– Γιατί, Γέροντα, στὴν ἐποχή μας εἶναι τόσο δυσεύρετη ἡ εὐλάβεια; – Γιατὶ οἱ ἄνθρωποι ἔπαψαν νὰ ζοῦν πνευματικά. Τὰ ἑρμηνεύουν ὅλα μὲ τὴν κοσμικὴ λογικὴ καὶ διώχνουν τὴν θεία Χάρη. Παλιά, τί εὐλάβεια εἶχαν οἱ ἄνθρωποι! Ἐκεῖ στὴν Αἰτωλοακαρνανία κάτι γιαγιὲς ποὺ εἶχαν πολλὴ ἁπλότητα καὶ εὐλάβεια, ἔπεφταν καὶ προσκυνοῦσαν τὰ μουλάρια τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Προυσσοῦ, ὅταν κατέβαιναν ἀπὸ τὸν Προυσσὸ γιὰ διακονία.
«Αὐτὰ εἶναι τὰ μουλαράκια τῆς Παναγίας!», ἔλεγαν, καὶ δῶσ᾿ του μετάνοιες. Ἂν γιὰ τὰ μουλάρια τοῦ Μοναστηριοῦ τῆς Παναγίας ἔδειχναν τόση εὐλάβεια, φαντάσου στὴν Παναγία πόση εὐλάβεια εἶχαν!
– Γέροντα, τὴν εὐλάβεια ποὺ εἶχαν οἱ Φαρασιῶτες τοὺς τὴν εἶχε καλλιεργήσει ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος;
– Τὴν εἶχαν τὴν εὐλάβεια, τὴν καλλιέργησε καὶ ὁ Ἅγιος. Εἶναι ἡ παράδοση. Ὁ γερο-Πρόδρομος ὁ Κορτσινόγλου, ὁ ψάλτης τοῦ Ἁγίου Ἀρσενίου, εἶχε πολλὴ εὐλάβεια. Ἔκανε καὶ ἐκεῖ στὴν Κόνιτσα ψάλτης. Γέρος, ὀγδόντα χρονῶν καὶ παραπάνω, κατέβαινε κάθε μέρα, πρωὶ-πρωί, στὴν κάτω Κόνιτσα, κοντὰ μισὴ ὥρα μὲ τὰ πόδια, γιὰ νὰ πάη νὰ ψάλη στὴν Ἐκκλησία.
«Ἐγὼ εἶμαι σκυλὶ τοῦ Χριστοῦ», ἔλεγε. Καὶ τὸν χειμώνα μὲ τὸ κρύο, μὲ τὶς παγωνιές, οἱ δρόμοι ἦταν πολὺ ἐπικίνδυνοι. Ἔτρεχαν τὰ νερὰ ἀπὸ τὶς βρύσες στὸν κατήφορο καὶ πάγωναν καὶ ἔπρεπε νὰ βρῆς ποῦ νὰ πατήσης, γιὰ νὰ μὴ γλιστρήσης. Καὶ ἐκεῖνος ὅλα τὰ ἀψηφοῦσε. Τέτοια εὐλάβεια!
Μοῦ ἔλεγαν οἱ γονεῖς μου ὅτι οἱ Φαρασιῶτες στὴν πατρίδα εἶχαν μαζέψει χρήματα, γιὰ νὰ φτιάξουν Ναὸ ἐκεῖ στὰ Φάρασα. Ὕστερα ὅμως ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος ἤθελε νὰ τὰ δώση στοὺς φτωχούς, ἀφοῦ εἶχαν Ναό. Πῆγε ὁ ἴδιος ὁ Ἅγιος νὰ τὰ μοιράση στὶς φτωχὲς οἰκογένειες καὶ οἱ καημένοι δὲν τὰ ἔπαιρναν.
Ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία νὰ πάρουν χρήματα! Ἀφοῦ δὲν τὰ ἔπαιρναν, ἀναγκάσθηκε νὰ τὰ στείλη μὲ τὸν πρόεδρο[1] τοῦ χωριοῦ στὸν δεσπότη, στὴν Καισάρεια. «Νὰ πάρης συνοδὸ γιὰ τὸν δρόμο», τοῦ εἶπε ὁ Ἅγιος. «Ἡ εὐχή σου μοῦ φθάνει», τοῦ εἶπε ὁ πρόεδρος καὶ ἔφυγε μόνος του. Ὅταν τὰ πῆγε στὸν δεσπότη, ἐκεῖνος τὸν ρώτησε:
«Καλά, ὁ Χατζεφεντῆς τί σᾶς εἶπε νὰ κάνετε τὰ χρήματα;».
«Νὰ τὰ δώσουμε στὶς φτωχὲς οἰκογένειες», τοῦ ἀπάντησε ὁ πρόεδρος.
«Καὶ γιατί δὲν τὸν ἀκούσατε;».
«Δὲν τὰ παίρνουν οἱ ἄνθρωποι, τοῦ εἶπε, γιατὶ εἶναι χρήματα τῆς Ἐκκλησίας».
Τελικὰ ὁ δεσπότης τοῦ τὰ ἔδωσε πίσω. Οἱ Φαρασιῶτες, ὅταν θὰ ἔφευγαν ἀπὸ τὰ Φάρασα μὲ τὴν Ἀνταλλαγή, εἶπαν στὸν Ἅγιο Ἀρσένιο αὐτὰ τὰ χρήματα νὰ τὰ πάρουν μαζί τους, γιὰ νὰ φτιάξουν Ἐκκλησία ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα.
Τότε ὁ Ἅγιος Ἀρσένιος τοὺς εἶπε μὲ κλάματα:
«Στὴν Ἑλλάδα θὰ βρῆτε πολλὲς Ἐκκλησίες, ἀλλὰ τὴν πίστη ποὺ ὑπάρχει ἐδῶ δὲν θὰ τὴν βρῆτε».
Ἀπὸ τὸ βιβλίο Γέροντος Παϊσίου Ἁγιορείτου ΛΟΓΟΙ Β' «Πνευματικὴ ἀφύπνιση»
________________________
[1] Πρόεδρος τοῦ χωριοῦ τῶν Φαράσων ἦταν ὁ πατέρας τοῦ Γέροντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου