Είναι ο μόνος λαός που ποτέ του δεν διεκδίκησε την επιστροφή στα πατρώα εδάφη. Και, ακόμη πιο μυστηριωδώς για μας τους υπολοίπους, διέγραψε από τη συλλογική του μνήμη ως και το ποια ήταν αυτή η πατρίδα. Δεν κράτησε στις λαϊκές παραδόσεις του όχι μόνο κάποιο έπος του αλλά ούτε το ελάχιστο δημοτικό τραγούδι που θα διηγούνταν το από πού, πότε και πώς συνέβη ο ξεριζωμός του. Το μόνο που διεκδίκησε - μόλις το 1971 - ήταν να μην τον ονομάζουν πια με τα διάφορα ονόματα που διάλεγαν οι άλλοι αλλά με εκείνα που ο ίδιος προτιμούσε: Ρομά ο λαός τους και Ρομανί οι ίδιοι.
Το αίτημά του έγινε δεκτό από τους διεθνείς οργανισμούς και με το πέρασμα στον νέο αιώνα συνειδητοποιήσαμε όλοι αίφνης πως το πολιτικώς ορθόν ήταν πλέον να αποκαλούμε Ρομά όσους παλαιότερα ονομάζαμε Αθίγγανους, Τσιγγάνους ή Γύφτους.
Αλλά γιατί είναι έτσι το σωστό και όχι αλλιώς; Και αν εκείνα τα ονόματα ήταν λάθος, πώς προέκυψαν; Και αφού οι ίδιοι «δεν ξέραν πούθε κρατάει η σκούφια τους», ποιος μας λέει ότι το νέο όνομα είναι και το αρχικό τους; Χώρια που το Ρομανί ηχεί περίεργα οικείο σε όλες τις πάλαι ποτέ κτήσεις των Ρωμαίων στα μέρη μας: Ρωμυλία ή Ρούμελη λεγόταν η Στερεά Ελλάδα, Ανατολική Ρωμυλία η Βόρεια Θράκη, Ρωμανία η τωρινή Ρουμανία. Να 'ναι, λοιπόν, ένα όνομα που προσεταιρίστηκαν εκ των υστέρων επειδή από τα μέρη αυτά πρωτοπάτησαν στην Ευρώπη; Εκείνοι απορρίπτουν την καχυποψία μας μετά βδελυγμίας: Ρομά, λένε, σημαίνει στη γλώσσα τους «άνθρωπος» και μάλιστα «παντρεμένος», «νοικοκύρης».
Το επιχείρημα θα αρκούσε αν κρίναμε μόνο βασιζόμενοι στις εντυπώσεις από εξέχοντα μέλη του λαού αυτού, όπως ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Μπομπ Χόσκινς και ο ημέτερος πολυαγαπημένος Κώστας Χατζής. Λέμε όμως να ψάξουμε το θέμα επιστημονικά, τόσο ιστορικά και γλωσσολογικά όσο και γονιδιακά. Και αυτό είναι ένα... κουβάρι ιδιαίτερα μπερδεμένο.
Το όνομα
«Τσιγγάνοι» προέρχεται είτε από παραφθορά της λόγιας λέξης «αθίγγανοι» είτε από το τουρκικό «τσιγκάν», που σημαίνει πάμπτωχος, ή... από όνομα που τους συνόδευσε από τη χώρα καταγωγής τους.
Λαθρομετανάστες του Μεσαίωνα
Λίγο πριν από την πρώτη χιλιετία μ.Χ. το πολύπαθο Βυζάντιο έγλειφε τις πληγές του από τις απανωτές επιθέσεις Ρώσων, Αράβων και Βουλγάρων, χωρίς να φαντάζεται ακόμη τη διαλυτική εμφάνιση των Σταυροφοριών και τη μετεγκατάσταση των Τούρκων στη Μ. Ασία. Τότε, το 800 μ.Χ., σημειώνεται και η πρώτη αναφορά στο όνομα Ατσίγγανοι: κατά τη διάρκεια ενός λιμού η Αγία Αθανασία έδωσε τροφή σε «ξένους που ονομάζονταν Ατσίγγανοι» κάπου στη Θράκη. Λίγο μετά, το 803 μ.Χ., ο Θεοφάνης ο Εξομολογητής έγραψε πως ο αυτοκράτωρ Νικηφόρος βοηθήθηκε από τους Ατσίγγανους στην καταστολή μιας εξέγερσης «μέσω της μαγικής τους γνώσης». Και ύστερα, το 1054 μ.Χ., στο αγιορείτικο κείμενο «Η ζωή του Αγίου Γεωργίου του Αναχωρητή» γράφτηκε πως ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος ΙΧ ο Μονομάχος απαλλάχθηκε από άγρια θηρία που έτρωγαν τα κοπάδια του με δηλητηριασμένα δολώματα που έβαλαν οι Ατσίγγανοι.
Με το όνομα όμως αυτό ήταν γνωστή στα ίδια χρόνια μια μανιχαϊστική αίρεση περιβόητη για τις τελετές μαγείας της. Να είχαν δώσει αυτό το όνομα και στους μελαψούς ξένους λόγω της «παρόμοιας τέχνης»; Πάντως εφεξής οι βυζαντινοί λόγιοι τους ανέφεραν ως Αθίγγανους (δηλαδή, αυτοί που δεν τους αγγίζεις), πράγμα που παραπέμπει ευθέως στον ορισμό των κατώτερων τάξεων της κοινωνίας των Ινδών. Το όνομα «Τσιγγάνοι» που υιοθέτησε στη συνέχεια γι' αυτούς ο απλός λαός προέρχεται είτε από παραφθορά της λόγιας λέξης είτε από το τουρκικό «τσιγκάν», που σημαίνει πάμπτωχος ή... από όνομα που τους συνόδευσε από τη χώρα καταγωγής τους.
Οι Δυτικοευρωπαίοι άρχισαν να τους αναφέρουν δύο αιώνες μετά: το 1322 μ.Χ. ο φραγκισκανός μοναχός Σίμων Σιμεώνις περιέγραψε «Ατσίγγανους» που ζούσαν στην Κρήτη, το 1350 ο Λουντόλφους Ζουντχάιμ τους ανέφερε ως «Μαντιπόλους» (μάντεις περιφερόμενους από πόλη σε πόλη) που κατέληξαν σκλάβοι στην Ηπειρο και κατέφυγαν στην ενετική Κέρκυρα. Εκεί έγιναν κολίγοι που ανήκαν στο Feudum Acinanorum. Αλλά το από πού είχαν έρθει αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται ότι δεν το γνώριζε κανείς. Οι προσκυνητές των Αγίων Τόπων που μεταστάθμευαν στη Μεθώνη τους έβλεπαν εκεί να φτιάχνουν σπαθιά και υπέθεταν ότι είχαν έρθει από την Αίγυπτο (Αιγύπτιοι - Γύφτοι - Gypsies). Αλλωστε και οι ίδιοι φρόντιζαν να λένε στους Δυτικούς μια βολική ιστορία που τους έκανε συμπαθείς: ήταν, λέει, μια φυλή καταραμένη από τον Θεό να περιπλανιέται επειδή είχε απαρνηθεί τον Θεάνθρωπο Χριστό και τώρα ήταν κυνηγημένη από τους αλλόπιστους, Αραβες και Τούρκους. Η ιστορία αυτή τους έδωσε «διαβατήριο» για τις χώρες των χριστιανών, αλλά ίσως έτσι ξεκίνησε και η φημολογία ότι «οι Γύφτοι σκάρωσαν τα καρφιά που σταύρωσαν τον Χριστούλη».
Πώς έγιναν «μποέμ»
Στους αιώνες που η Οθωμανική Αυτοκρατορία εξαπλωνόταν στις χώρες που πριν ανήκαν στους Βυζαντινούς οι Ατσίγγανοι / Αθίγγανοι / Γύφτοι / Ρομά προπορεύονταν ως λαθρομετανάστες: με το που κατέλαβαν οι Τούρκοι τη Μολδοβλαχία, το 1410, κύματα Τσιγγάνων πέρασαν στη Βοημία. Ο αυτοκράτωρ Σιγισμούνδος της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Εθνους εντυπωσιάστηκε τόσο από τα ταλέντα τους ως διασκεδαστών της αυλής που τους εξέδωσε διαβατήρια για ελεύθερη διέλευση προς όποια ευρωπαϊκή χώρα ήθελαν. Ετσι έγιναν γνωστοί στη Γαλλία ως Βοημοί (ο όρος μποέμ για τους γλεντζέδες προέρχεται από εκείνη την εποχή) και έφθασαν και στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία.
Στην ίδια τη Βοημία που κάποτε τους έμπασε στην Ευρώπη ψηφίστηκε το 1538 ο πρώτος νόμος περιστολής τους, για να ολοκληρωθεί το 1545 με το διάταγμα των Αψβούργων που έλεγε ότι «όποιος σκοτώνει Γύφτο δεν διαπράττει έγκλημα». Στα επόμενα 400 χρόνια οι Τσιγγάνοι έζησαν ουσιαστικά ως σκλάβοι - τόσο στην Ευρώπη όσο και στη Ρωσία -, για να κορυφωθεί ο ρατσισμός εναντίον τους κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, όταν εξοντώθηκαν περίπου 220.000 Τσιγγάνοι στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των ναζί.
Τους Λούρι αυτούς τους συναντάμε αμέσως μετά στα περίχωρα της Βαγδάτης, όπου οι Αραβες τους αποκαλούν Τζατ. Η εκεί παρασιτική παρουσία τους καταλήγει σύντομα σε πολεμική σύρραξη, με αποτέλεσμα να φθάσουν καταδιωγμένοι κάποτε στην Αίγυπτο. Πιθανόν κάποιοι από αυτούς να έφθασαν και στα μέρη μας, οπότε έγιναν γνωστοί ως Αιγύπτιοι - Γύφτοι. Αλλά ήταν απλά το «πρώτο κύμα».
Οι Τσιγγάνοι της Περσίας ισχυρίζονται ότι τότε βρέθηκε η φυλή τους (Λομά) μετεγκατεστημένη στην επαρχία Βασπουρακάν της Αρμενίας. Το 1021 ο ηγέτης της επαρχίας ονόματι Σενεκερίμ Αρντζρούνι αντάλλαξε τη Βασπουρακάν με εδάφη στη Σεβάστεια της βυζαντινής Κιλικίας, απέναντι από την Κύπρο. Σημειώνουμε ότι η μετανάστευση αυτή συμπίπτει χρονολογικά με την πρώτη εμφάνιση Αθίγγανων στην Κωνσταντινούπολη. Στο αρμένικο Βασίλειο της Κιλικίας όμως έφτασαν σύντομα οι Σελτζούκοι Τούρκοι, οι Σταυροφόροι και οι Μογγόλοι.
Επί δύο αιώνες οι Τσιγγάνοι της Αρμενίας έγιναν «μπαλάκι» στα χέρια τους, μέχρι που το 1375 το βασίλειο αυτό κατέρρευσε οριστικά και Αρμένιοι και Τσιγγάνοι κατέφυγαν με γενοβέζικα πλοία στη σημερινή Μολδαβία ιδρύοντας το βασίλειο της Βεσσαραβίας. Δίπλα τους ήταν η σημερινή Ρουμανία, όπου οι Τσιγγάνοι βρήκαν άδεια βοσκοτόπια για τα άλογά τους, αλλά κατέληξαν σκλάβοι στους ντόπιους βοεβόδες.
Οι σφαγές του Ταμερλάνου
Μεγάλος αριθμός μελών της φυλής των Λομά κατέληξε επίσης στο σημερινό Αζερμπαϊτζάν. Στον Βίο του Ταμερλάνου που έγραψε ο Σύριος Αχμάντ ιμπν Αραμπσάχ (1389-1450) διαβάζουμε για περίεργα περιστατικά που συνέβησαν στα πρώτα χρόνια εξουσίας του μεγάλου στρατηλάτη (θυμίζουμε ότι αυτός ο μουσουλμάνος Μογγόλος ξεπάστρεψε στη συνέχεια 17 εκατομμύρια ανθρώπους, ήτοι το 5% του τότε παγκόσμιου πληθυσμού).
Τρεις φορές, λέει, ξεκίνησε ο στρατηγός για εκστρατεία, για να βρει και τις τρεις φορές τους Τσιγγάνους να έχουν καταλάβει την πρωτεύουσά του. Τελικά κατέσφαξε τους περισσοτέρους και οι υπόλοιποι διασκορπίστηκαν. Το 1398, όμως, όταν ο Ταμερλάνος εισέβαλε στο Μουλτάν της Ινδίας, βρήκε απέναντί του μια στρατιά από Τζατ, ομόφυλους των Λομά. Επακολούθησε νέα μεγάλη σφαγή αυτών των «καταραμένων» και ξεριζωμός όσων γλίτωσαν. Και λίγο πριν από την τρομερή τελική μάχη του Δελχί ο ανελέητος Μογγόλος αποκεφάλισε μπροστά στον ινδό βασιλιά 100.000 αιχμαλώτους του! Το ηθελημένο ή συμπτωματικό κυνηγητό των Λομά/Τζατ/Τσιγγάνων από τις ορδές του Ταμερλάνου συνεχίστηκε όταν αυτός ήρθε σε σύρραξη με τους Σελτζούκους Τούρκους.
Ετσι μοιάζει τελείως λογικό το ότι η καταδιωκόμενη αυτή φυλή συνέχισε να κινείται δυτικά, προς το Βυζάντιο και την Ευρώπη, ξεγράφοντας σταδιακά από τη θύμησή της τον τόπο καταγωγής της και την προοπτική επιστροφής σ' αυτόν.
Ποιες είναι οι φυλές των Τσιγγάνων;
Γλωσσολογικά οι Τσιγγάνοι διαχωρίζονται σε τρεις φυλές: τους Ρομά, τους Ντομά και τους Λομά. Οι Ρομά είναι η πολυπληθέστερη φυλή, απαρτιζόμενη από αρκετές υποδιαιρέσεις της: τους Καλντέρα, τους Καλντεράς και τους Κουρά- ρα, που είναι κυρίως σιδηρουργοί, ξυλουργοί και καλαθοπλέκτες, αλλά και τους Λοβάρα, που είναι
Οι Τσιγγάνοι που συναντάμε σε Μαρόκο, Τυνησία, Αλγερία στις χώρες δηλαδή της περιοχής Μαγκρέμπ (οι Νταρ-μπούσι-φαλ), στην Αίγυπτο (οι Γκάγκαροι), στη Μέση Ανατολή και στη ΝΑ Τουρκία ανήκουν γενικά στη φυλή των Ντομά και εξειδικεύονται στα ακροβατικά και στην ταχυδακτυλουργία. Εντυπωσιακό είναι το ότι οι Ντομά της Αιγύπτου είναι στην πλειονότητά τους χριστιανοί κόπτες.
Στην Αρμενία, στη Γεωργία και στο Ιράν συναντούμε την τρίτη και πιο ολιγάριθμη φυλή, των Λομά, που εξειδικεύεται στην εκτροφή αλόγων. Συνολικά ο πληθυσμός τους ανά τον κόσμο εκτιμάται στα 12 εκατομμύρια.
Στη Θράκη κυρίως αλλά και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας παραδοσιακά αποκαλούν τους Ρομά «κατσίβελους». Το γιατί... ελάχιστοι πια το γνωρίζουν.
Η προέλευση της λέξης είναι από τη λατινική captivus (αιχμάλωτος, σκλάβος), που στα μεσαιωνικά λατινικά έγινε cattivello (σκλαβωμένος, δύστυχος). Το προφανές θα ήταν να πούμε πως οι λατινόφωνοι Βλάχοι έδωσαν από λύπηση αυτό το προσωνύμιο στους ρακένδυτους Τσιγγάνους όταν τους πρωτογνώρισαν. Αλλά υπάρχει και μια πιο ιστορική ερμηνεία: τους πρώτους αιώνες παρουσίας τους στα Βαλκάνια οι πολυπληθείς Τσιγγάνοι της Ρουμανίας ζούσαν υπό καθεστώς σκλαβιάς στη λατινόφωνη εκείνη χώρα. Οι Ελληνες Βλάχοι ανεβοκατέβαιναν, ως γνωστόν, τα Βαλκάνια για εμπορικές δοσοληψίες.
Πιθανότατα λοιπόν τους γνώρισαν ως σκλάβους και «σκλάβους» τους ονόμασαν, στα λατινικά.
Τούρκοι και Ρομά
Μπορεί οι παραδόσεις μας να λένε ότι οι Τούρκοι χρησιμοποίησαν την «άστεγη φυλή» άλλοτε ως σιδεράδες του στρατού τους, άλλοτε ως απαγωγείς παιδιών για τα χαρέμια και άλλοτε ως κοινούς κατασκόπους, αλλά η μεταξύ τους σχέση δεν ήταν ποτέ σχέση εμπιστοσύνης. Ενδεικτικό είναι το ακόλουθο δημώδες ανέκδοτο που κυκλοφορεί από αιώνες στη γειτονική χώρα:
Πηγαίνει μια μέρα ο Γύφτος στο τζαμί. Κατά τύχη βρίσκει θέση μόνο δίπλα στον νταή του χωριού, τον Καρά Ρουστέμ. Οταν τελειώνει η λειτουργία και όλοι στρέφουν το κεφάλι δεξιά - κατά πώς κάνει ο ιμάμης -, ο Γύφτος το στρέφει αριστερά, προς τον Καρά Ρουστέμ.
Βγαίνοντας από το τζαμί, κάποιος τον ρωτάει γιατί γύρισε το κεφάλι ανάστροφα. Τότε εκείνος του απαντά: «Ο Αλλάχ συγχωρεί, αλλά ο Καρά Ρουστέμ ποτέ!».
Το μυστικό του ατσαλιού
Μια ολότελα απίστευτη εξήγηση για τον ξεριζωμό των Τσιγγάνων από την Ινδία προέκυψε ως πιθανή πριν από 11 χρόνια, όταν διερευνούσαμε σε άρθρο μας «Το μυστήριο του δαμασκηνού σπαθιού». Εκεί σημειώναμε μεταξύ άλλων τα εξής:
Είναι εντυπωσιακό ότι το ατσάλι, το ισχυρότατο αυτό κράμα σιδήρου και άνθρακα, μας έδωσε το πρώτο δείγμα του σε ένα μαχαίρι που βρέθηκε στην Κύπρο, χρονολογούμενο περί το 1.200 π.Χ. Στα σίγουρα, πάντως, τα σπαθιά από ατσάλι τα πρωτοσυναντάμε ιστορικά στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Ο ίδιος ο Αριστοτέλης είχε εξυμνήσει τις αρετές των εγχειριδίων της Ανατολής και μας είναι γνωστό ότι ο Αλέξανδρος είχε δώσει εντολή να κατάσχεται κάθε μεταλλείο και μεταλλουργείο που βρισκόταν στα εδάφη που κατακτούσε. Οταν ο ινδός βασιλιάς Πώρος συνθηκολόγησε μαζί του, του χάρισε τριάντα λίβρες από το καλύτερο ινδικό ατσάλι και ένα σπαθί.
Η απορία είναι γιατί οι Μακεδόνες - και οι Ρωμαίοι που τους διαδέχθηκαν - δεν επωφελήθηκαν από την τεχνογνωσία σφυρηλάτησης ομογενούς ατσαλιού των χωρών που γνώρισαν. Η απάντηση των επιστημόνων μεταλλουργών ήταν ότι τα χυτήρια των Ευρωπαίων, από την Αρχαιότητα ως και τον Μεσαίωνα, έφθαναν ως τους 1.200 βαθμούς Κελσίου και όχι στους 1.500 που χρειαζόταν αυτή η κατεργασία. Ηταν άγνωστο πώς οι ινδοί μεταλλουργοί το κατάφερναν και... σίγουρα κράτησαν καλά το μυστικό τους.
Το 1999 μια νέα αρχαιολογική ανακάλυψη έριξε φως στο μυστήριο αφήνοντας περιθώριο για νέες εικασίες ως προς τον ρου της Ιστορίας: στα ερείπια της πόλης Γκιαούρ Καλά του Τουρκμενιστάν βρέθηκαν τρία καμίνια του 1.000 μ.Χ., με πήλινο φούρνο, τροφοδοτούμενο με αέρα από κάτω, που όντως μπορούσε να φθάσει τους 1.500 βαθμούς. Ο υπεύθυνος των ανασκαφών δρ Ντάφιντ Γκρίφιθς, του Πανεπιστημιακού Κολεγίου του Λονδίνου, δήλωσε ότι πρόκειται για την πιο εξεζητημένη μεταλλουργική τεχνολογία που έχει ανασκαφεί ποτέ. Ποια είναι όμως η Γκιαούρ Καλά και γιατί βρέθηκε εκεί αυτή η τεχνογνωσία; Οπως υποψιάζεται κανείς από το όνομα, πρόκειται για ελληνιστική πόλη: ήταν η πρωτεύουσα της Βακτριανής, Σογδιανής, Μαργιανής και μετέπειτα Σελεύκειας.
Το αν οι κατοπινοί κατακτητές της υπήρξαν κοινωνοί του μυστικού του ατσαλιού δεν μας είναι ιστορικά γνωστό. Πάντως, ως την πρόσφατη ιστορική εποχή η εθνική ημέρα των Τούρκων περιελάμβανε το άναμμα ενός καμινιού, εις μνήμην της πηγής της δύναμής τους.
Το 626 μ.Χ. κατηφόρισαν προς τα εδάφη των Αράβων, πολέμησαν άγρια μαζί τους για 90 χρόνια και έπειτα προσχώρησαν στη μουσουλμανική κυριαρχία του χαλιφάτου της Δαμασκού. Σύντομα βρέθηκαν να κυριαρχούν στον στρατό του χαλίφη και γύρω στο 1000 μ.Χ. κατέλαβαν επ' ονόματί του το Ινδουστάν.
Στα χρόνια της τουρκικής κατάκτησης της Ινδίας σημειώθηκε και η πρώτη ερήμωση των εκεί μεταλλείων σιδήρου. Οι εργάτες τους υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν τον τουρκικό στρατό και η φυλή-παρίας των μεταλλωρύχων της Χαϊντεραμπάντ απογυμνώθηκε από όσους γνώριζαν το μυστικό κατεργασίας του ατσαλιού. Να έχει αυτό άμεση σχέση με την παλιά μας αντίληψη για τον «σιδερά γύφτο» που υπηρετούσε τα οθωμανικά ασκέρια στα Βαλκάνια;
Μια ένδειξη για τέτοια σχέση μάς έδωσε η λεπτομερής περιγραφή των σιδεράδων γύφτων της Μεθώνης από τον Arnold von Harff το 1499: σημείωσε γεμάτος απορία ότι χύτευαν το σίδερο σε «χωνευτά καμίνια», σκαμμένα κάτω από τα πόδια τους, στο χώμα. Εκείνο που δεν γνώριζε ο γερμανός περιηγητής ήταν ότι μια τέτοια διάταξη λειτουργούσε σαν... χύτρα ταχύτητας που ανέβαζε πολύ υψηλά τη θερμοκρασία. Οι σημερινοί μερακλήδες μεταλλουργοί που επιχειρούν να φτιάξουν ατσάλινα σπαθιά με την παραδοσιακή «δαμασκηνή μέθοδο» καταφεύγουν ακριβώς στο ίδιο κόλπο.
Τέλος, τώρα μαθαίνουμε ότι στα γειτονικά μας Σκόπια μια φυλή Τσιγγάνων λέγεται «Κοβάτσια», που στην ινδική διάλεκτο του Πουντζάμπ σημαίνει «Σιδηρουργοί». Μια άλλη ονομάζεται «Μπαρουτσιέ», δηλαδή «Πυριτιδοκατασκευαστές», και μια τρίτη «Τοπχανσά», δηλαδή «Χυτευτές κανονιών». Είναι οι φυλές των Τουρκόγυφτων, που, σύμφωνα με τη στρατιωτική ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, παρείχαν τέτοιου είδους υπηρεσίες στον Σουλτάνο ως το 1912. Αν μη τι άλλο, στον τομέα των όπλων ο ξεριζωμένος αυτός λαός «μορφώθηκε» περνώντας από τα σπαθιά στα κανόνια.
πηγη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου