Κάτα τον Αύγουστο του 1821 η ελληνική επανάσταση βρισκόταν ήδη στον 5ο μήνα από την κήρυξή της.
Οι Τούρκοι είχαν καταφέρει να περιστείλουν την επανάσταση στη Μακεδονία αλλά στην κεντρική Ελλάδα αντιμετώπιζαν μεγάλα προβλήματα.
Η άλλοτε ισχυρότατη στρατιά του Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ χρειαζόταν άμεσα ενίσχυση μετά τις απώλειες που είχε υποστεί από τον Οδ. Ανδρούτσο και τον Νικηταρά και πλέον ήταν αποδυναμωμένη και εγκλωβισμένη κοντά στα Μέγαρα. Νέα βοήθεια από τα Γιάννενα δεν μπορούσε να φτάσει, και έτσι η λύση επικεντρώθηκε στον φιλόδοξο Χατζή Μεχμέτ Μπεϋράν πασά. Αυτός είχε καταφέρει να καταστείλει εστίες της επανάστασης στη Θράκη και στη Μακεδονίας.
Το τουρκικό σχέδιο προέβλεπε την αποστολή από τη Μακεδονία μιας στρατιάς 8.000 ανδρών υπό την ηγεσία του Μπεϋράν και άλλων 3 πασάδων (Μεμίς, Σιαχίν Αλή και Χατζη Μπεκήρ) προς ενίσχυση των εγκλωβισμένων Ομέρ Βρυώνη, Δεμίρ και Κιοσέ Μεχμέτ στην Αττικο-Βοιωτία.
Την είδηση για την άφιξη της τουρκικής στρατιάς στη Λαμία μετέφερε στους Έλληνες οπλαρχηγούς ο Γιάννης Δυοβουνιώτης.
Το μεγάλο ζήτημα που τέθηκε στη σύσκεψη των οπλαρχηγών στο Ρεγγίνι Λοκρίδας στις 16 Αυγούστου, ήταν το δρομολόγιο που θα ακολουθούσε η τουρκική στρατιά στην κάθοδό της προς τη Βοιωτία.
Η μια διαδρομή ήταν μέσω της Μενδενίτσας και του όρους «Καλλίδρομο». Αυτή η διάβαση ήταν απόκρυμνη και δύσβατη.
Η δεύτερη διαδρομή περνούσε πίσω από τα σημερινά Καμμένα Βούρλα και τον Αγ. Κων/νο από μια δασώδη κοιλάδα, στη συνέχεια από τη στενή διάβαση των Βασιλικών, και κατέληγε στην Λιβαδειά.
Οι οπλαρχηγοί με επικεφαλής το Γ. Γκούρα υποστήριξαν ότι έπρεπε να οργανωθεί άμυνα στην πρώτη διαδρομή, στα στενά της Φοντάνας.
Ο Γιάννης Δυοβουνιώτης όμως, εξαιρετικά έμπειρος και γνώστης της περιοχής υποστήριξε – και σωστά – ότι οι Τούρκοι θα περάσουν από τα στενά των Βασιλικών καθώς οι άμαξες και τα δυσκίνητα εφόδια που μετέφεραν οι Τούρκοι δεν θα μπορούσαν να περάσουν από τα στενά της Φοντάνας.
Έτσι άφησαν μόνο 200 άνδρες στη Φοντάνα και κινήθηκαν προς την κοιλάδα των Βασιλικών.
Ο Γιάννης Δυοβουνιώτης σχεδίασε και τη διάταξη των Ελλήνων για τη μάχη που θα ακολουθούσε: στην είσοδο του στενού θα τασσόταν ο ίδιος, δεξιά 400 άνδρες υπό τον Αντ. Κοντοσόπουλο, αριστερά 400 υπό τον Κ. Τράκα και 600 νότια λειτουργώντας και ως εφεδρεία υπό τους Γ. Γκούρα, Γιώργο Δυοβουνιώτη και Ν. Πανουργιά. Συνολικά παρατάχθηκαν 1.600 Έλληνες έναντι 8.000 Τούρκων.
Στις 26 Αυγούστου 1821 το τουρκικό ιππικό δύναμης δύο χιλιάδων που είχε σταλεί προς αναγνώριση του στενωπού αποδεκατίστηκε. Δύο μέρες αργότερα, στις 28 Αυγούστου ο Μπεϋράν Πασάς κινήθηκε με όλο του τον στρατό προς τα στενά των Βασιλικών και επιτέθηκε στους άνδρες του Κοντοσόπουλου. Ο Δυοβουνιώτης, ο Πανουργιάς και ο Γκούρας ήρθαν να ενισχύσουν, ενώ ο Παπά-Ανδρέας Κοκοβιτσιανός του επιτέθηκε από τα νώτα.
Ακολούθησε σκληρή και γενναία μάχη που κράτησε όλη την ημέρα. Οι Έλληνες πολεμούσαν λυσσαλέα κατά των Τούρκων και με τη δύση του ηλίου οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή προς την Πλατανιά (σημερινή Σκάρφεια), αφήνοντας στο πεδίο της μάχης σχεδόν 1.000 νεκρούς και 1.500 τραυματίες. Μεταξύ των νεκρών βρίσκονταν και ο Μεμίς Πασάς, τον οποίο σκότωσε ιδιοχείρως ο Γκούρας.
Ήταν τόσα πολλά τα λάφυρα από τη μάχη των Βασιλικών που οι αγωνιστές της Στερεάς Ελλάδας ενισχύθηκαν για πολύ καιρό για τις επερχόμενες μάχες.
Αναλυτικά, σύμφωνα με την επίσημη αναφορά για τη μάχη που συνέταξε ο Οδ. Ανδρούτσος, από το άλλοτε περήφανο τουρκικό στράτευμα των 8.000 ανδρών, οι 766 ήταν νεκροί, οι 222 αιχμάλωτοι και υπήρχαν πάνω από 1.500 οι τραυματίες. Επιπλέον, αιχμαλωτίστηκαν 474 πολεμικά άλογα, 8 πυροβόλα ενώ περιήλθαν στα χέρια των νικητών τεράστιες ποσότητες όπλων και τροφίμων. Από τους Έλληνες σκοτώθηκαν 42 άνδρες ενώ δεκάδες τραυματίστηκαν.
Η νίκη αυτή των Ελλήνων στα Βασιλικά Φθιώτιδας ήταν μια από τις πιο λαμπρές του Ελληνικού αγώνα. Συνετέλεσε στην ακύρωση της εκστρατείας των Τούρκων κατά της Πελοποννήσου και ανάγκασε τους Τούρκους να αλλάξουν τα σχέδια τους στην προσπάθειά τους για την κατάπνιξη της Ελληνικής Επανάστασης.
Όπως όμως «προφητικά» και εύστοχα είπε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την λευτεριά της Ελλάδας και δεν την παίρνει πίσω», γεγονός που επιβεβαιώθηκε μερικά χρόνια αργότερα με την ανακήρυξη του Ελληνικού Κράτους.
Σήμερα η κοιλάδα των Βασιλικών είναι ένας εύφορος τόπος με διάσπαρτα ξωκλήσια και ήπιους, καταπράσινους λόφους. Εκεί βρίσκεται η ανάμνηση αυτής της ένδοξης στιγμής του Ελληνισμού, εκεί και οι ψυχές των αγωνιστών μας που έπεσαν υπέρ της Ελλάδας και της ελευθερίας.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου