Αρθρο του Νικόλαου Σ. Κανελλόπουλου
(συνέχεια από το Β Μέρος)
Ο 13ος ΑΙΩΝΑΣ
Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώθηκε μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους της Δ ́ Σταυροφορίας, προκάλεσε όχι μόνον αδιάλειπτες πολεμικές συγκρούσεις με τους εγκατεστημένους στο βυζαντινό έδαφος Φράγκους, αλλά και τον ανταγωνισμό και τις πολεμικές αναμετρήσεις με τα βυζαντινά κρατίδια και ηγεμονίες που προέκυψαν από τη διάσπαση του βυζαντινού χώρου.
Οι πρώτες συγκρούσεις των Βυζαντινών με τους Φράγκους κατακτητές, κάθε άλλο παρά με επιτυχία στέφθηκαν. Στο Ποιμανηνό, στα Κούντουρα, το Αδραμύττιο, την Αρκαδιούπολη τα βυζαντινά στρατεύματα εμπλέκονται σε μάχη εκ του συστάδην με τους Λατίνους και παρόλο που συνήθως υπερέχουν αριθμητικά, υφίστανται αλλεπάλληλες ήττες. Οι Βυζαντινοί, διαπιστώνοντας ότι δεν μπορούν να αντιπαραβληθούν στις τακτικές των δυτικών σε αναπεπταμένο πεδίο, αποφεύγουν συστηματικά την ανοικτή και εκ του συστάδην σύγκρουση μαζί τους.
Ο Θεόδωρος Α ́ Λάσκαρις επιλέγει την τακτική της συνεχούς παρενόχλησης και της παγίδευσης των φραγκικών στρατευμάτων και η απόφαση αυτή φαίνεται να αποδίδει καρπούς, έστω και περιορισμένης έκτασης, όπως για παράδειγμα όταν το 1207 ένα στρατιωτικό σώμα των Λατίνων εξολοθρεύεται σε ενέδρα των Βυζαντινών (σ.32).
Σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την «πύρρειο» νίκη εναντίον των Σελτζούκων στην Αντιόχεια του Μαιάνδρου το 1211, όπου απωλέσθησαν οι Φράγκοι μισθοφόροι, οι Βυζαντινοί ηττώνται από τους Λατίνους στον ποταμό Ρυνδακό (σ.33).
Η ήττα αποδόθηκε στην εξολόθρευση των μισθοφόρων κατά την προηγούμενη μάχη, αλλά η εκτίμηση αυτή δεν αντικατοπτρίζει πλήρως τα αίτια της ήττας (σ.34). Οπωσδήποτε οι συντριπτικές απώλειες των Βυζαντινών στην Αντιόχεια θα επέδρασαν καταλυτικά στην απόδοση του στρατού. Όμως ο Θεόδωρος Α ́ εφάρμοσε τη δοκιμασμένη τακτική της αρχικής μερικής εμπλοκής με τον αντίπαλο και της εικονικής υποχώρησης, στην προσπάθεια να παρασύρει τους Φράγκους σε ενέδρα, καθώς είχε αποκρύψει το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του πίσω από έναν λόφο.
Η εμπειρία του Λατίνου αυτοκράτορα Ερρίκου απέτρεψε την επιτυχία του εγχειρήματος και υποχρέωσε τους Βυζαντινούς σε υποχώρηση υπό την καταδίωξη των Φράγκων (σ.35). Ανάλογα παραδείγματα της συγκεκριμένης στρατηγικής εντοπίζονται σε όλη την διάρκεια του 13ου αιώνα. Όταν το 1233 οι Φράγκοι εισέβαλαν στη Μικρά Ασία, οι Βυζαντινοί αποτραβήχτηκαν στα ορεινά, παραλαμβάνοντας μαζί τους οποιαδήποτε εφόδια θα ήταν χρήσιμα στους εισβολείς (σ.36).
Ιδιαίτερα η πρόσληψη και εγκατάσταση Κουμάνων στα εδάφη της αυτοκρατορίας το 1242 από τον Ιωάννη Γ ́ Βατάτζη (σ.37), καθώς και η επανεμφάνιση των πρώτων τουρκικών στρατιωτικών σωμάτων λίγα χρόνια αργότερα στα βυζαντινά στρατεύματα (σ.38), ενίσχυσε την ικανότητά τους να επιχειρούν κατά αυτόν τον τρόπο και τους κατηύθυνε σε μία περισσότερο επιθετική πολιτική στο πεδίο της μάχης έναντι των Φράγκων (σ.39).
Οι νίκες στις μάχες της Πελαγονίας (1259) και του Βερατίου (1281) βασίστηκαν στη συνεχή παρενόχληση και πρόκληση φθοράς του αντιπάλου και στις πολεμικές τακτικές των ιπποτοξοτών (σ.40).
Η ακόλουθη περίπτωση παρουσιάζει ενδιαφέρον καθώς είναι ενδεικτική της δυσκολίας που αντιμετώπιζε ο τακτικός βυζαντινός στρατός όταν επρόκειτο να αντιμετωπίσει μη συγκροτημένες δυνάμεις εντοπίων, που υπεράσπιζαν τις εστίες τους: Πρόκειται για την εξέγερση των Ζυγηνών της Τρικοκκίας (σ.41), η οποία εντάσσεται στο πλαίσιο των πρώτων αντιδράσεων για την ανατροπή της δυναστείας των Λασκαριδών από τον Μιχαήλ Η ́.
Η επιχείρηση ήταν φαινομενικά εύκολη, αντίθετα όμως η καταστολή της εξέγερσης επετεύχθη πολύ δύσκολα: ο αυτοκρατορικός στρατός αντιμετώπισε πολλά προβλήματα, κυρίως λόγω της τακτικής του πολέμου φθοράς και του «ανταρτοπολέμου» των ατάκτων επαναστατών χωρικών, οι οποίοι, κάνοντας χρήση των τόξων τους και εκμεταλλευόμενοι τα στενά ορεινά περάσματα, πολλές φορές αν και σχεδόν άοπλοι, αντιμετώπιζαν τις δυνάμεις του Μιχαήλ Η ́ εκ του συστάδην.
Τα ίδια συνέβησαν όταν οι εξεγερμένοι οπισθοχώρησαν σε υψηλότερα ορεινά δασώδη περάσματα, όπου χρησιμοποιούσαν ως κάλυψη τα δέντρα για να τοξεύουν εκ του αφανούς κατά των στρατιωτών. Τότε το στράτευμα πυρπόλησε το δάσος, για να τους υποχρεώσει να αποκαλυφθούν, αλλά εκείνοι μετακινούνταν και έπλητταν τους στρατιώτες παγιδεύοντάς τους σε άλλο πέρασμα.
Οι χωρικοί πολλές φορές με μόνο όπλο ένα ρόπαλο, έφερναν τους στρατιώτες σε δύσκολη θέση. Τελικά, η εξέγερση έληξε με διακανονισμό. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τη μελέτη μας είναι η περίπτωση του Λατίνου Λικάριου, ο οποίος προσέφερε τις υπηρεσίες του στον Μιχαήλ Η ́, αφού αποστάτησε και συγκρούστηκε με τους Φράγκους στην Εύβοια.
Ο αυτοκράτορας τον τίμησε με το αξίωμα του μεγάλου δουκός, του διέθεσε στρατεύματα και του ανέθεσε τη διοίκηση του στόλου. Ο Λικάριος επέτυχε να καταλάβει πολλά σημαντικά φρούρια στην Εύβοια καθώς και ορισμένα νησιά του Αρχιπελάγους. Ο ικανός αυτός Λατίνος, γνωρίζοντας άριστα τα τρωτά σημεία των Φράγκων, τα εκμεταλλεύτηκε και τους προκάλεσε σημαντικές ήττες.
Το 1280 οργανώθηκε εκστρατεία στην Εύβοια με σκοπό την κατάληψη της πρωτεύουσας του νησιού, τον Εύριπο. Για τον σκοπό αυτό, σύμφωνα με τον Μαρίνο Σανούδο, στρατολογήθηκαν Ισπανοί, Καταλανοί και Σικελοί μισθοφόροι (σ.42).
Οι Φράγκοι επέλεξαν να εξέλθουν από την πόλη και να επιδιώξουν σύγκρουση με τον Λικάριο σε ανοικτό πεδίο. Στην περιοχή του Βατώντα δόθηκε μάχη, στην οποία οι Φράγκοι ηττήθηκαν κατά κράτος. Ο Νικηφόρος Γρηγοράς περιγράφει το τέχνασμα, με το οποίο οι Βυζαντινοί νίκησαν τους Φράγκους.
Κατά τη διάρκεια της νύκτας αριθμός οπλιτών τοποθετήθηκε κοντά στην πόλη. Όταν οι Φράγκοι κινήθηκαν εκτός τειχών και συγκρούστηκαν με τον κύριο όγκο του βυζαντινού στρατεύματος, οι οπλίτες αυτοί τους επιτέθηκαν από τα νώτα, προκάλεσαν σύγχυση και επέδρασαν αποφασιστικά στην ήττα τους (σ.43).
Σύμφωνα με τις πηγές μας, ο στρατός ο οποίος επιβιβάστηκε στα πλοία για να μεταβεί στην Εύβοια αποτελούνταν από πεζικό και περιλάμβανε Ισπανούς και Καταλανούς μισθοφόρους, οι οποίοι είναι γνωστό ότι είχαν αναπτύξει ιδιαίτερες τακτικές για να πολεμούν πεζοί εκ του συστάδην (σ.44).
Επιπρόσθετα πληροφορούμαστε ότι ο τριτημόριος της Εύβοιας κτυπήθηκε από ρίψη ακοντίου (σ.45), το οποίο κατά πάσα πιθανότητα εκτοξεύτηκε από πεζό στρατιώτη.
Κατά συνέπεια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι η μάχη του Βατώντα αποτελεί ένα παράδειγμα αιφνιδιασμού ιππέων από πεζούς πολεμιστές (σ.46). Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η εκστρατεία στην Εύβοια του πρίγκηπα της Αχαΐας Γουλιέλμου Β ́ και του Dreux de Beaumont, στρατηγού του Καρόλου Α ́ Ανδεγαυού, η οποία χρονολογείται το 1276 (σ.47).
Ο Γάλλος στρατηγός, αφού δεν συνάντησε ισχυρή οργανωμένη αντίσταση διέσπειρε το ιππικό του σε λεηλασία και όταν επιχείρησε να διέλθει από ορεινά περάσματα οι Βυζαντινοί τον παγίδεψαν, με αποτέλεσμα να ηττηθεί με σημαντικές απώλειες σε έμψυχο δυναμικό καθώς και σε εξοπλισμό, ιδιαίτερα κατά τη φάση της υποχώρησής του μέσα από ορεινά εδάφη (σ.48).
Ανάλογη ήταν η κατάσταση στην Πελοπόννησο κατά τις συγκρούσεις των Βυζαντινών με το πριγκηπάτο της Αχαΐας. Στη μάχη του Μακρυπλαγίου, οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να οργανώσουν ενέδρα, με επιτυχία στην αρχή, αλλά οι Τούρκοι, τους οποίους είχαν προσεταιρισθεί οι Φράγκοι, γρήγορα ανέτρεψαν την κατάσταση.
Μετά από τις πρώτες ήττες, ο Μιχαήλ Η ́ έδωσε εντολή να μην προκαλείται κατά παράταξη μάχη με τους Λατίνους, αλλά να επιδιώκεται η σύγκρουση μαζί τους αποκλειστικά σε ορεινές θέσεις και περάσματα (σ.49).
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ένας αυτοκράτορας έδινε ανάλογες οδηγίες για τη συγκεκριμένη τακτική που επιθυμούσε να ακολουθήσουν οι στρατηγοί του. Ο Ιωάννης Γ ́ Βατάτζης είχε δώσει εντολή να αποφευχθεί η κατά μέτωπο σύγκρουση με τους Φράγκους ιππότες στη Ρόδο το 1250, και παρόμοια ήταν η οδηγία του Μιχαήλ Η ́ στον αδελφό του Ιωάννη Παλαιολόγο πριν από τη μάχη της Πελαγονίας (1259) (σ.50).
Ίσως βέβαια να αποτελεί κοινό τόπο των ιστορικών η τάση να αποδίδουν την εφαρμογή μιας επιτυχημένης πολεμικής τακτικής στη σκέψη και τις οδηγίες του αυτοκράτορα, προς εξύψωση της εικόνας του.
Ο πόλεμος με το βουλγαρικό κράτος μεταξύ των ετών 1254-1256 εξελίχθηκε για άλλη μια φορά, παρά την επιθυμία του αυτοκράτορα Θεόδωρου Β ́ Λάσκαρι για αποφασιστική σύγκρουση, σε ορεινό αγώνα. Στο στενό πέρασμα του Ρούπελ, οι Βυζαντινοί, επαναλαμβάνοντας την τακτική του Βασιλείου Β, αιφνιδίασαν τους αντιπάλους τους με την αποστολή τοξοτών στα νώτα τους και τους έτρεψαν σε φυγή (σ.51).
Σημειώσεις – Παραπομπές
32. Geoffroy de Villehardouin, La conquête de Constantinople, έκδ. e. FARAl, τ. 2, Paris 1939, παρ. 482-489. Πβλ. α. μηλιαρακησ, Ἱστορία τοῡ Βασιλείου τῆς Νικαίας καὶ τοῦ Δεσποτάτου τῆς Ἠπείρου (1204-1261), Αθήνα 1898, 72-73. A. Gardner, The Lascarids of Nicaea, the Story of an Empire in Exile, London 1912, 78. Α.Γ.Κ. Σαββίδης, Βυζαντινά στασιαστικά και αυτονομιστικά κινήματα στα Δωδεκάνησα και στη Μικρά Ασία 1189-c. 1240 μ.Χ., Αθήνα 1987, 272-273.
33. Για τη μάχη της Αντιοχείας (1211), βλ. A.G.c. sAvviDes, Byzantium in the Near East: its Relations with the Seljuk Sultanate of Rum in Asia Minor, the Armenians of Cilicia and the Mongols, A.D. c. 1192-1237, Θεσσαλονίκη 1981, 96-111. Επίσης Η. Γιαρένης, Η συγκρότηση και η εδραίωση της αυτοκρατορίας της Νίκαιας. Ο αυτοκράτορας Θεόδωρος Α ́ Κομνηνός Λάσκαρις, Αθήνα 2008, 70-82.
34. Σύμφωνα με τον Γεώργιο Ακροπολίτη [Χρονικὴ Συγγραφή, έκδ. A. Neisenberg, Georgii Acropolitae Opera, τ. 1, Leipzig 1903 (αναθ. έκδ. p. wiRTh, Stuttgart 1978), 27], ο αυτοκράτορας Ερρίκος πληροφορούμενος την απώλεια των Λατίνων μισθοφόρων αναφώνησε ότι ο Θεόδωρος Α ́ Λάσκαρις δεν νίκησε, αλλά στην πραγματικότητα νικήθηκε.
35. G. Prinzing, Der Brief Kaiser Heinrichs von Konstantinopel vom 13. Januar 1212, Byz. 43 (1973), 395-431.
36. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικὴ Συγγραφή, 47-48. Πβλ. μηλιαρακησ, Ἱστορία, 263-264. J. lonGnon, L’empire Latin de Constantinople et la Principauté de Morée, Paris 1949, 172. GARDneR, Lascarids, 146-147.
37. Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικὴ Συγγραφή, 65. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ἱστορία Ῥωμαϊκή, εκδ. l. Schopen – I. Bekker, Nicephori Gregorae Historia Byzantina [CSHB], τ. 1, Bonn 1829, 36-37. Ιδιαίτερα εγκωμιάζεται ο αυτοκράτορας σε ρητορικά έργα της εποχής για την επιτυχημένη ενσωμάτωση και εγκατάσταση στη βυζαντινή επικράτεια των ικανών αυτών πολεμιστών, βλ. π.χ. Γεώργιος Ακροπολίτης,Ἐπιτάφιος τῷ ἀοιδίμῳ βασιλεῖ κυρῷ Ἰωάννῃ τῷ Δούκᾳ, έκδ. α. ηeisenbeRG, Georgii Acropolitae Opera, τ. 2, Leipzig 1903 (αναθ. έκδ. p. wiRTh, Stuttgart 1978), 24. Θεόδωρος Δούκας Λάσκαρις, Ἐγκώμιον εἰς τὸν πατέρα αὐτοῦ τὸν αὐτὸν ὑψηλότατον βασιλέα κυρὸν Ἰωάννην τὸν Δούκαν, έκδ. l. TARTAGliA, Theodorus Ducas Lascaris Opuscula Rhetorica, München – Leipzig 2000, 28. Επίσης βλ. m. c. bARTusis, The Late Byzantine Army. Arms and Society, 1204-1453, Philadelphia 1992, 26-27. I. VasaR y, Cumans and Tatars. Oriental Military in the Pre-Ottoman Balkans, 1185-1365, Cambridge 2005, 67-68.
38. Οι πρώτοι Τούρκοι μνημονεύονται ως συμμετέχοντες στο στρατιωτικό απόσπασμα υπό τον Μιχαήλ Παλαιολόγο το 1256–1257 κατά τον πόλεμο με το κράτος της Ηπείρου, Γεώργιος Ακροπολίτης, Χρονικὴ Συγγραφή, 146-149.
39. p. locK, The Franks in the Aegean 1204-1500, New York 1995, 111.
40. ε. συγκελλου, Ο πόλεμος στον δυτικό ελλαδικό χώρο κατά τον ύστερο Μεσαίωνα (13ος-15ος αι.), Αθήνα 2008, 220-222. J. wilsKmAn, The Campaign and Battle of Pelagonia 1259, Βυζαντινός Δόμος 17-18 (2009-2010), 131-174. Επίσης για τη βυζαντινή πολεμική τακτική του 13ου αιώνα Ν. Σ. Κανελλόπουλος – Ι. Κ. Λεκεα, Η βυζαντινή πολεμική τακτική εναντίον των Φράγκων κατά τον 13ο αιώνα και η μάχη του Tagliacozzo, ΒυζΣύμ19 (2009), 63-81.
41. Η ακριβής τοποθεσία δεν έχει προσδιοριστεί, βλ. K. belKe, Bithynien und Hellespont [TIB 13], Wien 2020, 1056 και 1084-1085 (s.vv. Trikokkia και Ζygos). Ο Γεώργιος Παχυμέρης (Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι, έκδ. A. FAilleR, Georges Pachymérès Relations Historiques [CFHB 24/1-5], ΙΙΙ.12, τ. 1, Paris 1984, 259-265) περιγράφει παραστατικότατα τα σχετικά με την εξέγερση. Βλ. και Γ. Γεώργιαδης Αρνακης, Οἱ πρῶτοι Ὀθωμανοί, Αθήνα 1940, 39. Επίσης Π. Γουναριδησ, Το κίνημα των Αρσενιατών (1261–1310). Ιδεολογικές διαμάχες στην εποχή των πρώτων Παλαιολόγων, Αθήνα 1999, 36-37.
42. Marin Sanudo Torsello, Istoria di Romania, έκδ. και μετ. ευΤ. η. παπαδοπουλου, Αθήνα 2000, 140.
43. Sanudo, Istoria di Romania, 139-141. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι, V. 26, τ. 2, 525. Νικηφόρος Γρηγοράς, Ἱστορία Ῥωμαϊκὴ, 95-97. Για τη δράση του Λικάριου, βλ. D. J. GeAnAKoplos, Emperor Michael Palaeologus and the West 1258-1282. A Study in Byzantine- Latin relations, Cambridge, Mass. 1959, 235-237, 295-298 [=κ. γιαΝΝ ακοπουλοσ, Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις 1258–1282. Μελέτη επί των βυζαντινο-λατινικών σχέσεων, μετ. κ. πολιΤη, Αθήνα 1969, 179-180, 220-223].
44. Γενικά για την πολεμική τακτική των Καταλανών R. Sablonier, Krieg und Kriegertum in der Crònica des Ramon Muntaner. Eine Studie zum spätmittelalterlichen Kriegswesen auf Grund katalanische Quellen, Bern – Frankfurt 1971, 95-110, όπου τονίζεται ο πόλεμος φθοράς και ο ρόλος των πεζών.
45. Γεώργιος Παχυμέρης, Συγγραφικαὶ Ἱστορίαι, V. 26, τ. 2, 525: Καὶ μάχην κρατερὰν συμμίξας, ἀκοντισθεὶς πίπτει….
46. Ιδιαίτερη μνεία του ρόλου των Καταλανών κάνει και ο w. milleR, The Latins in the Levant. A History of Frankish Greece (1204–1566), London 1908, 164 [= Ιστορία της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα (1204–1566), μετ. α. ΦουριώΤησ, Αθήνα 31997, 190] κατά την περιγραφή της συγκεκριμένης μάχης. Για την τοποθεσία βλ. J. KoDeR, Hellas und Thessalia [TIB 1], Wien 1976, 280 (s.v. Varonda).
47. Για τη δράση του de Beaumont και τη χρονολόγηση του συγκεκριμένου γεγονότος, βλέπε σχετικά σχόλια Sanudo, Istoria di Romania, 276-277. Ο G. l. Borgeshese, Carlo I d’Angiò e il Mediterraneo. Politica, diplomazia e commercio internazionale prima dei vespri, Roma 2008, 106-110 τοποθετεί τα γεγονότα το 1272. Μόνο ο Σανούδος περιγράφει με λεπτομέρειες τη συγκεκριμένη εκστρατεία, αλλά και ο Μιχαήλ Παλαιολόγος στην Αυτοβιογραφία του [h. GRéGoiRe, Imperatoris Michaelis Palaeologi de vita sua, Byz. 29-30 (1959–60), 459] αναφέρει ότι ο Κάρολος έστειλε δυνάμεις για να ανακτήσουν την Εύβοια, οι οποίες νικήθηκαν από τους Βυζαντινούς.
48. Sanudo, Istoria di Romania, 143-144. Πβλ. lonGnon, Εmpire Latin, 241.
49. Χρονικὸν Μορέως, στίχ. 5098-5465. Πβλ. D. A. zAKyThinos, Le Despotat Grec de Morée (αναθ. έκδ. χρ. μαλΤεζου), τ. 1, London 21975, 39-43. A. bon, La Morée Franque. Recherches historiques, topographiques et archéologiques sur la Principauté d’Achaïe (1205–1430), Paris 1969, 131-132 καθώς και 422-425 για την περιοχή που ενδεχομένως έλαβε χώρα η μάχη του Μακρυπλαγίου. ΕπίσηςJ. WilskmAn, Conflict and Cooperation: Campaigns on the Peloponnese in 1264, Acta Byzantina Fennica 4 (2015), 85-122.
50. Γεώργιος Ἀκροπολίτης, Χρονικὴ Συγγραφή, 86-88, 168-169.
51. Ανάλυση για την συγκεκριμένη πολεμική αναμέτρηση στο n. KAnellopoulos – I. lekea, The Struggle between the Nicaean Empire and the Bulgarian State (1254–1256): Towards a Revival of Byzantine Military Tactics under Theodore II Laskaris, Journal of Medieval Military History 5 (2006), 56-69. Επίσης A. Madgearu, The Asanids: the political and military history of the second Bulgarian Empire (1185–1280), Leiden and Boston 2017, 240-243. D. Angelov, The Byzantine Hellene: the life of Emperor Theodore Laskaris and Byzantium in the thirteenth century,Cambridge 2019, 151-160, 163-166.
Πηγή: Βυζαντινά Σύμμεικτα (αρχείο σε μορφή .pdf)Εικόνα: Νίκη των Βυζαντινών επί των Βουλγάρων, μικρογραφία στη «Σύνοψη Ιστοριών» του Ιωάννη Σκυλίτζη, από το Wikimedia Commons ΑΒΕΡΩΦ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου