Γράφει η Κρινιώ Καλογερίδου
Σε μια δυσπρόσιτη, ορεινή περιοχή της Μικράς Ασίας, έκτασης 71.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων, με κοιλάδες, μικρά οροπέδια και παραλιακές ζώνες κατά μήκος των ακτών της Μαύρης Θάλασσας, γεννήθηκε και ανδρώθηκε ο ποντιακός ελληνισμός, με παρουσία που χάνεται στους μύθους των Αργοναυτών και της αρχαϊκής περιόδου (750- 480 πΧ).
Οι Πόντιοι ήταν το πιο απομονωμένο, αλλά τόσο γνήσιο κομμάτι της ελληνικής φυλής, που μετέφερε στους κατά καιρούς βαρβάρους επιδρομείς της την ελληνική σκέψη, τη γλώσσα και τη θρησκεία της μητροπολιτικής Ελλάδας. Στα παράλια αυτής της χαμένης για μας πατρίδας κατέληξαν ξεθεωμένοι απ’ την ιστορική τους πορεία οι Μύριοι του Ξενοφώντα (401πΧ) και φώναξαν το περίφημο: ”θάλαττα, θάλαττα” προσμένοντας την επιστροφή στη γενέθλια γη τους…
Το κράτος του Πόντου, που ιδρύθηκε κατά την περίοδο 363-302 πΧ με ελληνικό χαρακτήρα και υψηλή περσική εποπτεία, πέρασε από διάφορες φάσεις στην ιστορική του πορεία, με σπουδαιότερη αυτήν της ακμής του στα χρόνια του Μιθριδάτη ΣΤ’ (120-63 πΧ), που ήταν υπολογίσιμος αντίπαλος τότε για τους Ρωμαίους, σε σημείο να κάνει δυο εκστρατείες εναντίον τους , φτάνοντας μέχρι την νότια Ελλάδα (147 πΧ η κατάκτηση της Μακεδονίας απ’ τους Ρωμαίους και 146 της υπόλοιπης Ελλάδας).
Πολύ αργότερα, τον 3ο αι. μΧ, ο Πόντος εκχριστιανίστηκε και ακολούθησε τη μοίρα του υπόλοιπου ελληνισμού. Όταν ανέβηκε ο Ιουστινιανός στο θρόνο της Βυζαντινής αυτοκρατορίας (527-565) και τη χώρισε σε θέματα, έδωσε στον Πόντο διοικητική οντότητα, για να μπορεί περιφερειακά να αντιμετωπίσει τα εχθρικά βαρβαρικά φύλα.
Τον Πόντο είχαν πεδίο δράσης σπουδαίοι άντρες της μεσαιωνικής περιόδου, όπως οι βυζαντινοί ακρίτες, τα έργα και οι ημέρες των οποίων περιγράφονται ανάγλυφα στο λόγιο ”Έπος του Διγενή Ακρίτα”, που ανακαλύφθηκε το 1873 στο μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά στο όρος Βέρμιο (Καστανιά Ημαθίας).
Έκτοτε ο Πόντος ”χάνεται” κάπου στο διάβα της ιστορίας, μέχρι να επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο με την αυτοκρατορία της Τραπεζούντας, που ιδρύθηκε τη χρονιά της Δ’ Σταυροφορίας κατά του Βυζαντίου (1204) απ’ τους Κομνηνούς (Αλέξιο και Δαβίδ), η οποία σηματοδοτεί την έναρξη της Φραγκοκρατίας (1204 -1261).
Το ελληνικό κράτος της Τραπεζούντας, το ”κράτος των Μεγάλων Κομνηνών”, έζησε μέχρι το 1461, οπότε υποδουλώθηκε κι αυτό στους Τούρκους, που είχαν ήδη αλώσει την Πόλη απ’ το 1453. Η κατάκτηση της αυτοκρατορίας του Πόντου απ’ τους Τούρκους σήμανε το τέλος της ελευθερίας των Ποντίων, αλλά όχι της εθνικής τους συνείδησης, αφού σ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατάκτησης διατήρησαν τα κύρια χαρακτηριστικά της ελληνικότητάς τους: τη γλώσσα και την ορθόδοξη πίστη τους.
Η οθωμανική κατάκτηση του Πόντου πέρασε από τρεις πολυτάραχες φάσεις, η τρίτη από τις οποίες ήταν και η πιο δραματική γιατί συνδέεται με τη γενοκτονία των Ποντίων. Η πρώτη άρχισε μετά την άλωση της αυτοκρατορίας του Πόντου (1461) και τέλειωσε στα μέσα του 17ου αιώνα, κατά τον οποίο οι Οθωμανοί προσπαθούσαν να εδραιώσουν την αυτοκρατορία τους μέσα στα σύνορα του κατακτημένου Βυζαντινού κράτους.
Η δεύτερη φάση (1650-1870) σηματοδοτεί την παρακμή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και την απαρχή απηνών διωγμών σε βάρος των Ποντίων, πολλοί από τους οποίους αναγκάστηκαν τότε να εξισλαμιστούν. Έκτοτε, μόνοι και ξεχασμένοι, έδιναν άνισο αγώνα αντίστασης κατά των κατακτητών τους. Οι μισοί απ’ αυτούς εξοντώθηκαν κι από τους άλλους μισούς που σώθηκαν άλλοι ανέβηκαν στα βουνά (για να γλιτώσουν τις εξορίες και τις εκτελέσεις), απ’ όπου ξεκίνησαν την επικών διαστάσεων αντίστασή τους κατά των Τούρκων(”ποντιακό αντάρτικο”), ενώ άλλοι κατέφυγαν στη Νότια Ελλάδα ή διασκορπίστηκαν.
Η δεύτερη φάση ήταν η απαρχή της αντίστροφης μέτρησης για τον ποντιακό ελληνισμό, αφού σαρώθηκε κυριολεκτικά απ’ τη ληστρική φορολογία των σουλτάνων και τον βίαιο εξισλαμισμό του (ο πληθυσμός του μειώθηκε σε 120.000), για να περάσει στη συνέχεια στην περίοδο της ελληνικής επανάστασης στην Ελλάδα, κατά την οποία ο Πόντος ήταν αδύνατο να συμμετάσχει λόγω της γεωγραφικής του θέσης.
Η τρίτη και πιο δραματική φάση (που καλύπτει τα τελευταία 50 χρόνια) περιλαμβάνει τη χρονιά της ποντιακής γενοκτονίας (1919) και φτάνει ως το μοιραίο έτος της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922), με πιο τραγική δεκαετία για τους κατοίκους του Πόντου αυτήν που άρχισε με τους Βαλκανικούς πολέμους (1912-13) και τέλειωσε με τον ξεριζωμό τους απ’ την προγονική γη.
Είχε προηγηθεί εν τω μεταξύ στην Τουρκία η γενοκτονία 1.500.000 Αρμενίων το 1915 απ’ τους Κεμαλιστές σφαγείς τους και ήταν τόσο ο σάλος που δημιουργήθηκε απ’ τα απάνθρωπο αυτό γεγονός ευρωπαϊκά και παγκόσμια, ώστε να επισκιάσει την επόμενη γενοκτονία, αυτήν των 326.000-382.000 Ποντίων, η ημέρα μνήμης των οποίων καθιερώθηκε να τιμάται στις 19 Μαΐου από το 1994, με απόφαση της Βουλής των Ελλήνων.
Η διαδικασία εξόντωσης των Ποντίων, ωστόσο, δεν συντελέστηκε σ’ ένα περιορισμένο χρονικό διάστημα, αλλά σε εκτεταμένο. Θα λέγαμε, σχηματικά, ότι έγινε σε τρεις συνεχόμενες φάσεις:
Πρώτη: Από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την κατάληψη της Τραπεζούντας από τον ρωσικό στρατό (1914-1916).
Δεύτερη: Απ’ την κατάληψη της Τραπεζούντας από τους Ρώσους μέχρι το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου (1918).
Τρίτη: Από το τέλος του ”Μεγάλου Πολέμου” ως τη Συνθήκη της Λωζάνης και την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας (1918-1923).
Ασφαλώς, από πιο πριν ακόμα (1908, επανάσταση Νεοτούρκων υπό τον Κεμάλ και τέλος της σουλτανικής κυριαρχίας) είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τους Έλληνες χριστιανούς του Πόντου. Το γενοκτονικό όμως σχέδιο των Τούρκων άρχισε να ζυμώνεται την περίοδο των Βαλκανικών Πολέμων (1912-’13), που ήταν και η πρώτη κατά την οποία οι Νεότουρκοι εκδήλωσαν τη διάθεσή τους να αφανίσουν τους Έλληνες και Αρμένιους της Μ. Ασίας.
Η ήττα ωστόσο στους Βαλκανικούς Πολέμους και η έξωσή τους απ’ τα Βαλκάνια άλλαξε τον προγραμματισμό των Τούρκων και τους έκανε να εκμανούν κατά των Ποντίων. Έτσι, μες στον ανθελληνικό παροξυσμό τους, άρχισαν να κατασυκοφαντούν και να δαιμονοποιούν όχι μόνο αυτούς, αλλά και τους υπόλοιπους χριστιανούς της Μικράς Ασίας. Τότε ήταν που κυκλοφόρησε στην Ανατολία μια ενδεικτική του μίσους που έτρεφαν προκήρυξη, η οποία έγραφε χαρακτηριστικά:
”Εμείς οι Τούρκοι πεινάμε και βασανιζόμαστε, γιατί οι Έλληνες κρατούν στα δικά τους χέρια το εμπόριο και το βιος μας…” Και κατέληγε με την προτροπή:”… Διακόψτε κάθε επαφή με τους γκιαούρηδες. Μην αγοράζετε τα προϊόντα τους. Έχετε μήπως ανάγκη τη φιλία τους; Κερδίζετε κάτι από τη συμβίωση μαζί του;”
Ας ληφθεί υπόψη ότι τόσο αυτό όσο και άλλα έγγραφα που κυκλοφορούσαν σε εκατομμύρια αντίτυπα κατά του ελληνισμού της Μ. Ασίας τότε έφεραν την υπογραφή της ”Γερμανικής Τράπεζας Παλαιστίνης” κι αυτό ήταν άλλη μία απόδειξη ότι τα γερμανικά ιδρύματα και οι τράπεζες ήταν οι χρηματοδότες των Νεοτούρκων...
Τα πρώτα κρούσματα βιαιοπραγιών και σφαγών κατά των Ποντίων, που ήταν προμήνυμα για το τι θα επακολουθούσε, σημειώθηκαν το 1914, όταν μονάδες του τακτικού στρατού μπήκαν σε περιοχές του Πόντου με αμιγώς ελληνικό πληθυσμό και επιδόθηκαν σε σφαγές και λεηλασίες.
Τότε αιχμαλωτίστηκαν και επιστρατεύτηκαν αναρίθμητοι Έλληνες (ιδίως νέοι) απ’ τα χωριά τους και οδηγήθηκαν, μέσα από πορείες θανάτου σε δύσβατες περιοχές, στα τάγματα εργασίας της Ανατολίας, όπου οι περισσότεροι αποδεκατίστηκαν, μη αντέχοντας τις ασθένειες και τις κακουχίες από το βαρύ κρύο.
Μπροστά σ’ αυτά τα δεινά των Ελλήνων του Πόντου δεν έμειναν απαθείς τότε πολλοί δήμαρχοι, αλλά δεν μπόρεσαν να αλλάξουν τον ρουν των πραγμάτων, αφού εισέπρατταν μόνιμα αδιαφορία κι απανθρωπιά. Στο τέλος του 1915 μάλιστα, τη μαύρη χρονιά της σφαγής των Αρμενίων, οι Τούρκοι άρχισαν να προετοιμάζουν μεθοδικά τον αποδεκατισμό των Ποντίων έχοντας στο πλευρό τους, ως ηθικό αυτουργό και σύμμαχο, τον Κάιζερ της Γερμανίας.
Απ’ την επόμενη χρονιά (1916), ωστόσο, αγρίεψαν περισσότερο τα πράγματα για τους Έλληνες του Πόντου, γιατί μπήκε στο παιχνίδι της εξόντωσής τους ένα ακόμα αιμοσταγές πρόσωπο, ο Εμβέρ πασάς (ηγετικό στέλεχος των Νεότουρκων εθνικιστών), με διαταγή του οποίου πυρπολήθηκαν και καταστράφηκαν δεκάδες χωριά.
Για τα τότε γεγονότα έγραφε στην παρισινή ”Journal” ο Ανρί Μπαρμπίς ότι οι τσέτες (μουσουλμάνοι κατάδικοι, ληστές) έκαναν επιδρομές στις ελληνικές περιοχές και άρπαζαν νεαρά κορίτσια, για να τα πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα που είχαν ιδρύσει στις μεγάλες πόλεις οι Τούρκοι.
Αυτό το επιβεβαίωσε και ο Γάλλος συγγραφέας Πιερ Αλλώ, γράφοντας πως οι Ελληνίδες σέρνονταν στα σκλαβοπάζαρα του Ικονίου και του Μπαλίκεσιρ και στα χαμαιτυπεία της πόλης του Γενί Σεχίρ, όπου μεθυσμένοι Τούρκοι στρατιώτες τις βίαζαν…
Τότε ήταν που πολλοί κάτοικοι της Σαμψούντας κατέφυγαν μες στην απελπισίας τους, στον μητροπολίτη Αμάσειας Γερμανό Καραβαγγέλη και του ζήτησαν τη μεσολάβησή του. Σαν απάντηση, ωστόσο, στις παρακλήσεις του, εκτελέστηκαν απ’ τους Τούρκους 47 νέοι που κρατούνταν στις φυλακές της Σαμψούντας, ενώ – σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του επισκόπου Τραπεζούντας – τα θύματα εκείνης της περιόδου ανήλθαν σε 100.000…
Από το φθινόπωρο, εντωμεταξύ, της χρονιάς αυτής πολλαπλασιάστηκαν τα θύματα απ’ τις ”πορείες θανάτου” προς τα τάγματα εργασίας, στα οποία οδηγούνταν τώρα όλοι οι Πόντιοι ανεξαιρέτως. Στο τέλος του χρόνου το κακό είχε γενικευθεί με απανωτές πυρπολήσεις χωριών, εκτελέσεις ανδρών, βιαιοπραγίες και εξισλαμισμούς ή κατάληξη για πολλές από τις γυναίκες στα τουρκικά χαρέμια.
Την επόμενη χρονιά, με αφορμή αποδράσεις Ποντίων απ’ τα Τάγματα Εργασίας, οι διώξεις εναντίον τους εντάθηκαν, με αποτέλεσμα να πυρποληθούν 88 χωριά και να εξοντωθεί απροσδιόριστος αριθμός ανδρικού πληθυσμού τους, ενώ οδηγήθηκαν σε θανατική καταδίκη – δια της μεθόδου των μαζικών εκτοπίσεων στα βάθη της Ανατολίας – αμέτρητα γυναικόπαιδα και ηλικιωμένοι…
Το 1917, επίσης, οι Τούρκοι κατέστρεψαν την ανθηρή κωμόπολη Τσαρσαμπά (αρχαία Θεμίσκυρα) σβήνοντάς την κυριολεκτικά απ’ τον χάρτη. Την ίδια περίοδο ξέσπασαν σε ωμότητες στα χωριά της επαρχίας Κολωνείας και σ’ εκείνα που βρίσκονταν γύρω από τη Σαμψούντα, οδηγώντας σε εξορία όλο τον πληθυσμό του Καντίκιοϊ, με αποτέλεσμα την εξόντωση των περισσότερων από το δριμύ ψύχος κατά την πεζοπορία τους ως το Τσόρουμ και τα εκεί υπάρχοντα Τάγματα Εργασίας.
Η γενοκτονία των Ποντίων συνεχίστηκε το 1918-19, με κλιμακούμενη την εξέλιξή της. Οι σφαγές τους αποτελούσαν πλέον καθημερινότητα και για τον λόγο αυτό χιλιάδες άμαχοι κατέφευγαν στα όρη, όπου είτε τους έβρισκαν και τους εξόντωναν οι εχθροί είτε πέθαιναν απ’ το κρύο και την πείνα.
Στο τέλος του 1918 άρχισαν να ακούγονται κάποιες μεμονωμένες φωνές που κατήγγειλαν τη γενοκτονία, ανάμεσα στις οποίες ήταν κι αυτή του Εντίπ Χανεμ που έγραφε με τύψεις: ”… ξεριζώνουμε τους Έλληνες, όπως ακριβώς κάναμε τρία χρόνια πριν με τους Αρμενίους. Γι’ αυτόν το σκοπό, φθάσαμε να χρησιμοποιούμε μεθόδους ίδιες με εκείνες του Μεσαίωνα…”
Σ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα, εντωμεταξύ, η τουρκική προπαγάνδα σε βάρος των Ελλήνων του Πόντου έδινε κι έπαιρνε επαυξάνοντας τον φανατισμό των εθνικιστικών οργανώσεων (με πιο σκληρή την ”Μενζέλ” (”Βεληνεκές”), που άρχισαν γενικευμένες σφαγές με σκοπό να εξαλειφθεί οριστικά το ελληνικό στοιχείο του Πόντου. Μόνο απ’ την επαρχία Αμάσειας τότε μετατοπίσθηκαν ή εξορίστηκαν 72.375 απ’ τον ολικό πληθυσμό της απ’ τους οποίους μόνο το τριάντα τοις εκατό επέζησε. Οι υπόλοιποι πέθαναν στην εξορία ή εξοντώθηκαν απ’ τους Τούρκους.
Τον επόμενο χρόνο, παραμονές της ελληνικής εκστρατείας για την απελευθέρωση της Μικράς Ασίας, η κατάσταση στον Πόντο έγινε τρισχειρότερη με τις επιδρομές των τσετών (Τούρκων ατάκτων) στα ελληνικά χωριά, που λεηλατούσαν και σκότωναν τους ανυπεράσπιστους Έλληνες.
Όσο περνούσε μάλιστα ο καιρός κορυφωνόταν η εθνοκάθαρση σε βάρος των αμάχων Ποντίων, για το λόγο ότι η προέλαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη είχε γεμίσει τους Τούρκους με φανατισμό τους τον οποίο εκτόνωσαν τελικά πάνω τους.
Εκείνο το καλοκαίρι του ’19 η τρομοκρατία ξεπέρασε κάθε όριο και η πόλη-θύμα αυτή τη φορά ήταν η Σαμψούντα. Μετά το εκτοπισμό των κατοίκων της, πήραν σειρά τα 394 ελληνικά χωριά της, που δέχτηκαν τις βάρβαρες επιθέσεις των τσετών κι απ’ τη μια μέρα στην άλλη ερήμωσαν. Μαρτυρίες Τούρκων προκρίτων ανέφεραν χαρακτηριστικά πως ”έβαζαν τους Ρωμιούς που αντιστέκονταν σε τσουβάλια κι αφού έδεναν τα στόμιά τους, τους πετούσαν στο βυθό της θάλασσας…
Στο τέλος του ’19, μετά από συμφωνία των Κεμαλικών με Ρώσους μπολσεβίκους (κομμουνιστές), οι πρώτοι ενισχύθηκαν οπλικά με πολεμικό υλικό που χρησιμοποίησαν κατά των ανυπεράσπιστων Ποντίων. Οι πλατείες των ελληνικών χωριών μετατράπηκαν σε λίμνες αίματος απ’ τις μαζικές εκτελέσεις τους με ρωσικά πολυβόλα.
Η κορύφωση του ποντιακού δράματος ήρθε το 1920-21, όταν η όλη επιχείρηση εθνοκάθαρσης πήρε πλέον τη μορφή πλήρους γενοκτονίας. Σύμφωνα με μαρτυρίες από έκθεση του Βρετανού πλοιάρχου Πέρινγκ, η κατάσταση στην Τραπεζούντα ήταν εφιαλτική λόγω των καταδρομικών επιδρομών του αρχιλήσταρχου Αλή Ριζά, που πρωτοστατούσε στις σφαγές των κατοίκων της πόλης και των γύρω χωριών.
Οι βιασμοί σε βάρος των Ελληνίδων στο Κιόσελι δεν είχαν προηγούμενο, ενώ ήταν χωρίς προηγούμενο και η καταλήστευση των κατοίκων, κάποιοι από τους οποίους – 300 στον αριθμό – κάηκαν ζωντανοί με πρωτοβουλία του λήσταρχου Καραμιστίχ. Τα ίδια και χειρότερα έγιναν στην πόλη της Μερζιφούντας και στις άλλες ποντιακές πόλεις ( τους Ορδούς, την Οινόη, την Μπάφρα, την Κερασούντα κλπ).
Το 1921 άρχισαν μαζικές εκκαθαρίσεις των Τούρκων σε βάρος των πληθυσμών της Σαμψούντας και της Αμάσειας, όπου οι Κεμαλικοί σκότωναν Έλληνες αδιακρίτως. Στους Ανδριάντες, το ελληνικό κεφαλοχώρι, ο ελληνικός πληθυσμός διασκορπίστηκε στα πυκνά δάση της ευρύτερης περιοχής, αλλά κι εκεί τον βρήκαν οι Τούρκοι και εκτέλεσαν τους περισσότερους…
Στο χωριό Καβάκογλου Τεπέ σκότωσαν 500 κατοίκους, ενώ στο σχολείο του Ογούζ Αλάν έκαψαν ζωντανά 500 γυναικόπαιδα. Στο Κιοβντσέζου, πάλι, έσφαξαν 570 άντρες μέσα σε εκκλησία. Τα ίδια έκαναν οι Τούρκοι και σ’ άλλα χωριά, όπως στο Σελαμελίκ, όπου – με τη συμμετοχή πολυμελών συμμοριών – τουφέκισαν 520 άντρες, ενω στα χωριά της Μπάφρα έκαψαν μαζεμένους 570 Πόντιους μέσα σε εκκλησία…
Μέχρι το τέλος του 1921 εκτελέστηκαν, σφαγιάστηκαν ή κάηκαν ζωντανοί χιλιάδες Έλληνες Πόντιοι της Σαμψούντας, της Αμάσειας, της Πάφρας και των γύρω χωριών. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου πέθαναν από κακουχίες – μετά από πολύμηνη πεζοπορία – άλλοι τόσοι, ενώ οι πομπές του θανάτου συνεχίστηκαν σ’ όλα τα μήκη και τα πλάτη των ελληνικών περιοχών του Πόντου, με αποτέλεσμα τον αποδεκατισμό των περισσότερων.
Η γενοκτονία του ποντιακού ελληνισμού είχε συντελεστεί μέχρι το 1922, το έτος της Μικρασιατικής Καταστροφής. Οι επιζήσαντες Έλληνες Πόντιοι της γενέθλιας γης τους πήραν το δρόμο της προσφυγιάς στην μητέρα πατρίδα, με την ανταλλαγή των πληθυσμών (1923) αφήνοντας πίσω τους το βαρύ τίμημα της μοίρας: πόλεις και χωριά που κάηκαν, φίλοι και συγγενείς που σφάχτηκαν, ατιμάστηκαν, εξορίστηκαν και χάθηκαν κάπου στα δάση και τα βουνά της Μικράς Ασίας…
Επ’ ευκαιρία της 103ης επετείου της γενοκτονίας των Ποντίων, αποχαιρετούμε συγκινημένοι σήμερα τους σφαγιασθέντες και εξορισθέντες προγόνους μας, με τους στίχους του Θωμά Ακριτίδη, που μιλούν για την ομορφιά της χαμένης, αλλά ποτέ ξεχασμένης πατρίδας των Ελλήνων του Πόντου…
Πόντε μου, άστρο φωτεινό
κι ελληνική Πατρίδα,
τις δόξες και τα κάλλη σου που εζήλεψεν η χώρα,
η λύρα μου τραγούδησε και χάρηκ’ η καρδιά μου!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου