Ιστορικό της ανάγλυφης εικόνας
Φωτιά, καπνός κι ἀντάρα στά παράλια της Μεσογείου. Τά κουρσάρικα καράβια τῶν Σαρακηνῶν ὀργώνουν ἐλεύθερα τά καταγάλανα νερά τοῦ Αἰγαίου καί σκορποῦν τή συμφορά καί τόν ὄλεθρο στά δαντελωτά ἀκρογιάλια του. Οἱ Σαρακηνοί, σάν γύπες, ἀράζουν ὅπου μυρίζονται τροφή κι ἀνοίγουν τίς μπουκαπόρτες τους καί ξερνοῦν ὅ,τι χειρότερο μπορεῖ νά δείξει τό ἀνθρώπινο γένος. Κορμιά μαῦρα σάν τό σκοτάδι, ἀνθρώπους θεριά, τούς φοβερούς Σαρακηνούς, τή φοβέρα τῶν παραλίων οἰκισμῶν, τή συμφορά.
Δέν ἔχουν τίποτα τό ἱερό, δέν πιστεύουν σέ κανένα Θεό, γι’ αὐτούς Θεός εἶναι τό πλιάτσικο, σύντροφός τους ὁ μπαλτάς καί τό μαχαίρι, εὐχαρίστησή τους τό ἄλικο αἷμα καί τό κρασί. Μοιάζουν πολύ τά δύο αὐτά καί τ’ ἀγαποῦν ἐξίσου.
Ὁρμοῦν σάν πληγές τοῦ Φαραώ στίς παράλιες πόλεις καί τά χωριά καί σκορποῦν τήν συμφορά. Σφάζουν ἀνθρώπους καί ζωντανά. Καῖνε καί ρημάζουν στό πέρασμά τους.
Τήν πιό μεγάλη ὅμως ἐρήμωση, τήν ἔπαθαν τά νησιά μας. Ἀπροστάτευτα καθώς ἦταν καί σκορπισμένα μέσα στή γαλανή ἀγκαλιά τοῦ Αἰγαίου, τράβηξαν πιότερο τήν προσοχή καί τή λαιμαργία τῶν Σαρακηνῶν. Οἱ κάτοικοι, ὅσοι πρόλαβαν νά γλυτώνουν, τραβήχτηκαν στό ἐσωτερικό γιά νά ἀποφύγουν τή μανία τῶν Σαρακηνῶν.
Ἡ Λέσβος, ἕνα ἀπό τά πιό ὄμορφα καί πλούσια νησιά μας, ὑπῆρξε στόχος περισσότερο τῶν Σαρακηνῶν. Ἴσως γιατί ἡ πλούσια γῆ της καί τό ἀνεπτυγμένο ἐμπόριο τῶν κατοίκων τῶν παραθαλασσίων συνοικισμῶν πού ἔκαμαν τά ἀρχοντικά σπίτια τους, νά εἶναι γεμάτα ἀπό γεννήματα καί πολίτικα καί Βενετσιάνικα ἀσημικά καί χρυσαφικά, ἦταν ἕνα μεγάλο κίνητρο γιά τούς ἁρπαγές.
Τήν ἐποχή ἐκείνη, τό Βυζαντινό κράτος δέν μποροῦσε νά ἀντιδράσει καί νά τούς χτυπήσει, ἐπειδή εἶχε νά κάνει μέ πολλούς καί σπουδαιότερους ἐχθρούς, ἴσως πάλι γιατί τό νησί μεγάλο καθώς εἶναι, καί μέ ἀκρογιαλιές, γεμάτες κολπίσκους, φυσικά λιμάνια, ἀπόμερα, ἀπήνεμα καί ἀσφαλῆ ἀπό τά μάτια κάθε ἐχθροῦ, νά ἔκανε τούς Σαρακηνούς νά τό βλέπουν μέ περισσότερη σιγουριά καί πολλές φορές σάν τόπο ἀνεφοδιασμοῦ καί ἀνάπαυλας. Γι’ αὐτό καί μέχρι σήμερα, πολλά τέτοια μέρη ἀπόμερα, ἀπό ἀνθρώπους καί ἀνέμους, μέ κολπίσκους καί ἀραξοβόλια, ὀνομάζονται Σαρακήνα, Σαρακηνιό, Σαρακονήσι κ.λπ.. Αυτές οἱ τοποθεσίες δέν ἦταν παρά λημεριάσματα Σαρακηνῶν καί πῆραν τήν ὀνομασία τούς ἀπ’ αὐτούς.
Κατά τά τέλη τοῦ Θ' αἰώνα καί τίς ἀρχές τοῦ ΙΑ' (δηλαδή τό 900 μέ 1000) οἱ Σαρακηνοί ἦταν στίς δόξες τους. Κανέναν δέν φοβόταν καί κανείς δέν τούς κυνηγοῦσε. Τά νησιά γι’ αὐτούς ἦταν τσιφλίκια τους, ὁπόταν τούς ἄρεσε, ἔβαζαν πλώρη σ’ αὐτά, ἔκαιαν τά χωριά, ἔκλεβαν, σκότωναν, ἐρήμωναν τόν τόπο καί γέμιζαν τά καράβια τους ἀπό σκλάβους καί λάφυρα γιά τά σκλαβοπάζαρα καί τίς πλούσιες ἀγορές τῆς Ἀνατολῆς.
Σ’ αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐποχή, δηλαδή τό 900 μέ 1000, ἡ ζωντανή παράδοση τοῦ Μανταμάδου, τοποθετεῖ τήν κατασκευή τῆς εἰκόνας τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ μέ αἷμα τῶν μοναχῶν πού σφαγιάσθηκαν ἀπό τούς Σαρακηνούς. Ἡ παράδοση εἶναι τόσο ζωντανή καί τά γεγονότα καί οἱ τοποθεσίες πού ἀναφέρονται πραγματικές, πού θά πρέπει νά ἔχουν ἄμεση σχέση μέ τήν ἱστορία. Οἱ αἰῶνες δέν κατόρθωσαν στό πέρασμά τους νά παραλείψουν ἤ νά προσθέσουν κάτι στά γεγονότα πού διαδραματίστηκαν τίς φοβερές ἐκεῖνες ἡμέρες.
Στή θέση «Λεσβάδος» (τοποθεσία στόν Ταξιάρχη, δύο περίπου χιλιόμετρα ἀπό τό Μανταμάδο), πού ἔχει πάρει τήν ὀνομασία της ἀπό τόν πρῶτο κάτοικο τοῦ νησιοῦ, ὑπῆρχε ἕνα Μοναστήρι πρός τιμήν τῶν Ταξιαρχῶν, πού ἡ ἵδρυσή του χάνεται στά βάθη τῶν αἰώνων.
Οἱ μοναχοί του λιγοστοί, δεκαοκτώ τόν ἀριθμό, κατά τήν παράδοση, τό εἶχαν ὀχυρώσει μέ τείχη καί πύργο (ὁ πύργος διατηρεῖται μέχρι σήμερα), γιά νά ἀποκρούουν τίς ἐπιδρομές τῶν Σαρακηνῶν. Καί τά κατάφεραν πάρα πολλές φορές, σέ σημεῖο πού ὁ ἀρχιπειρατής Σιρχᾶν, νά ἔχει τόσο πεισμωθεῖ καί θυμώσει, πού περισσότερο ἀπό γινάτι παρά ἀπό λεηλασία ἤθελε νά τό κάψει.
Ἦταν ἄνοιξη. Ἡ μυροβόλος Λέσβος, φορώντας τήν καταπράσινη πλουμιστή της φορεσιά, λικνιζότανε σάν πεντάμορφη νύφη πάνω στά καταγάλανα νερά τοῦ Αἰγαίου. Ὁ βαρύς χειμώνας πέρασε ἥσυχος. Οἱ πειρατές, φοβούμενοι τόν ἄγριο θυμό τοῦ Αἰγαίου, πού τό χειμώνα εἶναι περισσότερο ἁψύς, εἶχαν ἀράξει στά λημέρια τῆς πατρίδας τους, νά γλεντήσουν τά πλιάτσικά τους, νά διορθώσουν τίς ζημιές καί νά ἑτοιμαστοῦν γιά τίς νέες τους ἐπιδρομές.
Οἱ μοναχοί, μετά ἀπό τήν ἀνάπαυλα τοῦ βαρύ χειμώνα, μέ τίς πρῶτες ἀνοιξιάτικες μέρες, ἄρχισαν τίς προετοιμασίες γιά τό Πάσχα. Τά κελιά, ἡ μεγάλη αὐλή καί ὅλοι οἱ χῶροι τοῦ Μοναστηριοῦ ἀσπρίζονταν καί ἔπαιρναν μία ἑορταστική ὄψη. Ὁ χειμώνας ἔκαμε τούς μοναχούς νά ξεχάσουν κάπως τούς φοβερούς πειρατές καί νά μήν προσέχουν ὅσο ἔπρεπε τή φρούρηση τοῦ Μοναστηριοῦ. Ἡ σκέψη τούς ἦταν περισσότερο δοσμένη στίς κατανυκτικές ἀκολουθίες τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς καί στίς προετοιμασίες γιά τό λαμπροφόρο γεγονός τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου.
Ὅμως οἱ Σαρακηνοί, μέ τίς πρῶτες γαληνές τῆς ἄνοιξης, σήκωσαν πανιά γιά τό Αἰγαῖο. Τό κουρσάρικό του ἀρχιπειρατῆ Σιρχᾶν, μέ σηκωμένα ὅλα του τά πανιά, πλησίαζε τίς ἀκρογιαλιές τῆς Λέσβου. Εἶχε παρακάμψει τή Μήθυμνα μέ τό ἄπαρτό της Κάστρο καί ἔβαζε πλώρη γιά τή Σαρακήνα, παραλιακή τοποθεσία τοῦ Μανταμάδου, τρία τέταρτα δρόμο περίπου ἀπό τό Μοναστήρι τῶν Ταξιαρχῶν. Ἡ ἡμέρα ἄρχιζε νά γέρνει. Ὁ ἀνοιξιάτικος λαμπερός ἥλιος κατηφόριζε γιά τίς παραδεισένιες του πορφυρές πύλες τῆς δύσης καί ἀμέτρητα χρώματα εἶχαν ἁπλωθεῖ πάνω στά καταγάλανα νερά τῆς θάλασσας.
Πάνω στό πειρατικό του, ὁ ἀρχιπειρατής Σιρχᾶν κάλεσε ὅλο τό τσοῦρμο του. Ἦταν ἕνας μιγάς πελώριος, κοντά δύο μέτρα. Ἐπί τῶν ἡμερῶν του, ὅλη ἡ Λέσβος γνώρισε τή χειρότερη ἐρήμωση καί καταστροφή. Στάθηκε στή γέφυρα, ἀγριωπός. Τό πρόσωπό τού σού θύμιζε ἄρχοντα τῆς κόλασης. Στή μύτη του καί στ’ ἀφτιά τοῦ κρέμονταν χρυσοί κρίκοι, πού ἔκαναν τό μελαμψό πρόσωπό του περισσότερο χτυπητό καί ἄγριο. Τά χείλη τοῦ κόκκινα καί φουσκωμένα καί καθώς μιλοῦσε φαινόταν μία σειρά μεγάλα κάτασπρα δόντια, ὄπλα φοβερά πολλές φορές καί αὐτά στή φοβερή μάχη. Τό γερακίσιο του μάτι, γιατί τό ἄλλο ἦταν πάντοτε σκεπασμένο μέ ἕνα μαῦρο πανί πού δενόταν πίσω στ’ ἀριστερό του ἀφτί, ἔβγαζε σκέτη φωτιά ὅταν σέ κοιτοῦσε.
Γυμνό τό σῶμα του ἀπό τή μέση καί πάνω καί τό φαρδύ του στῆθος τό σκέπαζε κατάμαυρο σγουρό τρίχωμα. Τά χέρια του, χέρια γορίλλα, τριχωτά καί γεροδεμένα, πού ὁ μπαλτάς στά μακριά του δάκτυλα φαινόταν σά μικρό ἐργαλεῖο στά χέρια ἑνός τεχνίτη. Τή μέση του τήν ἕσφιγγε ἕνα χρωματιστό ζωνάρι, πού κρατοῦσε σφικτά καί κατακρέατα τόν μπαλτά καί τή σπάθα. Ὅταν στεριωνόταν καταμεσῆς στό τσοῦρμο του μέ τά πόδια τοῦ ἀνοιχτά, ἐξεῖχε τουλάχιστον μία σπιθαμή ἀπ’ αὐτό. Ἡ φωνή του, ἕνας τηλεβόας, ἔκαμε σέ κάθε προσταγή τοῦ τό τσοῦρμο νά ζαρώνει.
«Ἀκοῦστε μέ καλά», εἶπε μέ φωνή δυνατή, «τούτη τή φορά θά μποῦμε μέσα στό μοναστήρι. Ὅλα εἶναι δικά σας. Κάψτε, ρημάξτε, λεηλατῆστε, κάντε τοῦ κεφιοῦ σας, ἐγώ θέλω μόνο τό χρυσό ποτήρι πού μ’ αὐτό λειτουργοῦν οἱ καλόγηροι, γιά νά πίνω τό κρασί μου, ὅλα τά ἄλλα τά χρυσαφικά, ἀσημικά καί βίος, εἶναι δικά σας. Ὅποιος λιποτακτήσει θά τόν κρεμάσω ἀπό τ’ ἄρμενα. Ἄν δέν τό πάρουμε καί τούτη τή φορά, θά σᾶς ἀφήσω στό νησί καί θά σαλπάρω γιά νά σᾶς παλουκώσουν οἱ γραικοί. Δέν σηκώνει ἄλλη ἀναβολή. Τ’ ἀκούσατε καλά;»
Ἀλαλαγμοί καί ξεφωνητά ἦταν ἡ καταφατική ἀπάντηση τοῦ τσούρμου τοῦ μαύρου πειρατή. Ἡ βροντερή του φωνή ἀκούστηκε πάλι, κάνοντας νά σιγήσουν οἱ πάντες.
«Θά ἀράξουμε στό παλιό μας λημέρι καί, ὅταν σκοτεινιάσει γιά τά καλά, θά ξεκινήσουμε γιά νά τούς ριχτοῦμε τά βαθιά χαράματα, πού δέν θά μᾶς περιμένουν. Προσέξτε. Δέν πρέπει νά μᾶς βρεῖ ἡ μέρα, θά εἶναι ἡ καταστροφή μας. Γι’ αὐτό δέν ἔχετε ἄλλη λύση. Ἤ θά τό πάρουμε στά γρήγορα καί θά κατηφορίσουμε στό καράβι ἤ θά μᾶς πάρουν χαμπάρι οἱ γραικοί τριγύρω καί ἑνωμένοι θά μᾶς πετσοκόψουν.
Ὁ πανοῦργος ἀρχιπειρατής τά κανόνισε ἔτσι ὥστε ἀπό τή μία ἡ λαχτάρα τοῦ πλιάτσικου, ἀπό τήν ἄλλη ὁ φόβος νά μήν ἀργήσουν καί χάσουν τή ζωή τους, τούς προετοίμαζε νά ἐνεργήσουν προσεκτικά καί μέ φανατισμό γιά νά ἐπιτύχει ἡ ἐπιδρομή. Στό Μοναστήρι, ἡ ζωή συνεχιζόταν κανονικά, ἡ προσοχή τῶν μοναχῶν ἦταν δοσμένη στίς κατανυκτικές ἀκολουθίες καί στίς προετοιμασίες. Τό βράδυ τῆς ἡμέρας αὐτῆς, οἱ μοναχοί, ὅπως κάθε βράδυ μετά ἀπό τό μεγάλο ἀπόδειπνο, τραβήχτηκαν στά κελιά τους γιά νά ἡσυχάσουν καί νά ξεκουραστοῦν ἀπό τόν κόπο τῆς ἡμέρας. Τό σκοτάδι εἶχε γιά καλά ἀγκαλιάσει τόν τόπο τριγύρω καί ἡ ἡσυχία πού ἁπλωνότανε ἦταν ἁπαλή καί γαλήνια. Τίποτα δέν προμήνυε τό κακό πού θά ἀκολουθοῦσε μές στή νύχτα αὐτή.
Στό λημέρι τῶν Σαρακηνῶν, τελείωναν οἱ προετοιμασίες γιά τήν ἐπιδρομή. Οὔτε φωτιά, οὔτε θόρυβος. Ὅλα γίνονταν μέσα στό σκοτάδι, ἀθόρυβα, γιά νά μήν ἀντιληφθεῖ τήν παρουσία τούς κανένας τσομπάνος καί γίνει γνωστός στούς κατοίκους ὁ ἐρχομός τους. Κατά τά μεσάνυχτα ξεκίνησαν γιά τό Μοναστήρι. Περπατοῦσαν σιγά, μέ προφύλαξη. Τό πᾶν ἦταν ὁ αἰφνιδιασμός. Τή διαδρομή τῶν τριῶν τετάρτων τήν ἔκαναν περισσότερο ἀπό δύο ὧρες. Δέν πῆραν τό μονοπάτι, ἀλλά μέσα ἀπό τά κτήματα καί τό δάσος. Ἔφτασαν σέ λίγη ἀπόσταση ἀπ’ τό Μοναστήρι καί κρύφτηκαν στά δέντρα. Περίμεναν τήν κατάλληλη ὥρα.
«Εἶναι ὥρα», λέει τό πρωτοπαλίκαρο τοῦ ἀρχιπειρατῆ. «Ὅλοι κοιμοῦνται, δέν θά μᾶς πάρει κανείς χαμπέρι».
«Ὄχι», λέει ὁ ἀρχιπειρατής, «εἶναι πολύ ἐπικίνδυνο. Μᾶς ἔχουν ἀποκρούσει μέ ζημιές πολλές φορές οἱ καλόγεροι. Μωρέ θά τούς ἤθελα στό τσοῦρμο μου τέτοια παλικάρια πού εἶναι. Ἀλλά δέν γίνεται, θά τούς χτυπήσουμε ὅταν δέν τό περιμένουν μέσα στήν ἐκκλησιά τούς τά χαράματα πού θά πάν' νά λειτουργηθοῦν. Τώρα εἶναι πολύ ἐπικίνδυνα. Θά μᾶς βάλουν στή μέση ἀπό τά μπουντρούμια τούς (κελιά) καί θά μᾶς λιανίσουν. Ξέρω ἐγώ. Μόνο νά μή σᾶς πάρουν εἴδηση, ἀλίμονό σας».
Οἱ ὧρες περνοῦσαν μέ τούς πειρατές ἔξω ἀπό τό Μοναστήρι νά καιροφυλαχτοῦν, ὅταν τήν ἁπαλή σιγαλιά τῆς βαθιᾶς αὐγῆς τήν ἔσκισε τό γλυκόηχο σήμαντρο τοῦ Μοναστηριοῦ, πού καλοῦσε τούς μοναχούς στήν ὀρθινή λειτουργία τῆς προηγιασμένης. Καλά - καλά δέν εἶχε σταματήσει τό σήμαντρο καί τά βαριά βήματα τῶν μοναχῶν ἀκούγονταν ρυθμικά πάνω στόν ξύλινο ἐξώστη τοῦ Μοναστηρίου, πού κατηφόριζαν γιά τόν ναό. Σέ λίγο καί πάλι ἡσυχία. Ὅλοι οἱ μοναχοί εἶχαν συγκεντρωθεῖ στόν ναό.
Οἱ πειρατές περίμεναν λίγο ἀκόμη καί ἔπειτα, σιγά - σιγά, ξετρύπωσαν ἀπό τήν κρυψώνα τους καί πλησίασαν μέ πολλές προφυλάξεις τό τεῖχος τοῦ Μοναστηριοῦ. Τό πρωτοπαλίκαρο ξετύλιξε ἀπό τή μέση τόν γάντζο, τύλιξε στά ἄγκιστρά του ἕνα μεγάλο πανί γιά νά μήν ἀκουστεῖ καθώς θά τό πετοῦσε πάνω στό τεῖχος νά γαντζωθεῖ, ἔκανε τόν γάντζο νά γυρίσει μερικές φορές γύρω ἀπό τό σῶμα του καί τόν πέταξε μέ δύναμη καί τέχνη πολύ ψηλά καί ἴσια στήν πλάτη τοῦ τείχους. Τράβηξε τό σχοινί γιά νά διαπιστώσει ὅτι ἐπίασε καλά, γύρισε, ἔκανε νόημα στόν ἀρχιπειρατή καί ἄρχισε νά ἀνεβαίνει μέ προσοχή.
Στό νόημα τοῦ πειρατῆ ἔτρεξαν ὅλοι στή μεγάλη καστρόπορτα τοῦ Μοναστηριοῦ, πού τό πρωτοπαλίκαρο θά ἄνοιγε ἀπό μέσα. Σέ λίγο ὁ πειρατής μέ τόν γάντζο βρισκόταν στήν αὐλή καί, προστατευόμενος ἀπό τό βαθύ σκοτάδι, σύρθηκε ὡς τήν πόρτα καί, τραβώντας τό μεγάλο σύρτη, τήν ἄνοιξε. Σάν δαίμονες τῆς κόλασης, οἱ πειρατές ὅρμησαν μέ ἀλαλαγμούς μέσα στό Μοναστήρι καί μπῆκαν στήν ἐκκλησιά. Οἱ μοναχοί τά ἔχασαν καί, πρίν προλάβουν νά συνέλθουν, πέθαιναν σφαγμένοι ἀπό τούς μπαλτάδες τῶν Σαρακηνῶν.
Ὁ Γαβριήλ, τό δόκιμο καλογεροπαίδι πού βρισκόταν στό Ἱερό του Ναοῦ, βοηθώντας τόν ἡγούμενο στά λειτουργικά του καθήκοντα, συνῆλθε κάπως γρηγορότερα καί, ἀνοίγοντας τό στενό παράθυρο τοῦ Ἱεροῦ, ἀναρριχήθηκε στή σκεπή τοῦ Ναοῦ. Ὅμως οἱ κινήσεις του δέν ξέφυγαν ἀπό τά μάτια τῶν Σαρακηνῶν, πού, φοβούμενοι μήν τρέξει καί εἰδοποιήσει τριγύρω τους συνοικισμούς, βγῆκαν ἔξω νά τόν κυνηγήσουν. Μερικοί κατόρθωσαν νά μισοανεβοῦν στή σκεπή μέ κάτι σκάλες πού εἶχαν ἀφήσει οἱ μοναχοί ἀποβραδίς, ἀσβεστώνοντας τούς τοίχους τοῦ Μοναστηριοῦ.
Ἀλλά, Κύριε τῶν δυνάμεων! Ἕνας ἄνεμος καί μία βουή ἀκούστηκε ἀπ’ τή σκεπή τοῦ Ναοῦ, ἡ ὁποία μετατράπηκε σέ φουρτουνιασμένο πέλαγος καί πάνω στ’ ἀσπρισμένα κύματα ἕνας πελώριος στρατιώτης, ἀγριωπός, μέ σπάθα πού ἔβγαζε φωτιές, κινοῦσε καταπάνω στούς πειρατές. Οἱ τρίχες τῆς κεφαλῆς τῶν πειρατῶν σηκώθηκαν σάν βελόνες καί μέ ἄναρθρες φωνές, ἀφήνοντας ὄπλα καί κλοπιμαία, ξεχύθηκαν στόν κατήφορο.
Ὁ μοναχός, βλέποντας τό μεγάλο αὐτό θαῦμα νά τόν σώζει, ἔχασε τίς αἰσθήσεις του. Ὅταν συνῆλθε, γλυκοχάραζε. Στήν ἀρχή τά εἶχε χαμένα. Μά τί συνέβη; ἀναρωτήθηκε. Σιγά σιγά ὅμως ἄρχισαν νά ἔρχονται στόν νοῦ τοῦ ὅλες οἱ φοβερές εἰκόνες πού διαδραματίστηκαν πρό ὀλίγου. Ὅταν ἀναλογίστηκε τά συμβάντα, σταυροκοπήθηκε τραυλίζοντας τό ἀπολυτίκιο τῶν Ταξιαρχῶν. Κατέβηκε ἔπειτα κάτω καί μπῆκε στόν ναό. Τό αἷμα τοῦ πάγωσε βλέποντας ὅλους τους συντρόφους τοῦ σφαγμένους. Τό σῶμα τοῦ κέρωσε καί τά πόδια τοῦ ἔμειναν καρφωμένα στό δάπεδο. Ἔμεινε στή θέση αὐτή πολλή ὥρα μέ τά μάτια τοῦ ὀρθάνοιχτα καί τρομαγμένα. Ὁ ἱερός χῶρος τοῦ ναοῦ, πού πρίν ἀπό λίγο εὐωδίαζε ἀπό τό θυμίαμα καί τόν ζωντάνευαν οἱ ψαλμωδίες τῶν μοναχῶν, τώρα ἐμοίαζε μέ κοιμητήρι. Ἕνα ἁπαλό χάϊδεμα τῆς πρωινῆς αὔρας, πού τρύπωσε ἀθόρυβα ἀπ’ τό ἀνοιχτό παράθυρο πού εἶχε ἀφήσει ὁ μοναχός στήν προσπάθειά του νά σωθεῖ τόν συνέφερε. Κοίταξε τριγύρω του, σάν νά ξυπνοῦσε ἐκείνη τή στιγμή, καί ἔπειτα ἔτρεξε μέ ἀγωνία καί γονάτισε στόν καθένα αἱμόφυρτο σύντροφό του μέ τήν ἐλπίδα ὅτι θά ἔβρισκε ἔστω καί ἕναν ζωντανό. Οἱ ἐλπίδες τοῦ ὅμως διαψεύστηκαν. Οἱ μοναχοί, ὅλοι, ἦταν ἄψυχοι.
Μέ ξεχειλισμένη τήν ψυχή του ἀπό θλίψη γιά τόν χαμό τῶν συντρόφων του καί τή σκέψη τοῦ θολή ἀπό τά συμβάντα, ξαναχάνει τίς αἰσθήσεις του. Κρατήθηκε ὅμως τήν τελευταία στιγμή μέ πεῖσμα. Ἔσυρε τά βήματά του στό εἰκονοστάσι τοῦ Ἀρχαγγέλου καί σχεδόν κρεμάστηκε σ’ αὐτό μέ τά δύο του χέρια γαντζωμένα στίς γωνιές του. Σήκωσε μέ κόπο τή ματιά του στήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου καί νοερά ζήτησε βοήθεια καί φώτιση.
Τό τρεμουλιαστό, ἱλαρό φῶς τῶν κανδηλιῶν, χάιδευε κυματιστά τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου. Ἐνίωσε κάτι ἰσχυρό νά διαπέρνα ὅλο του τό εἶναι, νά τόν δυναμώνει. Μέσα ἀπό τίς κυματιστές σκιές τῆς εἰκόνας, σιγά σιγά τά μάτια τοῦ ἔβλεπαν τό πρόσωπο τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἕνα πρόσωπο! Θεέ μου! Ἀέρινο, ζωντανό, ὑπερκόσμιο!
«Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου», σχεδόν κραύγασε. «Τίς ψυχές τῶν ἀδελφῶν μου μοναχῶν πάρε στά χέρια Σου ἐσύ καί πᾶν πλημμέλημα ἤ ἀνόμημα τόν Κύριο παρακάλεσε νά συγχωρήσει».
Τό πρόσωπο τοῦ Ἀρχαγγέλου γλύκανε. Ὤ τί θεϊκή γλύκα! Ἄρχισε νά γαληνεύει καί ἡ δική του ψυχή. Ἄχ, νά μποροῦσε νά ἀπεικονίσει κάπου τήν ἐξαίσια αὐτή μορφή. Νά τήν κάνει εἰκόνα. Ὅμως δέν γνώριζε ἀπό ἁγιογραφία καί οὔτε καν τά στοιχειώδη ὑλικά δέν εἶχε γιά μία τέτοια ἐργασία.
«Γιατί; Γιατί; Ταξιάρχη μου νά μή μπορῶ ὁ ἁμαρτωλός;», μονολογοῦσε.
Ἕσφιξε μέ ἀπόγνωση τά δάκτυλά του σφιχτά καί ἐνίωσε τά νύχια του νά χώνονται στίς σάρκες του. Πόνεσε, ἄνοιξε τά δάκτυλά του, κοίταξε μέσα στήν παλάμη του. Πάνω στή λευκή ἐπιδερμίδα, δύο-τρεῖς σταγόνες αἷμα σάν ρουμπινένιες μικρές χάντρες. Τίς κοίταξε ἀφηρημένα καί ἀπότομα, σάν νά ἀνακάλυπτε κάτι τό σπουδαῖο, κάτι τό συγκλονιστικό, φώναξε:
«Αἷμα, Αἷμα. Αὐτό εἶναι. Εὐχαριστῶ, Ταξιάρχη μου, εὐχαριστῶ». Καί ἀφοῦ ἔκανε τό σημεῖο τοῦ Σταυροῦ, βιαστικά, σάν σίφουνας, ὅρμησε ἔξω ἀπό τό Ναό, ἀνηφόρησε τίς σκάλες καί χώθηκε στό κελάρι του. Σέ λίγο ἔβγαινε βιαστικά κρατώντας μία πήλινη λεκάνη καί ἕναν σπόγγο. Μπῆκε στόν ναό. Ἐκεῖ, μέ μεγάλη προσοχή καί εὐλάβεια, ἄρχισε νά συγκεντρώνει τό αἷμα τῶν μοναχῶν μέσα στή λεκάνη, μουρμουρίζοντας:
«Σ’ εὐχαριστῶ Ταξιάρχη μου, σ’ εὐχαριστῶ πού μέ φώτισες καί μ’ ἔδειξες τόν τρόπο». Καί ἀποτεινόμενος στούς νεκρούς του συντρόφους:
«Ἀγαπημένοι μου ἀδελφοί, τό αἷμα σας δέν θά πάει χαμένο. Μ’ αὐτό θά φτιάξω τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχάγγελου Μιχαήλ, γιά νά τόν εὐχαριστήσω ἀπό μέρους σας, πού μεταφέρει στά ἅγια Του χέρια, τίς ψυχές σας στόν Δημιουργό».
Ὅταν τελείωσε τήν περισυλλογή τοῦ αἵματος, βγῆκε πάλι ἀπό τόν ναό γιά νά γυρίσει σέ λίγο ἔχοντας μέσα σέ μία μεγάλη χωμάτινη κούπα ψιλοκοσκινισμένο ἀσπρόχωμα. Τήν ἔθεσε κοντά στή λεκάνη μέ τό αἷμα, ἀνασηκώθηκε, ἔφερε τά βήματά του κοντά στό εἰκονοστάσι τοῦ Ἀρχαγγέλου, ἔκανε τρεῖς μετάνοιες, ἀσπάσθηκε τήν εἰκόνα καί εἶπε:
«Ἀρχάγγελε μου, σέ παρακαλῶ, βοήθησε μέ. Ξέρεις ὅτι δέν ἔχω ἰδέα ἀπό τέτοιου εἴδους ἐργασίες καί, ἄν τό ἀποφάσισα, ἦταν μέ τή δική σου φώτιση. Σέ παρακαλῶ, σέ ἱκετεύω, κράτησέ μου τά χέρια».
Ἔκανε καί πάλι τόν σταυρό του, ἔσκυψε πάνω στίς δύο κοῦπες καί ἄρχισε νά πλάθει πηλό μέ τό αἷμα τῶν μοναχῶν καί τό ἀσπρόχωμα. Σέ λίγο ἡ μεγάλη χωμάτινη λεκάνη εἶχε γεμίσει ἀπό ἕνα σκοῦρο ροδακινόχρωμο πηλό.
Ὁ μοναχός ἀνασηκώθηκε, ἔστρεψε τό πρόσωπο τοῦ ψηλά, ζήτησε τή βοήθεια τοῦ Ἁγίου Θεοῦ καί τοῦ Ἀρχαγγέλου Του, Μιχαήλ, ἔκανε τόν σταυρό του καί ἄρχισε μέ τρεμάμενα χέρια νά φιλοτεχνεῖ τήν εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου. Μέ τίς πρῶτες κινήσεις ἄρχισε νά ζεῖ ζωηρά τά γεγονότα τῆς σκεπῆς. Τά τρεμάμενα, στήν ἀρχή, χέρια τοῦ ἄρχισαν νά γίνονται σταθερά, νά δουλεύουν μέ σιγουριά, ταχύτητα καί χάρη, λές καί κάποια ἀόρατη δύναμη τά βοηθοῦσε. Τό πρόσωπο τοῦ Ἀρχάγγελου τῆς σκεπῆς, τό ἀγριωπό μά καί θεϊκό μαζί, ἦταν θαρρεῖς μπροστά του, ὁλοζώντανο, μέ κάθε λεπτομέρεια. Αὐτό τόν βοηθοῦσε νά ἀνατυπώνει τά χαρακτηριστικά του πάνω στόν αἱματοπότιστο πηλό μέ μεγάλη εὐχέρεια.
Πέρασε πολλή ὥρα ἐργαζόμενος κι, ὅταν σταμάτησε γιά λίγο καί κοίταξε ἀπό κάποια ἀπόσταση τό ἔργο του, ἔμεινε κατάπληκτος ἀπό τήν ἀπόλυτη ὁμοιότητα τῶν χαρακτηριστικῶν του Ἀρχαγγέλου τῆς σκεπῆς. Κοίταξε ἔπειτα τή χωμάτινη λεκάνη καί τότε συνειδητοποίησε ὅτι ὁ πηλός εἶχε μείνει ἐλάχιστος. Θεέ μου! Καί δέν εἶχε φτιάξει παρά τό πρόσωπο τοῦ Ἁγίου, τίς φτεροῦγες Του καί τήν πύρινη ρομφαία. Πάνω στήν ἔνταση καί τήν προσπάθεια ν’ ἀπαθανατίσει τά χαρακτηριστικά του Ἁγίου, δέν πρόσεξε τό ὑλικό του πηλοῦ πού λιγόστευε. Νά χαλάσει ὅ,τι ἐφτίαξε καί νά ξαναρχίσει ἀπό τήν ἀρχή; Ἀδύνατον. Δέν ἦταν πιά βέβαιος ὅτι θά πετύχαινε αὐτό πού τώρα ἐμπρός του καμάρωνε εὐχαριστημένος.
Μά τότε; Ἔσκυψε, πῆρε τόν ὑπόλοιπο πηλό, καί ὅπως ἀκριβῶς ἕνα ἄπειρο παιδί ζωγραφίζει σέ χαρτί ἕνα ἀνθρώπινο σῶμα, σχεδιάζοντας τόν κορμό, τά χέρια καί τά πόδια τοῦ ἀνθρώπου, μέ μία μόνο χονδρή κοντυλιά, ἔτσι καί κεῖνος μέ τόν λίγο πηλό πού τοῦ ἔμεινε, σχεδίασε τό ὑπόλοιπο σώματος Ἀρχαγγέλου, πολύ ἄτεχνο μέν ἀπό τό λαιμό καί κάτω, ἀλλά ὁλοκληρωμένο. Τό βλέπουμε καί σήμερα ὅταν ἀνοίξουμε τό ἀσφαλισμένο κουβούκλιο τοῦ Ἀρχαγγέλου πού κρύβει τό ὑπόλοιπο σῶμα Του.
Πολλές ἑκατοντάδες χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού ἡ ἀνάγλυφη εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου μέ τό σκοῦρο αἱμάτινο χρῶμα τῆς παραμένει ἀναλλοίωτη, ζωντανή, μακριά ἀπό τόν νόμο τῆς φθορᾶς καί τοῦ χρόνου. Μακριά ἀπό τή φθορά τοῦ ἀσπασμοῦ χιλιάδων πιστῶν πού κάθε χρόνο κατακλύζουν τόν Ἱερό Ναό Του καί χαϊδεύουν καί σκουπίζουν πολλές φορές μέ βαμβάκι (!) τόν ἱδρώτα τοῦ προσώπου Του καί τά δάκρυά Του. Ἀκόμη δέ ἐπικολλοῦν στό μέτωπο καί στά μάγουλά του νομίσματα μεταλλικά παντός εἴδους, τά ὁποία σημαδεύουν τό πρόσωπό Του, ἀλλά τά σημάδια αὐτά ἐξαλείφονται ἔπειτα. Ὅλα αὐτά εἶναι ἀρκετά νά πείσουν κάθε χριστιανό, μέ πόση χάρη, ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον ἀγκαλιάζει ὁ Ἀρχάγγελος Μιχαήλ τή χειροποίητη ἀνάγλυφη εἰκόνα Του.
«Πάντας τούς τήν θείαν καί σεπτήν, Σού ἀσπαζόμενους εἰκόνα, Μιχαήλ Μέγιστε Πάσης ἀπολύτρωσαι ὀργῆς καί θλίψεως καί θανάτου ἁπάλλαξον, πικροῦ αἰφνιδίου, καί δεινῆς κακώσεως, σοφέ Ταξίαρχε, ὅπως προστασίαις Σου θείαις, πάντοτε σωζόμενοι πόθω, τό σεπτόν Σου ὄνομα γεραίρομεν».
Ιστορικό του κτισίματος του ναού
«Πάτερ μου πολλά ἔχετε γράψει στό περιοδικό σας γιά τό Μεγαλοχάρο Ταξιάρχη μας, ὅμως δέν γράψατε γιά τό κτίσιμο τοῦ ναοῦ Του, πού ἀπό τά θεμέλιά του ἄρχισε μέ θαῦμα καί τελείωσε πάλι μέ θαῦμα». Αὐτά μου ἔλεγε ἡ Ἐλισάβετ Πατλάκα, 85 ἐτῶν, μέλος τῆς Ἐνοριακῆς Ἑστίας καί ἀπό τίς καλύτερες οἰκογένειες τοῦ χωριοῦ.
- Μά κυρία Ἐλισάβετ, δέν γνωρίζω πολλά πράγματα καί οὔτε πουθενά ἔχω δεῖ γραμμένο κάτι γιά τό κτίσιμο τοῦ Ναοῦ. Κάτι μέσες καί ἄκρες ἀπό γεροντότερους ἔχω ἀκούσει καί δέν μπορῶ νά γράψω κάτι πού δέν εἶμαι σίγουρο.
- Θά σού τά πῶ ἐγώ πού τά ξέρω πολύ καλά μέ τήν κάθε λεπτομέρεια. Τά ξέρω ἀπό τόν παππού μου, πού ἦταν Ἐπίτροπος καί Ταμίας τῆς Ἐπιτροπῆς Ἀνεγέρσεως τοῦ Ναοῦ, λεγόταν Ἰωάννης Χριστοφαρής.
Τά βράδια μᾶς ἔπαιρνε στά γόνατά του καί ἐκεῖ κοντά στό τζάκι πού τριζοβολοῦσε ἡ φωτιά ἀπό ξύλα πρινίτικα (τῆς Μαβριᾶς), μᾶς ἱστοροῦσε ἀπ’ τήν ἀρχή ὡς τό τέλος ὅλη τήν ἱστορία τῆς ἀνέγερσης. Ἐμεῖς κρατούσαμε τήν ἀναπνοή μας νά ἀκοῦμε καλά καί νά μή μᾶς ξεφεύγει τίποτα γιατί ἦταν ὅλα ἐντυπωσιακά καί ὡραία. Ὅταν τελείωνε, νοιώθαμε τά βλέφαρά μας βαριά καί ἀσήκωτα, ἀλλά εὐτυχισμένοι πηγαίναμε στά κρεβατάκια μας. Τό περίεργο εἶναι ὅτι, ἐνῶ τήν ἴδια ἱστορία ἀκούγαμε πολλές φορές, κάθε φορᾶ κρεμόμασταν ἀπό τά χείλη του σάν νά τήν ἀκούγαμε γιά πρώτη φορά. Τόν θυμᾶμαι σάν νά εἶναι τώρα, ἀκουμποῦσε στό παραγώνι, ἔκανε πάντα στήν ἀρχή τό σταυρό του, ἄνοιγε ἔπειτα τή φαρδιά ἀγκαλιά του, μᾶς ἔχωνε μέσα ὅλους καί ἄρχιζε:
«Οἱ ἀνάγκες, παιδιά μου, τοῦ μικροῦ ναοῦ τοῦ Μεγαλοχάρου, συνεχῶς μεγάλωναν. Ὁ χῶρος τοῦ ἦταν πολύ μικρός καί δέν χωροῦσε τόν κόσμο πού ἐρχόταν ἀπ’ ὅλη τή Μυτιλήνη, ἀλλά περισσότεροι ἀπό τήν ἀπέναντι ἀνατολή, νά τόν προσκυνήσουν καί νά τοῦ φέρουν τά τάματά τους. Εἶχε γίνει πολύ γνωστός παντοῦ παιδιά μου, μέ τά πολλά του θαύματα. Στή γιορτή του, πολλοί προσκυνητές δέν προλάβαιναν κατά τή θεία λειτουργία νά ἀνάψουν οὔτε κερί καί δέν ἄκουγαν καθόλου λειτουργία. Πήραμε τότε τήν ἀπόφαση, ἡ Ἐπιτροπή, νά κτίσουμε ἕνα μεγαλύτερο ναό δίπλα στή θέση Παλαιός Ἀστράτηγος, ὅπου ὑπῆρχε ἡ πρώτη ἐκκλησία τοῦ Ταξιάρχη καί νά λειτουργιέται στήν πανήγυρή του καί νά κάνουμε καί κελιά γιά τούς ἀνατολίτες πού ἔρχονταν μέ τίς βάρκες τους νά τόν προσκυνήσουν.
Γράψαμε στόν Πατριάρχη καί μᾶς ἔδωσε τήν ἄδεια νά κάνουμε ἔρανο στά χωριά τῆς ἀνατολῆς. Κάναμε τόν σταυρό μας καί ξεκινήσαμε. Ἦταν δύσκολα χρόνια τότε, παιδιά μου. Οἱ Τοῦρκοι ἦταν σκληροί καί δέν ἄφηναν νά κάνουν οἱ Ἕλληνες ἔρανο, γιατί φοβόνταν μήπως μέ τά χρήματα ἀγοράζαμε ὄπλα νά τούς χτυπήσουμε. Ἄς ἀφήσουμε ὅτι ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νά μᾶς ληστέψουν στούς δρόμους καί νά χάσουμε καί τή ζωή μας. Ὅμως, λές καί τούς μώρανε ὁ Μεγαλοχάρος, δέν κινήθηκε κανείς ἐναντίον μας. Ὀργώσαμε τήν ἀνατολή, μαζέψαμε πολλά φλουριά, περιουσία ὁλάκερη. Ἐδῶ πάλι στό Μανταμάδο, οἱ χωρικοί ἔδωσαν πολλά γεννήματα καί φλουριά καί τό σπουδαιότερο δούλεψαν πολλοί γιά τόν Ταξιάρχη δωρεάν.
Ἀφοῦ συγκεντρώσαμε τά χρήματα καί καλέσαμε καλούς τεχνίτες ἀπό τήν ἀνατολή, ἦλθε ὁ Δεσπότης καί κάναμε τόν ἁγιασμό τῆς ἔναρξης. Ἕνα ἀπέραντο πανηγύρι ἦταν ὁ Μανταμάδος, πού σ’ αὐτό πῆραν μέρος ἀκόμη καί Τοῦρκοι καί δέν τόλμησε κανείς νά φέρει ἀντίρρηση, γιατί ἤξεραν πολύ καλά τή δύναμη τοῦ Μεγαλοχάρου.
Τήν ἄλλη μέρα τοῦ ἁγιασμοῦ, ἀρχίσαμε μέ ὄρεξη τά θεμέλια, μά δέν μπορούσαμε νά προχωρήσουμε πολύ, γιατί ὅλες σχεδόν οἱ γυναῖκες ἔρχονταν καί μᾶς κουβαλοῦσαν γλυκά κουλούρια σέ μας καί στούς ἐργάτες. Ἔφτασε τό βράδυ, μάζεψαν τά ἐργαλεῖα οἱ ἐργάτες, τά ἔβαλαν στά τσιμπίλια τους, τά κρέμασαν στόν πρίνο καί ξεκίνησαν γιά τό χωριό. Τήν ἄλλη μέρα πρωί - πρωί μέ ξύπνησαν μέ φωνές οἱ ἐργάτες. “Τί συμβαίνει παιδιά;”
- “Μᾶς πῆραν τά τσιμπίλια μέ τά ἐργαλεῖα καί μᾶς βούλωσαν ὅ,τι σκάψαμε χθες”.
Δέν τό χωροῦσε ὁ νοῦς μου κάτι τέτοιο. Τό νέο μαθεύτηκε γρήγορα καί ὅταν πῆγα κάτω εἶχε μαζευτεῖ ὅλο σχεδόν τό χωριό. Πράγματι τά σκαμμένα θεμέλια ἦταν κλειστά μέ τό χῶμα πού χθές οἱ ἐργάτες ἔσκαψαν καί τά ἐργαλεῖα δέν ὑπῆρχαν στή θέση τους. Σέ λίγο, ἀπέναντι ἀπό τόν παλιό ναό, ἀκούσαμε γυναικεῖες φωνές πού μᾶς καλοῦσαν. Δέν μπορούσαμε νά καταλάβουμε τί ἔλεγαν, ὅπως φώναζαν μαζωμένες. Λαχανιασμένες ἔφτασαν μερικές νέες νά μᾶς ποῦν ὅτι τά σκαπανικά εἶναι μέσα στά τσιμπίλια στήν αὐλή τοῦ παλιοῦ ναοῦ. Πήγαμε νά προσκυνήσουμε, νά παρακαλέσουμε τόν Ταξιάρχη νά φανερώσει τούς κλέφτες καί αὐτούς πού βούλωσαν τά θεμέλια καί τά εἴδαμε στήν αὐλή. Ὅλοι ἀπορούσαμε καί δέν ξέραμε τί ἔγινε. Οἱ περισσότεροι ἔλεγαν ὅτι οἱ Τοῦρκοι τό ἔκαναν αὐτό γιά νά μή γίνει ὁ ναός, ὅμως πάλι γιατί νά πᾶνε τά ἐργαλεῖα στήν αὐλή τοῦ ναοῦ;
Ἔπειτα ἀπό λίγο δισταγμό καί συζήτηση, δώσαμε τά ἐργαλεῖα στούς ἐργάτες καί ἐκεῖνοι ἄρχισαν νά ξανασκάβουν καί νά ἀνοίγουν τά θεμέλια. Τό βράδυ ὅταν τελείωσαν τή δουλειά τους, εἴπαμε νά ξανακρεμάσουν στόν ἴδιο τόπο τά ἐργαλεῖα τους. Θά μᾶς τά κλέψουν γιά καλά πιά σήμερα, ἔλεγαν. Ὅμως ἐμεῖς εἴχαμε τό σκοπό μας.
Ὅταν σκοτεινίασε, μερικά δικά μας παλληκάρια καλά ὁπλισμένα, γλίστρησαν ἀπό τά γύρω χωράφια καί κρύφτηκαν στούς θάμνους γύρω ἀπό τόν πρίνο μέ τά ἐργαλεῖα καί περίμεναν. Τά μεσάνυκτα ὅμως μαρμάρωσαν. Ἀπό τόν παλιό ναό σηκώθηκε ἕνα δυνατό φῶς, ἔκαμε καμπύλη καί ζυγίασε πάνω ἀπό τά θεμέλια. Τό αἷμα τούς πάγωσε. Στάθηκε τό φῶς γιά λίγο, ἔπειτα πάλι ἀργά - ἀργά ἔκαμε τήν ἀντίστροφη καμπυλωτή τροχιά καί χάθηκε στόν αὐλόγυρο τοῦ ναοῦ. Ἔντρομοι κοιτάχθηκαν μεταξύ τους γιά ἀρκετή ὥρα. Ἔπειτα ὁ πιό θαρρετός προχώρησε δειλά δειλά πρός τόν πρίνο. Στάθηκε γιά λίγο κι ἔπειτα φώναξε δυνατά: “Τά ἐργαλεῖα χάθηκαν, χάθηκαν! Τά θεμέλια βούλωσαν, τρέξτε, Ταξιάρχη μου!”
Ἔντρομοι ἔτρεξαν ὅλοι κοντά. “Ταξιάρχη μοῦ!”, φώναξαν ὅλοι μέ ἕνα στόμα. Ἐμπρός στά ἔντρομα μάτια τους, δέν ἔχασκαν πιά τά ἀνοιχτά θεμέλια, εἶχαν χαθεῖ, οὔτε μία κουβάρα χῶμα δέν ὑπῆρχε. Μία ἔντονη μυρωδιά ἀπό φρεσκοσκαμμένο χῶμα ἐνοίωθαν νά τούς γίνεται πολύ αἰσθητή. Κάποιος ἄναψε τό λαδοφάναρό του καί τό ἔφερε πρός τόν πρίνο, προσπαθώντας νά βρεῖ τά ἐργαλεῖα καί τούς τροβάδες τῶν ἐργατῶν. Δέν ὑπῆρχε τίποτα! Κοιτάχτηκαν σαστισμένοι καί χωρίς νά βγάλει κανείς μιλιά σάν ἕνας ἄνθρωπος, κίνησαν μέ βῆμα γοργό στό χωριό.
Τά χτυπήματά τους στήν πόρτα μέ τρόμαξαν. Ἄνοιξα καί μπροστά μου εἶδα τά τρομαγμένα τούς πρόσωπα. Μιλοῦσαν ὅλοι μαζί καί δέν μποροῦσα νά καταλάβω τί ἔλεγαν.
- “Σταματῆστε, μπάαα σέ καλό σας, τί πάθατε τέτοια ὥρα, τί λέτε; Μίλα βρέ Κωνσταντή ἐσύ, νά καταλάβω, μίλα μόνο ἐσύ, σταματῆστε οἱ ἄλλοι”.
Ὁ Κωνσταντής, ἀφοῦ ξεροκατάπιε, κάνοντας βαθειά ἀναπνοή, ἄρχισε. Μαστρογιάννη τό καί τό.
- “Τί λές μωρέ, παλαβώσατε; Μήπως κοιμηθήκατε καί σᾶς ἐπίασαν στόν ὕπνο καί τώρα θέλετε νά δικαιολογηθεῖτε;”
- “Μᾶς προσβάλλεις Μαστρογιάννη, εἴμαστε ἐμεῖς ἀπ’ αὐτούς;”
Ναί, εἶχαν δίκιο, παιδιά μου, ὅλοι τους ἦταν παλληκάρια καί τό ἔλεγε ἡ ψυχή τους, ὅλοι ἕνας κι ἕνας.
- “Καλά παιδιά, μέ συμπαθᾶτε, μά, μοῦ φαίνονται τόσο περίεργα, πού σκέφτηκα ἄσχημα γιά σᾶς, μέ συμπαθᾶτε. Μία στιγμή νά πάρω τήν κάπα μου καί ἔρχομαι. Πετάξου ρέ Νικόλα καί πές στούς ἄλλους ἐπιτρόπους νά μᾶς περιμένουν στήν ἔμπαση τοῦ χωριοῦ, νά πᾶμε ὅλοι μαζί κάτω”. Φόρεσα τήν κάπα μου καί ξεκινήσαμε».
- Τό σπίτι τοῦ παπποῦ μου, πάτερ μου, εἶναι αὐτό πού κάθεται τώρα ὁ Εὐστράτιος Καραμιχαήλ, ὁ ὁποῖος εἶναι δισέγγονός του.
Ἦταν καλός ὁ καιρός ἀλλά τήν ὥρα αὐτή τό ἀγιάζι τρυποῦσε τό κόκκαλο. Στό ἔμπα τοῦ χωριοῦ περιμέναμε γιά λίγο τους ἄλλους ἐπιτρόπους πού ἔφτασαν κι αὐτοί σαστισμένοι καί φορτωμένοι ἐρωτήσεις. Κατηφορίσαμε τόν κατήφορο γιά τόν πρίνο (πρίναρο ὅπως τόν λέμε), ὅταν ὅμως φτάσαμε στήν ποταμιά καί ἀρχίζαμε νά ἀνεβαίνουμε τόν ἀνήφορο πού θά μᾶς ἔφερνε στόν τόπο πού θέλαμε νά κτίσουμε τό ναό, ἀκούσαμε κωδωνοκρουσίες. Εἶχε ἀρχίσει νά χαράζει. Κοιταχθήκαμε ὁ ἕνας μέ τόν ἄλλο. Τί νά συμβαίνει; Ταχύναμε τό βῆμα μας καί φτάσαμε στόν ἀνεμόμυλο. Μπροστά μας, στό θαμπό φῶς τῆς αὐγῆς ἁπλωνόταν τό μοναστήρι τοῦ Ταξιάρχη. Πρώτη μου φορᾶ τό ἔβλεπα τέτοια ὥρα ἀπό τή θέση αὐτή. Τί ὀμορφιά, τί χάρη εἶχε; Ἄγριο σάν φρούριο μέ τούς πανύψηλους τοίχους του, τή μεγάλη χοντρή καστρόπορτα, ἀλλά καί γαλήνιο μαζί καί ἥσυχο καί θαυμαστό. Ἡ καμπάνα πού γιά λίγη ὥρα ὥσπου νά ἀνεβοῦμε τόν ἀνήφορο, εἶχε σταματήσει, ἄρχισε καί πάλι ξαφνικά νά κτυπᾶ σιγά καί ρυθμικά. Μέ λίγες δρασκελιές περάσαμε τό πέτρινο διπλό γεφύρι τοῦ μοναστηριοῦ καί φτάσαμε στήν καστρόπορτά του. Ἦταν διπλαμπαρωμένη. Χτυπήσαμε δυνατά. Ἀκούσαμε φοβισμένες φωνές μά κανένας δέν μᾶς ἄνοιγε. Ξαναχτυπήσαμε πιό δυνατά καί μαζί φωνάξαμε: “Ἀνοῖξτε, εἴμαστε οἱ ἐπίτροποι, δέν μᾶς ἀκοῦτε;”
Ἡ καμπάνα εἶχε πάλι σταματήσει. Σέ λίγο ἀκούστηκε τό τρίξιμο τῆς ἀμπάρας καί ἡ πόρτα μισάνοιξε ἀφήνοντας νά φανεῖ τό τρομαγμένο καί φοβισμένο πρόσωπο τοῦ ρασοφόρου καντηλανάφτη. Δέν τόν ἀναγνώρισα. Δύο μεγάλα φωτεινά μάτια καί ἕνα μόνιμο παιδικό χαμόγελο, αὐτή ἦταν πάντα ἡ εἰκόνα τοῦ καντηλανάφτη καί τώρα; Ἕνα πρόσωπο κατατρομαγμένο, φοβισμένο μέ μάτια ἀνοικτά, θαρρεῖς καί θά πεταχτοῦν ἔξω ἀπό τίς κόγχες του. Μᾶς ἔβλεπε καί δέν κουνιόταν ἀπό τή θέση του. Σπρώξαμε ἐμεῖς τήν πόρτα καί ἄνοιξε. Ὁ καντηλανάφτης ἔκανε λίγα βήματα πίσω, κοίταξε ἀριστερά, δεξιά, πίσω του καί προσπάθησε ν’ ἄνοιξει τό στόμα του. Εἶχε ἀρχίσει πιά νά φωτίζει γιά καλά καί τόν βλέπαμε νά τρέμει σάν ψάρι. Τό στόμα τοῦ ἄνοιξε ἀλλά δέν μπορούσαμε νά καταλάβουμε τίποτα. Τόν ἄδραξα ἀπό τούς ὤμους καί τόν κούνησα δυνατά: “Τί συμβαίνει βρέ Θοδωρή, τί ἔχεις πάθει; Μίλα, θά μᾶς σκάσεις”.
- “Ἡ καμμμμπάνα”, εἶπε καί μέ τή ματιά του καί τό δεξί του χέρι ἔδειχνε τήν καμπάνα στόν πύργο καί τό σκοινί ποῦ ἦταν κρεμασμένο καί ἀκίνητο.
- “Ἔ, λοιπόν, ποιός χτύπησε τήν καμπάνα;”, τόν ρώτησα.
- “Κααανεῖς, μ...ὄνη της”, καί σταυροκοπήθηκε.
Μία ἀνατριχίλα μᾶς πέρασε ὅλους σύγκορμα.
- “Μόνη της; Μίλα καλά βρέ Θοδωρή”.
- “Ναί, ναί ἀφεντικό, μόνη της”.
Ἀπ’ τά κελιά ἄρχισαν νά ξεπροβάλλουν φοβισμένα πρόσωπα γυναικών πού ἔμεναν μόνιμα στά κελιά τοῦ μοναστηριοῦ, ποῦ μή ἔχοντας ἄλλου νά μείνουν, εὕρισκαν καταφύγιο καί στέγη. Σιγά - σιγά βλέποντας ἐμᾶς ἐκεῖ, ξεθάρρεψαν καί ἄρχισαν νά κινοῦνται πρός τό μέρος μας, σταυροκοπιόνταν κι αὐτές καί μουρμούριζαν χωρίς νά τίς καταλαβαίνουμε, μόνο “Ταξιάρχη μού”, “Μεγαλοχαρε”, “καμπάνα”, ξεδιαλύναμε λέξεις ἀπ’ τό μουρμουρητό τους.
“Τά τσιμπίλια, οἱ τροβάδες, τά ἐργαλεία”, φώναξαν δύο παλληκάρια πού εἶχαν προχωρήσει πρός τόν πύργο τῆς καμπάνας. Τρέξαμε ὅλοι καί τρίβαμε τά μάτια μας. Στό σημεῖο πού βρήκαμε χθές τά ἐργαλεῖα τῶν ἐργατῶν, ἦταν καί σήμερα μέ τάξη ἀκουμπισμένα στόν τοῖχο. Δέν μπορεῖ, κάτι γίνεται πού δέν μποροῦμε νά καταλάβουμε. Πρέπει νά σκεφτοῦμε, κάτι δέν πάει καλά. Φώναξα καί τούς ἄλλους ἐπιτρόπους νά ἀνεβοῦμε στό Συνοδικό νά συζητήσουμε, καί εἶπα στούς ἄλλους νά περιμένουν καί νά εἰδοποιήσουν τούς τεχνίτες καί τούς ἐργάτες νά μήν πιάσουν δουλειά καί νά ἔλθουν στό Μοναστήρι νά τούς μιλήσουμε ὅταν θά τελειώσουμε. Ἀνεβήκαμε στό Συνοδικό, μᾶς ἔφεραν καφέ καί γλυκό οἱ γυναῖκες, μᾶς ἄναψαν τή μεγάλη λάμπα, ξαναέκαναν τό σταυρό τους, ἔκλεισαν τήν πόρτα καί ἔφυγαν.
- “Τί γίνεται βρέ παιδιά; Τί νά σημαίνουν ὅλα αὐτά; Τί ἐξήγηση δίνετε σέ ὅλα;” Δέν μίλησε κανείς. Ὅλοι ξέραμε τί συμβαίνει καί γιατί γίνονται, μά κανείς δέν τόλεγε.
- “Ἐντάξει, πῶς θά γίνει; Πῶς θά τόν κτίσουμε; Θά χαλάσουμε τήν ἐκκλησία αὐτή ποῦ τώρα ὑπάρχει;”, τούς λέω.
Ὅλοι μέ κοίταξαν μέ ἀνακούφιση.
- “Πρέπει αὐτό νά συζητήσουμε Μαστρογιάννη, ἐδῶ πρέπει νά γίνει ὁ μεγάλος ναός, εἶναι φῶς φανάρι. Ὁ Ταξιάρχης θέλει ἐδῶ τό ναό του, ἐδῶ πού ἔχυσαν τό αἷμα τούς οἱ μοναχοί καί πού ἡ θαυματουργή εἰκόνα τοῦ εἶναι πλασμένη μέ τό αἷμα αὐτό”.
Δέν μίλησα, ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει. Εἶπα μόνο: “Ἐντάξει ἄς πιοῦμε τώρα τόν καφέ νά συνέλθουμε καί ὅταν θά θροῦν οἱ τεχνίτες, τό ξανασυζητάμε” καί χαμογέλασα. Χαμογέλασαν ὅλοι, πήραμε μία βαθειά ἀναπνοή σά νά μᾶς ἔφευγε ἕνα βάρος ἀπό πάνω μας καί ρουφήξαμε τόν καφέ μας.
Τό θαμπό φῶς τῆς γκριζομάλλης αὐγῆς ἄρχισε νά ζωηρεύει, νά γίνεται δυνατό, νά περνᾶ τό παράθυρο τοῦ Συνοδικοῦ, νά τρώει τό φῶς τῆς κρεμαστῆς λάμπας καί νά μᾶς φωτίζει τά πρόσωπα. Εἴχαμε πιεῖ τόν καφέ μας καί εἴχαμε βυθιστεῖ σέ σκέψεις ὅταν μᾶς συνέφερε ἡ φωνή τοῦ καντηλανάφτη. Εἶχε ἀνοίξει σιγά-σιγά τήν πόρτα, ἔχωσε τό κεφάλι του ἀπό τό ἄνοιγμα καί μέ φωνή σιγανή, λές ἀκόμη φοβισμένη, μᾶς εἶπε: “Ἦρθαν τά μαστόρια καί οἱ ἐργάτες”.
Τόν φώναξα μέσα καί τοῦ εἴπαμε νά μᾶς φωνάξει ἐπάνω τόν ἀρχιμάστορα καί νά πάρει μαζί του ἕνα - δύο γεροντότερους τεχνίτες καί νά ἀνεβοῦν ἐπάνω. Σέ λίγο χτυποῦσαν τήν πόρτα. “Ελάτε, καθίστε βρέ παιδιά”. Τά πρόσωπά τους ἦταν ἀνέκφραστα, σοβαρά. Καλημέρισαν καί κάθισαν. Τά μάτια τούς ἐρευνητικά, μᾶς κοίταζαν ὅλους, προσπαθώντας νά μαντέψουν τό σκοπό ποῦ τούς καλέσαμε. Φτιάχτηκα καλά στήν πολυθρόνα, ἔριξα τή ματιά μου στόν ἀρχιμάστορα καί εἶπα:
- “Μαστροθανάση, τά ἐργαλεῖα σᾶς πάλι τήν αὐγή βρέθηκαν στό ἴδιο σημεῖο, ἐδῶ στόν αὐλόγυρο τοῦ ναοῦ. Μή φοβᾶσαι, δέν τά ἔπαιρνε ἀπ’ ἐκεῖ κανείς. Διαπιστώσαμε ὅτι ὁ Μεγαλοχάρος θέλει νά κτίσουμε ἐδῶ τό μεγάλο ναό του. Γι’ αὐτό σας καλέσαμε νά δοῦμε τί μπορεῖ νά γίνει, ποῦ θά γίνει, καί πῶς θά γίνει. Ὁ τόπος δέν χωρᾶ ἄλλο ναό. Τί λέτε ἐσεῖς;”
Ὁ Μαστροθανάσης ἔσκυψε τό κεφάλι του, μπέρδεψε γιά λίγο τά ροζιάρικα δάχτυλα τοῦ χεριοῦ του, ἔκανε λίγες γκριμάτσες μέ τά χοντρά χείλη του καί σέ λίγο εἶπε: “Δέν ξέρω τί θά ἀποφασίσετε ἐσεῖς καί τί γνώμη ἔχουν οἱ ἄλλοι μάστοροι, ἀλλά ἄν εἶναι νά γίνει ἐδῶ ὁ Ναός, θά πρέπει νά χαλαστεῖ ὁ παλιός καί νά γίνει ὁ μεγαλύτερος. Θά προσπαθήσουμε βέβαια νά ἀφήσουμε περισσότερη αὐλή μπροστά, καί ἀπό δεξιά, ἀριστερά καί πίσω ἕνα φαρδύ διάδρομο γιά τά κελιά.
- “Ναί, ναί, ἔτσι μόνο μπορεῖ νά γίνει”, εἶπαν μ’ ἕνα στόμα καί οἱ ἄλλοι μάστορες πρίν καλά - καλά τους ρωτήσουμε. “Αυτή ἦταν καί ἡ δική μας γνώμη, ἀλλά θέλαμε νά τήν ἐπιβεβαιώσουμε”.
- “Μπορεῖ νά γίνει καί κάτι ἄλλο”, εἶπε ὁ Μαστροθανάσης. “Να ἀρχίσουμε νά κτίζουμε τόν καινούργιο ναό, ἀνοίγοντας θεμέλια τριγύρω ἀπό τόν μικρό σημερινό καί νά παραμείνει ὁ μικρός, νά λειτουργιέται, καί ὅταν προχωρήσουμε ἀρκετά καί θά ἀρχίσει νά μᾶς ἐμποδίζει, τότε τόν χαλάμε”.
Ἡ ἰδέα τοῦ ἦταν λογική καί τήν παραδεχτήκαμε ὅλοι. Συζητήσαμε τό σχέδιο τοῦ νέου ναοῦ καί καταλήξαμε νά γίνει ὅπως τόν βλέπετε σήμερα παιδιά μου. Τήν ἴδια μέρα ἄρχισαν οἱ ἐργασίες καί λέτε πώς ἐργαζόταν μαζί μας ὁ Μεγαλοχάρος. Προχωροῦσε τό ἔργο τόσο γρήγορα πού καί ἐμεῖς ἀπορούσαμε. Τά ὑλικά πάντα στήν ὥρα τους καί τά χρήματα ποτέ δέν μᾶς ἔλειψαν. Πολλοί κάτοικοι ἔδωσαν περιουσίες ὁλόκληρες, ξυλεία, προσωπική ἐργασία καί πλῆθος ζωντανά γιά τή μεταφορά τῶν ὑλικῶν, ὅλα δωρεάν. Ἦταν τό κτίσιμο ἕνα μεγάλο πανηγύρι τοῦ χωριοῦ καί τῶν περιχώρων. Καί κάτι ἀκόμα, παιδιά μου, πού ἔκανε μεγάλη ἐντύπωση ὄχι μόνον σ’ ἐμᾶς, ἀλλά καί σ’ ὅσους τό μάθαιναν. Τοῦρκοι ἀπό τά τριγύρω χωριά (δέν ὑπῆρχαν στό Μανταμάδο), κρυφά καί φανερά βοήθησαν μέ χρήματα καί ὑλικά στό κτίσιμο τοῦ ναοῦ τοῦ Μεγαλοχάρου. Τόν σέβονταν καί τόν φοβόνταν πολύ τόν Ταξιάρχη. Διότι, πολλές φορές παλιότερα, πού προσπάθησαν κακοί Τοῦρκοι νά προσβάλλουν τό ναό τοῦ Ταξιάρχη ἤ νά μποῦνε μέσα στό προαύλιό του καβάλα στά ἄλογά τους, τόν εἶδαν φανερά ἄγριο νά τούς κυνηγᾶ, καί ἔπειτα ἔφερναν δῶρα διά νά τόν ἐξευμενίσουν.
Ὁ νέος ναός ὀρθώθηκε γρήγορα καί ὁ μικρός ἄρχιζε νά ἐμποδίζει τίς ἐργασίες. Ἀποφασίσαμε λοιπόν νά τόν χαλάσουμε. Ὅταν φτάσαμε στήν ἀνάγλυφη εἰκόνα τοῦ Ταξιάρχη, στάθηκε ἀδύνατο νά τήν μετακινήσουμε. Μία βδομάδα καί παραπάνω ὅλοι οἱ τεχνίτες καί οἱ γέροι τοῦ χωριοῦ προσπαθοῦσαν νά βροῦν τόν τρόπο, ἀλλά τοῦ κάκου, δέν γινόταν τίποτα, ἔμεινε ἀμετακίνητη. Ἔπειτα ἀπό πολύ σκέψη ἀποφασίσαμε νά τήν ἀφήσουμε στή θέση της. Τήν καλύψαμε νά μήν χαλάσει καί προχωρήσαμε στίς ἐργασίες μας. Ἦλθε καί ἡ ὥρα νά κατασκευάσουμε τό μαρμάρινο τέμπλο τοῦ ναοῦ. Ἡ εἰκόνα ὅμως τοῦ Μεγαλοχάρου δέν μποροῦσε νά πάει στήν καινούρια θέση της, δηλαδή ἀριστερά της εἰκόνας τῆς Παναγίας.
Ἐπίσης βρισκόταν καί πιό ἔξω ἀπό τή γραμμή τοῦ τέμπλου. Πολλά σχέδια κάναμε καί στό τέλος καταλήξαμε νά φέρουμε ὅσο μποροῦμε πιό ἔξω τό τέμπλο, καί νά μείνει στήν παλαιά θέση της ἡ εἰκόνα, ἐκεῖ πού βρίσκεται τώρα, δηλαδή δεξιά ἀπό τήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί λοξά νά κλείνει πρός τήν Ὡραία Πύλη. Βλέπετε, παιδιά μου, ὅτι ὅλες οἱ εἰκόνες τῶν ἑορταζόντων ἁγίων βρίσκονται δεξιά τῆς Παναγίας, ἐνῶ τοῦ Ταξιάρχη βρίσκεται ἀριστερά του Χριστοῦ. Εἶναι διότι ἀρχίσαμε νά κτίζουμε τό νέο ναό πρίν χαλάσουμε τόν παλιό καί ἔτσι δέν ὑπολογίσαμε ἀπό τήν ἀρχή τή θέση τῆς εἰκόνας τοῦ Μεγαλοχάρου. Νομίζαμε ὅτι θά μπορούσαμε νά τή μετακινήσουμε. Ὁ Ἀρχάγγελος ὅμως δέν θέλησε νά ἀλλάξει θέση ἡ εἰκόνα του, προτιμοῦσε νά μείνει ἐκεῖ ὅπου ὁ μοναχός πού ἐπέζησε ἀπό τή σφαγή τῶν Σαρακηνῶν, τήν τοποθέτησε.
Τότε, εἶχε πάρει τό αἷμα τῶν 18 μοναχῶν πού σφαγιάστηκαν ἀπό τούς Σαρακηνούς πειρατές μέσα στό ναό, καί μέ ψιλοκοσκινισμένο χῶμα ἔπλασε τήν ἀνάγλυφη εἰκόνα τοῦ Ἀρχαγγέλου, γιά νά συνοδεύσει ἡ χάρη τοῦ τίς ψυχές τῶν συντρόφων μοναχῶν, στό θρόνο τοῦ Δημιουργοῦ, καί τήν τοποθέτησε ἐκεῖ πού βρίσκεται σήμερα. Γι’ αὐτό καί τό χρῶμα τῆς ἀνάγλυφης εἰκόνας ἔχει τό χρῶμα τοῦ ξηροῦ αἵματος. Τήν βλέπουμε καί σήμερα ἀπείραχτη καί ἀναλλοίωτη ἀπό τή φθορά τοῦ χρόνου καί τόν ἀσπασμό τῶν χιλιάδων πιστῶν προσκυνητῶν πού καθημερινά κατακλύζουν τόν Ἅγιο ναό του.
Μέ τή βοήθεια τοῦ Ἀρχαγγέλου, τῆς Κοινότητας καί τῶν ξένων πού ἔρχονταν νά συμπαρασταθοῦν στό ἔργο μας, φθάσαμε στό τέλος σχεδόν ὅλων τῶν ἐργασιῶν. Ἀκόμη καί οἱ ἔμποροι ἀπό τή Σμύρνη στούς ὁποίους εἴχαμε παραγγείλει ὅ,τι χρειάζεται γιά νά στολιστεῖ ἕνας Ναός (πολυέλαιοι, μανουάλια, κανδήλια κ.λπ.), τά εἴχανε φέρει καί τελείωναν τήν τοποθέτησή τους. Ὅμως μαζί μέ τίς ἐργασίες τελείωναν καί τά χρήματά μας καί ἀρχίσαμε νά ἀνησυχοῦμε.
Τήν παραμονή τῆς ἐξόφλησης τῶν τεχνητῶν, ἐμπόρων καί τοῦ Σμυρναίου ἁγιογράφου πού ἦρθε νά μᾶς ἁγιογραφήσει τήν ὀροφή τοῦ Ναοῦ καί τοῦ Ἱεροῦ, ὅλοι οἱ Ἐπίτροποι ἦταν στό σπίτι μου. Μπροστά μας εἴχαμε τό σχεδόν ἄδειο μπαοῦλο πού φυλάγαμε τά χρήματα γιά τό χτίσιμο τοῦ Ναοῦ. Δέν φθάνανε οὔτε νά ἐξοφλήσουμε τά ἡμερομίσθια τῶν ἐργατῶν. Οἱ Ἐπίτροποι ἔμειναν ὡς ἀργά τό βράδυ, προσπαθώντας νά βροῦμε μία λύση. Δέν καταλήξαμε ὅμως σέ τίποτα, καί ἔφυγαν γιά τά σπίτια τούς στενοχωρημένοι.
Η γυναίκα μοῦ (ἡ γιαγιά σας) καί τά ἑπτά παιδιά πῆγαν νά ξαπλώσουν. Ἐγώ ἔμεινα κάτω. Καθόμουν στήν πολυθρόνα καί σκεπτόμουν πῶς θά ἀντιμετωπίσουμε τήν κατάσταση.
Ἦταν περασμένα μεσάνυχτα, δέν ξέρω, παιδιά, ἤμουν ξυπνητός ἤ μισοκοιμισμένος. Ἄνοιξε ἡ ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ. Κάποιος μέ βήματα βαριά πέρασε στήν αὐλή, ἀνέβηκε τή σκάλα, πέρασε ἀπ’ τό δωμάτιο τῶν παιδιῶν πού κοιμόνταν καί μπῆκε στό μικρό δωμάτιο πού ἦταν τό μπαοῦλο μέ τά χρήματα, προσπάθησα νά σηκωθῶ, μά δέ μποροῦσα. Τά πόδια μου ἦταν θαρρεῖς καρφωμένα στό πάτωμα.
Αὐτό ἔλλειπε, σκέφτηκα, νά μᾶς ἐπισκεφτεῖ καί κλέφτης τώρα. Ἄκουσα τό μπαοῦλο νά ἀνοίγει κι ἔπειτα ἀπό λίγο νά κλείνει, καί τά βήματα βαριά καί ἀργά νά περνοῦν τό δωμάτιο τῶν παιδιῶν καί νά κατεβαίνουν τή σκάλα. Τά μάτια μου καρφώθηκαν στήν ἀνοιχτή πόρτα, πού σέ λίγο τήν ἔφραξε ἀγκαλιάζοντας τά τοιχώματά της, ἕνας νέος μελαχρινός. Τά μαλλιά τοῦ ἦταν μαῦρα καί σγουρά, ἡ ματιά τοῦ φωτεινή σάν ἀστραπή. Φοροῦσε ἕνα ρόδινο πέτσινο σακάκι καί οἱ μαῦρες πέτσινες μπότες τοῦ ἀνέβαιναν ὡς τούς μηρούς του. Μοῦ χαμογέλασε καί μοῦ εἶπε: “Τά χρήματα γιά τίς πληρωμές εἶναι ἐπάνω στό μπαοῦλο”.
Κούνησε τό χέρι σάν νά μέ χαιρετοῦσε καί μέ ἀργά βαριά βήματα πέρασε τήν αὐλή τοῦ σπιτιοῦ, ἄνοιξε τήν ἐξώπορτα καί χάθηκε μέσα στό σκοτάδι. Προσπάθησα νά σηκωθῶ, τό κατόρθωσα! Ἔτρεξα γρήγορα ἐπάνω, καί βρέθηκα μπροστά στό μπαοῦλο. Ἦταν κλειδωμένο. Τό ἄνοιξα καί -ὤ Μεγαλοχάρε- μέσα ὑπῆρχαν τρεῖς σειρές ἀπό φλουριά, μετζίτια καί λίρες. Ἔμεινα στή θέση αὐτή ἀκίνητος γιά πολύ ὥρα καί τά ἔβλεπα. Ἔπειτα τόλμησα νά τά ἀκουμπήσω γιά νά βεβαιωθῶ. Χουφτίασα τά χρυσά νομίσματα καί τ’ ἄφησα πάλι νά πέσουν. Ὁ ἔντονος ἦχος τῶν χρυσῶν νομισμάτων μέ συνέφερε.
Ξύπνησα τή γιαγιά σας καί τῆς εἶπα ὅτι θά ἔρθουν οἱ Ἐπίτροποι καί ἔτρεξα στά σπίτια τους. Τούς ξύπνησα καί χωρίς νά τούς ἐξηγήσω, τούς κάλεσα νά ἔρθουν γρήγορα στό σπίτι μου. Μόλις φθάσαμε ἐκεῖ, εἶπα στή γιαγιά σας νά μᾶς ψήσει καφέ καί νά μᾶς περιμένει κάτω. Ἐμεῖς ἀνεβήκαμε ἐπάνω καί τούς ἄνοιξα τό μπαοῦλο. Ἐκεῖνοι, μπροστά στό περιεχόμενό του, τά ἔχασαν καί ἡ ἀναπνοή τούς σταμάτησε. Ἔπειτα ἄρχισαν νά μέ βομβαρδίζουν μέ ἐρωτήσεις. Ἐγώ ἔκλεισα σιγά-σιγά τό μπαοῦλο, τό κλείδωσα, ἀνασηκώθηκα, ἔκανα τό σταυρό μου καί εἶπα:
- “Ὁ Ταξιάρχης. Αὐτός φρόντισε καί ἔφερε τά χρήματα πού χρειαζόμαστε. Πᾶμε κάτω νά σᾶς ἐξηγήσω”.
Σταυροκοπήθηκαν καί ψάλλοντας τό ἀπολυτίκιό του, κατεβήκαμε τή σκάλα. Ἡ γιαγιά σᾶς μᾶς περίμενε. Πίνοντας τόν ζεστό καφέ, τούς εἶπα τί ἀκριβῶς συνέβη, ὅλοι τά εἶχαν χαμένα. Ὅταν σηκώθηκαν νά φύγουν, ὁ πετεινός στήν αὐλή μᾶς εἰδοποιοῦσε ὅτι τό ξημέρωμα ἔφθανε.
Τό θαῦμα ἔγινε γνωστό πολύ γρήγορα καί ὅταν τό μεσημέρι ἦρθε ἡ Ἐπιτροπή στό σπίτι μας γιά νά κάνουμε τήν πληρωμή, ὁ κόσμος τό εἶχε περικυκλώσει. Ἔφθασε καί ἡ σειρά τοῦ τελευταίου ἐμπόρου νά πληρωθεῖ. Τοῦ μετρήσαμε τά χρήματα καί ἔφθασαν ἴσα-ἴσα ὡς τό τελευταῖο γρόσι. Ὅλοι θαυμάσαμε τό γεγονός αὐτό. Πλύναμε, μετά τήν πληρωμή, τά χέρια μας καί σκουπιστήκαμε στήν πετσέτα πού μᾶς ἔφερε ἡ γιαγιά σας. Ὅταν τελείωσε καί ὁ τελευταῖος Ἐπίτροπος, κρέμασε τήν πετσέτα δίπλα στό βρυσάκι, καί -ὤ Μεγαλοδύναμε- ἡ πετσέτα, ἄν καί βρεγμένη, πῆρε φωτιά καί ἔγινε ἀμέσως στάχτη».
Ὅταν ἔφθανε στό σημεῖο αὐτό πάτερ μου, ὁ παππούς μου, ἔπαιρνε μία βαθειά ἀναπνοή, ἔκανε τό σταυρό του καί ἀφοῦ μᾶς χάιδευε στά μαλλιά καί μᾶς φιλοῦσε μᾶς ἔλεγε:
- "Παιδάκια μου ὅ,τι σᾶς εἶπα, εἶναι πέρα γιά πέρα ἀληθινά. Νά τά θυμάστε καλά καί νά τά λέτε καί σεῖς στά παιδιά σας καί στά ἐγγόνια σας, γιατί αὐτή εἶναι ἡ ἱστορία τοῦ Ναοῦ τοῦ Ταξιάρχη μας, πού μέ θαῦμα ἄρχισε καί τελείωσε μέ θαῦμα. Τώρα, σάν καλά παιδάκια, ἄιντε νά σᾶς βάλει ἡ μαμά σας νά κοιμηθεῖτε".
- Καί μᾶς χαμογελοῦσε καμαρώνοντάς μας, χτυπώντας χαϊδευτικά τίς πλάτες μας.
+ Πρωτοπρεσβύτερος Εὐστράτιος Δῆσσος
Ἱερατικός Προϊστάμενος
Ἱεροῦ Προσκυνηματικοῦ Ναοῦ Παμμεγίστων Ταξιαρχῶν
Μανταμάδου Λέσβου
(πατήστε ΕΔΩ για να περιηγηθείτε τρισδιάστατα στην Μονή) Διαβάστε μέγαλα θαύματα του Ταξιάρχη ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου