Είναι βέβαιον ότι ο Αλέξανδρος είχε σοβαρούς λόγους να είναι οργισμένος με τους μάντεις της ακολουθίας του, οι οποίοι αντί να τον βοηθούν να χειραγωγεί τη στρατιά, του έφερναν εμπόδια. Όταν τον προκαλούσαν οι Σκύθες στον Ιαξάρτη, οΑρίστανδρος αρνήθηκε να παρερμηνεύσει τους δυσμενείς οιωνούς και όταν οι Μακεδόνες αρνήθηκαν να προχωρήσουν πέρα από τον Ύφασι, οι μάντεις και πάλι αρνήθηκαν να παρερμηνεύσουν τους δυσμενείς οιωνούς. Έτσι ο Αλέξανδρος επέπληξε ευθέως τον Δημοφώντα, διότι η μαντεία του υπονόμευε την μαχητικότητα των Μακεδόνων και προχώρησε στην πολιορκία.
Οι Ινδικές πόλεις δεν είχαν τις οχυρώσεις των Μεσογειακών ή Μεσοποτάμιων πόλεων, στην εκπόρθηση των οποίων οι Μακεδόνες είχαν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία και τα συνήθως χωμάτινα Ινδικά τείχη δεν άντεχαν τις εφόδους. Έτσι η πόλη των Μαλλών έπεσε κι αυτή εύκολα, όμως η μεγάλη εμπειρία των Μακεδόνων και η σχετικά ασθενής οχύρωση της πόλης μετέτρεψαν την αυτοπεποίθησή τους σε υπεροψία, που τους οδήγησε σε μία σειρά από παιδαριώδη σφάλματα. Ίσως πάλι τα σφάλματα να προκλήθηκαν από ψυχική κόπωση και απροθυμία των Μακεδόνων για άλλους κινδύνους.
Οι περισσότεροι δεν πήραν μαζί τους πολιορκητικές κλίμακες και ενώ το τμήμα του Αλεξάνδρου παραβίασε μία μικρή πύλη και μπήκε εύκολα στην πόλη, το τμήμα του Περδίκκα καθυστέρησε πολύ να ανέβει στα τείχη. Το αποτέλεσμα ήταν να αποσυντονιστούν τα δύο τμήματα και να εκνευριστεί ο Αλέξανδρος.
Οι Ινδοί είχαν υποχωρήσει στην ακρόπολη αποφασισμένοι να την υπερασπιστούν, ο Περδίκκας αγωνιζόταν να καταλάβει τα τείχη και οι κλίμακες δεν είχαν έλθει ακόμη.
Όταν εμφανίστηκαν οι πρώτοι Μακεδόνες, που έφερναν κλίμακες, ο Αλέξανδρος εκνευρισμένος από τα λάθη, που είχαν κάνει, άρπαξε μία και άρχισε να ανεβαίνει στα τείχη της ακρόπολης καλυπτόμενος κάτω από την ασπίδα του. Τον ακολουθούσαν ο υπασπιστής Πευκέστας με την ιερή ασπίδα από το ναό της Ιλιάδας Αθηνάς και οσωματοφύλακας Λεοννάτος, ενώ ο διμοιρίτης Αβρέαςανέβαινε από άλλη κλίμακα.
Φυσικά, ούτε σ’ αυτό το σημαντικό περιστατικό μπορούσαν να είναι απόλυτα σύμφωνοι όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς και μόνο για τον Πευκέστα συμφωνούν. Κάποιοι μάλιστα είχαν γράψει ότι μαζί με τον Αλέξανδρο ήταν ο Πευκέστας και ο Πτολεμαίος του Λάγου.
Ωστόσο ο ίδιος ο Πτολεμαίος έγραψε ότι δεν βρισκόταν καν σ’ εκείνη την πόλη, αλλά ήταν επικεφαλής άλλης δύναμης και πολεμούσε εναντίον άλλων Ινδών.
Κάποιοι άλλοι αρχαίοι συγγραφείς, προφανώς έκριναν ασθενή τη μνήμη του Πτολεμαίου και αποφάσισαν ότι εκείνος, που ήταν σωματοφύλακας και όχι ο απλός υπασπιστής Πευκέστας, έσωσε τον Αλέξανδρο και γι’ αυτό του απένειμαν τον τίτλο του Σωτήρος. Ο Πλούταρχος αναφέρει τον Πευκέστα και κάποιον Λιμναίο. Οι Διόδωρος, Κούρτιος και Ιουστίνος λένε ότι ο Πευκέστας ανέβηκε αργότερα, μαζί με τους άλλους υπασπιστές, και ότι μέχρι τότε ο Αλέξανδρος πολεμούσε μόνος του.
Μόλις ο Αλέξανδρος πάτησε τα τείχη, απώθησε τους Μαλλούς από εκείνο το σημείο, άλλους χτυπώντας τους με την ασπίδα του και άλλους σκοτώνοντάς τους με το ξίφος του.
Γνωρίζουμε, ότι ο Αλέξανδρος έφερε κοπίδα, άρα εδώ είτε έχουμε ανακρίβεια των αρχαίων ιστορικών, είτε ο Αλέξανδρος πράγματι χρησιμοποίησε το δευτερεύον αγχέμαχο όπλο των πεζών, επειδή κι εκείνος μαχόταν πεζός.
Οι υπασπιστές βλέποντας το βασιλέα τους μόνο επάνω στα τείχη, ανάμεσα στους εχθρούς, τρομοκρατήθηκαν και ολοκλήρωσαν την αλληλουχία των λαθών. Από τη βιασύνη τους, ανέβηκαν πολλοί μαζί στις κλίμακες, που έσπασαν από το βάρος, αποκόπτοντας μόνους ανάμεσα στους Ινδούς τον Αλέξανδρο, τον Πευκέστα, τον Λεοννάτο και τον Αβρέα. Δεν είχαν άλλη επιλογή ο μεν Αλέξανδρος από το να επιδιώξει τον ηρωικό θάνατο, που αρμόζει σε ένα δοξασμένο βασιλιά, οι δε άλλοι τρεις από το να σκοτωθούν προστατεύοντας τον βασιλιά τους.
Από τη λαμπρότητα των όπλων και την μεγάλη του τόλμη, οι Μαλλοί κατάλαβαν ποιόν είχαν μπροστά τους και δίστασαν να του επιτεθούν. Επειδή από τους γύρω πύργους έβαλλαν εναντίον του, ο Αλέξανδρος από τις επάλξεις πήδηξε στο εσωτερικό της ακρόπολης και, για να προστατέψει τα νώτα του, ακούμπησε την πλάτη στο τείχος. Ο αρχηγός των Ινδών του επιτέθηκε, ο Αλέξανδρος τον σκότωσε και οι άλλοι παρέμειναν στις θέσεις τους. Ο Αλέξανδρος τους πετούσε πέτρες και χτυπούσε με το ξίφος του όποιον πλησίαζε περισσότερο. Οι Ινδοί δεν τόλμησαν να πλησιάσουν περισσότερο, αλλά τον περικύκλωσαν και του έριχναν ό,τι εύρισκαν.
Μόλις έφτασαν δίπλα του και οι άλλοι τρεις Μακεδόνες, ο Αβρέας χτυπήθηκε από βέλος στο πρόσωπο και σκοτώθηκε, ενώ ένα άλλο βέλος χτύπησε τον Αλέξανδρο στο στήθος.
Διαπέρασε τον λινοθώρακα και καρφώθηκε στα πλευρά πάνω από τον αριστερό μαστό.
Παρά τον σοβαρό τραυματισμό του συνέχισε να μάχεται για λίγο, αλλά μετά λιποθύμησε από την αιμορραγία.
Ο Πευκέστας με την ιερή ασπίδα και ο Λεοννάτος στάθηκαν από πάνω του, για να τον προστατέψουν από τις βολές. Με εξαίρεση τον Αρριανό, που δίνει την παραπάνω περιγραφή, οι υπόλοιποι αρχαίοι ιστορικοί προβάλλουν υπερβολικά την μαχητική ικανότητα του βαριά τραυματισμένου Αλεξάνδρου και πριν χάσει τις αισθήσεις του τον θέλουν να σκοτώνει τον Ινδό, που τόλμησε να τον τραυματίσει. Μάλιστα, ο Ιουστίνοςθέλει τον Αλέξανδρο «να κατακόπτει ή να απωθεί ολομόναχος πολλές χιλιάδες» εχθρών.
Στο μεταξύ οι υπασπιστές που κατάφεραν να καταστρέψουν τις κλίμακες και να καθηλωθούν έξω από τα τείχη, αναζητούσαν τρόπους να αναρριχηθούν. Έμπηγαν πασσάλους στο χωμάτινο τείχος και σκαρφάλωναν με δυσκολία. Ανεβαίνοντας στο τείχος είδαν τον Αλέξανδρο λιπόθυμο και έτρεξαν να βοηθήσουν τον Πευκέστα και τον Λεοννάτο, που αντιστέκονταν σθεναρά. Κάποιοι απ’ αυτούς έσπασαν τον μοχλό, που ασφάλιζε την πύλη του μεταπυργίου και οι υπόλοιποι, έξω από τα τείχη, χτυπούσαν με ορμή τους ώμους τους πάνω της, ώσπου την παραβίασαν και εισέβαλαν στην ακρόπολη.
Αναστατωμένοι από τα λάθη τους και έξαλλοι από τον τραυματισμό του βασιλιά τους, ο οποίος δεν ήξεραν αν ζούσε ή όχι, οι Μακεδόνες έσφαξαν όλους τους Μαλλούς, ακόμη και τα γυναικόπαιδα.
Οι εταίροι χρησιμοποιώντας την ασπίδα του Αλεξάνδρου ως φορείο, τον μετέφεραν στο στρατόπεδο σε πολύ άσχημη κατάσταση. Σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, από την πληγή εκτός από αίμα έβγαινε και αέρας, κάτι που σημαίνει ότι το βέλος είχε τρυπήσει και τους πνεύμονες. Το βέλος των Μαλλών είχε σφηνωθεί στα οστά του θώρακα, στο ύψος του μαστού, μπροστά από την καρδιά και δεν έβγαινε. Έτσι δεν μπορούσαν να του αφαιρέσουν τον λινοθώρακα και φοβόντουσαν μήπως οι κραδασμοί απ’ το πριόνισμα του στελέχους σπάσουν τα πλευρά και προκληθεί εσωτερική αιμορραγία.
Τελικά τους παρότρυνε ο ίδιος να το πριονίσουν. Με μεγάλη δυσκολία και κόπο πριόνισαν το ξύλινο βέλος, για να μπορέσουν να του βγάλουν το λινοθώρακα, και μετά προσπάθησαν να βγάλουν την ακίδα. Η πληγή είχε μήκος 4 δακτύλους (περίπου 7,4 εκ) και πλάτος 3 (περίπου 5,5 εκ). Μόλις έβγαλαν την ακίδα, προκλήθηκε μεγάλη αιμορραγία και ο Αλέξανδρος ξανάχασε τις αισθήσεις του. Αυτός που αφαίρεσε το βέλος, ήταν ο ιατρός Κριτόδημος από την Κω και του γένους των Ασκληπιαδών.
Σύμφωνα όμως με τον Πλούταρχο και άλλους μη σωζόμενους ιστορικούς δεν υπήρχε γιατρός εκεί κοντά και ο Αλέξανδρος διέταξε τον Περδίκκα να σκίσει την πληγή με το ξίφος του και να βγάλει το βέλος. Ωστόσο γνωρίζουμε ότι η στρατιά του Αλεξάνδρου διέθετε όχι μόνο γιατρούς, αλλά ολόκληρη υγειονομική υπηρεσία. Δεν πρέπει να παρασυρθούμε από την ταχεία προέλαση του εταιρικού ιππικού και να συμπεράνουμε ότι επρόκειτο για μία καταδρομική επιχείρηση, στην οποία ασφαλώς δεν έχουν θέση οι γιατροί. Κατά την προέλαση εναντίον των Μαλλών, τα τμήματα της στρατιάς παραδίδεται ότι ενεπλάκησαν κατά σειρά, όπως ακριβώς είναι αναμενόμενο από τη σχετική ταχύτητα κίνησής τους: ιππείς – ψιλοί – οπλίτες – μηχανές.
Οι μηχανές μεταφέρονταν αποσυναρμολογημένες με σκευοφόρα και εφόσον ούτως ή άλλως υπήρχαν σκευοφόρα και μάλιστα με πολύ βαρύ φορτίο, ήταν απόλυτα λογικό να προστεθούν μερικά ακόμη για τους γιατρούς και το φαρμακευτικό υλικό. Επιπλέον, αν δεν υπήρχαν γιατροί και σκευοφόρα του Υγειονομικού Σώματος, θα ήταν αδύνατη η περίθαλψη και διακομιδή των τραυματιών, που είναι εκ των ων ουκ άνευ σε τακτικές επιχειρήσεις τακτικών στρατιωτικών τμημάτων. Τέλος, το σοβαρότατο τραύμα του Αλεξάνδρου, οι ευθύνες και οι συνέπειες από τυχόν μοιραία κατάληξη, δεν επέτρεπαν την αντιμετώπιση της κατάστασης επί τόπου, αλλά επέβαλλαν τη μεταφορά του στο στρατόπεδο, το οποίο άλλωστε ήταν μπροστά από τα τείχη. Το μόνο λογικό λοιπόν είναι να δεχθούμε ότι η εγχείρηση και η αντιμετώπιση της αιμορραγίας έγιναν από γιατρό και όχι από στρατιωτικό.
Ο βαρύς τραυματισμός του Αλεξάνδρου κατά την άλωση της ειρωνικά ανώνυμης πόλης των Μαλλών μετετράπη σε φήμη ότι σκοτώθηκε και – όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις – μεταδόθηκε αστραπιαία σε όλη την στρατιά, μέχρι το κεντρικό στρατόπεδο στη συμβολή του Υδραώτη με τον Ακεσίνη, αλλά και στα μετόπισθεν. Τρόμος κατέλαβε τους Μακεδόνες και πολλά ερωτηματικά τους βασάνιζαν. Ποιός από τους πολλούς καταξιωμένους στρατηγούς θα τον αντικαθιστούσε; Πόσο ομαλή θα ήταν η διαδοχή; Τι θα γινόταν με τους υποταγμένους λαούς, που ευκαιρία περίμεναν να επαναστατήσουν; Τι θα γινόταν με τους βαρβάρους της στρατιάς, κάποιοι από τους οποίους ήταν ήδη ύποπτοι λιποταξίας; Η στρατιά βρισκόταν στην πιο άγνωστη περιοχή της Ασίας, οι λαοί εκεί ήταν οι πιο γενναίοι και πιο αξιόμαχοι και η απόσταση, που μεσολαβούσε ως τις ασφαλείς περιοχές, ήταν τεράστια. Ο θάνατος του Αλεξάνδρου εκείνη τη στιγμή ταυτιζόταν με τον δικό τους αφανισμό.
Όπως ήταν επόμενο, την βεβαιότητα για τον θάνατο του Αλεξάνδρου, που είχε δημιουργήσει η φημολογία της εβδομάδας από την ημέρα του τραυματισμού, δεν μπορούσε να την διαλύσει ούτε η ανακοίνωση ότι ζει, ούτε η επιστολή του ότι επέστρεφε στο κεντρικό στρατόπεδο. Οι περισσότεροι πίστευαν ότι την είχαν πλαστογραφήσει οι σωματοφύλακες και οι στρατηγοί, για να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Όταν το πλοίο, που τον μετέφερε, πλησίασε στο στρατόπεδο, ο Αλέξανδρος διέταξε να αφαιρέσουν τη σκηνή από την πρύμνη, ώστε να τον δει όλο το στρατόπεδο πάνω στο φορείο. Όμως η απελπισία, που είχε καταλάβει τους Μακεδόνες ήταν τέτοια, ώστε πίστεψαν ότι τον έβλεπαν νεκρό. Κάποια στιγμή εκείνος σήκωσε το χέρι του και χαιρέτισε τη στρατιά, που επιτέλους πείστηκε ότι ήταν ζωντανός.
Τότε όλοι αναβόησαν ανακουφισμένοι και κάποιοι έκλαιγαν από τη χαρά τους. Επειδή η ψυχολογία της στρατιάς είχε κλονιστεί σοβαρά, όταν το πλοίο σταμάτησε στην όχθη, ο Αλέξανδρος δεν δέχθηκε να ανεβεί σε φορείο, αλλά πήγε έφιππος ως τη σκηνή του, όπου αφίππευσε και περπάτησε, για να πεισθούν όλοι ότι δεν είχε πάθει κάποια ανεπανόρθωτη βλάβη. Από το πλοίο ως τη σκηνή του η στρατιά τον επευφημούσε, τον χειροκροτούσε και τον έραινε με ταινίες και λουλούδια. Υπήρξαν όμως και οι δύσπιστοι, που χρειάστηκε να τον αγγίξουν ή να τον δουν από πολύ κοντά, για να πεισθούν τελείως. Κάποιοι απ’ τους εταίρους βρήκαν την ευκαιρία και του καταλόγισαν ότι διακινδυνεύει στη μάχη όχι ως στρατηγός αλλά ως στρατιώτης. Είχαν απόλυτο δίκιο κι ο ίδιος ασφαλώς το γνώριζε, αλλά η παρορμητική του φύση αυτό ακριβώς υπαγόρευε.
Η αντίδραση των Μακεδόνων στον τραυματισμό του Αλεξάνδρου δείχνει τη βαθιά εκτίμησή τους προς το πρόσωπό του. Μία εκτίμηση, που δεν είχε κλονισθεί ούτε από τη δολοφονία του Παρμενίωνα, ούτε από το φόνο του Κλείτου, ούτε από τη σύλληψη του Καλλισθένη, ούτε από τις βαρβαρικές συνήθειες που είχε υιοθετήσει, ούτε από την προσκύνηση που απαιτούσε. Όσο κι αν τους εξόργιζε, όσα κι αν του καταμαρτυρούσαν, ο Αλέξανδρος παρέμενε ο βασιλιάς που τους οδήγησε στη δόξα, ο στρατηγός που εμπιστεύονταν να τους οδηγήσει με ασφάλεια έξω από τις επικίνδυνες βαρβαρικές χώρες.
Στο μεταξύ η φήμη ότι ο Αλέξανδρος είχε σκοτωθεί έφτασε πολύ μακρυά. Οι Έλληνες, τους οποίους είχε εποικίσει στη Βακτρία και τη Σογδιανή παρά τη θέλησή τους, δεν μπορούσαν να αντέξουν την ζωή ανάμεσα στους βαρβάρους και θεώρησαν ότι με το θάνατό του, άνοιγε ο δρόμος της επιστροφής τους. Όπως είχε προειδοποιήσει ο Κοίνος, συγκεντρώθηκαν περί τους 3.000, όλοι εμπειροπόλεμοι και αποφασισμένοι να επιστρέψουν στην Ελλάδα. Ξεκίνησαν μία μακρά, δύσκολη και κοπιαστική πορεία και μετά το θάνατο του Αλεξάνδρου ο Περδίκκας επρόκειτο να στείλει εναντίον τους τον Πείθωνα.
Πάντως στις χώρες της Ινδίας η φήμη του θανάτου διαψεύστηκε γρήγορα. Όσοι Μαλλοί δεν είχαν υποταχθεί ακόμη, αποκαρδιωμένοι από τις αποτυχίες και τις συμφορές των προηγουμένων και φοβούμενοι το μένος των Μακεδόνων μετά τον τραυματισμό του Αλεξάνδρου, έστειλαν πρέσβεις και παραδόθηκαν. Το ίδιο έκαναν και οι σύμμαχοί τους, οι Οξυδράκες, που έστειλαν μία πολυπληθέστατη πρεσβεία, αποτελούμενη από τους διοικητές των πόλεων, τους νομάρχες και άλλους 150 επιφανείς πολίτες. Αυτοί, θέλοντας να διατηρήσουν στοιχειωδώς τα προσχήματα, του είπαν ότι περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο ήθελαν την ελευθερία τους, αλλά, αφού ο Αλέξανδρος είχε θεϊκή καταγωγή, δέχονταν να του δώσουν ομήρους, να υπαχθούν στη σατραπεία του Φιλίππου και να πληρώνουν τους φόρους, που θα τους όριζε.
Ο προηγούμενος τραυματισμός ήταν ο σοβαρότερος που υπέστη ο Μέγας Αλέξανδρος, πλην όμως υπήρξαν και άλλοι οι οποίοι ήσαν λιγότερο σοβαροί και προκλήθηκαν στο πεδίο της μάχης….. αγαπημένη τοποθεσία του στρατηλάτη:
– 335 π.Χ. Χτύπημα στο κεφάλι από πέτρα, ενώ μαχόταν κατά των Ιλλυριών.
– 335 π.Χ. Χτύπημα στο λαιμό από σιδερένιο ρόπαλο, ενώ πολεμούσε τους Ιλλυριούς.
– 334 π.Χ. τραύμα στο κεφάλι από ξίφος στην μάχη του Γρανικού
– 333 π.Χ. τραύμα στο μηρό από σπαθί» στην μάχη της Ισσού.
– 332 π.Χ. τραύμα στον αστράγαλο από βέλος» κατά την πολιορκία της Γάζας.
– ……………Εξάρθρωση ώμου κατόπιν πτώσης από το άλογό του.
– 329 π.Χ. τραυματισμός στην κνήμη από βέλος κατά την πολιορκία της Μαρακάνδας (αρχαία ονομασία της Σαμαρκάνδης).
– 327 π.Χ. τραυματισμός από βέλος Ασπασιανού (Ασπασιανή= πόλη στα σύνορα της Ινδίας).
– ……………τραυματισμός στον μηρό.
– 326 π.Χ. τραυματισμός στο στήθος από βέλος που εκτόξευσαν Μαλλοί.
– 325 π.Χ. χτύπημα στο λαιμό, πολεμώντας κατά των Μαλλών.
Ο Μέγας Αλέξανδρος ακολουθώντας το αρχαιοελληνικό πρότυπο διοίκησης πολεμούσε πάντα στην πρώτη γραμμή, διοικώντας δια του παραδείγματος. Οι στρατιώτες του ουδέποτε αισθάνθηκαν μόνοι, αλλά αντιθέτως εμπνέονταν από τον μέγα στρατηλάτη, επιδιώκοντας να φανούν αντάξιοι της εμπιστοσύνης του.
theancientwebgreece.wordpress.com
το είδαμε ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου