Του Δρ. Γεωργίου Κ. Φίλη
Με μία πρώτη ματιά η Τουρκία φαίνεται να θέτει σε νέες βάσεις την σχέση της με την Ε.Ε., αφού:
Στην παράγραφο 2 γίνεται αναφορά στην ανάγκη η διαδικασία ένταξης να «επανενεργοποιηθεί» (re-energized), ενώ η παράγραφος 3 αναφέρει πως η σύνοδος Ε.Ε.-Τουρκίας θα λαμβάνει χώρα δύο φορές το χρόνο, με σκοπό την ανάπτυξη «των τεράστιων δυνατοτήτων» στις σχέσεις των δύο πλευρών.
Στην παράγραφο 4 η διαδικασία ενεργοποίησης της διαδικασίας για την επιτάχυνση της ενταξιακής πορείας αναφέρεται στο πλέον απτό αποτέλεσμα το οποίο δεν είναι άλλο από το «άνοιγμα» του κεφαλαίου 17. Επιπροσθέτως, στην παράγραφο 5 γίνεται λόγος για το καθεστώς βίζας για τους Τούρκους υπηκόους και την είσοδό τους στην ζώνη του Σένγκεν, ενώ στην παράγραφο 6 υπογραμμίζεται το ζήτημα της οικονομικής βοήθειας προς την Τουρκία ύψους 3 δις. ευρώ.
Στην παράγραφο 7 αναφέρεται η ανάγκη οι δύο πλευρές να ενεργοποιήσουν ένα κοινό σχέδιο ενεργειών (joint action plan) για την υποστήριξη των Σύρων προσφύγων και το οποίο σκοπό έχει να βάλει σε τάξη τις μεταναστευτικές ροές. Τέλος, οι παράγραφοι 8 και 9 επικεντρώνονται στην δημιουργία και ενεργοποίηση μηχανισμών για τον διάλογο στον οικονομικό και ενεργειακό τομέα αντιστοίχως, ενώ η παράγραφος 10 αναφέρεται στην πρόθεση έναρξης μίας διαδικασίας για την αναβάθμιση της τελωνειακής ένωσης (Customs Union) η οποία διέπει τις σχέσεις των δύο πλευρών.
Όπως μπορεί να γίνει αντιληπτό η γκάμα των ζητημάτων που συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν από τις δύο πλευρές, στην ουσία αφορούν την προσπάθεια αναβάθμισης των σχέσεων μεταξύ Βρυξελλών και Άγκυρας.
Η Τουρκία με τη συγκεκριμένη κοινή ανακοίνωση μπορεί να λέει πως έλαβε το «πράσινο φως» για την επανέναρξη των ενταξιακών διαπραγματεύσεων, κατάφερε να ξεκινήσει μία διαδικασία άρσης της βίζας για τους Τούρκους πολίτες, ενώ λαμβάνει μία σημαντικότατη οικονομική βοήθεια για να αντιμετωπίσει το θέμα των προσφυγικών ροών.
Από την πλευρά της η Ε.Ε. με αντάλλαγμα όλα τα παραπάνω, στην ουσία μπορεί να υποστηρίξει πως δεσμεύει την Άγκυρα σε μία διαδικασία ελέγχου της συμπεριφοράς της αναφορικά με την ανεξέλεγκτη ροή ανθρώπων προς τα εδάφη της.
Υπό το συγκεκριμένο πρίσμα θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει πως η Άγκυρα έχει καταγάγει έναν τεράστιο διπλωματικό θρίαμβο σε σχέση με τις σχέσεις της με την Ε.Ε., εάν κάποιος λάβει υπόψη του πως οι Βρυξέλλες είχαν στην ουσία παγώσει τις ενταξιακές διαδικασίες τη Άγκυρας. Είναι όμως τα πράγματα τόσο εύκολα για την Τουρκία και έχει καταφέρει η Άγκυρα να βγει νικητής από μία σκληρή διαπραγμάτευση για ένα τόσο σοβαρό ζήτημα, όπως αυτό της εισδοχής της ως πλήρες μέλος στην Ε.Ε.;
Αρχικά, η προσέγγιση στο συγκεκριμένο ερώτημα είναι πολυεπίπεδη και σύνθετη. Η παρούσα σύντομη ανάλυση θα ασχοληθεί με το κείμενο συμπερασμάτων της συνόδου, το οποίο με μία προσεχτική ματιά καταδεικνύει κάτι το διαφορετικό σε σχέση με την πρώτη εντύπωση.
Η παράγραφος 1 του κειμένου δίνει στην ουσία την γενική κατάσταση και την πραγματικότητα των σχέσεων Ε.Ε.-Τουρκίας. Η Άγκυρα είναι υποψήφια προς ένταξη χώρα από το… 1999 και η διαδικασία ένταξης έχει ξεκινήσει το 2005. Συμπέρασμα πρώτο, και μόνο λαμβάνοντας το χρονικό διάστημα στο οποίο η Τουρκία βρίσκεται στον «προθάλαμο» της Ε.Ε. γίνεται κατανοητό η δυσκολία της σχέσης αλλά και η πολυπλοκότητα της περίπτωσής της. Η ιδιαιτερότητα φυσικά της Τουρκίας αφορά (γεω)πολιτικά, (γεω)οικονομικά, και (γεω)πολιτισμικά κριτήρια, για τα οποία τίποτα δεν έχει μεταβληθεί τουλάχιστον προς το καλύτερο.
Στην παράγραφο 2 πράγματι γίνεται η αναφορά για την επανεκκίνηση της διαδικασίας, αλλά η σύνδεση της έναρξης και της προόδου της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας συνδέεται με τη «μάχη κατά της τρομοκρατίας» η οποία παραμένει μία προτεραιότητα για την Ε.Ε. Είναι προφανές πως με την συγκεκριμένη παράγραφο, η Άγκυρα θα πρέπει να δείξει μία «άμεμπτη» συμπεριφορά προς την κατεύθυνση αυτή, κάτι το οποίο με βάση τις υπάρχουσες «δεσμεύσεις» της προς κάθε λογής «αντικαθεστωτικό» της Συρίας, είναι πολύ δύσκολο να κρατηθεί, και ακόμα πιο δύσκολο να «πείσει» τους Δυτικούς εταίρους.
Η παράγραφος 3 συνεπικουρεί την παράγραφο 2 στο συγκεκριμένο ζήτημα αφού υπογραμμίζει πως το κυρίαρχο ζήτημα ενδιαφέροντος στον τομέα της άμυνας και της ασφάλειας επικεντρώνεται στην «αντιτρομοκρατία σε όλες της τις εκφάνσεις». Η Τουρκία, με λίγα λόγια, για να επιτύχει την επιτάχυνση των διαδικασιών θα πρέπει να αποδείξει πως δεν είναι μέρος τους προβλήματος αλλά μέρος της λύσης, κάτι το οποίο τονίζεται πως είναι από δύσκολο έως αδύνατον να επιτευχθεί υπό τις διαμορφωθείσες συνθήκες αλλά και ισορροπίες επί του πεδίου.
Περνάμε τώρα στο πιο ενδιαφέρον σημείο της ανακοίνωσης, την παράγραφο 4 η οποία υπογραμμίζει και το πλέον απτό αντάλλαγμα – πέραν των χρημάτων – για την Άγκυρα, το άνοιγμα του κεφαλαίου 17 της ενταξιακής διαδικασίας.
Είναι ενδεικτικό πως για την ώρα έχει κλείσει προσωρινά τις διαπραγματεύσεις στο κεφάλαιο 25 που αναφέρεται σε θέματα… επιστημών και έρευνας, ενώ οχτώ σημαντικότατα κεφάλαια σχετιζόμενα με την ολοκλήρωση της Τελωνειακής Ένωσης, για παράδειγμα έχουν παγώσει (2006) με τον πλέον επίσημο τρόπο από την ίδια την Ε.Ε., και αυτό έχει να κάνει με την άρνηση της Τουρκίας να εφαρμόσει το πρωτόκολλο της Άγκυρας (2005), αναφορικά με το άνοιγμα των λιμανιών και των αεροδρομίων της στην Κυπριακή Δημοκρατία.
Επιπροσθέτως, σε σχέση με άλλα κεφάλαια, τόσο το Παρίσι όσο και η Λευκωσία τα έχουν μπλοκάρει μονομερώς (π.χ. κεφάλαιο 33: Χρηματοπιστωτικά Θέματα & Ζητήματα Προϋπολογισμού, κεφάλαιο 26: Εκπαίδευση & Πολιτισμός αντιστοίχως).
Έχει ενδιαφέρον να υπογραμμιστεί πως το κεφάλαιο προς άνοιγμα με την Τουρκία (17) είναι εκείνο που έχει να κάνει με την Οικονομική και Νομισματική πολιτική, κάτι το οποίο είναι σίγουρο πως με βάση την σημερινή διάρθρωση της τουρκικής οικονομίας και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σε συνδυασμό με την κρίση στην Ε.Ε. μόνο εύκολο δεν θα είναι να κλείσει σύντομα και με επιτυχία.
Στο ζήτημα της βίζας, γίνεται αναφορά για την άρση των περιορισμών στη ζώνη Σένγκεν μόνο μετά τον Οκτώβριο του 2016 και ύστερα από μία επίπονη διαδικασία, κατά την οποία η Τουρκία θα ολοκληρώσει τα προαπαιτούμενα και τις υποχρεώσεις της, μέσα από έναν συγκεκριμένο Οδικό Χάρτη (Road Map). Είναι σαφές πως στην συγκεκριμένη περίπτωση οι Βρυξέλλες δεν δίνουν τίποτα περισσότερο από μία υπόσχεση η οποία θα ισχύσει μετά από αρκετά «εάν και εφόσον».
Πράγματι, η παράγραφος 6 αποτελεί ένα κέδρος για την Τουρκία αφού έχει λαμβάνειν περί τα 3 δισεκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή κατά την οποία η ίδια φαίνεται να μπορεί να αποδείξει πως έχει ξοδέψει περί τα 8 δις. δολάρια. Ακόμα και στην συγκεκριμένη περίπτωση η Ε.Ε. δείχνει να αποδέχεται τον διαμοιρασμό των βαρών και όχι την εξολοκλήρου κάλυψη του κόστους των 2,2 εκατομμυρίων προσφύγων που διαβιούν στην Τουρκία. Η παράγραφος 7 αναφέρεται στον κοινό σχεδιασμό για την αναχαίτιση της παράνομης μετανάστευσης, δηλαδή όλων εκείνων που δεν χρήζουν προστασίας, καθώς και της επαναπροώθησης στην Τουρκία αλλά και στις χώρες προέλευσής τους.
Η Ε.Ε. απαιτεί «άμεσο αποτέλεσμα» (immediate effect) για την συγκεκριμένη δράση συμπεριλαμβανομένου και στην καταπολέμηση των δικτύων λαθρεμπορίας ανθρώπινων ψυχών. Όπως μπορεί να γίνει κατανοητό, η συγκεκριμένη παράγραφος θα αποτελέσει και το κύριο κριτήριο αναφορικά με το κατά πόσον η Τουρκία θα αποδείξει πως εννοεί αυτά που υπογράφει και φυσικά θα έχει το δικαίωμα να απαιτεί από τις Βρυξέλλες τα υπεσχημένα.
Οι παράγραφοι 8 και 9 αφορούν θέματα οικονομίας και ενεργειακής συνεργασίας, θέματα κοινού ενδιαφέροντος και για τις δύο πλευρές αλλά όχι καινούργια στην συζήτηση.
Τέλος η παράγραφος 10 μιλάει για την ενίσχυση και αναβάθμιση τη Τελωνειακής Ένωσης των δύο πλευρών, κάτι το οποίο υπονοεί πως για να ξεμπλοκαριστούν τα εν λόγω κεφάλαια, τα οποία είναι παγωμένα από το 2006 από την ίδια την Ε.Ε., η Άγκυρα θα αναγκαστεί να αναγνωρίσει την Κυπριακή Δημοκρατία, άρα θα πρέπει να δείξει καλή θέληση σε μία δίκαιη και βιώσιμη επίλυση του Κυπριακού.
Ανακεφαλαιώνουμε. Πράγματι η Τουρκία φαίνεται να λαμβάνει κάποια ανταλλάγματα από την Ε.Ε. τα οποία έχουν να κάνουν με μεταφορά κονδυλίων, αλλαγή του καθεστώτος στην διακίνηση των πολιτών της, αλλά και την αναθέρμανση των ενταξιακών διαπραγματεύσεων με τις Βρυξέλλες, αλλά για να συμβούν όλα αυτά, όπως η παράγραφος 11 αναφέρει, η διαδικασία θα είναι «παράλληλη και θα ελέγχεται» εκ του σύνεγγυς.
Οι όροι που θέτει η Ε.Ε. είναι εκ των πραγμάτων είτε πολύ δύσκολο να υλοποιηθούν από την Άγκυρα, είτε αδύνατο υπό τις σημερινές συνθήκες να ακολουθηθούν. Τόσο η δομή του τουρκικού κράτους, όσο και οι γεωπολιτικές του επιλογές, καθώς και η ατζέντα της ηγεσίας του δεν συνάδουν με κανένα acquis, όπως το έχει αναπτύξει η Ε.Ε. τα τελευταία εξήντα έτη.
Το πιθανότερο είναι η Ε.Ε. να καταφέρει να μειώσει κάπως τις ροές, αφού μία αποτελεσματική επιτήρηση θα αναγκάσει την Άγκυρα να κρατήσει κάποια προσχήματα, ενώ η παρελκυστική πολιτική αναφορικά με το άνοιγμα και το κλείσιμο κεφαλαίων θα αποτελεί την κύρια τακτική των Βρυξελλών, με την Τουρκία να «υποκρίνεται» πως διαπραγματεύεται ενώ στην ουσία θα προσπαθεί να περάσει τις θέσεις της σε θέματα τα οποία δεν προβλέπεται διαπραγμάτευση, αλλά υιοθέτηση «κεκτημένων» από την υποψήφια χώρα.
Είναι προφανές, πως υπό το συγκεκριμένο πρίσμα, το ζήτημα της επίλυσης του Κυπριακού ίσως να λάβει μία νέα και πιεστική ώθηση, με τους αδερφούς Κυπρίους να έχουν αποδείξει όμως πως δεν καταλαβαίνουν από τέτοια, ενώ η Αθήνα θα πρέπει και αυτή να παίξει «άμυνα» και «καθυστερήσεις», αφού κάθε άλλη επιλογή σε μία τόσο ευαίσθητη περίοδο, με τέτοια αναταραχή, και με την θέση της Άγκυρας να βαίνει επιδεινούμενη, μόνο σοφή δεν θα μπορούσε να χαρακτηριστεί.
Με άλλα λόγια η σχέση Ε.Ε.-Τουρκίας αυτή την περίοδο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με το περίφημο απόφθεγμα της εποχής της πτώσης του κομουνισμού στην Ανατολική Ευρώπη πως «αυτοί (το κόμμα) υποκρίνονταν πως μας πλήρωναν και εμείς υποκρινόμασταν πως δουλεύαμε», έτσι και στην περίπτωσή μας, η Τουρκία υποκρίνεται πως θα σταματήσει τις ροές των μεταναστών προς την Ευρώπη και εμείς υποκρινόμαστε πως θα την δεχτούμε στην Ε.Ε.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου