Η δυναστεία των Αγγέλων, που ανέβηκε στο θρόνο χάρη στην επανάσταση του 1185, προέρχεται από τον Κωνσταντίνο Άγγελο (από τη Φιλαδέλφεια της Μικράς Ασίας), σύγχρονο του Αλέξιου Κομνηνού, που παντρεύτηκε κόρη του αυτοκράτορα Αλέξιου. Υπήρξε παππούς του Ισαάκιου Β’ Άγγελου, πρώτου αυτοκράτορα του Οίκου των Αγγέλων, ο οποίος συγγένευε συνεπώς με τους Κομνηνούς.
Ένας από τους σκοπούς του Ανδρόνικου ήταν η εγκατάσταση μιας εθνικής κυβέρνησης. Στο σκοπό του όμως αυτόν απέτυχε και προς το τέλος της βασιλείας του άρχισε να κλίνει προς τη Δύση. Μετά το θάνατό του η ανάγκη για μια εθνική κυβέρνηση έγινε πιο αισθητή. Όπως λέει ο Ιταλός ιστορικός Cognasso, «η επανάσταση της 12ης Σεπτεμβρίου του 1185 ήταν κυρίως εθνικιστικής και αριστοκρατικής μορφής με αποτέλεσμα να ευεργετηθεί από τα πλεονεκτήματά της μόνο η αριστοκρατία του Βυζαντίου».
Ο Ισαάκιος Β’ (1185-1195) που εκπροσωπούσε, όπως λέει ο Gelzer, «την ενσάρκωση της κακής συνείδησης, η οποία καθόταν τώρα στον σάπιο θρόνο των Καισάρων», δεν είχε καμιά απολύτως διοικητική ικανότητα. Η μεγάλη πολυτέλεια και οι ανοησίες της αυλής, οι αυθαιρεσίες, οι ανυπόφορες βίαιες πράξεις και η έλλειψη ισχυρής θέλησης και συγκεκριμένου προγράμματος διοίκησης του κράτους και αντιμετώπισης των εξωτερικών του υποθέσεων, και κυρίως του κινδύνου που δημιουργούσε στη Βαλκανική χερσόνησο η εμφάνιση του δεύτερου βασιλείου της Βουλγαρίας και στη Μικρά Ασία η επιτυχής προώθηση των Τούρκων – όλα αυτά, δημιούργησαν στη χώρα ατμόσφαιρα δυσχέρειας και ταραχής. Κατά καιρούς ξεσπούσαν επαναστάσεις προς χάρη του ενός ή του άλλου διεκδικητή του θρόνου.
Είναι όμως πιθανόν, η κύρια αιτία της γενικής δυσαρέσκειας να ήταν «η κόπωση που αισθανόταν ο πληθυσμός καθώς ανεχόταν τα δύο κακά που τόσο καλά αντιλήφθηκε ο Ανδρόνικος: Το ακόρεστο του δημόσιου ταμείου και η αλαζονεία των πλούσιων». Τελικά το 1195 η συνομωσία που οργανώθηκε κατά του Ισαάκιου από τον αδελφό του Αλέξιο είχε σαν αποτέλεσμα την εκθρόνιση του αυτοκράτορα, με τη βοήθεια τμήματος της αριστοκρατίας και του στρατού. Ο νέος αυτοκράτορας είναι γνωστός ως Αλέξιος Γ’ Άγγελος (1196-1203) ή ως Άγγελος Κομνηνός, και μερικές φορές αναφέρεται με το όνομα Βαμβακοράβδης.
Οι ικανότητες και οι δυνατότητες του νέου αυτοκράτορα πολύ λίγο διέφεραν από αυτές του αδελφού του. Οι ίδιες ανόητες σπατάλες, η ίδια έλλειψη πολιτικών ικανοτήτων και ενδιαφέροντος για τη διοίκηση του κράτους και η ίδια στρατιωτική ανικανότητα οδήγησαν την αυτοκρατορία με μεγάλη ταχύτητα στο δρόμο της αποσύνθεσης και της ταπείνωσης. Με κάποια κακεντρεχή ειρωνεία, ο Νικήτας Χωνιάτης παρατηρεί, καθώς αναφέρεται στον Αλέξιο Γ’ ότι, «οποιοδήποτε έγγραφο παρουσιαζόταν για υπογραφή υπογραφόταν αμέσως από τον αυτοκράτορα, χωρίς να τον ενδιαφέρει αν μέσα στο έγγραφο αυτό υπήρχε μια ανόητη συσσώρευση λέξεων ή αν επρόκειτο για ένα αίτημα σχετικό με την καλλιέργεια της θάλασσας ή τη μεταφορά των βουνών στη μέση της θάλασσας ή όπως φημολογείται, για την τοποθέτηση του Άθω πάνω στον Όλυμπο».
Η συμπεριφορά του αυτοκράτορα βρήκε μιμητές ανάμεσα στους ευγενείς, οι οποίοι συναγωνίζονταν στα έξοδα και στην πολυτέλεια. Ταραχές [1] ξεσπούσαν τόσο στην Κωνσταντινούπολη όσο και στις επαρχίες και οι ξένοι που έμεναν στην πρωτεύουσα συχνά έβλεπαν στους δρόμους αιματηρές συμπλοκές. Οι εξωτερικές σχέσεις υπήρξαν επίσης ατυχείς.
Στο μεταξύ, ο γιος του Ισαάκιου Β’, ο νεαρός πρίγκιπας Αλέξιος, πέτυχε να ξεφύγει στην Ιταλία και από εκεί να κατευθυνθεί στην αυλή του Φιλίππου του Σουηβού, βασιλιά της Γερμανίας, που είχε παντρευτεί την αδελφή του Ειρήνη, κόρη του Ισαάκιου Άγγελου. Ήταν ακριβώς η εποχή των αρχών της Δ’ Σταυροφορίας. Ο πρίγκιπας παρακάλεσε τον Πάπα και τον γαμπρό του βασιλιά της Γερμανίας να τον βοηθήσουν για να επανέλθει στο θρόνο ο τυφλός του πατέρας Ισαάκιος. Μετά από πολλές περιπλοκές, ο Αλέξιος πέτυχε να πείσει τους Σταυροφόρους να κατευθυνθούν στην Κωνσταντινούπολη και όχι στην Αίγυπτο.
Το 1203 οι Σταυροφόροι κατέλαβαν την πρωτεύουσα του Βυζαντίου και, αφού εκθρόνισαν τον Αλέξιο Γ’, επανέφεραν στην εξουσία τον ηλικιωμένο και τυφλό Ισαάκιο (1203-1204) και τοποθέτησαν τον γιο του Αλέξιο ως συν-αυτοκράτορα (Αλέξιος Δ’). Οι Σταυροφόροι στρατοπέδευσαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας την εκπλήρωση των όρων, υπό τους οποίους είχαν εκστρατεύσει.
Ήταν όμως αδύνατο για τους αυτοκράτορες να εκπληρώσουν τους όρους αυτούς, και η πλήρης υπακοή στους Σταυροφόρους είχε σαν αποτέλεσμα μια στάση που οδήγησε στην ανακήρυξη ως αυτοκράτορα κάποιου Αλέξιου Ε’ Δούκα Μουρτζουφλού (1204), συγγενή των Αγγέλων, που είχε παντρευτεί μια κόρη του Αλέξιου Γ’. Ο Ισαάκιος Β’ και ο Αλέξιος Δ’ πέθαναν στη διάρκεια της επανάστασης.
Οι Σταυροφόροι βλέποντας ότι έχαναν την υποστήριξη που είχαν από τους δύο αυτοκράτορες και αντιλαμβανόμενοι ότι ο Μουετζουφλός, που ηγείτο της αντι-λατινικής κίνησης, ήταν εχθρός τους, αποφάσισαν να καταλάβουν για λογαριασμό τους την Κωνσταντινούπολη. Ύστερα από μια επίθεση των Λατίνων και μια απελπιστική αντίσταση των κατοίκων της πρωτεύουσας, στις 13 Απριλίου του 1204, η Κωνσταντινούπολη περιήλθε στην εξουσία των ιπποτών της Δύσης και παραδόθηκε σε μια τρομερή λεηλασία. Ο αυτοκράτορας Μουρτζουφλός μπόρεσε να ξεφύγει, αλλά η Βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πέσει. Στη θέση της σχηματίστηκε η Φεουδαλική Λατινική αυτοκρατορία, με την Κωνσταντινούπολη για πρωτεύουσα και μ’ αρκετά υποτελή κράτη σε διάφορες περιοχές της ανατολικής αυτοκρατορίας.
Η δυναστεία των Αγγέλων (ελληνικής προέλευσης) δεν έδωσε στην αυτοκρατορία ούτε ένα ικανό αυτοκράτορα. Η δυναστεία αυτή απλώς επιτάχυνε την καταστροφή της αυτοκρατορίας, η οποία ήταν ήδη εξωτερικά μεν εξασθενισμένη και εσωτερικά διαιρεμένη.
ΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΟ ΒΑΣΙΛΕΙΟ
Τη χρονιά της επανάστασης του 1185, που εκθρόνισε τον Ανδρόνικο Α’ κι ανέβασε τον Ισαάκιο Άγγελο στο θρόνο, η κατάσταση της αυτοκρατορίας ήταν πολύ επικίνδυνη. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, ο στρατός των Νορμανδών βάδισε προς την Κωνσταντινούπολη, όπου είχε ήδη φτάσει ο εχθρικός στόλος. Μεθυσμένοι όμως από τις επιτυχίες τους οι Νορμανδοί άρχισαν να λεηλατούν τις περιοχές που είχαν καταλάβει και, χωρίς να υπολογίζουν τη δύναμη του στρατού των Βυζαντινών, ηττήθηκαν στο Δημητρίτσι Σερρών από το στρατηγό Αλέξιο Βρανά και αναγκάστηκαν να εκκενώσουν τη Θεσσαλονίκη και το Δυρράχιο.
Η αποτυχία αυτή του στρατού των Νορμανδών, υποχρέωσε το στόλο τους να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη. Μια συνθήκη που έγινε μεταξύ του Ισαακίου Αγγέλου και του Γουλιέλμου Β’, τερμάτισε το Νορμανδικό πόλεμο. Όσον αφορά τον κίνδυνο των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία, ο Ισαάκιος Άγγελος πέτυχε την προσωρινή του μείωση, στέλνοντας πλούσια δώρα και πληρώνοντας ετήσιο φόρο στον Τούρκο Σουλτάνο.
Για τον Ισαάκιο Άγγελο ακόμα και μια προσωρινή διακοπή των εχθροπραξιών κατά των Νορμανδών, ήταν πολύ ωφέλιμη, επειδή στα χρόνια της βασιλείας του έλαβαν χώρα στη Βαλκανική χερσόνησο πολύ σημαντικά για την αυτοκρατορία γεγονότα. Η Βουλγαρία, την οποία είχε κατακτήσει το 1018 ο Βασίλειος Β’ Βουλγαροκτόνος, ύστερα από αρκετές ανεπιτυχείς προσπάθειες να αποκτήσει την ανεξαρτησία της, τελικά απέρριψε το ζυγό του Βυζαντίου και το 1186 δημιούργησε το γνωστό ως Β’ Βουλγαρικό βασίλειο.
Αρχηγοί της κίνησης αυτής ήταν οι δυο αδελφοί Πέτρος και Ασάν. Το ζήτημα της καταγωγής τους και της συμμετοχής των Βλάχων στην επανάσταση του 1186 έχει πολλές φορές συζητηθεί. Παλαιότερα οι ιστορικοί πίστευαν ότι οι δυο αδελφοί είχαν μεγαλώσει μεταξύ των Βλάχων και έμαθαν τη γλώσσα τους. «Στα πρόσωπα αυτών των ηγετών», λέει ο Vasilievsky, «είχε ενσαρκωθεί η συγχώνευση των δύο εθνικοτήτων σε μια ενότητα (των Βουλγάρων και των Βλάχων), η οποία είναι έκδηλος σε όλες τις περιγραφές του αγώνα για την ελευθερία, ενώ συγχρόνως τονίζεται από τους ιστορικούς».
Οι πιο σύγχρονοι Βούλγαροι ιστορικοί αποδίδουν την καταγωγή του Πέτρου και του Ασάν σε βουλγαρο-κομανικούς παράγοντες της Β. Βουλγαρίας, αρνούνται τη δυναμική συμβολή του βλαχο-ρουμανικού παράγοντα στην επανάσταση του 1186 και θεωρούν την ίδρυση του Β’ Βουλγαρικού βασιλείου σαν ένα εθνικό κατόρθωμα των Βουλγάρων. Οι σύγχρονοι Ρουμάνοι ιστορικοί όμως υποστηρίζουν και πάλι σταθερά τη σημασία του ρόλου, τον οποίον έπαιξαν οι Βλάχοι στο σχηματισμό του Β’ Βουλγαρικού βασιλείου και λένε ότι η δυναστεία του νέου βασιλείου ήταν Βλάχικης (δηλαδή ρουμάνικης) καταγωγής.
Μερικά βουλγαρικά και ρουμάνικα εθνικιστικά στοιχεία έχουν αναμιχθεί στο ζήτημα αυτό και γι’ αυτό είναι απαραίτητο να επανεξεταστεί με κάθε δυνατή επιστημονική ακρίβεια κι αμεροληψία. Με βάση αξιόπιστα δεδομένα, το συμπέρασμα είναι ότι η απελευθερωτική κίνηση των 50 τελευταίων χρόνων του 12ου αιώνα στα Βαλκάνια προήλθε και υποστηρίχθηκε σταθερά από τους Βλάχους προγόνους των σημερινών Ρουμάνων, ενώ οι Βούλγαροι και, μέχρι ενός σημείου, οι Κομάνοι, απλά προσχώρησαν σ’ αυτήν. Η συμμετοχή των Βλάχων στο σπουδαίο αυτό γεγονός δεν μπορεί να παραγνωριστεί.
Ο Νικήτας Χωνιάτης, που αποτελεί την καλύτερη ελληνική πληροφοριακή πηγή της εποχής αυτής, αναφέρει καθαρά ότι οι Βλάχοι άρχισαν την επανάσταση, ότι οι αρχηγοί τους Πέτρος και Ασάν ανήκαν στην ίδια φυλή, ότι η δεύτερη εκστρατεία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας την περίοδο αυτή κατευθυνόταν κατά των Βλάχων και ότι μετά το θάνατο του Πέτρου και του Ασάν η βασιλεία των Βλάχων διαβιβάστηκε στο νεότερο αδελφό τους Ιωάννη.
Όπου ο Νικήτας αναφέρει τους Βούλγαρους, δίνει το όνομά τους μαζί μ’ αυτό των Βλάχων: Βούλγαροι και Βλάχοι. Ο δυτικός κληρικός Ansbert, που συνόδευσε τον Φρειδερίκο Βαρβαρόσα στη Σταυροφορία του (1189-1190), αναφέρει ότι στα Βαλκάνια ο αυτοκράτορας ήταν αναγκασμένος να πολεμήσει κατά των Ελλήνων και των Βλάχων και ονομάζει τον Πέτρο «αυτοκράτορα των Βλάχων και του μεγαλύτερου μέρους των Βουλγάρων» (Blacorum et maxime partis Bulgarorum dominus) ή «αυτοκράτορα των Βλάχων και Κομάνων», ή απλά «αυτοκράτορα των Βλάχων που ονομαζόταν από αυτούς αυτοκράτορας των Ελλήνων» (Kalopetrus Bachorum [Blachorum] dominus itemque a suis dictus Imperator Grecie). Τελικά ο Πάπας Ιννοκέντιος Γ’ στα γράμματά του προς τον Βούλγαρο βασιλιά Ιωάννη, το 1204, τον προσφωνεί «Βασιλιά των Βουλγάρων και των Βλάχων» (Bulgarorum et Blachorum rex).
Απαντώντας στον Πάπα ο Ιωάννης αποκαλεί τον εαυτό του «Imperator omnium Bulgarorum et Blacorum», αλλά υπογράφει «Imperator Bulgariae Galojoannes». Ο αρχιεπίσκοπος του Τύρναβου αποκαλεί τον εαυτό του «totius Bulgariae et Blaciae primas».
Αν και οι Βλάχοι ανέλαβαν την κίνηση της απελευθέρωσης, οι Βούλγαροι αναμφίβολα έλαβαν μέρος σ’ αυτήν και πιθανώς συνέβαλαν πολύ στην εσωτερική οργάνωση του νέου βασιλείου. Οι Κομάνοι συμμετείχαν και αυτοί στην κίνηση. Το νέο βουλγαρικό βασίλειο, εθνολογικά, ήταν ένα βλαχο-βουλγαρο-κομανικό κράτος, του οποίου η δυναστεία (αν δεχθούμε τον ισχυρισμό του Νικήτα Χωνιάτη) ήταν βλάχικης καταγωγής.
Αιτία της επανάστασης ήταν η δυσαρέσκεια που αισθάνονταν τόσο οι Βλάχοι όσο και οι Βούλγαροι κατά του Βυζαντίου, καθώς και η επιθυμία τους για ανεξαρτησία. Η εποχή φαινόταν ιδιαίτερα ευνοϊκή γι’ αυτούς, επειδή η αυτοκρατορία υφίστατο ακόμη τις συνέπειες των ανωμαλιών της εποχής του Ανδρόνικου και της επανάστασης του 1185 και δεν μπορούσε να λάβει επαρκή μέτρα για την καταστολή της επανάστασης. Ο Νικήτας Χωνιάτης αφελώς λέει ότι η επανάσταση προκλήθηκε από φόρο που επιβλήθηκε στη Βουλγαρία για τα έξοδα του γάμου του Ισαάκιου Άγγελου.
Ο Πέτρος «αυτός ο αποστάτης και κακός σκλάβος», όπως τον ονομάζει ο Μητροπολίτης Αθηνών Ακομινάτος και ο Ασάν αρχικά ηττήθηκαν από το στρατό του Βυζαντίου, αλλά κατόρθωσαν να πετύχουν τη βοήθεια των Κομάνων. Ο αγώνας έγινε πιο δύσκολος για την αυτοκρατορία και ο Πέτρος και ο Ασάν πέτυχαν ένα είδος συνθήκης (1188). [2] Ο Πέτρος είχε αποκτήσει τον τίτλο του Τσάρου ήδη από την αρχή της επανάστασης και είχε αρχίσει να φοράει τους αυτοκρατορικούς χιτώνες. Τώρα το νέο βουλγαρικό κράτος αναγνωρίστηκε ως πολιτικά ανεξάρτητο από το Βυζάντιο, με πρωτεύουσα το Τύρναβο, καθώς και με μια ανεξάρτητη εθνική εκκλησία. Το νέο βασίλειο ήταν γνωστό ως Βουλγαρικό Βασίλειο του Τύρναβου.
Συγχρόνως με την επανάσταση των Βουλγάρων, προκλήθηκε μια παρόμοια κίνηση στην περιοχή της Σερβίας, όπου ο ιδρυτής της δυναστείας των Νεμάνια, Στέφανος Νεμάνια, που έθεσε τις βάσεις της ενότητας της Σερβίας, συμμάχησε με τον Πέτρο της Βουλγαρίας για έναν από κοινού αγώνα κατά της αυτοκρατορίας.
Το 1189, ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας, συμμετέχοντας στη Γ’ Σταυροφορία, πέρασε από τη Βαλκανική χερσόνησο, με κατεύθυνση την Κωνσταντινούπολη. Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι σκόπευαν να χρησιμοποιήσουν αυτή την ευνοϊκή ευκαιρία για να πετύχουν το σκοπό τους με τη βοήθεια του Φρειδερίκου. Κατά την παραμονή του στη Νίσσα, [3] ο Φρειδερίκος δέχθηκε απεσταλμένους των Σέρβων και τον ίδιο τον Στέφανο Νεμάνια, [4] ενώ συγχρόνως ήρθε σε συνεννόηση με τους Βούλγαρους.
Οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι πρότειναν στον Φρειδερίκο μια συμμαχία κατά του αυτοκράτορα του Βυζαντίου, αλλά με τον όρο ο Φρειδερίκος να επιτρέψει στη Σερβία να προσαρτήσει τη Δαλματία και να κρατήσει τις περιοχές που είχαν αποσπαστεί από το Βυζάντιο (δηλαδή την Ερζεγοβίνη, το Μαυροβούνιο και την Παραδουνάβια Σερβία). Η δυναστεία των Ασάν θα κατείχε μόνιμα τη Βουλγαρία και θα δινόταν στον Πέτρο ο αυτοκρατορικός τίτλος.
Ο Φρειδερίκος δεν έδωσε τελική απάντηση και συνέχισε την πορεία του. Σχετικά με το γεγονός αυτό, ένας ιστορικός του 19ου αιώνα, ο Vasilievsky, παρατηρεί ότι: «Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία η λύση του σλαβικού προβλήματος στη Βαλκανική χερσόνησο βρισκόταν στα χέρια του αυτοκράτορα της Δύσης. Υπήρξε μια στιγμή κατά την οποία ο Βαρβαρόσας ήταν έτοιμος να δεχθεί τη βοήθεια των Σέρβων και Βουλγάρων ηγετών κατά του Βυζαντίου, πράγμα που θα κατέστρεφε τη Βυζαντινή αυτοκρατορία». Όμως, ο Ισαάκιος με τη συμφωνία της Αδριανούπολης, το 1190, απαλλάχθηκε από τους Σταυροφόρους.
Αμέσως μετά την άφιξη των Σταυροφόρων στη Μικρά Ασία, ο στρατός του Βυζαντίου ηττήθηκε σοβαρά από τους Βούλγαρους. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας μόλις ξέφυγε την αιχμαλωσία. Όπως αναφέρει ο Νικήτας Χωνιάτης «οι πολυάριθμοι νεκροί έκαναν τις πόλεις να θρηνούν και τα χωριά να τραγουδούν λυπητερά τραγούδια».
Το 1195 ξέσπασε στο Βυζάντιο μια επανάσταση, που εκθρόνισε τον Ισαάκιο και ανέβασε στο θρόνο τον αδελφό του Αλέξιο Κομνηνό. Πρώτα από όλα, ο Αλέξιος ήταν αναγκασμένος να σταθεροποιηθεί στο θρόνο, γι’ αυτό κι άρχισε συνεννοήσεις για ειρήνη με τους Βούλγαρους, που όμως πρόβαλαν απαράδεκτους όρους. Λίγο αργότερα, το 1196, χάρη στην επέμβαση των Βυζαντινών, δολοφονήθηκαν και τα δυο αδέλφια, πρώτα ο Ασάν και αργότερα ο Πέτρος. Στη συνέχεια βασίλευσε στη Βουλγαρία ο νεότερος αδελφός τους Ιωάννης (1197-1207), [5] που είχε ζήσει για ένα διάστημα στην Κωνσταντινούπολη και εκεί γνώρισε τις συνήθειες των Βυζαντινών. Ήταν ο περίφημος Τσάρος που απειλούσε από το 1196 τους Βυζαντινούς και αργότερα τους Λατίνους.
Το Βυζάντιο δεν μπορούσε μόνο του να αντιμετωπίσει το νέο Τσάρο της Βουλγαρίας, ο οποίος μετά από συνεννοήσεις με τον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, έλαβε τον τίτλο του Βασιλιά (1204). Οι Βούλγαροι αναγνώρισαν τον Πάπα ως αρχηγό τους και ο Αρχιεπίσκοπος του Τύρναβου προήχθη σε Πριμάτο.
Έτσι στη διάρκεια της βασιλείας των Αγγέλων, αναπτύχθηκε στα Βαλκάνια, στο πρόσωπο του Βούλγαρου βασιλιά, ένας δυναμικός αντίπαλος του Βυζαντίου. Το Β’ Βουλγαρικό βασίλειο, που η δύναμή του είχε ενισχυθεί στα τέλη της βασιλείας των Αγγέλων, έγινε μια πραγματική απειλή για τη Λατινική αυτοκρατορία που ιδρύθηκε στη θέση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
συνεχίζεται στο Β μέρος
Υποσημειώσεις (Α μέρους):
[1] Στην Τραπεζούντα ο Γαβράς, στον Πόντο και στην Παφλαγονία ο Ισαάκιος Κομνηνός, στο Ναύπλιο, Άργος και Κόρινθο ο Λέων Σγουρός κ.ά. ανακηρύχθηκαν ανεξάρτητοι άρχοντες.
[2] Ο Ισαάκιος πήρε όμηρο τον μικρό αδελφό τους, τον Ιωάννη, τον μετέπειτα βασιλιά των Βουλγάρων Ιωάννη Σκυλογιάννη.
[3] Η αρχαία Ναϊσσός, που αργότερα ήταν μια από τις τέσσερις οχυρωμένες πόλεις της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
[4] Το 1190 ο Ισαάκιος νίκησε τους Σέρβους στο Μοράβα, αναγνώρισε την αυτονομία τους και έδωσε τον τίτλο του «Σερβοκράτορα» στο Στέφανο.
[5] Ο Σκυλογιάννης για τους Βυζαντινούς και Καλογιάννης για τους Βούλγαρους, που αποκαλούσε τον εαυτό του Ρωμαιοκτόνο. Πέθανε στην πολιορκία της Θεσσαλονίκης (1207).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου