Γράφει ο Δημήτρης Σταυρόπουλος
Στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1967 (25.9)ο Κωνσταντίνος επιθεώρησε για τελευταία φορά ως βασιλιάς, μεγάλο στρατιωτικό σχηματισμό.
Και αυτός ήταν ο Στόλος.
Μέρος του οποίου, οι σύγχρονες για την εποχή τορπιλάκατοι «nasty», μόλις είχαν παραληφθεί από την Νορβηγία και παρουσιάζονταν σε μια εντυπωσιακή εκδήλωση στον φαληρικό όρμο.
Ο Κωνσταντίνος με στολή αρχιναυαρχου, παρουσία του αρχηγού ΓΕΕΘΑ αντιναύαρχου Σπύρου Αυγέρη και του Α/ΓΕΝ Ιπποκράτη Δέδε, ήταν χαμογελαστός, φιλικός και ευδιάθετος.
Δεν έδειχνε να τον απασχολεί κάτι και κυρίως ότι κάτι ετοίμαζε.
Κι όμως…
Η απόφαση για το αντικινημα είχε ληφθεί και οι μυστικές βασιλικές διεργασίες είχαν αρχίσει!
ΟΙ ΝΕΕΣ ΤΟΡΠΙΛΑΚΑΤΟΙ ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ
Τα νέα πλοία είχαν ονομαστεί «Ανδρομέδα», «Κύκνος», «Πήγασος» και «Τοξότης».
Τα βασικά χαρακτηριστικά τους ήταν τα εξής.
Διαστάσεις: 24,4/5,5/2,1 μέτρα
Εκτόπισμα: 69/76 τόνους
Πρόωση: 4 Diesel 3.100 bhp
Ταχύτητα: 41 κόμβοι
Πλήρωμα: 20
Οπλισμός: 2 πυροβόλα 40mm.
Τον Σεπτέμβριο του 1967 λοιπόν, ο βασιλιάς επισκέφθηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όπου στο Κογκρέσο, στις 11 Σεπτεμβρίου, πολλοί φιλελεύθεροι πολιτικοί τον έφεραν σε αμηχανία, υποβάλλοντάς του ερωτήσεις για την καταπίεση του λαού και των ελεύθερων θεσμών στην Ελλάδα από τη δικτατορία.
Ο βασιλιάς Κωνσταντίνος δήλωσε ότι «Δεν είναι η κυβέρνησίς μου».
Μόλις επέστρεψε από τις Η.Π.Α., ο Γεώργιος Παπαδόπουλος του παρουσίασε μία κατάσταση τετρακοσίων αξιωματικών για αποστρατεία.
Αρνήθηκε να υπογράψει, αλλά ο Παπαδόπουλος πίεσε σκληρά και τελικά έφθασαν σε συμβιβασμό μειώνοντας την αποστρατεία σε 144 αξιωματικούς.
Ο βασιλιάς άρχισε τις προετοιμασίες του αντικινήματός του και ζήτησε τη σύμφωνη γνώμη του Γεωργίου Παπανδρέου και του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
Η οργή του βασιλιά για τον Παπαδόπουλο και η ελπίδα του να τον ανατρέψει δημιουργούσαν καθημερινά προστριβές που προκαλούσαν κωλύματα στο «εποικοδομητικό» πρόγραμμα της χούντας.
Η λύση ήταν να ενθαρρυνθεί ο βασιλιάς να παίξει το χαρτί του.
Σίγουρα θα έχανε κι έτσι θα απαλλασσόταν η χούντα από ένα ενοχλητικό είδος αντιπολίτευσης.
Με αφορμή τη σύνταξη του νέου Συντάγματος, ο βασιλιάς κινήθηκε στις 13 Δεκεμβρίου.
Αν πετύχαινε το κίνημα, τότε ο βασιλιάς θα καλούσε τον Κωνσταντίνο Καραμανλή ο οποίος βρισκόταν τότε στο Παρίσι, να σχηματίσει μεταβατική κυβέρνηση.
Η κυβέρνηση θα κατάρτιζε νέο Σύνταγμα και θα προκήρυσσε εκλογές το 1969.
Στις 6 Δεκεμβρίου του 1967, κλήθηκαν στα ανάκτορα οι αντιστράτηγοι Κόλλιας, διοικητής της Πρώτης Στρατιάς, και Περίδης, διοικητής του Γ’ Σώματος Στρατού.
Εκεί ο βασιλιάς Κωνσταντίνος, παρουσία του στρατηγού Κωνσταντίνου Δόβα, τους ανακοίνωσε την απόφασή του να ανατρέψει το δικτατορικό καθεστώς βιαίως.
Τους ενημέρωσε για το σχέδιό του, που ουσιαστικά -όπως το ανέπτυξε- δεν επρόκειτο για “σχέδιον δράσεως” κατά την καθιερωμένη στρατιωτική έννοια, αλλά για απλή, θεαματική μάλλον ενέργεια, με ελάχιστες οργανωτικές προπαρασκευές.
Τους εξήγησε ότι θα μεταβεί σε μία μεγάλη μονάδα της Βορείου Ελλάδος και από εκεί, βασιζόμενος στην υποστήριξη στρατού και λαού, θα αξίωνε από το καθεστώς να παραδώσει την εξουσία.
Τον Δεκέμβριο οι προετοιμασίες είχαν λήξει και την παραμονή, 12 Δεκεμβρίου, ο Κωνσταντίνος έδωσε τις τελευταίες οδηγίες. Τότε κλήθηκε στα ανάκτορα ο γενικός επιθεωρητής Στρατού, αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας, ο οποίος αργότερα αποκάλυψε: “Προσήλθα με την σκέψιν ότι έπρεπε να αναβληθή το κίνημα, όχι μόνον λόγω Θεσσαλονίκης, αλλά και διότι ενόμιζα ότι δεν είχαν συμπληρωθεί οι προετοιμασίες. Εξέφρασα τους ενδοιασμούς μου προς τον Βασιλέα.
Αλλά αυτός μου απήντησε:
“Δεν υπάρχει χρόνος πια.
Τώρα το παν κινείται…””.
«ΣΗΚΩ ΦΥΓΕ»
Τα μεσάνυχτα της 12ης προς 13η Δεκεμβρίου, έφτασε στη Λάρισα ο ταξίαρχος Φραγκίσκος, υπασπιστής του βασιλιά, και έδωσε στον έκπληκτο Κόλλια, διοικητή της Στρατιάς, τη διαταγή: στις 10.35 το πρωί ο Κωνσταντίνος αναχωρεί και στις 11 ο στρατηγός Κόλλιας να αρχίσει τις ενέργειές του.
Η πρώτη από αυτές θα είναι η διακοπή των τηλεπικοινωνιών μεταξύ Βόρειας και Νότιας Ελλάδας.
Ο Κ. Κόλλιας κατελήφθη από οργή.
Μόλις είχε επιστρέψει από τον Βόλο, όπου είχε κατεβεί για να υποδεχθεί τμήματα της Στρατιάς που επέστρεφαν από την Κύπρο.
Παρ’ ολίγον να διανυκτέρευε εκεί και να μην τον συναντούσε ο ταξίαρχος Φραγκίσκος.
Αλλά εκτός τούτου, υπήρξε καθυστέρηση.
Είχαν συμφωνήσει να προειδοποιηθεί 6-7 ημέρες νωρίτερα.
Ο Κόλλιας δεν προλάβαινε να εκτελέσει το σχέδιο μέσα σε μία νύχτα.
Με τραχύ ύφος είπε στον βασιλικό απεσταλμένο:
– Σήκω φύγε και πες στον βασιλέα ότι τώρα δεν γίνεται τίποτα.
Να αναβάλει την ενέργειά του τουλάχιστον 24 ώρες, αν δεν μπορεί περισσότερες.
Και αν η αναβολή είναι αδύνατη, θέλω να έχω στα χέρια μου τις διαταγές προς τους διοικητές των μεγάλων μονάδων και το διάγγελμα, το πρωί στις 8.
Και οπωσδήποτε να μεταβεί ο βασιλεύς στη Θεσσαλονίκη.
Πουθενά αλλού.
Τις πρωινές ώρες της 13ης Δεκεμβρίου 1967, υπήρχε φαινομενική ησυχία στο ανάκτορο του Τατοΐου.
Στο ιδιαίτερο όμως βασιλικό διαμέρισμα ο βασιλιάς και η βασίλισσα Άννα-Μαρία της Ελλάδας έκαναν πυρετώδεις προετοιμασίες.
ΣΤΗΝ ΚΑΒΑΛΑ Ο ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ
Την ίδια περίπου ώρα, ο γενικός επιθεωρητής Στρατού αντιστράτηγος Ιω. Μανέττας έφτασε στο γραφείο του αρχηγού του Γ.Ε.Σ. στρατηγού Οδυσσέα Αγγελή.
Όταν έμειναν μόνοι, ο Μανέττας έδωσε στον Αγγελή ένα φάκελο και δήλωσε:
– Έρχομαι εκ μέρους του βασιλέως να σου επιδώσω την διαταγήν αυτήν.
Ο Αγγελής άνοιξε τον φάκελο και διάβασε μία διαταγή του Κωνσταντίνου που τον απήλλασε των καθηκόντων του και τοποθετούσε στη θέση του τον Μανέττα ως αρχηγό του ΓΕΣ.
Ο Αγγελής έμεινε λίγο σκεπτικός και απάντησε στον επισκέπτη του:
– Αυτό δεν γίνεται.
Ο Μανέττας ούτε καν οπλοφορούσε και έτσι ο Αγγελής τον έθεσε υπό κράτηση.
Αμέσως έδωσε το σήμα γενικού συναγερμού και ζήτησε από τις Ένοπλες Δυνάμεις να μείνουν πιστές στο καθεστώς.
Οι επικοινωνίες με τις στρατιωτικές μονάδες της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας είχαν αποκοπεί.
Η χούντα, που ανησύχησε μ΄ αυτό, αντέδρασε με ταχύτητα στην περιοχή της Αττικής.
Μονάδες τανκς περικύκλωσαν τα αεροδρόμια Τανάγρας και Ελευσίνας, το ραδιοφωνικό σταθμό Αθηνών και το κτίριο της Βουλής.
Ο βασιλιάς έφθασε στην Καβάλα στις 11.30΄π.μ.
Ο Κωνσταντίνος κατέλυσε στο ξενοδοχείο Αστήρ και με τον στρατηγό Δόβα έσπευσε στο στρατηγείο της ΧΙ Μεραρχίας, απ’ όπου άρχισε να επικοινωνεί με τους μεράρχους και σωματάρχες.
Όταν τελείωσε ο κύκλος των επαφών, ο Κωνσταντίνος έμεινε με την εντύπωση ότι όλοι οι διοικητές ήταν μαζί του.
Από τον ραδιοφωνικό σταθμό της Λάρισας άρχισε να μεταδίδεται μαγνητοφωνημένο το βασιλικό διάγγελμα, αλλά η φωνή του Κωνσταντίνου ακουγόταν πολύ ασθενική:
“Έλληνες, επέστη η στιγμή να ακούσετε την φωνή του βασιλέως σας.
Μέχρι σήμερον υπήρξεν αδύνατον να επικοινωνήσω μαζί σας διά να καταστήσω γνωστά τα γεγονότα, τας σκέψεις και ανησυχίας μου, καθώς και τας ελπίδας μου διά το μέλλον.
Ζητώ από τον ελληνικόν λαόν να πυκνώση τας τάξεις του προς ενίσχυσίν μου…”.
Ο Κωνσταντίνος αγνοούσε τις δυσμενείς εξελίξεις.
Το σύνταγμα καταδρομών δεν κινήθηκε.
Ο στρατηγός Λιαράκος, πιστός στο βασιλιά, πήρε στα χέρια του τη διοίκηση των βασιλικών δυνάμεων στη περιοχή της Θεσσαλονίκης, δεν μπόρεσε όμως να καταλάβει το ραδιοφωνικό σταθμό Θεσσαλονίκης που παρέμεινε κάτω από τον έλεγχο του ταξίαρχου Πατίλη.
Έτσι, η Θεσσαλονίκη μετέδωσε το μήνυμα της χούντας το οποίο έδινε την εντύπωση, στην Αθήνα και αλλού, πως το κίνημα του βασιλιά απέτυχε στη Βόρεια Ελλάδα.
Στη συνέχεια ο Πατίλης κατόρθωσε να συλλάβει το Λιαράκο και ν’ αναλάβει τη διοίκηση του Γ’ Σώματος Στρατού.
Το Ναυτικό και η Αεροπορία ήταν ακόμα πιστά στον βασιλιά, μα ο βασιλιάς δεν ήξερε πως να τα χρησιμοποιήσει.
Ο άμεσος κύκλος του και μερικοί σύμβουλοί του, τον προέτρεψαν να αποφύγει κάθε πράξη που θα κατέληγε σε αιματοχυσία και αποδιοργάνωση των Ενόπλων Δυνάμεων σε περίοδο κρίσης με την Τουρκία.
Ο ραδιοσταθμός Αθηνών μετέδωσε πως:
«Η Αντεπανάστασις απέτυχε πλήρως.
Συνετρίβη.
Από όλα τα σημεία της Ελλάδος καταφθάνουν επίσημοι αναφοραί ότι αι Ένοπλοι Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας είναι παρά τω πλευρώ και εκτελούν τας διαταγάς αποκλειστικώς και μόνον της εθνικής επαναστατικής κυβερνήσεως της 21ης Απριλίου.
Ησυχία απόλυτος επικρατεί εις ολόκληρον την επικράτειαν.
Οι συνωμόται και ο Κωνσταντίνος προσπαθούν να διαφύγουν κρυπτόμενοι από τον Στρατόν από χωρίου εις χωρίον.»
Ενώ ο βασιλιάς βρισκόταν ακόμα στην Ελλάδα, στις 9.30΄ το βράδυ, της 13ης Δεκεμβρίου, ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Α´ όρκισε τον Αντιστράτηγο Γεώργιο Ζωιτάκη ως αντιβασιλέα.
Ο Ζωιτάκης ζήτησε αμέσως από τον Παπαδόπουλο να αναλάβει τα καθήκοντα πρωθυπουργού.
Οι αξιωματικοί της χούντας εξαγριωμένοι κατέβασαν τις φωτογραφίες των βασιλέων από τα κυβερνητικά κτίρια.
Στη Ρώμη, ο βασιλιάς αρνήθηκε να κάνει οποιαδήποτε δήλωση.
Στις 20 Δεκεμβρίου έκανε δήλωση, στην οποία έλεγε ότι θα επιστρέψω μόνο όταν αποκατασταθούν πλήρως οι δημοκρατικοί θεσμοί.
Το καθεστώς της 21ης Απριλίου μετά την αποτυχία του αντικινήματος παγιώθηκε περισσότερο.
Το καθεστώς κυβέρνησε για τα επόμενα επτά χρόνια, κατάργησε επίσημα τη βασιλεία την 1η Ιουνίου 1973 και οδήγησε τη χώρα στη τραγωδία της Κύπρου το 1974.
Η 13η Δεκεμβρίου 1967 αποτελεί, στην ουσία, το τέλος της βασιλείας της ελληνικής βασιλικής δυναστείας στην Ελλάδα, η οποία βασίλευσε πολλά χρόνια με μικρά διαλείμματα.
Φωτογραφίες
Αρχείο Αλέξανδρου Διακόπουλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου