμηση είναι ότι μαζί με τους φοιτητές – εθελοντές προσεγγίζουν τους 200.
Οι περισσότεροι, μόνιμοι κάτοικοι Ελλάδας ή Έλληνες υπήκοοι, κατατάχθηκαν μεμονωμένα, ενώ μιαν άλλη ομάδα αποτελούσαν οι αξιωματικοί κυπριακής καταγωγής.
Οι Κύπριοι που κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες του ταξιδιού από το νησί τους, στις επικίνδυνες συνθήκες του πολέμου, και να φτάσουν, μέσω Αιγύπτου ή Τουρκίας, στην Αθήνα, για να καταταχθούν, ήταν ελάχιστοι και οι προσωπικές τους ιστορίες δείχνουν το πατριωτικό τους πάθος.
Οι περιπτώσεις των Ευάγγελου Λ. Λουΐζου, από την Αμμόχωστο, του γιατρού Θεόδωρου Μαρσέλλου, από τη Λάρνακα και του Δημήτρη Μαννούρη, αμαξά από την Ακανθού, είναι οι πιο χαρακτηριστικές.
Από τους Κύπριους φοιτητές της Αθήνας, οι περισσότεροι κατατάχθηκαν στις 8 Δεκεμβρίου 1940. Ξεχώριζε ανάμεσά τους ο απόφοιτος της Φιλοσοφικής Σχολής Ροδίων Π. Γεωργιάδης, που έχασε τη ζωή του, όπως και ο αδελφός του Μιλτιάδης, στις ναζιστικές φυλακές της Γερμανίας, καταδικασμένος για αντιστασιακή δράση στην Αθήνα.
Δύο φοιτητές της Ιατρικής από την Αμμόχωστο, ο Βαρνάβας Σιερίφης και ο Λουκής Λιασίδης, ζήτησαν να πολεμήσουν, αντί να τους ανατεθούν ιατρικά καθήκοντα, και τραυματίστηκαν στις μάχες των υψωμάτων του Τεπελενίου.
Ο πρώτος απεβίωσε σε νοσοκομείο του Μεσολογγίου, και ο δεύτερος αργότερα, το 1942, σε νοσοκομείο της Αθήνας.
Ένας πέμπτος εθελοντής από την κυπριακή φοιτητική ομάδα, ο Λεμεσιανός Ανδρέας Δρουσιώτης, συνέχισε τη δράση του και στην Αντίσταση, από τις γραμμές του ΕΛΑΣ, και σκοτώθηκε πολεμώντας στην Πιερία, στις 19 Οκτωβρίου 1944.
ΟΙ ΚΥΠΡΙΟΙ ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Κύπριοι στρατιώτες βρέθηκαν στην Ελλάδα το 1940 – 1941 με το «Κυπριακό Σύνταγμα», του βρετανικού στρατού.
Οι βρετανικοί υπολογισμοί ανέβαζαν τις συμμαχικές απώλειες στην Ελλάδα σε περισσότερους από 15.000 άνδρες (πεσόντες, αιχμαλώτους και «αγνοούμενους», των οποίων η τύχη δεν είχε εξακριβωθεί).
Αν και ελάχιστοι Κύπριοι ενεπλάκησαν σε μάχη κατά την υποχώρηση, εντούτοις, οι απώλειες του «Κυπριακού Συντάγματος» στην ελληνική εκστρατεία ήταν τεράστιες, αφού οι πρώτοι επίσημοι υπολογισμοί (Οκτώβριος 1941) τις ανέβαζαν σε 2.256 άνδρες:
Πέντε νεκρούς, δύο τραυματίες, 1.426 «ελλείποντες» και 823 αιχμαλώτους. Εκατοντάδες Κύπριοι εγκαταλείφθηκαν σε διάφορα πελοποννησιακά λιμάνια και όρμους κατά την εκκένωση, τις τελευταίες μέρες του Απριλίου 1941 και συνελήφθησαν ομαδικά από τους Γερμανούς (κυρίως στην Καλαμάτα), ενώ ανάλογες σκηνές επαναλήφθηκαν στην Κρήτη.
(Οι μαρτυρίες των Κυπρίων εθελοντών συγκλίνουν ότι «συμπτωματικά» στα πολεμικά πλοία επιβιβάζονταν κατά προτεραιότητα Βρετανοί, Αυστραλοί και Νεοζηλανδοί στρατιώτες).
Οι Κύπριοι αιχμάλωτοι που συνελήφθησαν στην Ελλάδα υπολογίζονται σε 2.000.
Ένας μεγάλος αριθμός αξιωματικών και οπλιτών, όλων των εθνικοτήτων του εκστρατευτικού σώματος, που είχαν αποκοπεί στην Ελλάδα, δεν συνελήφθη ή δεν παραδόθηκε, είτε από διάθεση αντίστασης είτε τυχαία, καθώς πολλές διάσπαρτες ομάδες συμμάχων δεν είχαν εντοπιστεί από τα προελαύνοντα ναζιστικά στρατεύματα.
Ειδικά οι Κύπριοι αιχμάλωτοι, οι οποίοι σχεδόν στο σύνολό τους μιλούσαν την ελληνική γλώσσα, αφού ήταν ελάχιστοι οι Τουρκοκύπριοι στρατιώτες που δεν μπορούσαν να συνεννοηθούν στα ελληνικά, είχαν ένα τεράστιο πλεονέκτημα, καθώς οι Γερμανοϊταλοί ήταν αδύνατο να διακρίνουν τις ακουστικές διαφορές της κυπριακής ιδιωματικής προφοράς.
ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ
Επίσης, σε αντίθεση με τους Βρετανούς ή τους Αυστραλούς και Νεοζηλανδούς συναδέλφους τους, η μεγάλη μάζα των Κυπρίων στρατιωτών ήταν μελαχρινοί.
Για πρώτη φορά, στην ώς τότε στρατιωτική τους θητεία, το χρώμα του δέρματός τους, τους έφερνε σε πλεονεκτική θέση.
Όσοι, μέσα στη χαώδη κατάσταση των πρώτων ωρών της μαζικής σύλληψης χιλιάδων ανδρών από πολύ λιγότερους Γερμανούς στρατιώτες στην Καλαμάτα, κατάφεραν ή σκέφτηκαν να απαλλαγούν από τη στολή του «Κυπριακού Συντάγματος» και την αντικατέστησαν με την ελληνική στρατιωτική στολή ή εξασφάλισαν πολιτική ενδυμασία ή έστω ένα ελληνικό δίκωχο, μπορούσαν να μπαινοβγαίνουν σχεδόν ανενόχλητοι στο στρατόπεδο κράτησης αιχμαλώτων, ή απλώς δήλωναν Έλληνες φαντάροι και αφήνονταν ελεύθεροι.
Αρκετές δραπετεύσεις έγιναν, επίσης, τις πρώτες ημέρες και από την Κόρινθο, όπου μεταφέρθηκαν οι Κύπριοι και οι άλλοι συλληφθέντες στην Πελοπόννησο.
Σύντομα, βέβαια, η φρούρηση των στρατοπέδων – κρατητηρίων έγινε αυστηρότερη, σε συνδυασμό με την οριστική καταμέτρηση και καταγραφή των συλληφθέντων.
Όμως οι αποδράσεις συνεχίστηκαν και τις επόμενες εβδομάδες, όταν οι αιχμάλωτοι μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη.
Πολλές αποδράσεις έγιναν από το τρένο ή τα στρατόπεδα της μακεδονικής πρωτεύουσας (από τον «Παύλο Μελά» απέδρασαν 80-90 Κύπριοι), είτε, τέλος, από τα νοσοκομεία νοσηλείας των τραυματιών αιχμαλώτων.
Έτσι, εκτός από τους 100 Κυπρίους στρατιώτες που σκοτώθηκαν στην Ελλάδα αυτή την περίοδο, μερικές εκατοντάδες συμπατριώτες μας έζησαν την Κατοχή ως κυνηγημένοι σύμμαχοι φυγάδες, φιλοξενούμενοι και ευεργετημένοι από τον ελληνικό λαό, ζώντας μυθιστορηματικές προσωπικές ιστορίες αντίστασης, αλλά προπάντων αλληλεγγύης, συντροφικότητας και, πολλές φορές, έρωτα στα χρόνια του πολέμου.
ΟΙ ΗΡΩΙΔΕΣ ΝΟΣΟΚΟΜΕΣ
Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής λοιπόν, η Κύπρος έστειλε χιλιάδες εθελοντές στο πλευρό της Ελλάδας.
Πλάι σε αυτούς και 800 γυναίκες, οι οποίες προσέφεραν τις υπηρεσίες τους είτε περιθάλποντας τους στρατιώτες είτε παίρνοντας μέρος στην αντίσταση. Μερικές από αυτές οι οποίες είναι γνωστές ήταν οι Στέλλα Κακογιάννη-Σουλιώτη, η Θράκη Ρωσίδη-Jones, η Νίκη Παπαδοπούλου-Κικίδη και άλλες.
Δύο λιγότερο γνωστές προσωπικότητες ήταν οι αδελφές Κράμβη.
Και οι δυο τους προσέφεραν πολλά στην αντίσταση ενώ η Κυριακή Κράμβη φυλακίστηκε και βασανίστηκε στις ναζιστικές φυλακές.
Γεννημένες στην Ακανθού, έζησαν το μεγαλύτερο μέρος της ζωής τους στη Θεσσαλονίκη.
Η Αναστασία γεννήθηκε το 1900, στο Παρθεναγωγείο Φανερωμένης.
Εργάστηκε για μια περίοδο στα Πάνω Ακουρδάλλια και στη συνέχεια φοίτησε στο Διδασκαλείο Νηπιαγωγών (1920-1923), στην Αθήνα (Καλλιθέα).
Συνέχισε τις σπουδές της στο Διδασκαλείο Γυμναστικής Αθηνών (1923-1925) και έτσι έγινε η πρώτη πτυχιούχος Κύπρια Γυμνάστρια.
Αν και επέστρεψε για μικρό χρονικό διάστημα στην Ακανθού, ο πρώτος της διορισμός στις Σέρρες το 1925, την έφερε πίσω στη Μακεδονία όπου και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της….
Η Αναστασία συνέχιζε τη ζωή της διδάσκοντας υγιεινή και αθλητισμό σε διάφορα σχολεία της περιοχής.
Η μικρότερη σε ηλικία αδελφή της Κυριακή, εργαζόταν από το 1930 ως μαία στο Σιδηρόκαστρο του Νομού Σερρών.
Οι δύο αδελφές δεν έχασαν καιρό.
Από την πρώτη στιγμή του ελληνοϊταλικού πολέμου, προσέφεραν τη βοήθειά τους με κίνδυνο τη ζωή τους.
Η Αναστασία, υπηρέτησε ως εθελόντρια νοσοκόμα του Ερυθρού Σταυρού στα βουνά της Αλβανίας και της Κορυτσάς. Μαζί με την αδελφή της Κυριακή, και με άλλους Κύπριους της Θεσσαλονίκης επισκέπτονταν τους Βρετανούς αιχμαλώτους και τους έδιναν τρόφιμα και τσιγάρα….
Η Κυριακή σε αντίθεση με την αδελφή της, είχε πιο δύσκολη πορεία στον αντιστασιακό αγώνα.
Μετά από βάρβαρη ανάκριση κάποιοι αντιστασιακοί κρατούμενοι λύγισαν και την κατέδωσαν.
Το σπίτι της είχε γίνει κρυψώνα για Έλληνες στρατιώτες.
ΣΥΛΛΗΨΗ ΚΑΙ ΒΙΑΣΜΟΣ
Συνελήφθη στις 14 Αυγούστου 1941 και ήταν η πρώτη Ελληνίδα που καταδίκασαν οι ναζί στη Θεσσαλονίκη.
Ωστόσο, δεν λύγισε.
Παρά τις αγριότητες της Γκεστάπο και τα απάνθρωπα βασανιστήρια, όχι μόνο δεν λύγισε αλλά τόλμησε να καταγγείλει έναν από τους Γερμανούς υπαξιωματικούς, όταν αποπειράθηκε να τη βιάσει.
Η Κυριακή κλείστηκε στα κρατητήρια της Γκεστάπο, του Επταπυργίου, στις Νέες Φυλακές και στην Κλινική Βαγιανού.
Το Γερμανικό Στρατοδικείο, την καταδίκασε σε 13 χρόνια φυλάκισης. Ωστόσο, τον Απρίλιο του 1944 της δόθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε λόγω των γενεθλίων του Χίτλερ.
Από το 1942 μέχρι το 1944, κρατήθηκε το Στρατόπεδο «Παύλου Μελά» στη Σταυρούπολη.
Η Κυριακή έγινε η αρχηγός του στρατοπέδου.
Ο συγκρατούμενός της Διονύσιος Χαραλάμπους, στη μαρτυρία του αναφέρει, πως η Κυριακή που είχε γίνει γνωστή ως Κίτσα, ήταν θαρραλέα, προσέφερε υπηρεσίες περίθαλψης μέσα στις φυλακές και αντιμετώπιζε με θάρρος τους Γερμανούς δεσμοφύλακες.
Ο Γιώργος Καφταντζής τη χαρακτηρίζει ως «τον παρήγορο άγγελο των ασθενών του στρατοπέδου Παύλου Μελά»….
Μετά την κατοχή συνέχισε τη ζωή της στη Θεσσαλονίκη….
Πληροφορίες
Σάββας Καλεντερίδης
Η Μηχανή του Χρόνου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου