Γράφει ο Άντης Ροδίτης*
Πρόλογος σε μια πιθανή ανατύπωση του «Την Ελλάδα θέλομεν και ας τρώγωμεν πέτρες»
Το Φθινόπωρο τού 2003 το Υπουργικό Συμβούλιο τής Κυπριακής
Δημοκρατίας ενέκρινε τον διορισμό επταμελούς Επιτροπής
Πανεπιστημιακών[1] με σκοπό να μελετήσει και να αξιολογήσει το
εκπαιδευτικό σύστημα τής Κύπρου και να υποβάλει έκθεση με
προτάσεις για την ανασυγκρότηση και τον εκσυγχρονισμό τής Κυπριακής
εκπαίδευσης. Επρόκειτο για υλοποίηση προεκλογικής εξαγγελίας τού
Τάσσου Παπαδόπουλου και των συνεργαζομένων κομμάτων που τον
ανέδειξαν στην προεδρία τής Κυπριακής Δημοκρατίας (κομμουνιστικού
ΑΚΕΛ, κεντρώου ΔΗ.ΚΟ. και σοσιαλιστικού ΕΔΕΚ), για «σφαιρική
μεταρρύθμιση» τού κυπριακού εκπαιδευτικού συστήματος.
Η πέρα των 300 σελίδων μελέτη άρχισε να υποβάλλεται στον Υπουργό
Παιδείας από τον Μάρτιο τού 2004. Το σύνολό της υιοθετήθηκε με
προσωπική δήλωση τού επόμενου Προέδρου τής Κυπριακής Δημοκρατίας
Δημήτρη Χριστόφια (που εξελέγη με τη στήριξη των ιδίων, όπως και
πιο πάνω κομμάτων) στις 28.7.2008. Ο Πρόεδρος τόνισε την ανάγκη
επίσπευσης τής Μεταρρύθμισης και την εφαρμογή της «το ταχύτερο
δυνατό» με στόχο, πάντα, την «αναβάθμιση» τής Παιδείας τής
Κύπρου.
Για ακριβέστερη διευκρίνιση αυτής τής
«αναβάθμισης», η επταμελής Επιτροπή είχε χρησιμοποιήσει και όρους
όπως «μετάλλαξη» και «μεταμόρφωση», ενώ στο «Μανιφέστο» της,
(κεφάλαιο 5), πρότεινε ξεκάθαρα τον «ιδεολογικό αναπροσανατολισμό»
τής Κυπριακής Παιδείας με «την απάλειψη των στενά εθνοκεντρικών,
μονοπολιτισμικών και κατ’ επέκταση εθνικοδυιστικών στοιχείων». Προς
τούτο εισηγήθηκε, ανάμεσα σ’ άλλα, τη διδασκαλία τής τουρκικής
γλώσσας στο Λύκειο, τη συγκρότηση μικτής ομάδας Ε/κυπρίων και
Τ/κυπρίων επιστημόνων «για αναθεώρηση των βιβλίων τής Ιστορίας»
και, τελικά, επανέλαβε το παλιό όνειρο των ξένων κατακτητών, αλλά
και ντόπιων, νεότερων κυβερνητών τής Κύπρου, τη «σταδιακή μείωση
τής εξάρτησης», δηλαδή την απεξάρτηση, «τής Κύπρου από την
Ελλάδα»!
Αν και έπρεπε να περάσουν 30 χρόνια από την τουρκική εισβολή τού
1974 για να αποτολμηθεί ευθέως η πρόταση για «ιδεολογικό
αναπροσανατολισμό» τής Κυπριακής Παιδείας με δικαιολογητικό τις
νέες πραγματικότητες και την ανάγκη ομοσπονδιακής συμβίωσης με τους
Τούρκους, εκείνο που εξακολουθεί να περνά απαρατήρητο και
αδιερεύνητο είναι η ίδια η σημερινή de facto διχοτόμηση ως φυσικό
επακόλουθο τής πολιτικής τής «απεξάρτησης» τής Κύπρου από την
Ελλάδα.
Αυτή η στόχευση καθορίστηκε ευθύς με την ίδρυση τής
Κυπριακής Δημοκρατίας (κάποιες ενδείξεις τη φέρουν να υπήρχε ή να
εκκολάφθηκε στη σκέψη τού αρχηγού τού Αγώνα των Κυπρίων πολύ
πριν το 1960 [2]) και προωθήθηκε έμπρακτα σχεδόν αμέσως μέσω άλλων
πνευματικών ανδρών, ευθέως υπό την επήρεια τού Αρχιεπισκόπου
Μακαρίου, υπό το κάλυμμα επειγόντως αναγκαίων «μεταρρυθμίσεων»
στην παιδεία, για τις οποίες άνοιγε ο δρόμος λόγω τής
«μεγαλύτερης οικονομικής ευρωστίας τής Κύπρου από την Ελλάδα».
Ο ίδιος ο διευθυντής τού Παγκυπρίου Γυμνασίου Φρίξος Πετρίδης
(1961-1968) και μετέπειτα Υπουργός Παιδείας (1970-1972) εγκαινίασε
αυτή την πολιτική υποστηρίζοντας ότι η εμμονή στην απόλυτη
ταύτιση και συμπόρευση με την ελλαδική παιδεία σήμαινε έναν
άκαρπο «πηνελοπισμό».[4] Από τον Ιανουάριο του 1963 σε ομιλία του
στην ΟΧΕΝ (Νεανίδων) Λευκωσίας,[5] παρουσία τού Αρχιεπισκόπου
Μακαρίου, είχε αμφισβητήσει τη σημασία που δινόταν στη διδασκαλία
των αρχαίων ελληνικών[6] , την προτεραιότητα τής Αθήνας ως
αποκλειστικής πηγής προέλευσης κάθε καλού (πράγμα που πολύ
σύντομα, στην κρίση τού 1964, θα εφάρμοζε αδίστακτα ο
Αρχιεπίσκοπος Μακάριος στις άμεσες σχέσεις του με την Κυβέρνηση των
Αθηνών), είχε τονίσει την ύπαρξη διαφοράς ανάμεσα σε προβλήματα
Ελλήνων τής Κύπρου και Ελλήνων τής Ελλάδας και είχε δώσει και το
πρώτο δείγμα κυπριακής «πνευματικής» υπεροψίας απέναντι στην
κυρίως Ελλάδα υπενθυμίζοντας ότι η Κρήτη ήταν «ελληνικοτέρα»
πολλών μερών τής Ελλάδας τον 19ο αιώνα, ενώ τα Επτάνησα
«προηγούνταν τής Ελλάδος πνευματικώς και καλλιτεχνικώς επί
ενάμιση αιώνα μετά την παλιγγενεσία»! Εκείνη η ομιλία του, του
Ιανουαρίου 1963, είχε κλείσει με προτροπή προς τους Κυπρίους, την
αρετή και την τόλμη που επέδειξαν στον απελευθερωτικό τους, ενωτικό
με την Ελλάδα αγώνα τού 55-59, να την επιδείξουν ξανά, αλλά για
ν’ αφήσουν τώρα πίσω τους την Ελλάδα, που… θ’ ακολουθούσε σίγουρα
στην ίδια οδό όταν θα το επέτρεπαν τα οικονομικά της!
Ανεπίγνωστα, υπάκουα κι επιπόλαια, υπό το άστρο τής
προσωπικότητας και τής μυθικής «αγωνιστικότητας», αλλά και υπό τη
συντριβή την απορρέουσα εκ των διττών εξουσιών τού
Αρχιεπισκόπου-Προέδρου Μακαρίου, ο κατά τα άλλα ικανότατος
δάσκαλος (και ακραιφνής ενωτικός) διευθυντής τού Παγκυπρίου
Γυμνασίου, συνέχιζε και στη Λογοδοσία τού 1964-65 να ενισχύει την
«απεξάρτηση» τής Κύπρου από την Ελλάδα: «Η στοιχειώδης ελλαδική
παιδεία είναι πολύ κατωτέρα τής κυπριακής… Προηγούμεθα ήδη τής
ελλαδικής εκπαιδεύσεως… δια λόγους οικονομικούς η Κύπρος αυτήν την
στιγμήν έχει μεγαλυτέρας δυνατότητας… όταν θα ενωθώμεν με την
Ελλάδα πολιτικώς, να ενωθώμεν ως ενεργητικό και, εάν δυνάμεθα, ως
πρότυπον εις την παιδείαν κ.τ.λ.».[7]
Οι ιδέες, όμως, περί «ελληνικοτέρας» Κύπρου θα έπαιρναν στα
επόμενα χρόνια μεγαλύτερες και ευρύτερες διαστάσεις και θα
εξελίσσονταν και σε «κυπροεθνικιστικές» τρόπον τινά με επίκεντρο
μια «ανώτερη» από την Ελλάδα», Κύπρο, η οποία θα έμπαινε σταδιακά
και στην καλλιέργεια τής νέας, «κυπριακής συνείδησης» των πολιτών
της, ιδιαίτερα ενθαρρυμένη να κομπάζει και ως «δημοκρατικότερη»
μετά τη «βολική» διολίσθηση τής Ελλάδος στο απριλιανό καθεστώς! Ο
Μακάριος δεν θα αργούσε ν’ αναλάβει, μάλιστα, και πρωτοβουλίες για
την καταπολέμηση και εκδίωξη, δήθεν, τού δικτατορικού ελλαδικού
καθεστώτος!
***
Το πνεύμα δυσαρέσκειας των Ελλήνων με τη σύγχρονη Ελλάδα (που
καίρια συνόψισε ο Γιώργος Σεφέρης με τη φράση όπου και να
ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει), η οποία πολύ σπάνια και μόνο
στιγμιαία κατορθώνει να αρθεί στο ύψος των προσδοκιών των πολιτών
της, λειτούργησε ως σταθερός ούριος άνεμος για τις φιλοδοξίες όλων
όσοι για διάφορους λόγους δεν θέλησαν να κρατήσουν σταθερή ρότα
στην κατεύθυνση τής Ένωσης τής Κύπρου με την Ελλάδα. Στην
πολιτική τής απεξάρτησης τής Κύπρου από την Ελλάδα, που
ακολούθησε ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος, δεν συνάντησε καμιά σφοδρή
αντίθεση εκ μέρους των πνευματικών ανθρώπων τής Ελλάδος, αντίθετα
εισέπραξε άφθονο τον θαυμασμό τους ως «αντιστασιακός», κι ο λαός
τής Κύπρου την απορία τους για την ορμητική του επιθυμία να ενωθεί
με μια πτωχότερη κι εξαρτημένη Ελλάδα.
Μέσα σε αυτή, τη γεμάτη πλάνες ατμόσφαιρα, ούτε καν ακροθιγώς δεν
ασχολήθηκε η ιστοριογραφία με την υπόθεση ότι ένας από τους
κυριότερους παράγοντες, αν όχι ο κυριότερος, επιβολής τής
Δικτατορίας στην Ελλάδα το 1967, ήταν και η αρνητική στάση που
κράτησε ο Μακάριος απέναντι στη συναίνεση των Αμερικανών να
πραγματοποιηθεί η Ένωση στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων τής
Γενεύης τον Ιούλιο-Αύγουστο 1964 χωρίς ουσιαστικές παραχωρήσεις
στην Τουρκία, ώστε να εκλείψει ο κίνδυνος εμφάνισης μιας νέας
«Κούβας» στην ανατολική Μεσόγειο. Αδιερεύνητη, ακόμα, σε σχέση με
την επιβολή τής Δικτατορίας στην Ελλάδα παραμένει η σημασία τής
αδυναμίας τού Γεωργίου Παπανδρέου να επιβληθεί στον Μακάριο και να
μετατρέψει την δια της Μεραρχίας επιτελεσθείσα «ντε φάκτο» Ένωση
σε, δια της Μεραρχίας, «ντε γιούρε», επισήμως αναγνωρισμένη, Ένωση
[9]!
Το απερίσκεπτο «σχέδιο» απεξάρτησης τής Κύπρου από την Ελλάδα,
που μπήκε σε εφαρμογή σχεδόν αμέσως με την ίδρυση τής Κυπριακής
Δημοκρατίας, με πρώτο βήμα την απόσχιση τής Κυπριακής από την
Ελλαδική παιδεία και με το πρόσχημα, μάλιστα, ότι θα γινόταν η
Κυπριακή «πρότυπον» και για την Ελλάδα, βρήκε πρόσφορο έδαφος,
ανάμεσα σ’ άλλα, και στον ευρωπαϊκό προοδευτικόφρονα «φωτισμό» των
νεαρών συνεργατών τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου, οι οποίοι, ενώπιον
τής προοπτικής τής περαιτέρω κοινωνικής τους ανέλιξής ήταν και
διατεθειμένοι να κάμνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι οι κατά τακτά
διαστήματα επαναλαμβανόμενες ενωτικές διακηρύξεις του ήσαν κενές
περιεχομένου. Το αμέσως εφαρμόσιμο σχέδιο πρόβλεπε, κατά το
αγγλικό πρότυπο, ανάπτυξη των τεχνικών σχολών σε βάρος των
κλασικών σχολείων, όπως από την αρχή επέμεναν ο Υπουργός
Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων Τάσσος Παπαδόπουλος (1960-1970)
και ο Υπουργός Οικονομικών Ρένος Σολομίδης (1962-1968) [10], παρά
τις παρεμβάσεις τής επίσημης Ελλάδας και παρά την επιμονή τού
Υπουργού Παιδείας Κωνσταντίνου Σπυριδάκι (1965-1970) ότι αυτό θα
αποτελούσε «πλήγμα όχι μόνο για την πνευματική και πολιτιστική
ανάπτυξη τής χώρας αλλά και για την επιστημονική και την
οικονομική, αφού χωρίς τη γενική εκπαίδευση θα επηρεαζόταν
αρνητικά η ανάπτυξη τού ανθρώπινου δυναμικού».[11]
Αντικρίζοντας από κάποια απόσταση πλέον (και υπό το πνεύμα τής
παρούσας κρίσης) τις περιόδους τής οικονομικής «ευμάρειας» τής
Κύπρου και τής «ανάπτυξής» της, και τοποθετώντας τις μέσα στο
ευρύτερο πλαίσιο τής ιστορικής της πορείας, των ιστορικών
ονείρων, ποτισμένων με αίμα εθνικών φιλοδοξιών της για μια
αξιοπρεπή, ελληνότροπη επιβίωση, άρχισε να διακρίνεται πια καθαρά
ότι το μόνο που κατάφερε η πολιτική τής απεξάρτησης ήταν να
οδηγήσει την Κύπρο στον διχασμό, την αποδυνάμωση, το τούρκεμα τού
ενός τρίτου των εδαφών της και στην παρούσα δοκιμασία και εξάρτηση
από ξένα συμφέροντα.
Το γεγονός ότι μέχρι πρόσφατα δεν είχαν ακόμα διερευνηθεί εις
βάθος οι συνομιλίες τής Γενεύης τού 1964, ώστε να αποκαλυφθούν οι
σκοπιμότητες που τις παρουσίαζαν να επιδιώκουν μόνο τη διχοτόμηση
τής Κύπρου (πράγμα που διατηρούσε «δικαιωμένη» την απεξαρτησιακή
πολιτική τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου), απέτρεψε και την έρευνα στην
κατεύθυνση των ευρύτερων επιπτώσεων εκείνης τής πολιτικής ως
καταλυτικής εις βάρος τής νεότερης ελληνικής ενότητας και ισχύος.
Αν, όπως ήταν εκείνη την περίοδο (1964) η ευρύτερη κατανόηση στο
πεδίο των πολιτικών εξελίξεων, των παραδοχών και των
πραγματικοτήτων που φαίνονταν να διαμορφώνονται, πραγματοποιούνταν η
Ένωση τής Κύπρου με την Ελλάδα, είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι
ούτε η Ελλάδα θα έφτανε ποτέ στη δικτατορία τού ’67 ούτε η
Κύπρος στην τουρκική εισβολή τού ’74, αλλ’ ούτε και οι δύο θα
έφταναν, ίσως, στη δεινή θέση που βρίσκονται σήμερα. Αντίθετα το
ισοζύγιο δυνάμεων στην περιοχή, και με τις «δύο» σημερινές ΑΟΖ
ενωμένες, θα ήταν εντελώς άλλο. Η Ελλάδα με την Κύπρο ως
προέκταση και δική της παρουσία στην Ανατολή θα είχε διαφορετικό
γεωστρατηγικό εκτόπισμα και δεν θα άφηνε χώρο στους κωμικούς αλλά
και επικίνδυνους οραματισμούς των Τούρκων.
Η ανθενωτική, απεξαρτησιακή πολιτική τού Αρχιεπισκόπου Μακαρίου
έχει ακόμα πολύ δρόμο να διανύσει μέχρι να διερευνηθεί επαρκώς
ώστε να φανεί πόσο αφύσικη υπήρξε, και πόσο καταστροφικά
ασύμφορη για τον σύγχρονο ελληνισμό.
* Ο Άντης Ροδίτης γεννήθηκε στο Καϊμακλί, προάστιο της Λευκωσίας,
το 1946. Σπούδασε σκηνοθεσία κινηματογράφου και τηλεοπτική παραγωγή
στην Αγγλία. Από το 1971 μέχρι το 1985 εργάστηκε ως Λειτουργός
Προγραμμάτων στην κυπριακή τηλεόραση.
Από το 1985 διατηρεί ιδιωτική
εταιρία παραγωγής ταινιών στη Λευκωσία.
Έχει δημοσιεύσει διηγήματα, νουβέλες και ποιήματα σε διάφορα κυπριακά περιοδικά και εφημερίδες.
Κράτησε
επίσης στήλες χρονογραφημάτων σε εφημερίδες από το 1981 ως το 1986. Από
το 1994 και εξής εξακολουθεί να αρθρογραφεί επί ποικίλων θεμάτων.
Σημειώσεις (του 1ου μέρους)
1 Πρόεδρος: Ανδρέας Μ. Καζαμίας, Καθηγητής Συγκριτικής Παιδαγωγικής και
Εκπαιδευτικής Πολιτικής. Μέλη: Αθανάσιος Γαγάτσης, Καθηγητής Διδακτικής
των Μαθηματικών. Ελπίδα Κεραυνού Παπαηλιού, Καθηγήτρια Πληροφορικής.
Σήφης Μπουζάκης, Καθηγητής Παιδαγωγικών. Γιώργος Τσιάκαλος, Καθηγητής
Παιδαγωγικών. Γιώργος Φιλίππου, Καθηγητής Διδακτικής των Μαθηματικών.
Κρίστης Χρυσοστόμου Λέκτορας Πολιτικής Μηχανικής.
2 Ρόμπερτ Χόλλαντ «Η Βρετανία και ο κυπριακός αγώνας», Ποταμός, 2001, σ. 120-121.
3 Δρ Παναγιώτη Κ. Περσιάνη «Τα πολιτικά τής Εκπαίδευσης στην Κύπρο»,
Εκδόσεις Πανεπιστημίου Λευκωσίας-Παπαζήση ΑΕΒΕ, 2010, σ. 47.
4 «Ημείς έχομεν παιδείαν και ως προς το περιεχόμενον και ως προς την
λειτουργίαν από καιρού αρχαιωθείσαν και παραμένομεν πιστοί εις αυτήν ως
Πηνελόπη.» Λογοδοσία επί των πεπραγμένων τού Παγκυπρίου Γυμνασίου υπό
τού Γυμνασιάρχου Φρίξου Πετρίδη τη 14η Ιουλίου 1968 στην Επετηρίδα του
Σχολικού Έτους 1967-1968.
5 Εφημερίδα Ελευθερία Λευκωσίας 5.1.1963, σσ 5-6
6 Δες και Θεόδωρου Ι. Ζιάκα «Πέρα από το Άτομο», Αρμός 2003, σ. 96: «Μια
από τις εκδηλώσεις της κυριαρχίας του σοφιστικού-σχετικιστικού
(μηδενιστικού) πνεύματος είναι σήμερα η κατάρρευση των κλασικών σπουδών
στη Δύση, πρωτοστατούντων των ίδιων των κλασικιστών κ.λπ.»
7 «Επετηρίς Σχολικού Έτους 1964-1965», Παγκύπριον Γυμνάσιον, Λευκωσία 1966, σσ 38-39.
8 Όταν ο Υπουργός Εσωτερικών του Πολύκαρπος Γιωρκάτζης, που βοηθούσε με
την άδεια και προτροπή τού Μακαρίου τον Αλέξανδρο Παναγούλη εκτέθηκε
στα μάτια των δικτατόρων με αποδεικτικά στοιχεία, ο Μακάριος τον
απαρνήθηκε κι εκείνος πέρασε σε συνωμοσία με τους πράκτορες των
δικτατόρων με στόχο τη δολοφονία τού Μακαρίου. Το αποτέλεσμα ήταν να
δολοφονηθεί ο ίδιος από τούς συνεργάτες του.
9 Άντη Ροδίτη «Κουράγιο Πηνελόπη», Αρμός 2013
10 Περσιάνης 66-68
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου