Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Ζαχαρίας Ζάχαρου, Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας
Ο άνθρωπος είναι από τη φύση του δυναμικό ον. Ως εκ τούτου, ανέκαθεν αντιμετώπιζε τον πειρασμό του νεωτερισμού. Η ψυχή του ανθρώπου φέρει έμφυτη την έφεση αναζητήσεως καινοφανών πραγμάτων, ενώ το πνεύμα του δεν μπορεί να παραμείνει στάσιμο. Χωρίς τη δυναμική της εν Θεώ ζωής χάνει την έμπνευση και πνίγεται στην ακηδία, «καθήμενος εν χώρα και σκιά θανάτου»[1]. Γι’ αυτό χρειάζεται συνεχώς να αναπτύσσεται και να αποκτά νέες γνώσεις. Σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο ο άνθρωπος έχει ως προορισμό να αυξάνει «την αύξησιν του Θεού»[2], και οφείλει «εν καινότητι ζωής περιπατείν»[3]. Και ο τρόπος να αυξηθεί κάποιος εν Θεώ είναι να βάζει διαρκώς καινή αρχή στην πνευματική του ζωή.
Η καινή αρχή στη ζωή του Χριστιανού δεν είναι κάποια αφηρημένη ιδέα, αλλά πολύ συγκεκριμένο γεγονός. Συνίσταται στην τήρηση της εντολής που έδωσε ο Χριστός, όταν άρχισε το έργο του ευαγγελισμού των ανθρώπων: «Μετανοείτε, ήγγικε γαρ η Βασιλεία των ουρανών»[4]. Είναι δηλαδή αρχή μετανοίας. Η μετάνοια είναι το κατεξοχήν έργο του ανθρώπου, που ποθεί τον ανακαινισμό και τον αγιασμό του. Και ο αγιασμός του είναι ο αληθινός πλουτισμός, με τον οποίο αποκτά την όραση του μέλλοντος αιώνος και το αντίκρισμα στην αιωνιότητα.
Ο άνθρωπος μετά την πτώση, μολονότι φέρει μέσα του τη δυνατότητα της δυναμικής αυξήσεως, επειδή στην προσπάθειά του να την πραγματοποιήσει, δεν έχει τον σωστό προσανατολισμό, υπόκειται στον πειρασμό να εκδαπανάται, αναζητώντας διαρκώς ψευδή υποκατάστατα. Αναζητά ολοένα κάτι πρωτόφαντο, αλλά το γυρεύει στη σφαίρα των κτιστών, σε τομείς όπως η τεχνολογία, η φιλοσοφία, οι καλές τέχνες ή εν γένει οι ενασχολήσεις του κόσμου τούτου. Οι τομείς όμως αυτοί ούτως ή άλλως καταλήγουν στο μνήμα, και βεβαίως αδυνατούν να του μεταδώσουν τη μόνη αληθινή γνώση, τη γνώση του Θεού. Στον αντίποδά τους η γνώση του Θεού είναι παρεκτική της αιώνιας ζωής, σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου: «Αύτη δε εστιν η αιώνιος ζωή, ίνα γινώσκωσί Σε τον μόνον αληθινόν Θεόν και ον απέστειλας Ιησούν Χριστόν»[5].
Συνέχεια ο άνθρωπος στον κόσμο αγωνίζεται να αποκτήσει κάποια σταθερότητα και όταν την κατορθώνει, αισθάνεται ικανοποίηση. Κατ’ ουσίαν όμως η ικανοποίηση αυτή είναι δουλεία στην ακηδία. Ενώ η αύξηση του Θεού παρέχει ατελεύτητη έμπνευση και αληθινή γνώση: «Ημέρα τη ημέρα ερεύγεται ρήμα και νυξ νυκτί αναγγέλλει γνώσιν»[6]. Η σταθερότητα έρχεται καθόσον ο άνθρωπος πλησιάζει τον στόχο του, «το πλήρωμα του τα πάντα εν πάσι πληρουμένου»[7], τον Χριστό, που είναι «χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας»[8].
Η μοναδική περίπτωση που η συνεχής ανανέωση της ζωής στον κόσμο αποβαίνει χρήσιμη και είναι ευλογημένη, είναι όταν κάθε φορά που ανακαλύπτουμε κάτι καινούργιο στην επιστήμη ή στην τέχνη, παριστάμεθα ενώπιον του Θεού παρουσιάζοντας σε Αυτόν την επίτευξή μας και λέγοντας: «Σε ευχαριστούμε, Κύριε, που μας παρέχεις τα μέσα, τα οποία καθιστούν δυνατή και πιο άνετη την επί γης παροίκησή μας». Αν κάθε φορά που κατακτούμε κάποιον καινούργιο τομέα ζωής μέσω της επιστήμης, ή της τέχνης, ή χρησιμοποιώντας την κτιστή διάνοια του ανθρώπου, αποδίδουμε ευχαριστία στον Θεό, τότε είμαστε μακάριοι και σίγουρα οι καρποί της επιτεύξεως θα είναι προς ωφέλεια όλων. Δυστυχώς όμως, ως επί το πλείστον, αντί να ευλογούμε τον Θεό, Τον αποδιώχνουμε από αυτόν τον τομέα της ζωής μας με τη σκέψη ότι τώρα είμαστε σπουδαίοι, είμαστε μεγάλοι· τώρα γνωρίζουμε καλύτερα· τώρα μπορούμε να ζήσουμε χωρίς τον Θεό. Συνεπώς, ο νεωτερισμός αυτός μετατρέπεται σε κατάρα.
Είναι απολύτως αναγκαίο να κατανοήσουμε την αληθινή δυναμική της ζωής, διότι περισσότερο από ποτέ άλλοτε ο σύγχρονος άνθρωπος πάσχει από τον πειρασμό της καινοθηρίας, ενώ την πίστη την περιφρονεί ως φαινόμενο στατικό, ανιαρό, οπισθοδρομικό, παρωχημένο, αμετάβλητο, παλιομοδίτικο. Οικοδομεί τη δήθεν «υπόστασή» του συσσωρεύοντας κτιστή γνώση, ποικίλες εντυπώσεις και εμπειρίες με πρόσκαιρη αξία. Στην κατανόηση αυτής της αληθινής δυναμικής έγκειται η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην ακηδία των πολιτών του κόσμου τούτου και στον ζήλο των τέκνων του Θεού.
Το έργο της μετανοίας που αναλαμβάνει ο Χριστιανός αθλητής έχει παράδοξο χαρακτήρα. Στα μάτια του κόσμου ο άνθρωπος που μετανοεί φαίνεται να αυτοεκμηδενίζεται. Ωστόσο, στην πραγματικότητα μέσα από αυτήν την εργασία αυξάνει συνεχώς κατά Θεόν. Θεωρεί τα πολύτιμα αυτού του κόσμου ως «σκύβαλα», «διά το υπερέχον της γνώσεως Χριστού Ιησού»[9].
Στην αρχή ο Θεός δημιούργησε τον ουρανό και τη γη και έβαλε τον Αδάμ και την Εύα στον Παράδεισο, δίνοντάς τους την εντολή, «εργάζεσθαι αυτόν και φυλάττειν»[10]. Επομένως, αν διαρκώς αγωνιζόμαστε να προσεγγίσουμε τον Κύριο, εργαζόμενοι στην καρδιά μας, δηλαδή καλλιεργώντας την, ξεριζώνοντας από εκεί όλα τα ζιζάνια, συσσωρεύοντας και φυλάσσοντας μέσα της τα ίχνη της χάριτος, τότε η ζωή μας έχει δυναμικό χαρακτήρα. Όσο πιο επιμελώς εργαζόμαστε και φυλάσσουμε τον Παράδεισο με τη μετάνοια και το πένθος, τόσο περισσότερο αυξάνει και η εν Πνεύματι ζωή. «Ος γαρ έχει, δοθήσεται αυτώ· και ος ουκ έχει, και ο νομίζει έχειν αρθήσεται απ’ αυτού»[11].
Το θέμα της δυναμικής εν Θεώ αυξήσεως, της αυξήσεως δηλαδή του ανθρώπου στη δικαιοσύνη και στην αγιότητά Του, ήταν πάντοτε παρόν στην Παλαιά Διαθήκη, όπου δίκαιη και πνευματική ζωή σήμαινε την πορεία στην οδό των εντολών, σύμφωνα με τον μεγάλο ψαλμό: «Οδόν εντολών Σου έδραμον, όταν επλάτυνας την καρδίαν μου»[12]. Στον Παράδεισο πριν την πτώση ο Θεός πρόβαλλε τον Εαυτό Του στον άνθρωπο προς μίμηση. Και για τον άνθρωπο αρκούσε να βλέπει το Πρόσωπο του Θεού, για να επιτελέσει το έργο του, διότι αντίκριζε την τελειότητα· γνώριζε ποιος ήταν ο σκοπός του ερχομού του στον κόσμο ως δημιούργημα κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού· εννοούσε τι είναι πρωτεύον, τι έχει αιώνιο αντίκρισμα και μόνον αυτό μάθαινε να θεωρεί προορισμό της ζωής του.
Μετά την πτώση, ωστόσο, χάνοντας τη θεωρία του Ζώντος Θεού, ο άνθρωπος υπέστη φοβερή στέρηση και ερήμωση· έχασε τον προσανατολισμό του. Τότε άρχισε να φοβάται την παρουσία του Θεού, διότι είχε τη διαίσθηση ότι ήταν αδύνατον να δει κάποιος τον Θεό και να παραμείνει ζωντανός. Ήταν ασύμμετρη και ασύμβατη η εναρμόνισή τους.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου