24 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΜΥΣTIΚΟ

Του π. Δημητρίου Μπόκου 

Προτοῦ ξημερώσει, νύχτα ἀκόμη, ξύπνησε, καθὼς τὸ συνήθιζε, ὁ γέρο-Φιλάγριος. Ἄλλαξε φυτίλι στὸ καντήλι ποὺ τρεμόσβηνε κι ἀνάβοντας δυὸ κεριὰ μπρὸς στὶς εἰκόνες, διάβασε τὶς ἑωθινές του προσευχές, τὸ Μεσονυκτικὸ καὶ τὸν Ὄρθρο.

Ἔφεγγε γιὰ τὰ καλὰ ὅταν τελείωσε. Τράβηξε τὸ ξύλινο πορτόφυλλο ποὺ ἔκλεινε τὸ ἄνοιγμα τῆς σπηλιᾶς καὶ βγῆκε στὸν ἐξώστη, ἕνα φυσικὸ πλάτωμα τοῦ βράχου πάνω ἀπ’ τὸν γκρεμό. Ἀπὸ χαμηλὰ ἀνέβαινε, μόνιμο τραγούδι στ’ αὐτιά του, τὸ βουητὸ τοῦ νεροῦ, καθὼς κυλοῦσε ὁρμητικὰ στὸ φαράγγι. Τὸ καλοκαίρι μόνο ἡσύχαζε, γινόταν φλύαρο μουρμουρητό, μητρικὸ νανούρισμα στὸν ὕπνο του.

Ἡ ἀνατολὴ ρόδιζε στὸ βάθος κι ἕνα ὑπέροχο σύνολο ἁπαλῶν χρωματισμῶν ξεχυνόταν τριγύρω. Τὰ μάτια του μαγεύτηκαν στὴ θέα τῆς αὐγῆς. Φωνὲς πουλιῶν, θροΐσματα φύλλων, γρυλίσματα ἀγριμιῶν, γέμιζαν ὀμορφιὰ τὴν ἄγρια φύση. Πῶς τ’ ἀγαποῦσε ὅλα αὐτά! Φιλάγριος, βλέπεις!

Ἀνάπνευσε τὸν πρωινὸ ἀέρα κι ἕνα κύμα εὐφορίας φούσκωσε τὴν καρδιά του. 

«Ὡς ἐμεγαλύνθη τὰ ἔργα Σου, Κύριε…»
«Αἰνεῖτε τὸν Κύριον ἐκ τῆς γῆς… τὰ ὄρη καὶ πάντες οἱ βουνοί, …τὰ θηρία καὶ πάντα τὰ κτήνη, ἑρπετὰ καὶ πετεινὰ πτερωτά…» 

Δὲν ἦταν μόνο μιὰ ὄμορφη φθινοπωριάτικη μέρα ἡ σημερινή. Εἶχε κάτι ξεχωριστὸ καὶ γι’ αὐτόν.

Ξαναγύρισε στὸ βάθος τῆς σπηλιᾶς, πῆρε στὰ χέρια του ἕνα μακρὺ ξεφλουδισμένο ξύλο καὶ τό ’φερε ἔξω. Τὸ σήκωσε ψηλὰ καὶ τὸ κοίταξε στὸ φῶς. Ἦταν γεμάτο χαρακιές. Κάθε χαρακιὰ κι ἕνας χρόνος. Πολλὲς χαρακιές, πολλὰ χρόνια!

Χαμογέλασε. Ἔβγαλε τὸν παλιό του σουγιὰ καὶ τράβηξε μιὰ χαρακιὰ ἀκόμα κάτω ἀπ’ τὶς ἄλλες. Ἑκατό!
Σήμερα γινόταν ἑκατὸ χρονῶν! Χαμογέλασε πάλι.

- Ἦρθε ὁ καιρός!… μουρμούρισε.
Ἀνασύροντας τὶς βαρειὲς κουρτίνες τοῦ χρόνου ἡ μνήμη του ἔτρεξε πολὺ πίσω. Τότε πού, δεκάδες χρόνια πρίν, ἀφήνοντας τὸν κόσμο, ξεκινοῦσε τὸ μακρὺ ταξίδι γιὰ τὸ ἀσκηταριό του.

- Θὰ ξαναϊδωθοῦμε στὰ ἑκατό μας, ἂν ζοῦμε, εἶπε στὴ δίδυμη μοναδικὴ ἀδελφή του, βλέποντας τὰ δάκρυα στὰ μάτια της, τάχα ἀστειευόμενος γιὰ νὰ κρύψει καὶ τὴ δική του συγκίνηση. Θὰ γιορτάσουμε μαζὶ τὰ ἑκατοστά μας Χριστούγεννα.

Ἐκείνη χαμογέλασε πικρὰ μὲς στὰ δάκρυά της καὶ τὸν φίλησε γιὰ τελευταία φορά…
- Ἦρθε ὁ καιρός, Μαργαρίτα! ξανάπε καὶ τὰ μάτια του βούρκωσαν. Ποιὸς θὰ τὸ πίστευε! Νὰ ζεῖς ἄραγε;

Ἑτοιμάστηκε, πῆρε τὸ ραβδί του καὶ ξεκίνησε. Περπάτησε μέρες πολλές. Ἄφησε πίσω του βουνὰ καὶ κάμπους, διέσχισε ποτάμια καὶ δάση, πέρασε πολιτεῖες καὶ χωριά. Μὰ ἔβλεπε ἕναν κόσμο ἀγνώριστο. Τεράστια κτίρια, αὐτοκίνητα, φῶτα. Πρωτόγνωρα πράγματα γι’ αὐτόν.

Σὲ μιὰ πράσινη κοιλάδα, ἀνάμεσα σὲ δυὸ βουνά, μιὰ μικρὴ πολιτεία σήμανε τὸ τέρμα τοῦ ταξιδιοῦ του. Ἐδῶ ἦταν ἡ πατρίδα του. Ἀλλαγμένη κι αὐτὴ ἐντελῶς. Προχώρησε σιγὰ γιὰ ’κεῖ ποὺ κάποτε βρισκόταν τὸ σπιτικό τους. Μιὰ πολυκατοικία ὑψωνόταν τώρα στὴ θέση του. Οἱ ἄνθρωποι τὸν κοίταζαν μὲ περιέργεια.

Ρώτησε γιὰ τὴν ἀδελφή του. Εἶχε πεθάνει ἀπὸ χρόνια. Ζοῦσε ὅμως μιὰ κόρη της μὲ τὸν ἄντρα της καὶ τὰ παιδιά τους. Τοῦ ’δειξαν τὸ σπίτι της. Ὁ ἐρημίτης τράβηξε κατακεῖ.

Τὸν δέχτηκαν μὲ χαρά, παρὰ τὴν ἔκπληξη ποὺ δοκίμασαν στὴν ἀπρόσμενη ἐμφάνισή του.
Ἡ ἀνεψιά του, μιὰ μεσόκοπη καλοβαλμένη γυναίκα, βάλθηκε φιλότιμα νὰ περιποιηθεῖ τὸν θεῖο της, ποὺ μόνο ἀκουστὰ τὸν εἶχε ἀπ’ τὴ συχωρεμένη μάνα της. Τοῦ παραχώρησε ἕνα δικό του δωμάτιο γιὰ ὅσον καιρὸ θά ’μενε κοντά τους.

Ἀπόμεναν δυὸ βδομάδες γιὰ τὰ Χριστούγεννα…
Ἀπὸ τὴν ἄλλη κιόλας μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος βάλθηκε νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ τὴ μεγάλη γιορτή. Νὰ τὴ γιορτάσει, ὅπως ἔπρεπε. Νήστευε, διάβαζε προσευχές, ἔκανε μετάνοιες, τὸ κομποσχοίνι του ἔτρεχε ἀσταμάτητα.

Μά, ἔξω ἀπ’ αὐτόν, κανένας ἄλλος δὲν ἔμοιαζε νὰ περιμένει Χριστούγεννα. Κινοῦνταν ὅλοι διαφορετικά. Εἶχαν γυρίσει στὰ καθημερινά τους. Στὴ δουλειὰ οἱ γονεῖς, στὶς σπουδές τους τὰ παιδιά. Τὸ μεσημέρι μαζεύονταν γιὰ φαγητό, ἀλλὰ καμμιὰ φορὰ συγκεντρώνονταν μόνο τὸ βράδυ. Περνοῦσαν σχεδὸν πλούσια. Εἶχαν τὸν τρόπο τους καὶ τὰ βόλευαν.

Κάτι ὅμως δὲν πήγαινε καλά. Ὁ γέρο-Φιλάγριος τὸ διαισθάνθηκε ἀμέσως, βλέποντας συνέχεια πρόσωπα κουρασμένα γύρω του. Σχεδὸν τρόμαξε, ὅταν εἶδε καὶ στὰ παιδιὰ ἀκόμα μάτια μαραμένα, ἀνέκφραστα. Χωρὶς νὰ σπιθίζει μέσα τους ἡ φλόγα τῆς ζωῆς.

- Πόσο θὰ πλήττεις μ’ ὅλα αὐτὰ τὰ βαρετὰ ποὺ κάνεις, παππού! τοῦ εἶπε μιὰ μέρα ὁ μικρότερος γιὸς τῆς ἀνεψιᾶς του, ἀφοῦ γι’ ἀρκετὴ ὥρα τὸν παρατηροῦσε νὰ κυλάει τὸ κομποσχοίνι του.
- Γιατί τὸ λὲς αὐτό, παιδί μου;
- Μὰ αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο ποὺ κάνουμε ὅλοι ἐδῶ πέρα, παππού. Βαριούμαστε! Καὶ πιὸ πολὺ ἐμεῖς τὰ παιδιὰ μὲ τὸ διάβασμα.
Αὐτὸ ἦταν! Ὅλα ἔσβηναν στὴ θαμπὴ ὁμίχλη τῆς ρουτίνας.

Μιὰ θανατερὴ μονοτονία ἔριχνε τὸ καταθλιπτικὸ πέπλο πάνω τους. Κάθε μέρα τὰ ἴδια πράγματα. Ἴδιο πρόγραμμα, ἴδια δουλειά, ἴδιος ρυθμός. Ἴδια, καὶ ὄχι πάντα εὐχάριστα, πρόσωπα. Ἡ ἐπανάληψη, ἀπαράλλαχτα, τοῦ ἴδιου καθημερινοῦ μοτίβου κατάπινε ἀδηφάγα τὴ ζωντάνια τους. Πάνω σὲ ἀγέλαστα, συνοφρυωμένα πρόσωπα μιὰ κάθετη γραμμὴ ἀνάμεσα στὰ μάτια χάραζε τὸ μέτωπο στὰ δυό, ἀποτυπώνοντας τὴν ἔκφραση τοῦ μόνιμα ἀνικανοποίητου ἀνθρώπου.

Καὶ στὴν παραμικρὴ ἀφορμὴ ὅλοι ξεσποῦσαν ἀσυγκράτητα. Κούραση, γκρίνια, ἐκνευρισμός!

Δὲν περνοῦσε μέρα ποὺ νὰ μὴν ἀκούσει ὁ γέρο-μοναχὸς τὸν βαριεστημένο ἀναστεναγμὸ τῆς ἀνεψιᾶς του:
-  Οὔφ! Πῶς ἀντέχω ἀκόμα! Τίποτε εὐχάριστο δὲν ἔχει ἡ ζωή μας. Καμμιὰ ἀλλαγή. Εἶναι τόσο ἄχαρη καὶ μονότονη! Μιὰ κόλαση!

Μιὰ μέρα ὁ γέρο-Φιλάγριος δὲ βάσταξε.
- Γιατί τὸ λὲς αὐτό, κόρη μου; Ἔγινε κόλαση πιὰ καὶ θλιβερὴ μονοτονία ἡ ἀσίγαστη λαχτάρα τῆς καρδιᾶς νὰ βλέπεις γύρω σου αὐτοὺς ποὺ ἀγαπᾶς; Τὸ ν’ ἀντικρύζουν κάθε πρωὶ τὰ μάτια σου τὸν κόσμο ποὺ σὲ συντροφεύει; Τὸν οὐρανό, τὸν ἥλιο, τὰ πουλιά; Πῶς γίνεται νὰ ζεῖς σὰν κόλαση τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Τί θά ’κανες, ἂν ὁ Θεὸς τ’ ἀποτραβοῦσε πίσω;

Τὰ δῶρα τοῦ Θεοῦ; Αὐτὰ ποὺ ἀπόκτησαν μὲ τὸ δικό τους μόχθο μιὰ ὁλόκληρη ζωή;
Θυμήθηκε τὰ λόγια τῆς μάνας της:
«Δὲν εἶναι τίποτε δικό μας. Ἔχουμε μόνο ὅσα θέλει ὁ Θεὸς νὰ ἔχουμε».

Ἔμεινε συλλογισμένη…
Ἡ νύχτα εἶχε προχωρήσει ἀρκετά, ὅταν, ἀποτελειώνοντας ἐπιτέλους τὶς δουλειές της, ἔπεσε ἀποκαμωμένη νὰ κοιμηθεῖ. Ὁ ἄντρας της εἶχε ξαπλώσει ἀπὸ νωρίς. Στὸ διπλανὸ δωμάτιο ἀκουγόταν ἥσυχα ἡ ἀνάσα τῶν παιδιῶν. Μόνο στὸ δωμάτιο τοῦ θείου της ἄναβε ἀκόμα τὸ φῶς.
- Καϋμένε θεῖε! μουρμούρισε. Πῶς ἀντέχεις ἕναν αἰώνα τὰ ἴδια πράγματα! Ἐγὼ θὰ εἶχα τρελλαθεῖ.
Βυθίστηκε σ’ ἕναν ὕπνο βαθύ…
Ξαφνικὰ τὸ κουδούνισμα τοῦ τηλεφώνου ἔσκισε ἄγρια τὴ νυχτερινὴ ἡσυχία. Τινάχτηκε τρομαγμένη.
- Ἐμπρός! φώναξε μὲ πνιγμένη φωνή.
- Ἐλᾶτε γρήγορα! Ἔγινε ἀτύχημα. Ὁ ἄντρας σας μὲ τὸν γιό σας εἶναι στὸ νοσοκομεῖο!
- Ἀτύχημα; Πότε; Πῶς;

Ἡ γραμμὴ ἔκλεισε πρὶν πάρει καμμιὰ ἀπάντηση. Ντύθηκε ἀλαφιασμένη. Τὸ σπίτι ἦταν ἄνω-κάτω. Μὰ πότε ἔγιναν ὅλα αὐτά; Ἔτρεξε στὸ αὐτοκίνητο. Τὸ κεφάλι της βούιζε, πήγαινε νὰ σπάσει. Ἔτρεμε ὁλόκληρη, τὸ τιμόνι χόρευε στὰ χέρια της.

Πάρκαρε μὲ βιάση στὴν εἴσοδο τοῦ νοσοκομείου χτυπώντας μὲ δύναμη τὸ πίσω αὐτοκίνητο.
Οὔτε ποὺ στάθηκε νὰ δεῖ. Ὅρμησε μέσα, ἀλλὰ παντοῦ ἐπικρατοῦσε πανδαιμόνιο. Τὰ ἀσθενοφόρα μπαινόβγαιναν στὴν αὐλὴ τρελλαίνοντας μὲ τὶς σειρῆνες τὸ μυαλό της, ἐνῶ οἱ ψυχρές, γαλαζωπὲς λάμψεις τους ἔσκιζαν σὰν στιλέτα τὴν καρδιά της.

Ἔτρεχε στοὺς ἀχανεῖς διαδρόμους, μὰ τὰ πόδια της ἦταν μολύβι ἀσήκωτο. Ἄρρωστοι, τραυματίες, γεμάτα φορεῖα συνέθεταν τὸ μακάβριο πλάνο. Πουθενὰ ὁ ἄντρας της καὶ τὸ παιδί της. Μὲ τὴν ἀγωνία της ν’ ἀνεβαίνει στὸ ζενίθ, βλέπει ξαφνικὰ δυὸ νοσοκόμους νὰ σπρώχνουν, τρέχοντας σχεδόν, στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου τὰ φορεῖα τους. Οἱ τραυματίες εἶχαν τὰ μάτια κλειστά, δεμένα τὰ κεφάλια τους μὲ ματωμένες γάζες. Τῆς φάνηκε πὼς ἦταν οἱ δικοί της.
- Μιὰ στιγμή! Περιμένετε! φώναξε μ’ ὅλη της τὴ δύναμη.
Μὰ οἱ νοσοκόμοι, σὰ νὰ μὴν ἄκουσαν τίποτε, ἔσπρωξαν τὰ περιστρεφόμενα πορτόφυλλα τοῦ χειρουργείου καὶ χάθηκαν πίσω τους. Ἐκεῖνα ἐπέστρεψαν μὲ φόρα φέρνοντάς της κατάμουτρα, σὰν εἰρωνεία, τὴν φαρδειὰ ἐπιγραφή τους:

Μὰ ποιὸς λογάριαζε τώρα τέτοια; Τὰ ἔσπρωξε κι αὐτὴ μὲ δύναμη καὶ χύθηκε ὁρμητικὰ ξωπίσω τους. Δὲν πρόλαβε νὰ κάνει βῆμα, ὅταν δυὸ ἀτσαλένιες τανάλιες τὴν κράτησαν ἀκίνητη κι ἕνας πανύψηλος νοσοκόμος τὴν πέταξε στὶς πλάκες τοῦ διαδρόμου. Σωριάστηκε χτυπώντας δυνατὰ στὸ δάπεδο τὸ κούτελό της καί, βγάζοντας μιὰ δυνατὴ κραυγή,… ξύπνησε.

Ναί! Ἦταν μόνο ἕνα ὄνειρο! Ἕνας φριχτὸς ἐφιάλτης!
Ἀνακαθισμένη στὸ κρεβάτι ἀνάσαινε βαριὰ μὲ τὸ πρόσωπο λουσμένο στὸν ἱδρώτα. Τὰ παιδιά, ὁ ἄντρας της, ὅλοι εἶχαν μαζευτεῖ ἀπ’ τὶς φωνές της γύρω της. Βλέποντάς τους νὰ τὴν τριγυρίζουν, ἕνα κύμα ἀγάπης ξεχείλισε ἀπ’ τὴν καρδιά της γιὰ ὅλους. Ὁ γέρο-Φιλάγριος ξεπρόβαλε ἀπὸ τὴν πόρτα. Μόλις τὸν ἀντίκρυσε, ξέσπασε αὐθόρμητα:

- Ὢ θεῖε! Τί κόλαση νὰ μᾶς πάρει πίσω ὁ Θεὸς τὰ δῶρα του! Τί εὐτυχία ἔχουμε καὶ δὲν τὸ νοιώθουμε!
Χαμογέλασε ὁ γεράκος καλοκάγαθα.
- Ὑπάρχουν καὶ χειρότερα, παιδί μου. Τὰ δῶρα του εἶναι θαυμάσια καὶ εἶναι σίγουρα φριχτὴ κόλαση νὰ τὰ χάνεις. Μὰ εἶναι ἀσύγκριτα φριχτότερη ἡ κόλαση νὰ χάσεις Ἐκεῖνον ποὺ τὰ δίνει. Τὰ δῶρα του, ὅσο ὑπέροχα κι ἂν εἶναι, δὲν παύουν νά ’ναι μικρὸ μόνο δεῖγμα τῆς ἄρρητης ὀμορφιᾶς Ἐκείνου ποὺ τὰ χαρίζει.

Ἄκουγαν ὅλοι ἀμίλητοι, προσεχτικοί. Ὁ γέροντας συνέχισε:
- Νοιώθουμε εὐτυχία μὲ τὰ δῶρα του; Ἀνείπωτη ὅμως εὐτυχία θά ’τανε νὰ ἔχουμε Αὐτὸν τὸν ἴδιο! Θὰ ζούσαμε σὰν σὲ παράδεισο! Ποιὸς θά ’νοιωθε ἀνία τότε; Ποιὰ πληκτικὴ μονοτονία θὰ μποροῦσε νὰ εἰσβάλει στὴ ζωή του, ἀκόμα κι ἂν ζοῦσε ἑκατὸ χρόνια σὲ μιὰ σπηλιὰ στὴν ἐρημιά;
- Αὐτὸ εἶναι λοιπὸν τὸ μυστικό σου, παππού; ρώτησε κάποιος.
- Ναί, παιδί μου! Ὅταν ἀγαπᾶς, δὲν νοιώθεις πλήξη. Ποτὲ δὲν σοῦ εἶναι βαρετὸ νὰ κάνεις κάτι γιὰ νὰ δείξεις τὴν ἀγάπη σου. Ἀντίθετα, τὸ λαχταρᾶς. Ψελλίσματα λαχτάρας εἶναι καὶ οἱ προσευχές μου. Ἐρωτικὸ τραγούδι, τὰ λόγια της ἀγάπης μου γιὰ Ἐκεῖνον, ποὺ νύχτα-μέρα ἀναζητῶ καὶ λαχταρῶ ἀδιάκοπα νὰ συναντήσω. Πῶς νὰ μπουχτίσω, ὅταν μ’ αὐτὰ τοῦ ἐκφράζω τὴν ἀγάπη μου; Ἡ πλήξη συνοδεύει μόνο τὴν ἀνέραστη ζωή!

Τὴ νύχτα τῶν Χριστουγέννων οἱ καμπάνες γέμισαν τὸν ἀέρα τῆς μικρῆς πόλης μὲ ἤχους γιορτινούς.

Ἐκεῖνα τὰ Χριστούγεννα γιόρτασαν ὅλοι χαρούμενοι. Εἶχαν ξαναβρεῖ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον κι ὅλοι μαζὶ τὸν Θεό.
…Κι ὁ γέρο-Φιλάγριος εἶπε πὼς ἦταν τὰ καλύτερά του Χριστούγεννα!…



Share

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Λίγες οδηγίες πριν επισκεφθείτε το ιστολόγιό μας (Για νέους επισκέπτες)

1. Στην στήλη αριστερά βλέπετε τις αναρτήσεις του ιστολογίου μας τις οποίες μπορείτε ελεύθερα να σχολιάσετε επωνύμως, ανωνύμως ή με ψευδώνυμο, πατώντας απλά την λέξη κάτω από την ανάρτηση που γραφει "σχόλια" ή "δημοσίευση σχολίου" (σας προτείνω να διαβάσετε με προσοχή τις οδηγίες που θα βρείτε πάνω από την φόρμα που θα ανοίξει ώστε να γραψετε το σχόλιό σας). Επίσης μπορείτε να στείλετε σε φίλους σας την συγκεκριμένη ανάρτηση που θέλετε απλά πατώντας τον φάκελλο που βλέπετε στο κάτω μέρος της ανάρτησης. Θα ανοίξει μια φόρμα στην οποία μπορείτε να γράψετε το email του φίλου σας, ενώ αν έχετε προφίλ στο Facebook ή στο Twitter μπορείτε με τα εικονίδια που θα βρείτε στο τέλος της ανάρτησης να την μοιραστείτε με τους φίλους σας.

2. Στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας μπορείτε να βρείτε το πλαίσιο στο οποίο βάζοντας το email σας και πατώντας την λέξη Submit θα ενημερώνεστε αυτόματα για τις τελευταίες αναρτήσεις του ιστολογίου μας.

3. Αν έχετε λογαριασμό στο Twitter σας δινεται η δυνατότητα να μας κάνετε follow και να παρακολουθείτε το ιστολόγιό μας από εκεί. Θα βρείτε το σχετικό εικονίδιο του Twitter κάτω από τα πλαίσια του Google Friend Connect, στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας.

4. Μπορείτε να ενημερωθείτε από την δεξιά στήλη του ιστολογίου μας με τα διάφορα gadgets για τον καιρό, να δείτε ανακοινώσεις, στατιστικά, ειδήσεις και λόγια ή κείμενα που δείχνουν τις αρχές και τα πιστεύω του ιστολογίου μας. Επίσης μπορείτε να κάνετε αναζήτηση βάζοντας μια λέξη στο πλαίσιο της Αναζήτησης (κάτω από τους αναγνώστες μας). Πατώντας την λέξη Αναζήτηση θα εμφανιστούν σχετικές αναρτήσεις μας πάνω από τον χώρο των αναρτήσεων. Παράλληλα μπορείτε να δείτε τις αναρτήσεις του τρέχοντος μήνα αλλά και να επιλέξετε κάποια συγκεκριμένη κατηγορία αναρτήσεων από την σχετική στήλη δεξιά.

5. Μπορείτε ακόμα να αφήσετε το μήνυμά σας στο μικρό τσατάκι του blog μας στην δεξιά στήλη γράφοντας απλά το όνομά σας ή κάποιο ψευδώνυμο στην θέση "όνομα" (name) και το μήνυμά σας στην θέση "Μήνυμα" (Message).

6. Επίσης μπορείτε να μας στείλετε ηλεκτρονικό μήνυμα στην διεύθυνσή μας koukthanos@gmail.com με όποιο περιεχόμενο επιθυμείτε. Αν είναι σε προσωπικό επίπεδο θα λάβετε πολύ σύντομα απάντησή μας.

7. Τέλος μπορείτε να βρείτε στην δεξιά στήλη του ιστολογίου μας τα φιλικά μας ιστολόγια, τα ιστολόγια που παρακολουθούμε αλλά και πολλούς ενδιαφέροντες συνδέσμους.

Να σας υπενθυμίσουμε ότι παρακάτω μπορείτε να βρείτε χρήσιμες οδηγίες για την κατασκευή των αναρτήσεών μας αλλά και στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας ότι έχει σχέση με δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα.

ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΠΕΡΙΗΓΗΣΗ

Χρήσιμες οδηγίες για τις αναρτήσεις μας.

1. Στις αναρτήσεις μας μπαίνει ΠΑΝΤΑ η πηγή σε οποιαδήποτε ανάρτηση ή μερος αναρτησης που προέρχεται απο άλλο ιστολόγιο. Αν δεν προέρχεται από κάποιο άλλο ιστολόγιο και προέρχεται από φίλο αναγνώστη ή επώνυμο ή άνωνυμο συγγραφέα, υπάρχει ΠΑΝΤΑ σε εμφανες σημείο το ονομά του ή αναφέρεται ότι προέρχεται από ανώνυμο αναγνώστη μας.

2. Για όλες τις υπόλοιπες αναρτήσεις που δεν έχουν υπογραφή ΙΣΧΥΕΙ η αυτόματη υπογραφή της ανάρτησης. Ετσι όταν δεν βλέπετε καμιά πηγή ή αναφορά σε ανωνυμο ή επώνυμο συντάκτη να θεωρείτε ΩΣ ΑΥΣΤΗΡΟ ΚΑΝΟΝΑ ότι ισχύει η αυτόματη υπογραφή του αναρτήσαντα.

3. Οταν βλέπετε ανάρτηση με πηγή ή και επώνυμο ή ανώνυμο συντάκτη αλλά στη συνέχεια υπάρχει και ΣΧΟΛΙΟ, τότε αυτό είναι ΚΑΙ ΠΑΛΙ του αναρτήσαντα δηλαδή είναι σχόλιο που προέρχεται από το ιστολόγιό μας.

Σημείωση: Να σημειώσουμε ότι εκτός των αναρτήσεων που υπογράφει ο διαχειριστής μας, όλες οι άλλες απόψεις που αναφέρονται σε αυτές ανήκουν αποκλειστικά στους συντάκτες των άρθρων. Τέλος άλλες πληροφορίες για δημοσιεύσεις και πνευματικά δικαιώματα μπορείτε να βρείτε στην κάτω μπάρα του ιστολογίου μας.