Του Κωνσταντίνου Τσάτσου
Όσοι επεκοινώνησαν είτε με τραυματίας, είτε με πολεμιστάς της πρώτης γραμμής, έσχον την ευκαιρίαν να διαπιστώσουν ότι δεν παραλείπουν ποτέ να μνημονεύσουν την κατά τόπους προβληθείσαν σθεναράν αντίστασιν του εχθρού και όσας μεμονωμένας ηρωικάς πράξεις αντελήφθησαν ιδίοις όμμασιν.
Είναι μάλιστα χαρακτηριστικόν ότι τα περί φυγής των Ιταλών ως λαγών, τα περί δειλίας όλου του ιταλικού στρατού και όσα άλλα τοιαύτα διασκεδάζουν την ανυπομονησίαν του αμάχου πληθυσμού, δεν προέρχονται από τους πολεμιστάς μας. Τόσον διότι είναι ιππόται και δεν καταδέχονται να μεταχειρίζωνται άλλα όπλα, εκτός από τα ευγενή όπλα του πολέμου, όσον και διότι προφανώς αντιθέτως προς τους αμάχους εδοκίμασαν την σκληρότητα του αγώνος και την δύναμιν αντιστάσεως του αντιπάλου.
Βεβαίως δεν παραγνωρίζομεν ότι η ευθυμία τονώνει ψυχικώς, όταν συνδυάζεται μάλιστα με αρκετά στοιχεία αληθείας. Αλλά από του σημείου αυτού μέχρι του σημείου να λησμονώμεν το μέγεθος του αγώνος τον οποίον αντιμετωπίζει ο Έλλην στρατιώτης, όχι μόνον διότι οι Ιταλοί είναι πλουσιώτερον εξωπλισμένοι, αλλά και τέλος πάντων διότι αυτά τα πολλά όπλα κάποιοι τα μεταχειρίζονται κατά κάποιον τρόπον, υπάρχει απόστασις η οποία δεν είναι ορθόν να παροράται1. Δι' αυτό, παραλλήλως προς τας επισήμους και ημιεπισήμους ανακοινώσεις, οφείλομεν όλοι να υπομιμνήσκωμεν την σκληρότητα του διεξαγομένου αγώνος και κατ' ακολουθίαν και την εις πολλά σημεία απεγνωσμένην αντίστασιν του εχθρού.
Αλλά αφού έχομεν να κάνωμεν με ισχυρώς εξωπλισμένους και προβάλλοντας τοιαύτην αντίστασιν εχθρούς, διατί ούτοι παντού εκάμφθησαν προ των ελληνικών όπλων και εκεί ακόμη όπου επέδειξαν ομολογουμένως γενναιότητα;
Η απάντησις είναι απλή και διανοίγει μίαν από τας μυστικάς πτυχάς της ελληνικής δυνάμεως. Εις το αντίπαλον στρατόπεδον μεμονωμένοι σχηματισμοί και μεμονωμένα άτομα έπραξαν μέχρις εσχάτων το καθήκον τους. Ο Ελληνικός Στρατός όμως, αντιθέτως, είναι ηρωικός όχι κατ' άτομα μόνον, αλλά ως αρραγής ενότης. Οι ατομικοί ηρωισμοί μόνοι τους, όσον και αν τιμούν τα άτομα τα οποία τους επέδειξαν, δεν αντέχουν προ της συμπαγούς δυνάμεως ενός στρατού ο οποίος, εμποτισμένος από ένα κοινόν πνεύμα και μίαν κοινήν πίστιν, αποτελεί οιονεί έναν ήρωα.
Αι ηρωικαί πράξεις των Ελλήνων δεν είναι παρά η έκφρασις ενός όλου, το οποίον κινείται με τον αυτόν ρυθμόν και με την αυτήν δύναμιν. Χωρίς να παύουν να είναι άθλοι ενός ατόμου, αι ηρωικαί πράξεις του Έλληνος είναι όμως ταυτοχρόνως και οργανικαί κινήσεις ενός μεγάλου ηρωικού σώματος, του κατά την ψυχήν και το πνεύμα και την θέλησιν αδιαιρέτου και ομοουσίου Ελληνικού Στρατού. Αι μεμονωμέναι ηρωικαί πράξεις, όταν δεν συνοδεύωνται από τον συντονισμένον ρυθμόν όλου του στρατεύματος, πνίγονται και καταντούν άχρηστοι μέσα εις την ασυναρτησίαν του καταρρέοντος όλου.
Ο ατομικός ηρωισμός δεν έχει την δύναμιν να αντισταθή εις τον εθνικόν ηρωισμόν, εις τον Ελληνικόν ηρωισμόν. Εθνικόν διότι η ψυχική και οργανική ενότης του στρατού εκτείνεται επί ολοκλήρου του Έθνους, έκαστος δε Έλλην πολεμιστής έχει την συνείδησιν ότι μάχεται παρακολουθούμενος και υποστηριζόμενος από έναν αδιαίρετον λαόν, από μίαν εθνικήν οικογένειαν.
Τι να σας κάνη απέναντι της ακαταλύτου αυτής δυνάμεως ο ψυχικώς ασυγκράτητος και διχασμένος Ιταλός; Ο δυσπιστών προς τους πλησίον του, ο αμφιβάλλων διά τους μετόπισθεν, ο γνωρίζων ότι αγνοεί την αλήθειαν.
Αλλά είναι και κάτι άλλο.
Υπάρχει κάτι το οποίον ίσως να ελησμονήσαμεν και ημείς, το οποίον φαίνεται να παρείδον2 και αρκετοί ξένοι. Όπως εξήγγειλεν ο Έλλην Βασιλεύς «Ο άνθρωπος δεν είναι στέλεχος άβουλον αγέλης». Το πανανθρώπινον τούτο αίτημα εις την Ελλάδα είναι πραγματικότης. Εις την Ιταλίαν είναι όνειρον.
Ο Έλλην στρατιώτης είναι και στρατηγός, είναι και αρχηγός του κράτους, είναι ολόκληρη η Ελλάς. Όχι διότι παρακούει ή ορίζει, αλλά διότι έχει αδιάκοπα την εποπτείαν του όλου. Διότι εις πάσαν στιγμήν τοποθετεί συνειδητά τον εαυτόν του εκεί που πρέπει μέσα εις το όλον και τον συσχετίζει με αυτό. Βαδίζει διότι γνωρίζει, και μόνον διότι γνωρίζει, πού πηγαίνει. Έχει ιστορικήν και πολιτικήν συνείδησιν. Δεν είναι «στέλεχος άβουλον αγέλης».
Τι να αντιτάξη απέναντι αυτού του πολεμιστού και εκείνος ακόμη ο στρατιώτης ο οποίος έχει καλάς διαθέσεις ως άτομον, αλλά ο οποίος εγαλουχήθη επί έτη τώρα με ένα πνεύμα αγελαίον και υπό τον διαρκή θόρυβον κυμβάλων αλαλαζόντων3και καταπνιγόντων εν τω αλαλαγμώ των πάσαν ατομικήν πρωτοβουλίαν και αν ακόμη υπήρχε δυνατότης τοιαύτης.
Είναι λοιπόν εντελώς περιττόν, έστω και παίζοντες, να υποτιμώμεν τους εχθρούς μας, αφού μένοντες πιστοί εις την αλήθειαν, δυνάμεθα να υψώσωμεν κάθε Έλληνα πολεμιστήν υπεράνω και του γενναιοτέρου αντιπάλου. Όσοι επεκοινώνησαν με τραυματίας γνωρίζουν ήδη αυτόν τον λόγον. Αλλά όταν θα γραφή η ιστορία αυτού του πολέμου, θα κατανοήσουν τότε όλοι πλέον ότι το συντελούμενον υπό του Ελληνικού ηρωισμού άθλον4 είναι μεγαλύτερον από εκείνο το οποίον αντιλαμβάνεται και η πλέον φιλόπατρις φαντασία.
1. παροράται: αγνοείται, παραγνωρίζεται
2. παρείδον: παρέβλεψαν, άφησαν απαρατήρητο
3. κύμβαλα αλαλάζοντα: άνθρωποι κούφιοι, κενοί περιεχομένου
4. άθλον: αγώνας, κοπιώδης προσπάθεια
Το ανωτέρω άρθρο του Κωνσταντίνου Τσάτσου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Ασύρματος» την Πρωτοχρονιά του 1941.
---
Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος γεννήθηκε το 1899 στην Αθήνα, όπου και έζησε μέχρι το θάνατό του, το 1987. Ήταν παντρεμένος με την Ιωάννα Σεφεριάδου και είχε δυο κόρες. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Παράλληλα με τις σπουδές του ασχολήθηκε με τα έργα των κλασσικών ελλήνων και λατίνων συγγραφέων, καθώς και με την νεοελληνική λογοτεχνία και την ποίηση.
Στις 20 Ιουνίου 1975 ο Κωνσταντίνος Τσάτσος εξελέγη από τη Βουλή Πρόεδρος της Δημοκρατίας, με 210 ψήφους επί 295 παρόντων βουλευτών. Διετέλεσε Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας μέχρι το Μάιο του 1980.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου