Τοῦ Μάνου Ν. Χατζηδάκη, Προέδρου Δ.Σ. τοῦ Ε.ΠΟ.Κ.
Κατά τήν διάρκεια τῶν 1129 ἐτῶν βίου τοῦ Κράτους πού συμβατικά ἀποκαλοῦμε «Βυζαντινή Αὐτοκρατορία», οἱ «Βυζαντινοί» οὐδέποτε αὐτοπροσδιορίσθηκαν ἔτσι. Ὁ ὅρος ἴσχυε μόνο γιά τούς κατοίκους τῆς Πρωτεύουσας (Βασιλεύουσας) πού ἱδρύθηκε στήν ἀρχαία ἑλληνική πόλι τοῦ Βυζαντίου. Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός «Κατ’ αὐτούς, Βυζάντιον, Βυζαντίς, Βυζαντίων πόλις ἦτο ἡ Κωνσταντινούπολις, Βυζάντιος δέ ὁ κάτοικος αὐτῆς».[1]
Ἀπό τούς Λατίνους Romani στούς Ἕλληνες “Ρωμαίους”
Ὅταν τό ἔτος 212, ὁ Ρωμαῖος Αὐτοκράτωρ Καρακάλας ἀπένειμε μέ νόμο τήν ἰδιότητα τοῦ “Ρωμαίου πολίτου” σέ ὅλους τούς ἐλευθέρους ὑπηκόους τῆς Αὐτοκρατορίας ἀνεξαρτήτως ἐθνικῆς καταγωγῆς, ὁ ὅρος “Ρωμαῖος” ἔπαυσε νά ἀποτελῆ ἐθνικό αὐτόπροσδιορισμό του λαοῦ ἀπό τό Λάτιον πού εἶχε ἕδρα τήν Ρώμη. “Ρωμαίοι” πλέον ὀνομάσθηκαν ὅλοι οἱ ἐλεύθεροι κάτοικοι τῆς Αὐτοκρατορίας, εἴτε ἦσαν Λατίνοι, εἴτε Ἕλληνες, Γαλάτες, Αἰγύπτιοι, Σύριοι κ.ο.κ. Ὁ ὅρος ἀπεθνικοποιήθηκε καί ἔλαβε πολιτική σημασία. Παράλληλα, ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἀπό τόν 1ο μ.Χ. αἰώνα ἤδη ἀπώλεσε παντελῶς τό ἐθνικό νόημά του καί ἄρχισε νά προσλαμβάνη θρησκευτικό χαρακτήρα καί νά χαρακτηρίζη τούς εἰδωλολάτρες ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἤ γλώσσας καί νά «διαγράφεται σιγά - σιγά ἀπό τά πάτρια καί τίς μνῆμες» .[2]
Μέ τήν ἵδρυσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως - «Νέας Ρώμης» στό ἑλληνικό Βυζάντιο τό 324, τό ἀνατολικό τμῆμα τῆς Αὐτοκρατορίας διαχωρίσθηκε διοικητικά ἀπό τό δυτικό. Ἡ ἐπικράτειά του ταυτίσθηκε μέ τήν Αὐτοκρατορία τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου καί τά βασίλεια τῶν ἐπιγόνων του. Δηλαδή μέ τόν Ἑλληνιστικό Κόσμο. Τόν 5ο αἰώνα ἐπῆλθε ἡ κατάλυσις τῆς Ρώμης καί τοῦ δυτικοῦ τμήματος τῆς Αὐτοκρατορίας ἀπό τά γερμανικά φύλα.
Ἔκτοτε τό ἀνατολικό τμῆμα ἔμεινε ἡ μόνη “Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία” καί οἱ Ἕλληνες ἤ ἐξελληνισμένοι ὑπήκοοί του, οἱ μόνοι «Ρωμαῖοι». Ὅπως τό διετύπωσε ὁ Ἰωάννης Καραγιαννόπουλος, ἐπρόκειτο γιά αὐτοκρατορία «ἑλληνική συγχρόνως καί ρωμαϊκή, ὕστατη κατάληξη τόσο τῆς ἑλληνικῆς ὅσο καί τῆς ρωμαϊκῆς ἱστορίας…».[3]
Παρά τόν ὁλοκληρωτικό ἐξελληνισμό τοῦ Κράτους οἱ Βυζαντινοί Αὐτοκράτορες παρέμειναν πεισματικά προσκολημένοι στήν διατήρησι τοῦ “ρωμαϊκοῦ κεκτημένου”. Ὁ Ἡράκλειος καί οἱ διάδοχοί του ὑπέγραφαν σέ ἄπταιστα ἑλληνικά «Πιστός ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ρωμαίων». Καί γιά τήν κρατική ἐπικράτεια ἐπικράτησε ὁ ἐξελληνισμένος ὅρος «Ρωμανία» ἀπό τό ἀρχικό λατινικό «Romania».
Καί ὅπως παρατηρεῖ ὁ Nikolae Iorga «ἐκείνη τήν ἐποχή γεννήθηκε τό ἑλληνικό κράτος, διότι οἱ ρωμαϊκές ἀναμνήσεις ὁλοένα καί χάνονταν καί ἀπέμενε μόνο τό ὄνομα ὡς εἰρωνεία».[4] Ἐπεξηγεῖ ὁ Διον. Ζακυθηνός: «Σύμφωνα πρός τήν θεμελιώδη περί κράτους καί οἰκουμένης θεωρίαν των, οἱ Βυζαντινοί ὑπελάμβανον ἐαυτούς διαδόχους ἀμέσους τοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους καί συνεχιστᾶς τῆς Ρωμαϊκῆς παραδόσεως».[5]
Ἡ “ὡραία ἐκδίκηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ πάνω στόν Ρωμαῖο κατακτητή”
Ὁ κάτοχος τοῦ τίτλου τοῦ Βασιλέως «τῶν Ρωμαίων», ἀπηχοῦσε τήν κεντρική κρατική ἰδεολογία τοῦ νομίμου κληρονόμου τῆς αὐτοκρατορικῆς οἰκουμενικῆς ἰδέας πού μεταβιβάσθηκε ἀπό τήν Ρώμη στήν Κωνσταντινούπολι ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντῖνο.
Ἐπρόκειτο βέβαια γιά ξεκάθαρα πολιτικό καί ὄχι ἐθνικό προσδιορισμό, ἀφοῦ καί κατά τόν H. G. Wells: «Τό κράτος αὐτό ἦταν ἑλληνικό καί ὄχι λατινικό. Οἱ Ρωμαῖοι εἶχαν ἔλθει καί εἶχαν παρέλθει».[6] Κατά τήν ἐπιτυχή λοιπόν διατύπωσι τοῦ καθηγητοῦ Ἰωάννου Καραγιαννόπουλου τό Κράτος αὐτό «ἀποτελεῖ τήν ὡραία ἐκδίκηση τοῦ Ἑλληνισμοῦ πάνω στόν Ρωμαῖο κατακτητή: Graecia capta, ferum victorem cepit.[7] Τά λόγια τοῦ ποιητῆ εἶναι σωστά, κυριολεκτοῦν ὅμως κυρίως γιά τό Βυζάντιο».[8]
Κατά τόν Veyne οἱ Ἕλληνες οἰκειοποιήθηκαν τό ὄνομα «Ρωμαῖος» ὅταν ἡ Αὐτοκρατορία ἐξελληνίσθηκε πολιτιστικά καί πολιτικά.[9] Ὅπως προσπάθησαν νά τό οἰκειοποιηθοῦν οἱ Φράγκοι τοῦ Καρόλου Α’ (800) καί τοῦ Ὄθωνος Α’ (962) πού στέφθηκαν «Imperatores Romanorum» (Αὐτοκράτoρες Ρωμαίων) καί ὁ δεύτερος ἵδρυσε τήν «Ἁγία Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία». Ἀκόμη καί οἱ Βούλγαροι τοῦ Συμεών[10] ἤ οἱ Σελτζούκοι[11] τό σφετερίσθηκαν.
Ὅσο Ρωμαῖοι ἦσαν οἱ Γερμανοί Καρολίδες καί Ὀθωνίδες τῆς “Ἁγίας Ρωμαϊκῆς Αὐτοκρατορίας”, ἄλλο τόσο ἦσαν οἱ Ἕλληνες τῆς “Βυζαντινῆς” Αὐτοκρατορίας. Γι΄αὐτό ἀπό τό ἔτος 812 ὁ τίτλος «Βασιλεύς τῶν Ρωμαίων» ἀπό περιστασιακός, γίνεται μόνιμος καί συστηματικός, ὥστε νά διακρίνη τούς βυζαντινούς Αὐτοκράτορες ἀπό τούς “σφετεριστές” Φράγκους ἡγεμόνες τῆς Δύσεως. Μάλιστα, ὅπως ἐπισημαίνει ἡ Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου: «Τήν ἀντιπαράθεσιν τῶν ὅρων Ἕλληνες - βάρβαροι, συμβολίζουσαν εἰς τόν ἀρχαῖον ἑλληνικόν κόσμον τήν ἀντίθεσιν πολιτισμοῦ καί ἀπαιδευσίας ἐν εὐρείᾳ ἐννοία, διεδέχθη εἰς τόν βυζαντινόν κόσμον ἡ ἀντίθεσις Ρωμαῖοι - βάρβαροι».[12]
Ρωμαϊκή κατ’ ὄνομα, Ἑλληνική κατ’ οὐσίαν
Ὁ αὐτοπροσδιορισμός λοιπόν τῶν βυζαντινῶν ὡς «Ρωμαίων» δέν ἦταν ἐθνικός ἀλλά ἰδεολογικοπολιτικός. Αὐτό ἀδυνατεῖ νά ἀντιληφθῆ ὁ A. Kaldellis, ὁ ὁποῖος ἀποκαλεῖ τό Βυζάντιο, «ἔθνος - κράτος τῶν Ρωμαίων»[13], γεγονός πού, κατά τήν καθηγήτρια Averil Cameron: «ὑποστηρίζει ἐριστικά ἀλλά ὄχι καί πειστικά» καί τοῦ ἁπαντά ἡ ἴδια ὅτι ἕνας τέτοιος ἰσχυρισμός «θά ἐξέπληττε τούς ἴδιους τούς Βυζαντινούς».[14]
Παρατηρεῖ ὁ Georg Ostrogorsky: «Ὅσο καί ἄν τό Βυζάντιο γαντζωνόταν στήν ρωμαϊκή κληρονομιά γιά λόγους ἰδεολογικούς ἀλλά καί ἰμπεριαλιστικούς, δέν παύει ν’ ἀπομακρύνεται ὁλοένα στό κύλισμα τῶν αἰώνων ἀπό τίς ἀρχικές ρωμαϊκές τοῦ βάσεις, ἐνῶ ὁ ἐξελληνισμός του στήν κουλτούρα καί στή γλῶσσα συνεχίζεται θριαμβευτικά».[15]
Ὅπως μάλιστα προσθέτει ἡ Averil Cameron, παρότι οἱ βυζαντινοί «συνέχισαν νά αὐτοαποκαλούνται Ρωμαίοι… ἡ πλειονότητά τους ἦταν Ἕλληνες καί ἡ ἄκρως ἐκλεπτυσμένη γλῶσσα τῆς λογοτεχνίας καί τῆς διοίκησής τους ἦταν τά ἑλληνικά… Τό ἐκπαιδευτικό τους σύστημα βασιζόταν σχεδόν ἀποκλειστικά σέ ἑλληνικά πρότυπα».[16]
Τό ἴδιο ἐπισημειώνει ὁ Sylvain Gouguenheim γράφοντας ὅτι: «ἡ ὀνομασία “Ρωμαίοι” παραπέμπει σέ ἕνα πολιτικό πρόγραμμα καί σέ μία πολιτική κληρονομιά, πού υἱοθέτησαν οἱ ἡγέτες μίας αὐτοκρατορίας πού εἶχε καταστεῖ ἑλληνική λόγω γλώσσας καί κουλτούρας».[17]
Ἔτσι, κατά τόν Edwin Pears ἐνῶ ἡ Αὐτοκρατορία παρέμενε «Ρωμαϊκή κατ’ ὄνομα», δέν μπορεῖ νά ἀγνοηθῆ «σέ πόσο μεγάλο βαθμό ἡ Νέα Ρώμη καί τά ἐδάφη τῆς εἶχαν ἐξελληνιστεῖ». Καί συνεχίζει: «Ὡς ἐκ τούτου, δέν εἶναι ἐκπληκτικό ὅτι γιά τή Δύση στή διάρκεια ὀλόκληρου τοῦ Μεσαίωνα ἡ Αὐτοκρατορία ἦταν ἡ Ἑλληνική Αὐτοκρατορία, ὅπως καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἦταν ἡ Ἑλληνική Ἐκκλησία».[18]
Τα θεμέλια της νέας “βυζαντινής” ταυτότητος: ἑλληνισμός & ὀρθοδοξία
Ὁ Charles Diehl πρῶτος θά ἐπισημάνη ὅτι «περί τά μέσα τοῦ 9ου αἰώνα ὑπῆρχε πραγματικά μία βυζαντινή ἐθνικότητα πού εἶχε διαμορφωθεῖ ἀργά μέσα ἀπό τά γεγονότα» ἡ ὁποία βασίσθηκε σέ δύο στοιχεῖα: «τήν κοινή σφραγίδα τοῦ ἑλληνισμοῦ καί τήν κοινή ὁμολογία τῆς ὀρθοδοξίας»[19]
Αὐτό -κατά τήν Gill Page- δημιούργησε μία νέα «ἐθνοτική ρωμαϊκή ταυτότητα» γιά τήν ὁποία ἡ Ὀρθοδοξία ἀποτελοῦσε «σημαντικότατο συστατικό» καί «ἡ ἑλληνομάθεια εἶχε θεμελιακό χαρακτήρα»[20]. Αὐτήν λοιπόν τήν νέα ταυτότητα ἐξέφρασε πλέον ὁ ὅρος «Ρωμαῖος» (ἤ «Ρωμιός» κατά δημώδη ἑλληνική παραφθορά) πού κατά τόν Διονύσιο Ζακυθηνό προσδιόριζε «τόν ἐπικρατέστερον ἐθνικῶς, γλωσσικῶς καί πολιτιστικῶς λαόν τῆς πρωϊμου Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας, τούς Ἕλληνας».[21]
Ἔτσι, κατά τήν περίοδο τῆς μακεδονικῆς δυναστείας ἀναπτύχθηκε κατά τόν Sylvain Gouguenheim «ἕνας “ἑλληνοβυζαντινός πατριωτισμός”, βασιζόμενος στίς δύο θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ἑλληνικότητας καί τῆς ὀρθοδοξίας».[22]
Ὁ ὅρος «Ρωμαῖος» προσέλαβε σταδιακά ἐθνικό περιεχόμενο. Δέν ἐξέφραζε τόν ὁποιοδήποτε ὑπήκοο τῆς Αὐτοκρατορίας. Ὅπως ἐξηγεῖ ἡ Αἰκατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Δηλώνονται ἔτσι οἱ Ἕλληνες καί οἱ ἀπό τό παλαιό πληθυσμικό ὑπόστρωμα ἐξελληνισμένοι καί πολιτισμικά ἀφομοιωμενοι, ὄχι ὅμως καί οἱ ξένες ἐθνότητες, χριστιανικές καί μή, πού ἐγκαταστάθηκαν στά αὐτοκρατορικά ἐδάφη».[23]
Ἀρμενιοι, Σύριοι, Ἴσαυροι, Βούλγαροι ὑπήκοοι κ.λπ. ἀπεκαλοῦντο «μιξοβάρβαροι». Μόνο οἱ ὀρθόδοξοι πού εἶχαν μητρική γλῶσσα τά ἑλληνικά ἀπεκαλοῦντο Ρωμαίοι.
«Ἄν λοιπόν τό κράτος τοῦ Βοσπόρου ξεκίνησε τή ζωή του μ’ ἔνα ρωμαϊκό κρατικό σκελετό, ἡ ψυχή του ὅμως, τό πολιτιστικό του κλίμα ἦταν κατ’ ἐξοχήν ἑλληνικό»[24]
Ἐν τέλει, κατά τόν Karl Krumbacher ὁ ὅρος «ἐσήμαινε τόν Ἕλληνα καθόλου, τόν χριστιανόν φυσικά Ἕλληνα».[25] Εὐφυῶς λοιπόν ὁ August Heisenberg χαρακτήρισε τήν Βυζαντινή Αὐτοκρατορία ὡς «τό ἐκχριστιανισθέν Ρωμαϊκό Κράτος τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους».[26]
Τό ὄνομα “Ἕλλην” μετατρέπεται σέ θρησκευτικό καί ὄχι ἐθνολογικό ὄρο
Ἀπό τόν 1ο αἰώνα, τό ὄνομα «Ἕλλην» ἄρχισε νά προσλαμβάνη θρησκευτικό χαρακτήρα καί νά χαρακτηρίζη τούς εἰδωλολάτρες ἀνεξαρτήτως φυλῆς ἤ γλώσσας. Χαρακτηριστικό εἶναι ὅτι στό Κατά Μάρκον Εὐαγγέλιο περιγράφεται γυναίκα «Ἑλληνίς, Συροφοινίκισσα τῷ γενεῖ»[27]. “Ἐθνικοί” καί Χριστιανοί χρησιμοποιούν πλέον τήν ἔννοια μέ θρησκευτική καί ὄχι ἐθνική σημασία (Τατιανός, Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς, Ἰωάννης Χρυσόστομος, Θεοδώρητος Κύρου, Ζώσιμος, Πορφύριος κ.λπ.).
Τόν 6ο αἰώνα ὁ Ἰωάννης Μόσχος χαρακτηρίζει ἔτσι τούς Ἄραβες, τόν 9ο αἰώνα ὁ Φώτιος ἀναφέρει ἔτσι τούς παγανιστές Ρῶς (πρίν ἐκχριστιανισθοῦν). Καί τόν 11ο αἰώνα ὁ Μιχαήλ Ψελλός ἀποκαλεῖ ἔτσι τούς Κινέζους (!).
Εἶναι λοιπόν πασιφανές ὅτι τά ὀνόματα «Ἕλλην» καί «Ἑλληνισμός» εἶχαν ἀπωλέσει παντελῶς τό ἐθνικό νόημά τους καί ἦσαν συνώνυμα μέ τήν ὁποιαδήποτε μορφή εἰδωλολατρικῆς θρησκείας. Τό γεγονός ἐπισημαίνουν τόσο ἡ Averil Cameron[28] ὅσο καί ἡ Gill Page.[29] Ὅπως γράφει ὁ Διονύσιος Ζακυθηνός: «τό ὄνομα Ἕλλην, συνδεθέν ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων μετά τῆς θρησκευτικῆς ἐννοίας τοῦ ἐμμένοντος εἰς τήν παλαιάν θρησκείαν τῶν Ἑλλήνων, τοῦ εἰδωλολάτρου γενικώτερον, περιέπεσεν εἰς ἀφάνειαν»[30] καί κατά τήν Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ: «ὁ ὅρος “Ἕλλην” διαγράφεται σιγά - σιγά ἀπό τά πάτρια καί τίς μνῆμες».[31]
Ὅμως, ὅπως γράφει ὁ John C. Carr, μπορεῖ νά μήν αὐτοαποκαλοῦντο Ἕλληνες, ἀλλά «οἱ περισσότεροι Βυζαντινοί ὑπήκοοι, ἰδίως οἱ ἄρχουσες τάξεις, ἀναμφίβολα ἦταν».[32]
Ἡ ἐθνολογική ἐξέλιξις τοῦ ὅρου “Γραικός” (4ος - 9ος αιώνας)
Ἡ ὀνομασία «Γραικός» θεωρεῖται ἀρχαιότερη τοῦ «Ἕλληνος» καί ὁ Ἀριστοτέλης γράφει ὅτι τά πανάρχαια χρόνια τήν Ἑλλάδα κατοικοῦσαν «οἱ καλούμενοι τότε μέν Γραικοί νῦν δ’ Ἕλληνες».[33]
Οἱ ἀρχαῖοι Ρωμαῖοι ἀποκαλοῦσαν τούς Ἕλληνες ὡς «Graeci» -λατινική ἐκδοχή τοῦ «Γραικοί»- ὀνομασία πού ἐπικράτησε στήν Δύση μέχρι σήμερα. (Ἀπό αὐτήν προέρχεται καί τό σημερινό ἀγγλικό «Greeks», τό γαλλικό «Greks» κ.λπ. πού κατά λέξι σημαίνουν «Γραικοί» καί κατ’ οὐσίαν «Ἕλληνες»).
Ὅπως ἀποδεικνύει ὁ Ἠσύχιος ὁ Ἀλεξανδρεύς, τόν 5ο μ.Χ. αἰώνα τό ὄνομα “Γραικός” παρέμενε ταυτόσημο μέ τό ὄνομα “Ἕλλην”.[34]
Καί ὅπως ἦταν φυσικό, ὅταν ὁ ὅρος «Ἕλλην» ἔγινε συνώνυμος τοῦ «εἰδωλολάτρη» ἀντικαταστάθηκε στήν ἐθνολογική σημασία του ἀπό τόν ὅρο «Γραικός». Ὅταν ὁ Πρίσκος ρωτᾶ κάποιον ἀπό τό περιβάλλον τοῦ Ἀττίλα πῶς μιλᾶ «τήν Ἑλλήνων φωνήν», τότε «γελάσας ἔφη Γραικός μέν εἶναι τό γένος».
Τόν 8ο αἰώνα, ἀπαραίτητη προϋπόθεσις τῆς θυγατρός τοῦ Καρλομάγνου νά παντρευθῆ τόν Κωνσταντῖνο ΣΤ’, ἦταν -κατά τόν Θεοφάνη- νά διδαχθῆ τά «τῶν Γραικῶν γράμματα καί τήν γλῶσσαν».[35]
Οἱ ἀναφορές τοῦ Θεοδώρου Στουδίτου, τοῦ Προκοπίου, τοῦ Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογέννητου, τοῦ Λέοντος Χοιροσφάκτου, τοῦ Γεωργίου Κεδρηνοῦ κ.ἄ. ἐπιβεβαιώνουν τόν Ν. Σβορῶνο πού γράφει ὅτι οἱ βυζαντινοί «χρησιμοποιοῦν ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα τόν ὅρο Γραικός, παλαιό ὄνομα τῶν Ἑλλήνων, ὅταν θέλουν νά δηλώσουν τήν ἑλληνική τους ἐθνότητα καί νά διακριθοῦν ἀπό τούς μή ἑλληνικούς πληθυσμούς τῆς Αὐτοκρατορίας».[36] Καί ὁ Κ. Ἄμαντος γράφει: «Ὅταν ἔπρεπε νά γίνη ἀκριβεστέρα διάκρισις μεταξύ Ἑλλήνων καί ἄλλων πολιτῶν Ρωμαίων, ἐχρησιμοποιεῖτο τό παλαιόν ὄνομα Γραικός».[37]
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα ὡστόσο, ὁ ὅρος «Γραικός» ἀρχίζει νά περιπίπτει σέ ἀχρηστία, ὡς ἀντίδρασι ἀπέναντι στούς δυτικούς πού ἀπόκαλούσαν ἔτσι τούς βυζαντινούς.[38] Ἐνδεικτική ἡ ὀργή τοῦ Νικηφόρου Φωκᾶ ὅταν ὁ πάπας τόν ἀποκάλεσε «Graecorum Imperatorem» (968). Τοῦτο δέν ὀφειλόταν σέ ἄρνησι τῆς ἐθνικότητός του, ἀλλά στήν πολιτική καπήλευσι τοῦ ρωμαϊκοῦ τίτλου ἀπό τόν Όθωνα Α’.
Ἡ Αὐτοκρατορία κατά τόν θάνατο τοῦ Βασιλείου Β΄τό 1025
Πῶς χαρακτήριζε ἐθνολογικά ὁ τότε γνωστός κόσμος τούς “βυζαντινούς”
Σύσσωμος πάντως, ὁ τότε γνωστός κόσμος χαρακτήριζε τούς βυζαντινούς ἀποκλειστικά μέ ἑλληνικά ἐθνικά ὀνόματα:
- Λατινογερμανοί: Ἤδη ἀπό τόν 6ο αἰώνα ὁ Παύλος ὁ Διάκονος ἀποκαλεῖ τόν Μαυρίκιο «primus ex Grecorum genere in imperio confirmatus est»[39] Ὁ ἀνώνυμος συγγραφεύς τοῦ ποιήματος «De mutata Romae fortuna» (9ος αἰ.) τούς ἀναφέρει ὡς «Graecos» καί τήν βυζαντινή ἐπικράτεια «rura Pelasga colunt», («γῆ τῶν Πελασγῶν»).[40] Τόν 10ο αἰώνα ὁ Λιουτπράνδος τῆς Κρεμώνας γράφει γιά «Imperatores Graecorum» (Ι 6, ΙΙ 26) ἀλλά καί «Regnum Argirorum» (ΙΙΙ 26) (Βασίλειο Ἀργείων). Τόν 11ο αἰώνα ὁ χρονικογράφος Ἀδάμ τῆς Βρέμης ἀποκαλεῖ τό Βυζάντιο «Graecia»[41], τό «Annales Barences» μιλάει γιά «Grecis» καί «Graecorum», ὁ βενεδικτίνος Amatus Casinensis τούς ἀποκαλεῖ «Grex» καί «Greci». Οἱ δυτικοί ἱστοριογράφοι τοῦ 11ου καί 12ου αἰῶνος ἀναφέρονται στήν Θεοφανῶ ὡς «Imperatrix Greca»[42] ἡ ὁποία κατέφθασε ἀπό τήν «Grecia».[43]
- Ἄραβες: Οἱ ἄραβες ἱστορικοί καί γεωγράφοι τοῦ 10ου αἰῶνος Yahya ibn Said al-Antaki («Histoire de Yahya d’ Antioche»), Ibn al-Qalanisi («Χρονικό τῆς Δαμασκοῦ»), Al-Maqdisi «The Best of Classification for the Knowledge of Regions»), ἀλλά καί τῶν 11ου - 13ου αἰῶνος, ὅπως Ali ibn al-Athir («The Complete History») καί AbulFeda («History of Humanity»), θεωροῦν τούς βυζαντινούς καί τήν χώρα «Rum» (Ρωμιοί) ἀλλά κυρίαρχο εἶναι καί τό ὄνομα «Yunani - Yunanistan» (Ἴωνες - Ἰωνία).
- Ἀρμένιοι καί Σύριοι: Οἱ Ἀρμένιοι ἱστορικοί τοῦ 11ου αἰῶνος Στέφανος ὁ Ταρωνίτης («Histoire Universelle») καί Aristagues de Lasdiverd μιλοῦν γιά ἑλληνική αὐτοκρατορία καί βασιλεῖς τῶν Ἑλλήνων. Οἱ Σύριοι χρονικογράφοι Μιχαήλ Α’ Ἀντιοχείας καί Ματθαῖος Ἐδέσσης γράφουν γιά «ἑλληνική περιοχή» καί «χώρα τῶν Ἑλλήνων».
Σλαῦοι καί Ρῶσσοι: Τό σλαυϊκό «Νεστοριανό Χρονικό» ἀπόκαλεῖ τους βυζαντινούς «Greki» καί ὁ δαλματός ἱστορικός Johannes Lucius ἀναφέρεται στούς «Graecos Imperatores».[44] Ὁ Stever Runciman θά γράψη χαρακτηριστικά: «Οἱ Σλαῦοι συγγραφεῖς μιλοῦν περιφρονητικά γιά τήν Ἀνατολική Ρωμαϊκή Αὐτοκρατορία, ἐπειδή ἦταν κυρίως ἑλληνική»[45] Οἱ Ρῶσοι ἀποκαλοῦσαν τούς βυζαντινούς «Gretchniki».[46]
Νορμανδοί - Σκανδιναυοί: Τόν 11ο αἰώνα, ὁ Νορμανδός χρονογράφος Guillelmus Apuliensis ἀποκαλεῖ τούς βυζαντινούς «Graecis» καί «Danais» (Δαναούς!)[47] καί ὁ σκανδιναυός Snorri Sturluson ἀναφέρει τό Βυζάντιο ὡς «Grikkland» («Heimskringla»), ἐνῶ οἱ Σκανδιναυοί ἀποκαλοῦσαν τήν Μεσόγειο «Grikklandssalti» (ἑλληνική θάλασσα).[48] Ὁ σύγχρονος Ornolfur Thorsson ἀποκαλεῖ τήν βυζαντινή ἐπικράτεια «Greece» («Viking Voyages to the East in Written Accounts»).
Συνεπῶς ὅλος ὁ τότε γνωστός κόσμος ἀποκαλοῦσε τούς βυζαντινούς, τήν χώρα καί τούς βασιλεῖς τους ὄχι μονάχα «Γραικούς», ἀλλά καί «Ἴωνες», «Ἀργείους», «Δαναούς», «Πελασγούς». Τό γεγονός αὐτό ἀναιρεῖ τόν ἰσχυρισμό μερικῶν ὅτι ὁ ὅρος «Γραικός» σήμαινε ἁπλῶς τόν «ἑλληνόφωνο» και αποδεικνύει ότι τούς θεωροῦσαν ξεκάθαρα ἑλληνικῆς καταγωγῆς.
Ἡ σταδιακή ἐπαναφορά τοῦ ὄρου “Ἕλλην” μέ ἐθνολογική σημασία (9ος - 12ος αἰώνας)
Ἀπό τόν 9ο αἰώνα παρατηρείται αὐτό πού ὁ Paul Lemerle ἀποκαλεῖ «πρῶτο βυζαντινό οὐμανισμό» στό ὁμώνυμο ἔργο του, («Μυριόβιβλος» Φωτίου, Ἀρέθας Καισαρείας Θεόδωρος Στουδίτης Λέων ὁ Φιλόσοφος κ.α.)
Τον 10ο αἰώνα θά ἐξελιχθῆ κατά τόν H. W. Haussig σέ ἕναν «Ἑλληνικό Διαφωτισμό»[50], μέ τό κίνημα τοῦ “Ἐγκυκλοπαιδισμοῦ” ὡς ἐγχειρήματος ἀνακτήσεως καί διασώσεως τοῦ ἑλληνικοῦ παρελθόντος, («Ἐκλογαί» Κωνσταντίνου Ζ’ Πορφυρογεννήτου, Λεξικό ΣΟΥΔΑΣ, «Ἑλληνική (Παλατινή) Ἀνθολογία», «Φιλόπατρις ἤ Διδασκόμενος» κ.α.), μέ τό ὁποίο, ὅπως γράφει ὁ Charles Diehl, τό Βυζάντιο: «ἀπό πνευματική ἄποψη, βυθιζόταν μέ ὅλες τίς ρίζες του στό γόνιμο ἔδαφος τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδας».[51]
Αὐτό θά ἀπόγειωθῆ κατά τόν 11ο αἰώνα ὁπότε ἔχουμε -κατά τόν Διον. Ζακυθηνό- τήν «ἐποχή ὠριμότητος τοῦ κλασσικοῦ Ἀνθρωπισμοῦ».[52] (Ἰωάννης Μαυρόπους, Ἀκριτικός Κύκλος, «Τό Ἆσμα τοῦ Ἀρμούρη» Ἰωάννης Ξιφιλίνος Μιχαήλ Ψελλός κ.α.)
Ἔτσι, κατά τήν περίοδο τῆς μακεδονικῆς δυναστείας ἀναπτύχθηκε κατά τόν Sylvain Gouguenheim «ἕνας “ἑλληνοβυζαντινός πατριωτισμός”, βασιζόμενος στίς δύο θεμελιώδεις ἀρχές τῆς ἑλληνικότητας καί τῆς ὀρθοδοξίας»,[53] ἐνῶ ἡ πνευματική ἀνασύνδεσις μέ τήν ἀρχαία Ἑλλάδα κατά τήν Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «ἐξοικειώνει τούς λογίους μέ τόν ἑλληνισμό, ἀπόκαθαρμένον ἀπό τήν προκατάληψη τῆς εἰδωλολατρείας» καί ὁδηγεῖ στήν «ἐπαναφορά τῶν ὅρων Ἕλλην, Ἑλληνίς μέ τήν ἐθνολογική τους σημασία».[54] Τό ἴδιο παρατηρεῖ καί ὁ Sylvain Gouguenheim[55]
Οι ρίζες του νεοελληνικού πρωτοεθνικισμού (13ος - 15ος αιώνας)
Σέ ἐπόμενο ἅρθρο μας, θά ἐξετάσουμε τό πῶς, ἀρχικά ἡ πνευματική ἐλίτ ἀπό τοῦ 12ου αἰῶνος καί κυρίως ἡ ἅλωσις τῆς Πόλεως ἀπό τούς Φράγκους τό 1204, θά σημάνουν πλήρως τήν ἐπαναφορά του ὅρου «Ἕλλην». (Νικήτας Χωνιάτης, Νικηφόρος Γρηγορᾶς, Ἰωάννης Γ’ Βατάντζης, Πλῆθων Γεμιστός, Λαόνικος Χαλκοκονδύνης, Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος κ.α.)
Ενδεικτικά θα αναφέρουμε ότι -μετά την Άλωσι της Πόλεως από τους Φράγκους το 1204 - στην Επιστολή του προς τον Πάπα Γρηγόριο Θ’ το 1237 ο Αυτοκράτωρ Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης, παρότι υπογράφει ως «Ἰωάννης ἐν Χριστῷ τῷ Θεῷ πιστός βασιλεύς καί αὐτοκράτωρ Ῥωμαίων…», του γράφει ξεκάθαρα:
«στο δικό μας γένος των Ελλήνων βασιλεύει η σοφία, και με αυτήν ως πηγή παντού ανέβλυσαν σταγόνες (αυθ. κείμενο: “τε ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει, καί, ὡς ἐκ πηγῆς ταύτης πανταχοῦ ρανίδες ἀνέβλυσαν”)…
….μαζί με την σοφία που βασιλεύει σε μας, κληροδοτήθηκε στο δικό μας γένος (σ.σ. των Ελλήνων) η κοσμική αυτή βασιλεία από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο… Διότι ποιος απ’ όλους αγνοεί ότι η κληρονομιά της διαδοχής του μεταβιβάστηκε στο δικό μας γένος και εμείς είμαστε οι κληρονόμοι και διάδοχοί του;
Σαφώς οι γενάρχες της βασιλείας μου… όλοι από γένη ελληνικά κατάγονται, (αυθ. κείμενο: “ἀπό γενῶν ἑλληνικῶν ἄρξαντας”) αυτοί λοιπόν του δικού μου γένους (σ.σ. του ελληνικού), επί εκατοντάδες ετών κατείχαν την αρχή της Κωνσταντινουπόλεως (αυθ. κείμενο: “οὗτοι γοῦν οἱ ἐκ τοῦ ἐμοῦ γένους, εἰς πολλάς ἐτῶν ἐκατοστύας τήν ἀρχή κατέσχον τῆς Κωνσταντινουπόλεως”)…»
Πρόκειται για ύμνο ελληνικής εθνικής αυτοσυνειδησίας που διακηρύττει ότι οι Έλληνες είναι οι νόμιμοι «κληρονόμοι και διάδοχοι» του τίτλου «των Ρωμαίων» που τους κληροδοτήθηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο και έκτοτε επί αιώνες η Κωνσταντινούπολις άρχεται «ἀπό γενῶν ἑλληνικῶν»!
Ιωάννης Γ’ Δούκας Βατάτζης,: "ἐν τῷ γένει τῶν Ἑλλήνων ἡμῶν ἡ σοφία βασιλεύει..."
Τον 13ο αιώνα μάλιστα, έχουμε την δημιουργία των πρώτων ελληνικών εθνικών κρατών της Νικαίας, της Τραπεζούντος και της Ηπείρου και δημιουργούνται οι ρίζες τοῦ νεοελληνικοῦ πρωτοεθνικισμοῦ πού οδηγεί στην πρόσκαιρη απελευθέρωσι της Βασιλεύουσας (1253) και ως φυσική πνευματική ἐξέλιξί του στήν Παλαιολόγεια Ἀναγέννησι η οποία θά διαποκῆ τόσο τραγικά τό 1453.
Εθνοτικά λοιπόν, το όνομα «Έλλην» είχε επανέλθει πανηγυρικά και συνταυτίζεται πολιτικά με το όνομα «Ρωμαίος». Γεγονός που επισφραγίζει ο εμψυχωτικός λόγος του τελευταίου ηρωϊκού Αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ Παλαιολόγου, προς τους υπερασπιστές της Πόλεως, λίγο πριν την Άλωσι του 1453: «…φανταστείτε πως παίρνετε μέρος σε κυνήγι αγριόχοιρων, για να καταλάβουν οι ασεβείς ότι δεν αντιμάχονται με ζώα χωρίς λογική, όπως είναι αυτοί, αλλά με άρχοντες, και αφέντες τους, και απογόνους των Ελλήνων και των Ρωμαίων». Αποκάλεσε δε την Κωνσταντινούπολι «καταφύγιον των χριστιανών, ελπίδα και χαρά όλων των Ελλήνων»
Διαβάστε περισσότερα στο βιβλίο του Μάνου Ν. Χατζηδάκη "ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΟΣ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΣ 324-1081: Από τον Μέγα Κωνσταντίνο έως την άνοδο των Κομνηνών (Εκδόσεις ΠΕΛΑΣΓΟΣ, Χαρ.Τρικούπη 14 Αθ'ηνα. Τηλ. 2106440021
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 10. Μέ εὐρεία ἔννοια ὁ ὅρος «Byzantinus» χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά, γιά νά περιγράψη τούς διαφυγόντες Ἕλληνες λογίους στήν Ἰταλία, μετά τήν ἅλωσι τῆς Κωνσταντινουπόλεως τό 1453. Ἔτσι, ὁ νεολογισμός «Βυζάντιο» - «Βυζαντινός» χρησιμοποιήθηκε ὡς ἐπιστημονικός ὅρος γιά πρώτη φορά ἀπό τόν Hieronymus Wolf τό 1562 (Byzantinae Historiae). Σταδιακά ὁ ὅρος ἐπικράτησε στήν ἐπιστημονική κοινότητα. Θεωροῦμε ὅτι -ἄν καί εἰσαγόμενος- ὁ ὅρος «Βυζαντινός» δέν εἶναι ἀπόλυτα ἀδόκιμος Διότι παράγεται ἀπό τήν ὀνομασία τῆς ἑλληνικῆς πόλεως ἡ ὁποία ὑπῆρξε τό ἐπίκεντρο τοῦ πολιτισμοῦ του. Ὅπως π.χ., οἱ Μυκηναῖοι Ἕλληνες οὐδέποτε αὐτοαπεκλήθησαν ἔτσι. Ὀνόμαζαν τούς ἑαυτούς τούς Ἀργείους, Δαναούς ἤ Ἀχαιούς. Ὁ πολιτισμός τους ἀπεκλήθη “Μυκηναϊκός” διότι ἐπίκεντρο καί ἄτυπη πρωτεύουσά του ὑπῆρξαν οἱ Μυκῆνες, ὅπως ἀκριβῶς συνέβη καί μέ τό Βυζάντιο.
[2] Ἑλένη Γλύκατζη - Ἀρβελέρ «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο» Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’. Τόν 6ο αἰώνα ὁ Ἰωάννης Μόσχος χαρακτηρίζει ἔτσι τούς Ἄραβες, τόν 9ο αἰώνα ὁ Φώτιος ἀναφέρει ἔτσι τούς παγανιστές Ρῶς (πρίν ἐκχριστιανισθοῦν). Καί τόν 11ο αἰώνα ὁ Μιχαήλ Ψελλός ἀποκαλεῖ ἔτσι τούς Κινέζους (!).Ὅπως γράφει ὁ Διον. Ζακυθηνός: «τό ὄνομα Ἕλλην, συνδεθέν ἀπό τῶν πρώτων χριστιανικῶν χρόνων μετά τῆς θρησκευτικῆς ἐννοίας… περιέπεσεν εἰς ἀφάνειαν» («Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 14 – 15) 12).
[3] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 124.
[4] «Histoire de la vie byzantine - Empire et civilisation» Vol. 1, σελ 294.
[5] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 13.
[6] «The Outline of History» (1920).
[7] Πρόκειται γιά τά λόγια τοῦ Ρωμαίου ποιητοῦ Ὀρατίου (65 π.Χ. - 8 π.Χ.) πού σημαίνουν: «Ἡ ὑποδουλωθεῖσα Ἑλλάς, τόν ἄγριο νικητή της ἐδάμασε».
[8] «Τό Βυζαντινό Κράτος» σελ. 57 - 58.
[9] P. Veyne «L'empire gréco-romain», Éditions du Seuil, Paris, 2005.
[10] Ὑπενθυμίζουμε ὅτι ὁ Συμεών αὐτοανακηρύχθηκε «βασιλεύς Ρωμαίων καί Βουλγάρων» ἀναγκάζοντας τόν Αὐτοκράτορα Ρωμανό Α’ νά τοῦ γράψη: «Ποίων δέ Ρωμαίων ἑαυτόν ἀποκαλεῖς βασιλέα; Τῶν παρά σοῦ κρατηθέντων ἤ ἀπίστοις ἔθνεσιν ἐκδοθέντων καί πρός δουλείαν κατακριθέντων;»
[11] Τό πρῶτο Σελτζουκικό Κράτος πού ἱδρύθηκε τό 1077 καί διήρκεσε μέχρι τό 1307 στήν Μικρά Ἀσία ὀνομάσθηκε χαρακτηριστικά «Σουλτανᾶτο τοῦ Ρούμ». Καί ὅρος "Ρούμ" προέρχεται ἀπό τήν ἀραβική λέξι γιά τούς Ρωμαίους. Ἀκόμη καί οἱ Σελτζοῦκοι Τοῦρκοι λοιπόν προσπάθησαν νά ἐκμεταλλευθοῦν πολιτικά τήν ρωμαϊκή κληρονομιά…
[12] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β1 σελ. 242 - 243. Τοῦτο ἐπιβεβαιώνει καί ἡ Gill Page ἡ ὁποία γράφει ὅτι στήν «διχοτομία Ρωμαίων/βαρβάρων» κυρίαρχο ρόλο διεδραμάτιζαν «ἡ Ὀρθοδοξία, τά ἑλληνικά ὡς πρώτη γλῶσσα» («Οἱ Ἕλληνες πρίν τοῦ Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυζάντιο» σελ. 60).
[13] «Hellenism in Byzantium: The Transformations of Greek Identity and the Reception of the Classical Tradition». Εἶναι πράγματι νά ἀπορῆ κανείς πῶς ἕνας ἐπιστήμων υἱοθετεῖ τόσο ἀντιεπιστημονικές θέσεις, ἀποκαλώντας «ἔθνος - κράτος τῶν Ρωμαίων» μία οἰκουμενική αὐτοκρατορία, στήν ὁποία δέν ὑπῆρχε πλέον ἴχνος ἐθνοτικά Ρωμαίων καί σχεδόν πλήρης ἄγνοια τῆς λατινικῆς, ἀρκούμενος μόνος στό ὅτι γιά πολιτικούς λόγους οἱ βυζαντινοί ἀποκαλοῦσαν τούς ἑαυτούς τους ἔτσι…
[14] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 132.
[15] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 90.
[16] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 150 - 151.
[17] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 57.
[18] «Ἡ Καταστροφή τῆς Ἑλληνικῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 23, 24, 25.
[19] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 45, 59.
[20] «Οἱ Ἕλληνες πρίν τοῦ Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυζάντιο» σελ. 75, 77.
[21] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 13.
[22] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 71 - 72.
[23] Αἰκ. Χριστοφιλοπούλου «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 267 - 268.
[24] Πανεπιστημίου τοῦ Καίμπριτζ «Ἡ Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» Μέρος Πρῶτο: «Τό Βυζάντιο καί οἱ γείτονές του», Πρόλογος, σελ. 14
[25] «Ἱστορία Βυζαντινῆς Λογοτεχνίας», Ι’ σελ. 24.
[26] «Staat und Gesellschaft des byzantinischen Reiches, Die Kultur der Gegenwart» σελ. 364.
[27] Κεφ. Ε΄, 26.
[28] «Ἡ ἀξία τοῦ Βυζαντίου» σελ. 126.
[29] «Οἱ Ἕλληνες πρίν τοῦς Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυζάντιο» σελ. 81.
[30] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 14 - 15.
[31] «Ἑλληνισμός καί Βυζάντιο» Γενική Εἰσαγωγή στήν «Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους», Τόμος Ζ’ σελ. 12.
[32] «Ἡ Δυναστεία τῶν Κομνηνῶν» σελ. 11.
[33] «Μετεωρολογικά» 356b.
[34] «Συναγωγή Πασῶν Λέξεων κατά Στοιχεῖον ἐκ τῶν Ἀριστάρχου καί Ἀπίωνος καί Ἡλιοδώρου», σελ. 359.
[35] Τελικά τό συνοικέσιο χάλασε καί ὁ γάμος δέν ἐτελέσθη.
[36] «Τό Ἑλληνικό Ἔθνος: Γένεση καί Διαμόρφωση τοῦ Νέου Ἑλληνισμοῦ», σελ. 61 - 62.
[37] «Ἱστορία τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους» Τόμος πρῶτος, σελ. 39.
[38] Gill Page «Οἱ Ἕλληνες πρίν τούς Ὀθωμανούς - Ὁ ἐθνισμός στό ὕστερο Βυζάντιο» σελ. 84.
[39] Paulus Diaconus, «Historia Longobardorum» III, 15, σελ. 18.
[40] N. E. Lemaire «Poetae Latini Minores» vol. 4 (Paris, 1825), σελ. 537 - 538.
[41] «Gesta Hammaburgensis ecclesiae pontificum».
[42] H. Paulhart «Die Lebensbeschreibung der Keiserin Adelheid von Abt Odilo von Cluny», Graz 1962, σελ. 35 (PL 142.974).
[43] David A. Warner «Ottonian Germany» σελ. 158. Λατινικό κείμενο, ed. W. Trillmich, AQDG 9, pp. 130-1.
[44] «De Regno Dalmatiae et Croatiae» 6 vols. Venice, 1673 http://dk.nsk.hr/stara_knjiga/NSK_SK_ID15/
[45] «A history of the first Bulgarian Empire» (1930, G. Bell & Sons).
[46] M. Levtchenko «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας» σελ. 268.
[47] «Gesta Roberti Wiscardi».
[48] Paul Riant «Expeditions et pelerinages des Scandinaves en Terre».
[49] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Α’ σελ. 45, 59.
[50] «Kulturgeschichte von Byzanz» σελ. 422.
[51] «Ἱστορία τῆς Βυζαντινῆς Αὐτοκρατορίας», Τόμος Β’ σελ. 295.
[52] «Βυζαντινή Ἱστορία 324 - 1071» σελ. 511.
[53] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 71 - 72.
[54] «Βυζαντινή Ἱστορία», Β2 σελ. 268.
[55] «Ἡ Δόξα τῶν Ἑλλήνων» σελ. 55.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου