Γράφει ο Νώντας Σκοπετέας
Ὑπάρχουν ἄνθρωποι ἀλλιώτικοι ἀπ’ τοὺς πολλοὺς ποὺ ὅλο χαμογελοῦν τὸ φῶς.
Ποὺ δὲν θὰ δεῖς ποτὲ τὸ πρόσωπό τους νὰ συννεφιάζει. Ποὺ λίγο μιλοῦν μὲ τὸ στόμα μὰ ἀδιάκοπα λαλοῦν μὲ τὶς ματιές τους.
Ὅλα τὰ ἔνθεα τοὺς συγκινοῦν. Ἐνθουσιάζονται λοιπὸν μὲ τὰ ἐλάχιστα καὶ τὰ μηδαμινὰ γιὰ τοὺς πολλούς. Μὰ μηδὲν γιὰ ἐκείνους δὲν ὑπάρχει.
Ἀφοῦ τὰ πάντα τὰ λογαριάζουν στοῦ Δημιουργοῦ τὸ ἄχρονο εἶναι!
Ἄμετρα ἀγαποῦν χωρὶς ἐξαίρεση τὰ ἔμψυχα καὶ ὅλα του Θεοῦ τὰ πλάσματα.
Καὶ ὅποτε ἀντικρίζουν κάτι ἀπὸ δαῦτα, θαρρεῖς πὼς εἶναι ἡ πρώτη στιγμὴ ποὺ τὸ συναντοῦν. Ἔτσι καταλαβαίνεις σὰν τοὺς θωρεῖς ἀπὸ τὸν τρόπο ποὺ σκιρτοῦν οἱ ψυχές τους. Ἐκστατικοὶ καὶ ἐνεοὶ σφιχταγκαλιάζουν ἕνα μυστικὸ Εὐαγγέλιο (ὅπως ἔλεγε ὁ σοφὸς Ἅγιος Πορφύριος) μὲ ρήματα αἰώνιας Ζωῆς σὲ κάθε τους βῆμα καὶ ἀναπνοή.
Χρώματα κι ἀρώματα τοῦ Θεοῦ τὰ φανερώματα!
Ἕνας ἥλιος ποὺ ἀνασταίνεται καὶ ἕνας ποὺ πεθαίνει, ἕνα λιόδεντρο ἀγήρατο, αὔταρκες δίχως παράπονο στὴν μοναξιά του κι ἕνα πεῦκο λυγερὸ καὶ βαρύξυλο ποὺ τὸν οὐρανὸ ζωγραφίζει, ἕνα φαράγγι μὲ τὰ ἐλέησον νὰ ἀχολογοῦν, ἕνα χάδι ἀπὸ θυμάρι ἀξεθύμαντο, μία ἀκύμαντη γαλάζια ἀπεραντοσύνη καὶ ἕνας βράχος νὰ σμιλεύεται ἀπὸ τῆς ἁλισάχνης τὰ ὁρμήματα, ἕνας κελαηδιστὴς τοῦ οὐρανοῦ μὲ τὸ ὀρθρινό του κάλεσμα καὶ τὸ νυχτερινό του τραγούδι, ποὺ πασχίζει νὰ εἰρηνέψει τὴν ψυχὴ μὲ ὅ,τι πάλεψε ὁλημερὶς νὰ τὴν φτωχύνει, ἕνα ξωκκλήσι παμφαὲς νὰ λάμπει ἀνέσπερα ἀπὸ τὴν φλόγα ἑνὸς καὶ μόνο καθαροῦ κεριοῦ…
Πάντοτε ἡ ἴδια ἔκσταση καὶ ἕνα Θεὲ καὶ Κύριε νὰ ξεβγαίνει ἀπὸ τὰ χείλη τους.
Συνάντησα κάποτε ἕναν τέτοιον σεβάσμιο ἄνθρωπο ποὺ μὲ ὅλα τοῦ Κυβερνήτη τὰ φτιάγματα ἔπιανε κουβέντα καὶ ἐρωτευόταν, γιατί τὸν ἔκαναν ἀνυπόκριτα σὰν παιδὶ ἀγαθὸ νὰ ἀγαπᾶ ὅλο καὶ περισσότερο τὸν Ποιητή τους!
Στάθηκα μπροστά του καὶ τὸν ρώτησα:
Πές μου πῶς γίνεται καὶ κάτι ποὺ τόσες ἀμέτρητες φορὲς τὸ ἔχεις ἀντικρίσει, νὰ μοιάζει σὰν νά ’ναι ἡ πρώτη μόλις φορὰ ποὺ βρίσκεται στὸν δρόμο σου;
Καὶ ἐκεῖνος μὲ τὴν γαλήνια μιλιά του, μυστικὰ κάπως, ἔγειρε καὶ μοῦ εἶπε:
Παιδί μου, κάθε ποὺ ἕνα τέτοιο ποίημα τοῦ Θεοῦ βλέπουν τὰ μάτια μου, συλλογίζομαι ἀμέσως, πὼς ἴσως εἶναι ἡ τελευταία μέρα ποὺ ὁ Θεὸς μοῦ τὰ ἀφήνει ἀνοιχτὰ γιὰ νὰ τὸ ἰδῶ…
Ἀπὸ τὸ βιβλίο «Αὐτοὶ οἱ παράξενοι Χριστιανοί», ἐκδόσεις: Πρόμαχος Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου