Του Ἰωάννη Παπαλαζάρου, ἐκπαιδευτικοῦ, συγγραφέα
Ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ φύση του εἶναι ὂν κοινωνικό. Δὲν μπορεῖ νὰ ζήσει μόνος του καὶ προτιμᾶ τὴ συντροφικότητα καὶ τὴν κοινωνικὴ συμβίωση. Ὁ Ἀριστοτέλης ἔλεγε πὼς ὁ ἄνθρωπος ποὺ ἐπιλέγει νὰ ζήσει μόνος του ἢ θεὸς πρέπει νὰ εἶναι ἢ θεριό. Παράλληλα, ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴ μικρή του ἡλικία ἔχει τάσεις μιμητισμοῦ ἡρώων καὶ προτύπων. Ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, ἐκτιμώντας τὴ φυσικὴ ἀνθρώπινη ροπὴ πρὸς τὴ μίμηση, μᾶς καλεῖ νὰ τὸν μιμηθοῦμε: «Μιμηταί μου γίνεσθε, καθὼς κἀγὼ Χριστοῦ» (Α΄ Κορινθ. ια΄ 1). Ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ ἰνδάλματα καὶ ἥρωες, ἀναζητοῦμε ἢ ἐπινοοῦμε πρότυπα καὶ εἴδωλα, γιὰ νὰ τὰ θαυμάζουμε, νὰ τὰ ἀντιγράφουμε, νὰ τὰ ἀκολουθοῦμε.
Ἄπειρα παραδείγματα ἀνδρείας καὶ φιλοπατρίας, ἡρωισμοῦ καὶ αὐτοθυσίας ἀφανῶν ἡρώων, μποροῦμε νὰ ἀντλήσουμε, ὡς πρότυπα ζωῆς, ἀπὸ τὴν Ἀρχαιότητα, ἀπὸ τοὺς 300 τοῦ Λεωνίδα, τοὺς Μαραθωνομάχους καὶ τοὺς Σαλαμινομάχους, οἱ ὁποῖοι, ἀφοῦ ὄμνυαν: «οὐ καταισχυνῶ ὃπλα τὰ ἱερά», ἔδιναν ἀγῶνες «ὑπὲρ βωμῶν καὶ ἑστιῶν», ἕως τὴ νεώτερη ἱστορία τῆς πατρίδος μας, τὴν Ἐπανάσταση τοῦ 1821, τὸν Μακεδονικὸ Ἀγώνα, τοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους καὶ τὴν Ἐποποιία τοῦ Σαράντα, ὅπου τὰ Ἑλληνόπουλα ἀγωνίζονταν «ὑπὲρ πίστεως καὶ πατρίδος», γιὰ τὴν ἀκεραιότητα καὶ τὴν τιμή της, χωρὶς νὰ διεκδικοῦν διακρίσεις καὶ περγαμηνές.
Ἀπὸ τὸ ἀκριτικὸ χωριὸ Θεοδωράκι τῆς Ἀλμωπίας καταγόταν ὁ Ἱερέας Παπα-Μανώλης (Μποζίνος) Γερακάρης. Ἐκεῖ γεννήθηκε τὸ 1845, χειροτονήθηκε Ἱερέας καὶ ἐκτελοῦσε μὲ περισσὴ εὐσυνειδησία τὰ ἱερατικά του καθήκοντα. Τὸ Θεοδωράκι, χωριὸ γηγενῶν κατοίκων, Πατριαρχικῶν Χριστιανῶν [1], βρισκόταν στὰ ὅρια μιᾶς περιοχῆς βλαχόφωνων χωριῶν τῆς παλιᾶς Ἐπισκοπῆς Μογλενῶν (Νότια, Περίκλεια, Φούστανη, Ἀρχάγγελος, Λαγκαδιά, Τρία Ἔλατα κ.ἂ.), ποὺ εἶχαν ὑποστεῖ φοβερὲς πιέσεις ἀπὸ τὸ ἰσλαμικὸ στοιχεῖο τῆς Καρατζόβας καὶ ὑποχρεώθηκαν σὲ ὁμαδικὸ ἐξισλαμισμὸ τὸ 1759 μαζὶ μὲ τὸν Ἐπίσκοπό τους Ἰωάννη ἢ Ἰωαννίκιο. Κάποια χωριὰ τῆς περιοχῆς, κυρίως γηγενῆ [2], ὅπως τὸ Ἀετοχώρι καὶ λίγες οἰκογένειες σὲ κάποια ἄλλα, δὲν ἀλλαξοπίστησαν. Ἀλλὰ καὶ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ἐξισλαμισθέντες Βλαχομογλενίτες ζοῦσαν ὡς κρυπτοχριστιανοί. Τὴν ἡμέρα φέρονταν ὡς Μουσουλμάνοι καὶ ἀργὰ τὴ νύχτα, καλοῦσαν κρυφὰ κάποιον χριστιανὸ ἱερέα νὰ τοὺς διαβάσει τρισάγιο στοὺς τάφους τῶν προγόνων τους ἢ νὰ τοὺς ἀνοίξει κάποιο ἐξωκλήσι τῆς περιοχῆς νὰ προσκυνήσουν.
Αὐτὴν τὴν ἐξαιρετικὰ ἐπικίνδυνη ἀποστολὴ εἶχε ἀναλάβει ὁ Παπα-Μποζίνος. Μὲ στενοὺς συνεργάτες τοὺς υἱοὺς του Πέτρο καὶ Τραϊανό, περιέτρεχε νύχτα τὰ περίχωρα τῆς Νότιας νὰ ἐξυπηρετεῖ τοὺς Κρυπτοχριστιανοὺς Βλαχομογλενίτες, ὅπως κι ἄλλα χωριὰ τῆς περιοχῆς γιὰ νὰ ἱερουργεῖ καὶ νὰ ἐνθαρρύνει τοὺς Πατριαρχικοὺς Χριστιανούς, χωρὶς νὰ ὑπολογίζει τοὺς φανατικοὺς Τούρκους τῆς περιοχῆς καὶ τὶς ἀπειλὲς τῶν ἀνθρώπων τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου γιὰ τὴ ζωή του ἢ τὶς ὑποσχέσεις τους περὶ προαγωγῆς του σὲ Ἀρχιερατικὸ Ἐπίτροπο. Ὁ Παπα-Μανώλης πλήρωσε μὲ τὴ ζωὴ του τὴν ἐκτέλεση τοῦ ὑπέρτατου καθήκοντος πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Πατρίδα. Τὸν δηλητηρίασαν ἄνθρωποι τοῦ βουλγαρικοῦ κομιτάτου στὴν Ἔδεσσα τὸν Αὔγουστο τοῦ 1911.
Κατὰ τὴ μεγάλη Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν, τὸ διήμερο 19 καὶ 20 Ὀκτωβρίου τοῦ 1912, οἱ στρατιῶτες μας, μέσα ἀπὸ καταιγισμὸ πυρὸς καὶ σιδήρου, ἐπιχειροῦσαν ἀπεγνωσμένα νὰ καταλάβουν τοὺς ὀχυρωμένους λόφους, νὰ ἐξουδετερώσουν τὸ ἐχθρικὸ πυροβολικὸ ποὺ τοὺς θέριζε, γιὰ νὰ μποῦν ἐλευθερωτὲς στὴν ἱερὴ πόλη τῶν Ὀθωμανῶν, τὰ Γιαννιτσὰ [3], ποὺ τὴν ὑπεράσπιζαν πάσῃ δυνάμει.
Μερικὰ ἄγνωστα ἡρωικὰ στιγμιότυπα τῆς Μάχης, καταγεγραμμένα ἀπὸ πολεμικοὺς ἀνταποκριτὲς τῆς ἐποχῆς, Ἕλληνες καὶ ξένους, ποὺ ἀκολουθοῦσαν τὸ στράτευμα, ἢ ἀπὸ πολεμιστὲς ποὺ ἔζησαν τὰ γεγονότα καὶ τὰ ἀφηγήθηκαν ἢ τὰ διέσωσαν μέσα ἀπὸ βιβλία τους, εἶναι χαρακτηριστικά τῆς ἀγριότητας τῶν στιγμῶν, ἀλλὰ καὶ τῆς παλληκαριᾶς, τῆς αὐταπάρνησης καὶ τῆς εὐσέβειας τῶν μαχητῶν μας, εἴτε αὐτοὶ ἦταν ἡγέτες τῶν μονάδων τῆς μάχης εἴτε ἁπλὰ φανταράκια.
Ἕνας ἀπὸ τοὺς πρωταγωνιστὲς τῆς Μάχης τῶν Γιαννιτσῶν, στὶς πιὸ κρίσιμες στιγμές της, ὅταν ἀπὸ τὴν ἔκβασή της κρινόταν ἡ κατάληψη τοῦ πλέον ὀχυρωμένου ὑψώματος τοῦ τουρκικοῦ πυροβολικοῦ, ἀπέναντι ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ χωριὸ Πενταπλάτανος, ἦταν ὁ Ταγματάρχης Νικόλαος Γεωργούλης, διοικητὴς τοῦ 9ου Εὐζωνικοῦ Τάγματος τῆς Ἕκτης Μεραρχίας, τοῦ «Τάγματος τῶν Ἀετῶν», ὅπως χαρακτηριστικά τὸ ἀποκαλοῦσαν.
Γεννημένος τὸ 1860 στὸ Στάδιο τῆς Τεγέας [4] ἦταν γόνος σεπτοῦ Λευίτη, τοῦ παπα-Εὐθύμη. Μὲ τὴν κήρυξη τοῦ Α’ Βαλκανικοῦ Πολέμου [5] ὁ Νικόλαος Γεωργούλης συγκρότησε στὰ Τρίκαλα τὸ 9ο Τάγμα Εὐζώνων τῆς 6ης Μεραρχίας καὶ ἔλαβε μέρος σὲ ὅλες τὶς μάχες τῆς Ἐλασσόνας καὶ τοῦ Σαρανταπόρου. Βαθύτατα θρῆσκος ὁ ἡρωικὸς ταγματάρχης, στὰ γράμματα πρὸς τὰ παιδιά του, ἐπικαλεῖται συχνὰ τὸν Θεό: «μὲ τὴν δύναμιν τοῦ Θεοῦ», «ὁ μέγας Θεὸς τῆς Ἑλλάδος εὐλογεῖ καὶ καθοδηγεῖ τὰ ὅπλα μας», «εἴμεθα εἰς τὸ ἱερὸν ἔδαφος τῶν Μακεδόνων ἀδελφῶν ἡμῶν, τοὺς ὁποίους θὰ ἐλευθερώσωμεν μὲ τὴν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ».
Στὴ µάχη τῶν Γιαννιτσῶν ἡγεῖτο ἔφιππος τῶν Εὐζώνων του σὲ ὅλες τὶς ἐπιχειρήσεις. Τὸ ἀπόγευμα τῆς 19ης Ὀκτωβρίου, ἀσθενής, µὲ 40 πυρετὸ ἀπὸ πνευµονία, ἀγνοώντας τὶς ἰατρικὲς συστάσεις ν’ ἀποσυρθεῖ, περιέτρεχε ἔφιππος τὸ πεδίον τῆς µάχης, ἐνθαρρύνοντας τοὺς ἄνδρες του, µἐ τὸ ξίφος στὸ ἕνα χέρι καὶ τὸ πιστόλι στὸ ἄλλο. Σὲ κάποια στιγµὴ τραυµατίζεται στὸ δεξί του χέρι καὶ αἱµόφυρτος, µεταφέρει τὸ ξίφος στὸ ἀριστερὸ καὶ συνεχίζει νὰ µάχεται καὶ νὰ ἐνθαρρύνει. Δεύτερο τραῦµα τοῦ ἀχρηστεύει καὶ τὸ ἀριστερό του χέρι, παρ’ ὅλα αὐτὰ καὶ παρὰ τὶς παρακλήσεις τῶν ἀνδρῶν του καὶ τοῦ ὑπασπιστοῦ του, Ὑπολοχαγοῦ Ἰωάννη Γιάνναρου, νὰ καλυφθεῖ, συνεχίζει νὰ τρέχει καὶ νὰ ἐγκαρδιώνει τοὺς «Ἀετούς» του, ὡς σύγχρονος Κυναίγειρος [6]. Σὲ λίγο, µία τρίτη τουρκικὴ σφαίρα, τὸν ἔριξε κάτω ἀπὸ τὸ ἄλογό του νεκρό.
Πλάι στὸν Ταγματάρχη, σὲ λίγα λεπτὰ ἔπεφτε νεκρὸς καὶ ὁ ὑπασπιστὴς του Ἰωάννης Γιάνναρος, ἐνῷ οἱ Εὔζωνοι, ἀλαλάζοντας καὶ μἐ ἀνάμικτα συναισθήματα, ἀποκαθήλωναν καὶ τὰ τελευταῖα πολυβολεῖα τῶν Τούρκων καὶ καταλάμβαναν τὸ ὕψωμα. Ὁ ὑπολοχαγὸς Γιάνναρος ἦταν ὁ μονάκριβος γιὸς τοῦ στρατηγοῦ Βασιλείου Γιάνναρου, φρουράρχου τῶν Ἀθηνῶν, κι ἐνῷ μἐ τὸ ἰσχυρὸ πατρικὸ μέσον (τὸ γνωστὸ στοὺς νέους ὡς βύσμα) θὰ μποροῦσε νὰ εἶχε προσκολληθεῖ καὶ νὰ λουφάζει, κατὰ τὴ στρατιωτικὴ ὁρολογία, σὲ κάποιο ἐπιτελικὸ γραφείου τοῦ Λεκανοπεδίου Ἀττικῆς, αὐτὸς ἦταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πολέμου κι ἐκεῖ ἔπεσε μαχόμενος.
Παρακολουθώντας τὸ ἐπόμενο ἡρωικὸ ἐπεισόδιο, μᾶς δίνεται ἡ εὐκαιρία νὰ σχηματίσουμε πλήρη τὴν ἔννοια τῶν ὅρων πατριωτισμὸς καὶ γενναιοφροσύνη, αὐταπάρνηση καὶ ψυχικὸ μεγαλεῖο τοῦ Ἕλληνα ἀξιωματικοῦ.
Ὁ Γρηγόριος Σγοῦρος, καταγόμενος ἀπὸ τὸ Καρβέλι τῆς Μεσσηνίας, ἦταν Ἀνθυπολοχαγὸς τοῦ 9ου Συντάγματος Πεζικοῦ. Εἶχε πολεμήσει μἐ γενναιότητα στὸ Σαραντάπορο καὶ στὴ γενικὴ ἐπίθεση τῆς 19ης Ὀκτωβρίου ἐναντίον τῶν τουρκικῶν θέσεων πρὸ τῶν Γιαννιτσῶν, ἡγεῖτο λόχου πολυβολητῶν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ πυρός.
Στὴν πιὸ κρίσιμη στιγμὴ τῆς μάχης, ἕνα θραῦσμα ἐχθρικῆς ὀβίδας σφηνώθηκε στὸ στῆθος του. Μεταφέρθηκε στὰ μετόπισθεν, στὸ χειρουργεῖο ἐκστρατείας τοῦ Μωραΐτη κι ἐκεῖ οἱ γιατροὶ τοῦ εἶπαν ὅτι, ἂν ἐπιχειροῦσαν νὰ ἀφαιρέσουν τὸ βλῆμα, ὑπῆρχε κίνδυνος νὰ χάσει τὴ ζωή του. Ὁ Σγοῦρος, ἀγωνιώντας μόνο γιὰ τὴν ἔκβαση τῆς μάχης, τοὺς παρακάλεσε νὰ περιμένουν μέχρις ὅτου μάθουν μὲ σιγουριὰ καὶ νὰ τοῦ ἀνακοινώσουν τὸ ἀποτέλεσμά της. Ὅταν μετὰ ἀπὸ λίγη ὥρα ἦρθε ἡ εὐχάριστη εἴδηση γιὰ τὴ νίκη τοῦ στρατοῦ μας, ζήτησε νὰ τοῦ ἀφαιρεθεῖ τὸ ἐπικίνδυνο θραῦσμα καὶ ὁ Γρηγόριος Σγοῦρος ἔφυγε σὲ λίγο ἀπὸ τὴ ζωὴ μἐ τὴ χαρὰ γιὰ τὴ νίκη καὶ μὲ τὴν ἱκανοποίηση ὅτι ἡ θυσία του δὲν πῆγε χαμένη.
Ὁ Στρατηγὸς Κωνσταντῖνος Καλλάρης ἦταν διοικητὴς τῆς 2ας Μεραρχίας, ποὺ εἶχε τὸ κύριο βάρος τῶν ἐπιχειρήσεων στὴ Μάχη τῶν Γιαννιτσῶν. Ἔχασε δυὸ γιούς του στοὺς ἐθνικοὺς πολέμους, τὸν Σπύρο καὶ τὸν Ἄγγελο. Ὅταν ἔμαθε τὸν θάνατο τοῦ Σπύρου στὸ Μπιζάνι, ἔσπευσε γιὰ λίγα λεπτὰ στὰ Γιάννινα νὰ προσκυνήσει τὴ σωρὸ τοῦ παιδιοῦ του κι ἀμέσως ἐπέστρεψε στὴ μονάδα του ποὺ ἦταν στὴν πρώτη γραμμὴ τοῦ μετώπου. Ἡ περιγραφὴ τῆς σκηνῆς ἀπὸ τοὺς αὐτόπτες μάρτυρες εἶναι συγκλονιστική.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι στοὺς Βαλκανικοὺς Πολέμους συμμετεῖχαν καὶ Κρῆτες ἐθελοντὲς [7], ποὺ πολέμησαν λιονταρίσια. Στὸ περιστατικὸ ποὺ ἀκολουθεῖ ἀναφέρεται ἡ δράση ἑνὸς δεκατετραετοῦς ἀγοριοῦ στὸ πεδίο τῆς μάχης τῶν Γιαννιτσῶν. Ἦταν ἕνας νεαρὸς Κρητικός, ἀεικίνητος καὶ εὐκίνητος, σωστὸς αἴλουρος. Τὸν τελευταῖο χρόνο ζοῦσε στὰ Γιαννιτσά, λόγῳ μιᾶς ἐπαγγελματικῆς ὑποχρέωσης τοῦ πατέρα του. Ἄγνωστο πῶς βρέθηκε ἀνάμεσα στοὺς στρατιῶτες μας. Ἡ ἐμφάνισή του καὶ ἡ συμπεριφορὰ του θύμιζαν ἐκεῖνο τὸν συμπαθῆ καὶ χαριτωμένο τύπο τοῦ γαβριᾶ τῶν «Ἀθλίων» του Βίκτωρος Οὐγκώ.
Οἱ δικοὶ μας μάχονταν ἐδῶ καὶ μία ὥρα μ’ ἕνα λόχο τουρκικοῦ μηχανικοῦ, ποὺ ἐνῷ εἶχε περικυκλωθεῖ, ἀντιστεκόταν μἐ πεῖσμα καὶ δὲν ἐννοοῦσε νὰ παραδοθεῖ. Ἔκπληκτοι κάποια στιγμὴ οἱ στρατιῶτες μας εἶδαν τὸ ἡρωικὸ κρητικόπουλο νὰ ξεφεύγει ἀπὸ τὸ ἑλληνικὸ στρατόπεδο καὶ τὸ λιγνὸ κορμάκι του νὰ ἕρπει σὰν φίδι πρὸς τὴ μεριὰ τοῦ ἐχθρικοῦ λόχου, ὅπου κείτονταν πολλὰ κορμιὰ τραυματιῶν καὶ νεκρῶν Τούρκων στρατιωτῶν.
Ἐκεῖ μἐ ζηλευτὴ ταχύτητα καὶ εὐλυγισία, ἅρπαζε καὶ κρέμαγε στοὺς ὤμους του μάουζερ καὶ ἐχθρικὰ ξίφη. Ἀφοῦ φορτώθηκε 5-6 ὅπλα, πῆρε τὸν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, καὶ τρέχοντας μἐ ὅσες δυνάμεις εἶχε, τὰ παρέδωσε στοὺς προελαύνοντες Ἕλληνες στρατιῶτες. Παρὰ τὶς ἀποτρεπτικὲς φωνὲς τῶν στρατιωτῶν μας, ἐπεχείρησε καὶ δεύτερη προσπάθεια. Ὅμως σὲ ἐλάχιστη ἀπόσταση ἀπὸ τὶς ἑλληνικὲς γραμμές, μία σφαίρα βρῆκε στὸ κεφάλι τὸ παλικαράκι. Μὲ τὸ γκρέμισμα τοῦ παιδικοῦ κορμιοῦ καὶ τὸ σκόρπισμα τῶν λαφύρων ποὺ εἶχε φορτωθεῖ, μία κραυγὴ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του, λίγο πρὶν ξεψυχήσει: «Γιὰ τὴ Μακεδονία καὶ τὴν Κρήτη μου…». Τὸ ὄνομα τοῦ λιονταρόπουλου ἀπὸ τὴν Κρήτη ἦταν Μανώλης Χριστινάκης.
Ἡ ἀγάπη πρὸς τὴν πατρίδα καὶ ἡ πίστη στὸν Θεὸ ἦταν συναισθήματα ἀλληλένδετα καὶ βαθιὰ ριζωμένα στὴν ψυχὴ τοῦ λαοῦ καὶ τῶν στρατιωτῶν μας κι αὐτὸ ἀποτυπώνεται πολὺ παραστατικὰ καὶ γλαφυρὰ στὸ ἱστορικὸ ἀφήγημα τοῦ Στέφανου Δάφνη, ὑπὸ τὸν τίτλο «Τὸ ἱερὸ κειμήλιο», σ’ ἕνα ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἀλησμόνητα ἀναγνωστικά τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τῶν ἀρχῶν τῆς δεκαετίας τοῦ πενήντα. Εἶναι ἡ συγκινητικὴ ἱστορία τοῦ Μιχάλη Πέλεκα, ποὺ εἶχε ἐγκολπωθεῖ τὸ μικρὸ εὐαγγέλιο, κειμήλιο τοῦ παπποῦ του, κι ἐκεῖ τὸ κατατρύπησε καὶ σφηνώθηκε στὰ δερμάτινα ἐξώφυλλά του σφαίρα τοῦ τουρκικοῦ πυροβολικοῦ, τὴν ὥρα ποὺ ὁ Πέλεκας προσπαθοῦσε, μὲ ἄλλα «σκαπανάκια», νὰ στήσουν τὴ γέφυρα τοῦ ποταμοῦ Μπάλιτσα, πρὸ τῶν Γιαννιτσῶν.
Τί νὰ πρωτοθυμηθεῖ κανεὶς ἀπὸ ἐκεῖνα τὰ ἐκπληκτικὰ ἀναγνωστικά, ποὺ τὰ χάρηκε ἡ γενιά μου, μὲ περιεχόμενα κατανεμημένα κατὰ τὶς ἐποχὲς τοῦ χρόνου καὶ κατὰ θέματα ἀπὸ τὴ θρησκευτικὴ ζωή, τὴν ἐθνικὴ ἱστορία, τὴν οἰκογενειακὴ καὶ κοινωνικὴ ζωή, τὴν ἑλληνικὴ φύση καὶ τὶς ἀγροτικὲς ἀσχολίες, τοὺς ἑλληνικοὺς τόπους, τὴν τέχνη καὶ τὸν πολιτισμό. Ἄρχιζαν πάντα μὲ μία προσευχὴ καὶ περιεῖχαν ἀπαραιτήτως τὸν Ἐθνικὸ Ὕμνο. Ἦταν ἔργα τέχνης, ἐργαστήρια γλώσσας, ἱστορίας καὶ πατριδογνωσίας.
Δυστυχῶς, στὰ σημερινὰ βιβλία του Δημοτικοῦ καὶ τοῦ Γυμνασίου, τῆς τελευταίας 15ετίας, ἐμφανίσθηκαν ἀπαράδεκτες «καινοτομίες» ποὺ ἀποπροσανατολίζουν ἐπικίνδυνα τὰ παιδιὰ μας, τὰ ἀποκόπτουν ἀπὸ τοὺς θησαυροὺς τῆς ἑλληνορθόδοξης παράδοσής μας καὶ ἀπὸ τοὺς ἥρωες τῆς ἱστορίας μας, τὰ στεροῦν ἀπὸ πρότυπα ἱκανὰ νὰ τοὺς δώσουν ἐλπίδα καὶ ἀγωνιστικότητα.
Ἡ παραδοσιακή μας ποίηση καὶ οἱ μεγάλοι λογοτέχνες ἔχουν ἀγνοηθεῖ ἢ παραμερισθεῖ καὶ ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ κείμενα ἀκατάλληλα γιὰ τὴν παιδικὴ καὶ προεφηβικὴ ἡλικία, ἀπὸ δεκάδες συνταγῶν μαγειρικῆς, ἀπὸ νανουρίσματα γιὰ χταπόδια ἢ ἀπὸ ἐντελῶς ἄγνωστους ποιητὲς καὶ πεζογράφους, οἱ ὁποῖοι ἐπελέγησαν λόγῳ «προοδευτικῶν» ἰδεῶν.
Οἱ Ἕλληνες ἔχουμε σπάνια προτερήματα, ἀλλὰ θαυμάζουμε τὰ ξένα. Σπεύδουμε νὰ ἀναπληρώσουμε τὴν πνευματική μας πενία καὶ τὴν ἀνεπάρκεια τῶν ἐκπαιδευτικῶν μας συστημάτων μὲ πασαλείμματα εἰσαγόμενα, δῆθεν ἐκσυγχρονιστικὰ καὶ δῆθεν προοδευτικά. Ἀντιγράφουμε τὸν δυτικὸ τρόπο ζωῆς, προσπαθοῦμε νὰ μιμηθοῦμε ἤθη καὶ ἔθιμα ποὺ δὲν ταιριάζουν στὸν τόπο μας, στὸν λαό μας, στὶς ρίζες μας καὶ δὲν φροντίζουμε νὰ ξεδιψάσουμε ἀπὸ τὶς πηγὲς τὶς ἀστείρευτες τῆς ἑλληνικῆς λόγιας παράδοσης καὶ τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πνεύματος ποὺ εἶναι ὁ λόγος τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Παραπομπές
1. Πατριαρχικοὶ Χριστιανοὶ ἦταν οἱ ἀφοσιωμένοι στὸ Οἰκουμενικὸ Πατριαρχεῖο, αὐτοὶ ποὺ συμπαθοῦσαν τὴν Ἑλλάδα καὶ δήλωναν Ἕλληνες κι ἃς μὴ γνώριζαν, οἱ πιὸ πολλοί, οὔτε λέξη ἀπὸ τὰ ἑλληνικά. Οἱ Βούλγαροι τοὺς χαρακτήριζαν μὲ ἀπέχθεια: Γραικομάνους. Οἱ Ἑξαρχικοὶ ἢ Σχισματικοὶ Χριστιανοὶ ἦταν ὅσοι ἀναγνώριζαν τὴ Βουλγαρικὴ Ἐκκλησία, ἡ ὁποία ἀπὸ τὸ 1870 εἶχε ἀποσχισθεῖ ἀπὸ τὸ Οἰκ. Πατριαρχεῖο, ὡς Ἐξαρχία. Ἦταν οἱ βουλγαρίζοντες Μακεδόνες, ποὺ δὲν ἀποτελοῦσαν ἰδιαίτερο ἔθνος, ἀλλὰ κάτω ἀπὸ συνθῆκες πιέσεων καὶ ἐκβιασμῶν, δήλωναν φιλοβούλγαροι καὶ ἐχθροί τοῦ Ἑλληνισμοῦ.
2. Χωριὰ μὲ γηγενεῖς Μακεδόνες κατοίκους, ποὺ ὁμιλοῦσαν, συνήθως, τὸ τοπικὸ σλαβοφανὲς γλωσσικὸ ἰδίωμα.
3. Τὰ Γιαννιτσά, κατὰ τὴν Τουρκοκρατία Jennice Vardar, εἶχαν μιὰ ἱερότητα καὶ προσκυνηματικὸ χαρακτήρα γιὰ τοὺς Ὀθωμανούς, γιατί ἐκεῖ εἶχε ἐνταφιασθεῖ ὁ μέγας στρατηγὸς καὶ κτήτορας τῆς πόλης Ἀχμὲτ Γαζῆ Ἐβρενὸς (1417) καὶ ὑπῆρχαν πολλὰ μνημεῖα ἀφιερωμένα στὴ μνήμη του.
4. Ἱστορικὴ πόλη καὶ περιοχὴ τῆς Ἀρκαδίας.
5. Α΄Βαλκανικὸς Πόλεμος: Ὁ πόλεμος ποὺ κήρυξαν τὰ τέσσαρα βαλκανικὰ κράτη (Ἑλλάδα, Σερβία, Βουλγαρία, Μαυροβούνιο) ἀπὸ τὸν Ὀκτώβριο τοῦ 1912 ἕως τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1913. Συνέχειά του ἀποτελεῖ ὁ Β΄ Βαλκανικὸς Πόλεμος (Ἰούνιος 1913) ποὺ κήρυξε ἡ Βουλγαρία ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος καὶ τῆς Σερβίας καὶ ἔληξε μὲ περιφανῆ νίκη τῆς Ἑλλάδος (Κιλκὶς καὶ Λαχανά), μὲ ἀποτέλεσμα τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Ἠπείρου καὶ τῆς Μακεδονίας ἕως τὴν Καβάλα καὶ τὸν διπλασιασμὸ τῆς Ἑλλάδος κατ’ ἔκταση καὶ πληθυσμό.
6. Κυναίγειρος: Ἀδελφός τοῦ τραγικοῦ ποιητῆ Αἰσχύλου, ἕνας ἀπὸ τοὺς στρατηγοὺς τῆς Μάχης τοῦ Μαραθώνα. Στὴν προσπάθειά του νὰ συγκρατήσει ἕνα περσικὸ πλοῖο, ἕνας Πέρσης τοῦ ἔκοψε τὸ χέρι. Συνέχισε τὴν προσπάθειά του μὲ τὸ ἄλλο χέρι, τοῦ τὸ ἔκοψαν κι αὐτό, τελευταῖα προσπάθησε νὰ τὸ συγκρατήσει μὲ τὰ δόντια καὶ ἔχασε ὁριστικὰ τὴ ζωή του.
7. Στὴ διάρκεια τῶν Βαλκανικῶν Πολέμων ἡ Κρήτη ἦταν ἀκόμα ὑπόδουλη τῆς Ὀθωμανικῆς Αὐτοκρατορίας καὶ οἱ Κρητικοὶ λάμβαναν μέρος στοὺς πολέμους ὡς ἐθελοντές, μὲ τὸ περίφημο Σύνταγμα τῶν Κρητῶν Ἐθελοντῶν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου