Στή Βιβλική γλώσσα ἡ λέξη «ὁδός» νοηματοδοτήθηκε κατά ἕνα μοναδικό τρόπο. Ὁ Χριστός ὀνόμασε τόν ἑαυτό Του ὡς Ὁδό, Ζωή καί Ἀλήθεια. Οἱ λέξεις Ὁδός, Ζωή καί Ἀλήθεια πῆραν ὑποστατικό περιεχόμενο, τό περιεχόμενο τοῦ Δευτέρου Προσώπου τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ μας.
Ἔτσι, ὁ Χριστός εἶναι ὄχι μόνον ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια καί ἡ Ὑποστατική Ζωή, ἀλλά καί ἡ Ὑποστατική Ὁδός, ὁ τρόπος δηλαδή πρόσβασης στήν ὄντως Ἀλήθεια καί Ζωή, πού εἶναι ὁ Ἴδιος.
Ἡ Ὑποστατική Ὁδός δέν εἶναι μιά ἀντικειμενοποιημένη πραγματικότητα, πού μπορεῖ νά τήν προσεγγίσει καί νά τήν ἐννοήσει κάποιος ἁπλῶς διανοητικά, ἀλλά εἶναι κυριολεκτικά μιά ζωντανή πραγματικότητα, ἡ ὁποία γνωρίζεται βιωματικά καί κατά μετοχή, μόνο μέσα στήν Ἐκκλησία, καί ὁπωσδήποτε κάτω ἀπό πολύ συγκεκριμένες θεολογικές καί ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, στίς ὁποῖες καί θά ἀναφερθοῦμε.
Ἐδῶ, ἁπλῶς, θά ὑπενθυμίσω τήν σχετική Βιβλική μαρτυρία. Ὁ Ἀπόστολος Φίλιππος – πρίν τήν Πεντηκοστή – ζητᾶ ἀπό τόν Χριστό νά τοῦ δείξει τόν Θεό Πατέρα καί ὁ Χριστός τοῦ ἀποκαλύπτει τόν τρόπο γνώσεως τοῦ Ἀνάρχου Πατρός. «Λέγει αὐτῷ ὁ Φίλιππος· Κύριε, δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα, καί ἀρκεῖ ἡμῖν. Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· τοσοῦτον χρόνον μεθ᾿ ὑμῶν εἰμι καί οὐκ ἔγνωκάς με Φίλιππε; Ὁ ἑωρακώς ἐμέ ἑώρακεν τόν Πατέρα· πῶς σύ λέγεις· δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα; Οὐ πιστεύεις ὅτι ἐγώ ἐν τῷ Πατρί καί ὁ Πατήρ ἐν ἐμοί ἐστίν;» (Ἰω. 14, 8-10). Ἤδη, λίγο νωρίτερα, ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε στούς μαθητές Του τήν νέα ἀσύλληπτη πραγματικότητα τῆς Ἐκκλησίας. «Πορεύομαι», τούς εἶπε, «ἑτοιμάσαι τόπον ὑμῖν· καί ἐάν πορευθῶ καί ἑτοιμάσω τόπον ὑμῖν, πάλιν ἔρχομαι καί παραλήψομαι ὑμᾶς πρός ἑμαυτόν, ἵνα ὅπου εἰμί ἐγώ καί ἡμεῖς ἦτε. Καί ὅπου ἐγώ ὑπάγω οἴδατε τήν ὁδόν. Λέγει αὐτῷ Θωμᾶς· Κύριε, οὐκ οἴδαμεν ποῦ ὑπάγεις· πῶς οἴδαμεν τήν ὁδόν; Λέγει αὐτῷ ὁ Ἰησοῦς· ἐγώ εἰμί ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα, εἰ μή δι᾿ ἐμοῦ. Εἰ ἐγνώκειτέ με, καί τόν Πατέρα μου ἄν ᾔδειτε. Ἀπ᾿ ἄρτι γινώσκετε αὐτόν καί ἑωράκατε» (Ἰω. 14, 2-7).
Ὁ Χριστός ἀπεκάλυψε στόν Ἀπόστολο Φίλιππο ὅτι ἔβλεπε μόνον ἐξωτερικά τόν Χριστό, ἀλλά χωρίς μετοχή στήν θεότητά Του. Γι᾿ αὐτό, στό αἴτημα τοῦ Φιλίππου: «δεῖξον ἡμῖν τόν Πατέρα», ὁ Χριστός ἀπαντᾶ χρησιμοποιῶντας ἄλλο ρήμα: «οὐκ ἔγνωκάς με», τοῦ λέγει.
Ἔτσι, στόν διάλογο αὐτό, ὁ Χριστός μᾶς πληροφορεῖ αὐθεντικά ὅτι ἡ θεογνωσία δέν προκύπτει ἀπό τήν ἐξωτερική θέα τῶν αἰσθητῶν ὀφθαλμῶν, ἀλλά ἀπό τήν ἁγιοπνευματική-βιωματική γνώση, πού παρέχουν οἱ μεταμορφωμένες ἐν Χριστῷ αἰσθήσεις, στόν ὑπαρξιακό «τόπο» τοῦ Θεανθρώπινου, τοῦ μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τήν Ἐκκλησία. Αὐτόν τόν «τόπο» ἑτοίμασε ὁ Χριστός μέ τό σωτηριῶδες ἔργο τῆς Θείας Οἱκονομίας καί κατεξοχήν μέ τήν Πεντηκοστή, ἱδρύοντας θεσμικά τήν Ἐκκλησία Του. Ἐντασσόμενος ὁ πιστός καί παραμένοντας ἐνεργῶς στήν Ἐκκλησία, εἶναι σωματικά ὅπου καί ὁ Χριστός καί ὁ Θεός Πατέρας, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι, τόσο κατά τό ἱστορικό του παρόν, ὅσο καί στούς ἄληκτους αἰῶνες. Ἄλλωστε, παραμένοντας ἐνεργά στόν ὑπαρξιακό μας «τόπο», τήν Ἐκκλησία, βιώνουμε ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι τόν χρόνο μας ἐμβολισμένο στήν αἰώνια ζωή. Ἔτσι, ὁ προσωπικός, ἱστορικός χρόνος μας παίρνει τήν ἐσχατολογική διάστασή του καί γίνεται αἰώνιος.
Ἡ πρόσβαση στήν Ὑποστατική Ἀλήθεια καί Ζωή γίνεται μέ τόν Ἴδιο τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος λειτουργεῖ καί ὡς ὑπαρξιακός-βιωματικός τρόπος πρόσβασης καί πρός τόν Θεό Πατέρα ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ. Ὅπως εἴπαμε ἤδη νωρίτερα, ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι «οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι᾿ ἐμοῦ» (Ἰω. 14,6). Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός εἶναι ἡ Ζωή καί ἡ Ὁδός, πού ἑνώνει τόν πιστό μέ τόν Τριαδικό Θεό.
Ὁ κάθε πιστός, ὡς ὀργανικά ἐνταγμένος στό Θεανθρώπινο σῶμα τοῦ Χριστοῦ, βρίσκεται ὑπαρξιακά στό μυστηριακό σῶμα τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ. Ἑπομένως, εἶναι καί καλεῖται νά εἶναι πάντοτε βιωματικά, ὡς «συν-οδικός», στήν Ἐκκησία. Μέσα σέ αὐτό τό πλαίσιο, θά πρέπει νά κατανοηθεῖ κάι ἡ ρήση τοῦ Χριστοῦ: «Οὗ γάρ εἰσι δύο ἤ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τό ἐμόν ὄνομα, ἐκεῖ εἰμι ἐν μέσῳ αὐτῶν» (Ματθ. 18,20). Τό ἑρμηνευτικό «κλειδί» ἐδῶ εἶναι ἡ διά τῆς προσευχῆς ἀμετεώριστη παραμονή ὄντως στό Ὄνομα τῆς Ὑποστατικῆς Ὁδοῦ.
Τοῦτο, πρακτικῶς, σημαίνει ὅτι ὁ πιστός, παραμένοντας μυστηριακῶς καί βιωματικῶς στήν Ὑποστατική Ὁδό, ὀφείλει καί μπορεῖ – μέ τήν ἐνεργοποίηση τοῦ Ἁγίου Χρίσματός Του – νά ἔχει «νοῦν Χριστοῦ» καί νά ζεῖ ἐν Χριστῷ, δηλαδή νά ζεῖ ὁ Χριστός «ἐν αὐτῷ», σύμφωνα μέ τήν πληροφόρηση τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «ζῶ δέ οὐκέτι ἐγώ, ζῆ δέ ἐν ἐμοί ὁ Χριστός».
Ἐδῶ θά ἦταν σκόπιμο νά μείνουμε λίγο ἀκόμη, γιά νά διευκρινίσουμε περισσότερο τήν Βιβλικά θεμελιωμένη θεολογική γνωσιολογία, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, γιά νά κατανοήσουμε βαθύτερα τόν ἐμπειρικό καί βιωματικό χαρακτῆρα τῆς θεογνωσίας, ἐπειδή φρονοῦμε ὅτι μέ τόν τρόπο αὐτό θά προσεγγίσουμε καλύτερα τήν Συνοδικότητα, ὡς Ἁγιοπνευματικό τρόπο ὁριοθετήσεως τῆς πίστεως καί τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας.
Καταρχήν, ἄς διαβάσουμε τό Βιβλικό χωρίο, τό ὁποῖο μᾶς πληροφορεῖ αὐθεντικά γιά τόν βιωματικό χαρακτῆρα τῆς θεογνωσίας, στό πλαίσιο τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς καλεῖ στήν ἐμπειρική διαπίστωση τῆς ἀξιοπιστίας τῶν λόγων Του, καί στήν παροῦσα ζωή. «Δεῦτε πρός με», λέγει, «πάντες οἱ κοπιῶντες καί πεφορτισμένοι, κἀγώ ἀναπαύσω ὑμᾶς. Ἄρατε τόν ζυγόν μου ἐφ᾿ ὑμᾶς καί μάθετε ἀπ᾿ ἐμοῦ (καί ὄχι ἀπό ἄλλον) ὅτι πρᾶός εἰμι καί ταπεινός τῇ καρδίᾳ, καί εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν· ὁ γάρ ζυγός μου χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. 11, 28-30).
Μέ ἄλλα λόγια, ὁ Χριστός μᾶς διαβεβαιώνει ὅτι, τηρῶντας τό θέλημά Του, θά ἔρθει χαρισματικά μέσα μας καί θά Τόν γνωρίσουμε βιωματικά, ὡς πρᾶο καί ταπεινό, ἐπειδή μόνον ὅταν τηροῦμε τό θέλημά Του τόν ἀγαποῦμε ἀληθινά. Τότε γινόμαστε μέτοχοι τῆς ἄκτιστης ζωῆς Του, ἡ ὁποία χαρακτηρίζεται ἰδιαίτερα γιά τήν πραότητα τῆς ἄκτιστης ἀγάπης Του καί τῆς ἄκτιστης ταπεινώσεώς Του.
Σέ ἄλλη συνάφεια τοῦ λόγου Του, ὁ Χριστός μᾶς μίλησε ἀπερίφραστα γι᾿ αὐτήν τήν χαρισματική Θεοφάνεια, γιά τήν πραγματική δηλαδή φανέρωσή Του ἐντός μας, ὑπό τήν σαφῆ, πάντοτε, προϋπόθεση τῆς τηρήσεως τῶν ἐντολῶν Του, ἡ ὁποία προϋπόθεση πιστοποιεῖ ἐμπειρικῶς τήν ἀγάπη μας πρός Αὐτόν. «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς», μᾶς λέει, «ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δέ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπό τοῦ Πατρός μου, κἀγώ ἀγαπήσω αὐτόν καί ἐμφανίσω αὐτῷ ἑμαυτόν» (Ἰω. 14,21).
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι φανερό ὅτι στήν Ἐκκλησία, ὄχι μόνον ὁ τρόπος πρόσβασης καί παραμονῆς στήν Ὁδό – πού εἶναι ὁ Χριστός – εἶναι ἐμπειρικός, ἀλλά καί ἡ θεογνωσία καί ἡ ἐξ αὐτῆς θεολογία, ὡς ἐν Χριστῷ ζωή, εἶναι κατεξοχήν ἐμπειρική-βιωματική, ἐπειδή τήν «πάσχουμε» ὑπαρξιακά, καί τήν οἰκειωνόμαστε χαρισματικά, ὡς γνώση ὑπέρ φύσιν, ὑπέρ νοῦν καί ὑπέρ αἴσθησιν, ἀλλά ἐν πάσῃ αἰσθήσει.
Ἄλλωστε, ἡ μάθηση καί ἡ γνώση στά ἀρχαῖα Ἑλληνικά καί στήν Βιβλική γλῶσσα δέν ἔχει τόν χαρακτῆρα τόσο τῆς ἁπλῆς πληροφόρησης, ὅσο κυρίως τόν χαρακτῆρα τῆς βιωματικῆς προσεγγίσεως καί μετοχῆς τοῦ περιεχομένου τῆς γνώσεως. Μέσα στό πνεῦμα αὐτό τῆς βιωματικῆς γνώσεως, μᾶς λέει ὁ Χριστός: «γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν – πού εἶναι ὁ Ἴδιος – καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς» (Ἰω. 8,32).
Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν ἡ γνώση – γιά τήν ὁποία μιλᾶ ὁ Χριστός – δέν εἶναι βιωματική καί ἄν ἡ ἀλήθεια δέν εἶναι πραγματική-Ὑποστατική, δέν εἶναι δυνατόν νά μᾶς ἐλευθερώσει αὐτή ἡ γνώση ὑπαρξιακά ἀπό τόν κοσμοκράτορα τοῦ κόσμου τῆς πονηρίας διάβολο, ἀπό τήν ὑπαρξιακῶς βιούμενη ἁμαρτία, ἀλλά καί ἀπό τόν θάνατο, νοούμενο ὡς ὑπαρξιακή διάζευξη καί χωρισμό ἀπό τήν ὄντως Ὑποστατική Ζωή, τόν Χριστό.
Ὁ λόγος τοῦ Χριστοῦ ἔχει πάντοτε βιωματικό καί ἀποδεικτικό χαρακτῆρα. Ἔτσι, τηρῶντας τίς ἐντολές Του ἔχουμε καί τό τεκμήριο τῆς ἀξιοπιστίας Του, ἄμεσα. Γι᾿ αὐτό, μᾶς διαβεβαιώνει ἀδιάψευστα: «εὑρήσετε ἀνάπαυσιν ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν». Ἡ χαρισματική κατάσταση τῆς «ἀναπαύσεως» μᾶς καταξιώνει ὡς «συνοδικούς» Του. Ἐπ᾿ αὐτοῦ, θά ἐπανέλθουμε ἀργότερα.
Ποιά σχέση ἔχουν ὅμως ὅλα τά παραπάνω μέ τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας;
Ἡ Συνοδικότητα ἀποτελεῖ τόν θεσμικό, ἀλλά καί ἁγιοπνευματικό ἐκεῖνο τρόπο, μέ τόν ὁποῖο ὁριοθετεῖται ἀδιαμφισβητήτως ἡ πίστη καί ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ Συνοδικότητα, ὡς θεσμικός τρόπος ἐκφράσεως τῆς Ἐκκλησίας, ἔχει δογματικές προϋποθέσεις. Οἱ προϋποθέσεις αὐτές ἀνάγονται στήν Ἁγιοτριαδική ζωή, στό ἐπίπεδο ὅμως τῆς θείας Οἰκονομίας, καί θεμελιώνονται κατεξοχήν στό Χριστολογικό δόγμα, ἀλλά καί κατ᾿ ἐπέκταση στήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας, νοουμένης ὡς μυστηριακοῦ σώματος τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ.
Χωρίς αὐτές τίς προϋποθέσεις, οἱ ὁποῖες ἔχουν βιωματικό καί γι᾿ αὐτό προσδιοριστικό χαρακτῆρα, ἡ Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας κενώνεται ἀπό τό οὐσιαστικό περιεχόμενό της καί καταντᾶ ἕνας ἀνθρώπινος θεσμός, ὁπότε ἐκπίπτει ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό χαρακτήρα του.
Οἱ Ἁγιοτριαδικές προϋποθέσεις τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας ἀναγνωρίζονται μέ σαφήνεια στό ἐπίπεδο τῆς θείας Οἰκονομίας. Ἔτσι, ὁ Τριαδικός Θεός κατά τήν φανέρωσή Του στόν κόσμο καί τήν Ἱστορία ἐμφανίζεται νά ἐνεργεῖ «συνοδικά». Ὅλα στή δημιουργία καί τήν ἐν Χριστῷ ἀναδημιουργία γίνονται «συνοδικά», γίνονται πάντοτε «ἐκ Πατρός, δι᾿ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι». Στόν Τριαδικό Θεό δέν εἶναι μόνο ἡ οὐσία μία καί ἡ αὐτή, εἶναι μία καί ἡ ἐκ τῆς θείας οὐσίας ἐνέργεια, ἡ θέληση καί τό θέλημα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἐμφανέστερα, ὅμως, τονίζεται στή δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία γίνεται μέ τήν κοινή βούληση τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως διατυπώνεται στήν Ἁγία Γραφή: «Ποιήσωμεν ἄνθρωπον, κατ᾿ εἰκόνα ἡμετέραν καί καθ᾿ ὁμοίωσιν». Ἀλλά καί ἡ ἀναδημιουργία τοῦ ἀνθρώπου μέ τό ἔργο τοῦ Χριστοῦ, διά τῆς Ἐκκλησίας, εἶναι εὐδοκία τοῦ Πατρός, τῇ συνεργείᾳ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Κατά συνέπεια, ὑπάρχει ἀπόλυτη ταυτότητα στήν βούληση, ἐνέργεια καί πράξη τῶν Τριῶν Θείων Προσώπων, τά ὁποῖα λειτουργοῦν συνοδικά. Καί, ἐπειδή οἱ ἄνθρωποι δημιουργήθηκαν κατ᾿ εἰκόνα καί καθ᾿ ὁμοίωσιν τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὀφείλουν καί μποροῦν – ἀφοῦ ἔχουν σέ κτιστό ἐπίπεδο, βεβαίως, τίς ὀντολογικές προδιαγραφές, ὡς πραγματικές καί χαρισματικές προϋποθέσεις – νά λειτουργοῦν συνοδικά, κατά τό πρότυπό τους.
Ἡ πρακτική ὅμως δυνατότητα γιά τήν συνοδική λειτουργία τῶν ἀνθρώπων θεμελιώνεται στό Χριστολογικό δόγμα. Καταρχήν, στό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ Λόγου – τοῦ Ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος – κατά τήν ἐνανθρώπησή Του συνῆλθαν καί λειτούργησαν συνοδικά καί ἀκέραια οἱ δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ, ἡ θεία καί ἡ ἀνθρώπινη.
Ἡ παραπάνω δογματική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας διατυπώθηκε μέ κάθε ἀκρίβεια στούς δογματικούς Ὅρους - Ἀποφάσεις τῆς Δ΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Ὁ Ὅρος τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φύσεων τοῦ Χριστοῦ, ἐνῶ ὁ Ὅρος τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἀναφέρεται στήν «σύνοδο» τῶν δύο φυσικῶν θελήσεών Του, ἐξαρτωμένων φυσικῶς ἐκ τῶν δύο ἀκεραίων φύσεών Του.
Εἰδικότερα, γιά τίς δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ – πού ἀφοροῦν ἄμεσα καί λειτουργικά τήν Συνοδικότητα τῆς Ἐκκλησίας – στόν Ὅρο τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου σημειώνονται τά ἑξῆς, χαρακτηριστικῶς: «Καί δύο φυσικάς θελήσεις, ἤτοι θελήματα, ἐν αὐτῷ, καί δύο φυσικάς ἐνεργείας «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως» (πρόκειται γιά τόν Ὅρο τῆς Δ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου), κατά τήν τῶν ἁγίων Πατέρων διδασκαλίαν, ὡσαύτως κηρύττομεν· καί δύο μέν φυσικά θελήματα οὐχ ὑπεναντία, μή γένοιτο..., ἀλλά ἑπόμενον τό ἀνθρώπινον αὐτοῦ θέλημα, καί μή ἀντιπῖπτον ἤ ἀντιπαλαῖον, μᾶλλον μέν οὖν καί ὑποτασσόμενον τῷ θείῳ αὐτοῦ καί πανσθενεῖ θελήματι». (Βλ. Ἰω. Καρμίρη, Τά δογματικά καί συμβολικά μνημεῖα τῆς Ὀρθοδόξου Καθολικῆς Ἐκκλησίας, Τόμ. Α΄, 222-223).
Οἱ δύο θελήσεις τοῦ Χριστοῦ, λοιπόν, ἑνώθηκαν – ὅπως καί οἱ φύσεις Του – «ἀδιαιρέτως, ἀτρέπτως, ἀμερίστως, ἀσυγχύτως», πρᾶγμα πού διασφαλίζει τήν ἑνότητα, ἀλλά καί τήν ἰδιαιτερότητα καί ἀκεραιότητα τῶν δύο θελήσεων. Οἱ θελήσεις τοῦ Χριστοῦ – ἐνῶ παραμένουν ἀδιαίρετα ἑνωμένες καί ἐνῶ διατηροῦν «ἀτρέπτως καί ἀσυγχύτως» τά φυσικά χαρακτηριστικά καί τήν ἰδιαιτερότητά τους – δέν ἀντίκεινται ἡ μία πρός τήν ἄλλη, ἀλλά ἡ ἀνθρώπινη θέληση ἀκολουθεῖ καί ὑποτάσσεται στή θεία θέληση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ ὑποταγή τῆς ἀνθρωπίνης θελήσεως στή θεία θέληση ἀποτελεῖ καί ἑρμηνευτικό «κλειδί» γιά τήν κατανόηση τῆς ἀναμαρτησίας καί τοῦ ἀλαθήτου τοῦ Χριστοῦ, κατά τήν ἀνθρώπινη φύση Του. Ἀποτελεῖ ὅμως καί τό «κλειδί» κατανοήσεως τῆς Συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἑρμηνείας τοῦ ἀλαθήτου τῶν Ἀποφάσεων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὐτό θά γίνει σαφέστερο ἀπ᾿ ὅσα θά ποῦμε παρακάτω.
συνεχίζεται στο 2ο μέρος ΕΔΩ
(Πηγή: Αντιαιρετικό σεμινάριο της Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας Ε.Β.Β. & Β., πού ἔγινε τήν Δευτέρα 17-10-2016)
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου