πήραν βουλή αρχιερείς, ελήφθη απριόρι,
για Σἐνα που μας πρόσφερες δώρο, υιοθεσία.
ύβρεις και σχόλια καρφιά, σε συνοδεύουν στα ψηλά,
σβαρνίζεσαι με το Σταυρό, μόνος, ελπίδα πουθενά,
της τιμωρίας τ’ όργανο, βαρύ, στου Γολγοθά το μαύρο.
καρφιά τους βάλαν στο σταυρό, αυτά που ευλογάνε,
οι λοιδορίες δε λείπουνε, πολλοί κακολογάνε,
και λόγχη στ’ άγια τα πλευρά οι άπιστοι σου μπήξαν.
ακόμα και στους σταυρωτές σου, έλεος παρευθύς,
ξεχύνεις σαν τη θύελλα με ένα «άφες αυτοίς»,
κανένας δεν Σε άκουσε κει πάνω να στενάζεις.
σαν λόγια στέρφα και ξερά σε άνυδρη ψυχή,
ακούστηκε ένα «μνήσθητι» ανώνυμου ληστή,
λουλούδι ολάνθιστο μαβί, καρπός μεγάλων πόνων.
εκεί επάνω στο Σταυρό, το αίμα έρρεε πυκνό,
καίει το πρόσωπο, καυτό, από τον ήλιο τον θερμό,
μια λέξη με έννοια διττή, ΔΙΨΩ! και σπας τη σιωπή.
αγάπη, έλεος, πνοή, μες στου ανθρώπου την ψυχή,
μετάνοια, πίστη, κι αντοχή, εκεί που ο εχθρός καραδοκεί,
διψώ σαν άνθρωπος εδώ, μα σαν Θεός στον ουρανό.
οι μαθητές σου πουθενά, έχουν λουφάξει στα κρυφά,
άνδρες, μα λύγισε η καρδιά, μπροστά στης βίας τη θωριά,
μα οι γυναίκες αγρυπνούν, με θάρρος και μοιρολογούν.
κει που το σκότος σαν φονιάς, χυμά στην άπιστη καρδιά,
μα μια ελπίδα αναπηδά, μες στου Λογγίνου τη λαλιά,
είν’ η Ανάσταση κοντά, οι προφητείες μαρτυρούν.
η απ’ αιώνων αποστολή, του πεπτωκότα ο διωγμός,
τελείωσε στο Γολγοθά, ακούεται ψιθυρισμός,
ΝΙΚΗ στο θάνατο γιατί, γλυκοχαράζει η αυγή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου