Το φάντασμα που πλανάται και απειλεί θανάσιμα την Ευρώπη είναι η όλο και μεγαλύτερη αύξηση της εκλογικής απήχησης όλων εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που εκφράζουν μια ριζική κριτική στην αρχιτεκτονική του ενιαίου νομίσματος και στην κυρίαρχη θέση της Γερμανίας. Ακριβώς ένα χρόνο μετά την εκλογή του Μακρόν, η οποία απομάκρυνε τον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωζώνης και προκάλεσε έναν άνεμο αισιοδοξίας, ο φόβος της αποσύνθεσης του ευρωπαϊκού οικοδομήματος επανέρχεται τώρα δριμύτερος.Οι εξελίξεις στην Ιταλία είναι ακόμη ένας κρίκος στην αλυσίδα των χωρών, στις οποίες το εκλογικό σώμα εκφράζεται με δυσπιστία για τον τρόπο που ασκείται η οικονομική πολιτική με βάση τη βούληση των Γερμανών. Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια κατάσταση όπου ακόμη δεν έχουν εκδηλωθεί, πέρα από γενικόλογες ρήσεις, τα συγκεκριμένα οικονομικά αιτήματα, διότι θα υπάρξουν τέτοια, εκ μέρους της νέας ιταλικής κυβέρνησης.
Κατά πάσα πιθανότητα θα πρόκειται για αιτήματα που αφορούν στο δημόσιο χρέος, αλλά και στη δυνατότητα περισσότερο επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής. Δύσκολα ζητήματα, και κατ’ αρχάς, σε αντίθεση μεταξύ τους. Η αναμονή για τις αποφάσεις της νέας κυβέρνησης, αλλά και ο χρόνος που θα απαιτηθεί προκειμένου να δούμε προς τα που θα γύρει η ζυγαριά της πιθανής διελκυστίνδας, σηματοδοτεί μια περίοδο αβεβαιότητας.
Άμεσο αποτέλεσμα αυτής της αβεβαιότητας είναι η αύξηση του κόστους δανεισμού του ιταλικού κράτους ως συνέπεια της μείωσης της πιστοληπτικής της ικανότητας από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Έχω την εντύπωση ότι ολόκληρο το 2018 θα διατηρηθεί το υψηλότερο κόστος για τα ιταλικά εργαλεία χρέους. Σε αυτή την αρνητική κατάσταση έρχεται να προστεθεί και η απόφαση της ΕΚΤ (Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα) να σταματήσει την πολιτική της πιστωτικής επέκτασης από τις αρχές του 2019.
Αβεβαιότητα
Αυτό σημαίνει ότι ανεβαίνει το επίπεδο της αβεβαιότητας, αν λάβουμε υπόψη ότι η Ιταλία ωφελήθηκε πολύ από τη νομισματική πολιτική της ΕΚΤ. Πράγματι, η ΕΚΤ, στα τρία χρόνια εφαρμογής αυτής της πολιτικής, αγόρασε 345 δισ ευρώ ιταλικά χρηματοπιστωτικά εργαλεία. Περίπου το 16% του ιταλικού δημοσίου χρέους βρίσκεται στην «κοιλιά» της ΕΚΤ. Σε όρους κόστους εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους, η Ιταλία πλήρωνε το 2014 περίπου το 4,6% του ΑΕΠ, ενώ το 2018 υπολογίζεται ότι θα μειωθεί στο 3,5% του ΑΕΠ. Σε απόλυτους αριθμούς αυτό μεταφράζεται σε μείωση κατά 17 δισ ευρώ (2014=75 δισ ευρώ, 2018=58 δισ ευρώ).
Η αύξηση της αβεβαιότητας συμπαρασύρει και τις αποδόσεις των υπολοίπων χωρών του ευρωπαϊκού Νότου και κυρίως της Ελλάδας, η οποία έχει το υψηλότερο λόγο δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ. Αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι οι διακυμάνσεις των αποδόσεων των δεκαετών ελληνικών ομολόγων συσχετίζονται απολύτως με τις αντίστοιχες των ιταλικών από την ημέρα που η πολιτική αβεβαιότητα εντάθηκε στην Ιταλία, αλλά και σε όλη την περίοδο που ακολούθησε μέχρι και σήμερα.
Η δοκιμασία του 2019
Ο σχηματισμός κυβέρνησης από δύο κόμματα που έχουν εκφράσει έντονες αντιρρήσεις, εκτός από την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική, και σε σειρά άλλα ζητήματα με προεξάρχον το μεταναστευτικό-προσφυγικό επιβαρύνει περαιτέρω την ατμόσφαιρα στην ΕΕ, αυξάνοντας σημαντικά την πολιτική αβεβαιότητα. Ήδη η Γερμανία, σιγά αλλά σταθερά, εισέρχεται και αυτή στη ζώνη του λυκόφωτος του μεταναστευτικού.
Οι επερχόμενες εκλογές στην Βαυαρία και ο προερχόμενος κίνδυνος από την άνοδο του AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) πιέζει ασφυκτικά ακόμη και την παραδοσιακή συμμαχία των Χριστιανοδημοκρατών και Χριστιανοκοινωνιστών. Η Μέρκελ ζητάει νέα σύγκλιση των ευρωπαϊκών χωρών για το μεταναστευτικό ζήτημα.
Επίσης, σε ένα χρόνο θα διεξαχθούν οι εκλογές για το νέο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τι πραγματικά θα συμβεί, άραγε, εάν τα κόμματα, που ασκούν έντονη κριτική στον τρόπο που λειτουργεί η ΕΕ, κερδίσουν μεγάλο μέρος των εδρών; Ποιες θα είναι οι διαγραφόμενες προοπτικές για το μέλλον της ΕΕ και του ενιαίου νομίσματος; Τα προβλήματα δεν μπορούν να κρύβονται συνεχώς κάτω από το χαλί.
Οι ευρωεκλογές της επόμενης χρονιάς θα αποτελέσουν μια σκληρή δοκιμασία για το σημερινό ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Η αντίδραση αυτή βρίσκει εύφορο έδαφος στον άσχημο τρόπο που αναπτύχθηκε η παγκοσμιοποίηση, η οποία άφησε πολύ κόσμο στα υπόγεια της οικονομίας, αλλά και στις διαρκείς γεωπολιτικές συγκρούσεις που προκαλούν τα μεγάλα ρεύματα μεταναστών. Βρίσκει, όμως, εύφορο έδαφος και στην απίστευτη πολιτική νωθρότητα της παραδοσιακής πολιτικής τάξης της Ευρώπης και στην αλαζονική υπεροψία των οικονομικών της ελίτ. Δεν είναι τυχαίο ότι η κρίση κρατάει πλέον δέκα χρόνια.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου