Συνεχίζουμε το μοναδικό αφιέρωμα στα ιερή ελληνική γη της Β. Ηπείρου μας του αγαπητού μας φίλου Γιάννη Κατσέα.
Τρίτος σταθμός το Βυζαντινό Βεράτι και το κάστρο του.
(Δείτε το πρώτο μέρος ΕΔΩ το δεύτερο ΕΔΩ το τέταρτο μέρος ΕΔΩ και το πέμπτο μέρος ΕΔΩ το έκτο ΕΔΩ το έβδομο ΕΔΩ και το όγδοο ΕΔΩ)
Σχόλιο Γιάννη:
Το θρυλικο Μπερατι η Βερατι των Βυζαντινων με το καστρο στην κορυφη του λοφου χτισμενο απο τους ιδιους που ηταν οι ΑΥΘΕΝΤΙΕΣ στο ειδος ....η πολη των χιλιων παραθυρων οπως την ονομαζουν σημερα!
Το Μπεράτ, γνωστό και ως Βεράτιο ή Βεράτι (αλβανικά: Berati), είναι πόλη της νοτιοκεντρικής Αλβανίας, πρωτεύουσα τόσο της Επαρχίας όσο και του Νομού Μπεράτ. Ο πληθυσμός της πόλης είναι περίπου 71.000 (εκτίμηση 2009).
Toν Ιούλιο του 2008 η παλιά πόλη (συνοικία Μάγκαλεμ) ενεγράφη στον Κατάλογο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της ΟΥΝΕΣΚΟ.
Το όνομα της πόλης στα Αλβανικά είναι Berat ή Berati, που προέρχεται από την ονομασία Бѣлградъ (Bel(i)grad, Βελιγράδι) που έδωσαν οι Βούλγαροι στην πόλη τον 9ος αιν. εκ των λέξεων βιέρο και γράδ ή γρόδ (=λευκή πόλη, ωραία πόλη), όνομα με το οποίο ήταν γνωστή σε Ελληνικά, Λατινικά και Σλαβικά έγγραφα κατά το Μέσο και Ύστερο Μεσαίωνα.
Το όνομα αυτό αποδόθηκε στα Ελληνικά ως Βελλέγραδα. Οι Μητροπολίτες της πόλης αναφέρονταν ως Βελαγράδων, Βελλαγράδων, Βελογράδων και Βελεγράδων προς διαχωρισμός τους από τους Μητροπολίτες Βελιγράδων ή Βελιγραδίου της Σερβίας.
Πιστεύεται ότι ήταν θέση Αρχαίου Μακεδονικού οχυρού, της Αντιπάτρειας (πόλη του Αντίπατρου), ενώ κατα την πρωτοβυζαντινή περίοδο το όνομα της πόλης ήταν Πουλχεριόπολις (πολή της Πουλχερίας).
Σε λατινικά κείμενα της εποχής η πόλη αναφέρεται ως Alba Graeca[1] και ως Belgrad di Romania.
Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η πόλη ήταν επίσης γνωστή και ως Arnaut Belgrad, (Βελιγράδι των Αλβανών), ή και απλώς Μπελγράτ, εξού και η συγκοπή σε Μπεράτ.
Το Μπεράτ είναι χτισμένο στη δεξιά όχθη του ποταμού Όσουμ, λίγο πριν την ένωσή του με τον ποταμό Μολίστ. Εχει πολλά όμορφα οικοδομήματα αρχιτεκτονικού και ιστορικού ενδιαφέροντος. Το πευκοδάσος πάνω από την πόλη, στις πλαγιές των βουνών Τομόρ, ομορφαίνει την περιοχή, ενώ ο ποταμός Οσουμ έχει ανοίξει ένα φαράγγι μέγιστου βάθους 915 μέτρων στα ασβεστολιθικά πετρώματα στα δυτικά της κοιλάδας, δημιουργώντας έτσι φυσικό φρούριο γύρω από το οποίο χτίστηκε η πόλη σε διαφορετικά επίπεδα.
Σύμφωνα με ένα αλβανικό θρύλο, το βουνό Τομόρ ήταν κάποτε ένας γίγαντας, που πάλεψε με έναν άλλο γίγαντα, τον Σφίραγκ, (το βουνό στην αριστερή όχθη, στην επαρχία Γκόριτσα) διεκδικώντας μια νέα κοπέλα. Σκοτώθηκαν και οι δύο, και τα δάκρυα της κοπέλας σχημάτισαν τον ποταμό Οσουμ.
Το Βεράτιο είναι γνωστό στους Αλβανούς ως Πόλη των Χιλίων Παραθύρων (ένα όμοιο επίθετο χρησιμοποιείται μερικές φορές και για το Αργυρόκαστρο. Ανακηρύχθηκε «Πόλη-Μουσείο» από τον Ενβέρ Χότζα τον Ιούνιο 1961.
Οι αρχαιότεροι καταγεγραμμένοι κάτοικοι της πόλης ήταν η Ελληνική φυλή των Δεξάρων, η βορειότερη υποομάδα των Χαόνων, και η περιοχή ήταν γνωστή, από αυτούς, ως Δεξαρίτις.
Το σημερινό Μπεράτ καταλαμβάνει τη θέση της Αντιπάτρειας, που αρχικά ήταν οικισμός των Δεξάρων και αργότερα Μακεδονικό οχυρό στη νότια Ιλλυρία. Η χρονολογία ίδρυσής της είναι άγνωστή, όμως αν ιδρυτής είναι ο Κάσσανδρος θεωρείται ότι η Αντιπάτρεια ιδρύθηκε μετά την κατάληψη της περιοχής από αυτόν γύρω στα 314 π.Χ.
Το 200 π.Χ. καταλήφθηκε από το Ρωμαίο λεγάτο Λούκιο Απούστιο, που κατεδάφισε τα τείχη και έσφαξε τον ανδρικό πληθυσμό της πόλης.
Η πόλη έγινε μέρος των ασταθών συνόρων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μετά την πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και, μαζί με το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης Βαλκανικής, υπέφερε από επανειλημμένες εισβολές Σλάβων.
Κατά τη Ρωμαϊκή και πρώιμη Βυζαντινή περίοδο η πόλη ήταν γνωστή ως Πουλχεριόπολις.
Η Πρώτη Βουλγαρική Αυτοκρατορία υπό τον Πρεσιάν Α΄ κατέλαβε την πόλη τον 9ο αιώνα, που έλαβε το σλαβικό όνομα Μπελ(ι)γκράντ («Ασπρη Πόλη»), στα ελληνικά Βελλέγραδα, που διατηρήθηκε καθόλη τη μεσαιωνική περίοδο, για να αλλάξει σε Μπεράτ υπό την Οθωμανική κυριαρχία.
Η πόλη έγινε μια από τις σημαντικότερες της Βουλγαρικής περιοχής Κουτμιτσέβιτσα. Ο Βούλγαρος κυβερνήτης Ελεμάγος παρέδωσε την πόλη στον αυτοκράτορα Βασίλειο Β´ το 1018 και η πόλη παρέμεινε στα χέρια των Βυζαντινών μέχρι που η Δεύτερη Βουλγαρική Αυτοκρατορία την κατέλαβε το 1203, επί της βασιλείας του Καλογιάν.
Το 13ο αιώνα ανήκε στο Δεσποτάτο της Ηπείρου, στο οποίο την προσάρτησε ο Μιχαήλ Α΄ Δούκας.
Ο Βυζαντινός Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος έστειλε επιστολές στους Αλβανούς ηγεμόνες του Βερατίου και του Δυρραχίου το 1272 ζητώντας τους να εγκαταλείψουν τη συμμαχία τους με τον Κάρολο Α΄ της Νεάπολης, ηγεμόνα του Βασιλείου της Αλβανίας, που τα είχε καταλάβει και τα είχε ενσωματώσει εκείνη την περίοδο στο Βασίλειο της Αλβανίας. Εκείνοι όμως έστειλαν τις επιστολές στον Κάρολο ως δείγμα της αφοσίωσής τους σ' αυτόν.
Το 1274 ο Μιχαήλ Η΄ ανακατέλαβε το Βεράτιο και, αφού ενισχύθηκε από Αλβανούς που υποστήριζαν τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, βάδισε ανεπιτυχώς κατά του Δυρραχίου, πρωτεύουσας των Ανδεγαυών. Το 1280-81 οι Σικελικές δυνάμεις υπό τον Ούγο Κόκκινο του Συλί πολιόρκησαν το Βεράτιο. Το 1281 μια ανακουφιστική δύναμη από την Κωνσταντινούπολη, υπό τη διοίκηση του Μιχαήλ Τραχανειώτη, κατάφερε να εκδιώξει τον πολιορκούντα Σικελικό στρατό.
Το 1345 η πόλη πέρασε στους Σέρβους. Το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα η οικογένεια Αλβανών ευγενών Μουζάκα ίδρυσε το Πριγκιπάτο του Βερατίου.
Το 1417 καταλήφθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ το 1455 ο Σκεντέρμπεης προσπάθησε να καταλάβει την πόλη χωρίς επιτυχία.
Κατά την πρώιμη Τουρκοκρατία το Μπεράτ παρήκμασε: στα τέλη του 16ου αιώνα είχε μόλις 710 σπίτια. Ανοικοδομήθηκε κατά τον επόμενο αιώνα, όταν έγινε κέντρο τεχνιτών που κατεργάζονταν το ξύλο.
Το 18ο αιώνα ήταν μια από τις σημαντικότερες Αλβανικές πόλεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η οικονομία και η κοινωνία της ήταν στενά συνδεδεμένη με τις συντεχνίες της, που εν μέρει είχαν να κάνουν με διάφορες φορολογικές απαλλαγές που υπήρχαν από τον ύστερο Μεσαίωνα. Το 1750 υπήρχαν είκοσι δύο συντεχνίες, σημαντικότερες από τις οποίες εκείνες των βυρσοδεψών, των τσαγκάρηδων και άλλων σχετικών με την κατεργασία των δερμάτων. Αλλες συντεχνίες ήταν των μεταλλουργών, των αργυροχόων και των μεταξουργών.
Στην πρώιμη νεότερη εποχή η πόλη ήταν πρωτεύουσα του ομώνυμου πασαλικίου, που ίδρυσε ο Κουρτ Αχμέτ Πασάς. Το Μπεράτ ενσωματώθηκε στο Πασαλίκι των Ιωαννίνων μετά την ήττα του Ιμπραήμ Πασά του Μπεράτ από τον Αλή Πασά το 1809. Το 1867 το Μπεράτ έγινε σαντζάκιο στο βιλαέτι των Ιωαννίνων.
Στην πόλη λειτουργούσε ήδη ένα Ελληνικό σχολείο από το 1835. Το 19ο αιώνα, το Βεράτι έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αναγέννηση του αλβανικού έθνους. Εγινε σημαντική βάση υποστήριξης της Λίγκας του Πρίζρεν, μιας Αλβανικής εθνικής συμμαχίας στα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ η πόλη εκπροσωπήθηκε επίσης στη δημιουργία του νότιου τομέα της λίγκας στο Αργυρόκαστρο.
Το 1914 περιήλθε για λίγες ημέρες στον έλεγχο των βοειοηπειρωτικών δυνάμεων. Το αυτοκέφαλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας ανακηρύχθηκε εδώ το 1922. Από τις 23 ως τις 30 Οκτωβρίου 1944 συνήλθε στο Βεράτι η δεύτερη σύνοδος του Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης της Αλβανίας, κατά την οποία η ελεγχόμενη από το Εθνικό Απελευθερωτικό Κίνημα Αντιφασιστική Εθνική Επιτροπή Απελευθέρωσης έγινε η Προσωρινή Δημοκρατική Κυβέρνηση της Αλβανίας, με τον Ενβέρ Χότζα πρωθυπουργό της και υπουργό άμυνας.
Το Κάστρο του Βερατίου, κτισμένο σε βραχώδη λόφο στη δεξιά όχθη του ποταμού Όσουμ, είναι προσβάσιμο μόνο από τον νότο. Μετά την πυρπόληση από τους Ρωμαίους το 200 π.Χ. τα τείχη ενισχύθηκαν τον 5ο αιώνα μ.Χ. από το Βυζαντινό Αυτοκράτορα Θεοδόσιο Β΄, ξαναχτίστηκαν τον 6ο αιώνα επί Αυτοκράτορα Ιουστινιανού και πάλι τον 13ο αιώνα από τον Δεσπότη της Ηπείρου Μιχαήλ Α΄ Κομνηνό Δούκα, εξάδελφο του βυζαντινού Αυτοκράτορα.
Η κύρια είσοδος, στη βόρεια πλευρά, προστατεύεται από ένα οχυρωμένο προαύλιο και υπάρχουν τρεις μικρότερες είσοδοι. Παρότι έχει υποστεί αρκετή φθορά, το φρούριο του Βερατίου παραμένει ένα μεγαλόπρεπο θέαμα. Η έκτασή του είναι αρκετή ώστε μπορούσε να φιλοξενήσει ένα σημαντικό μέρος του πληθυσμού της πόλης.
Τα κτήρια που υπάρχουν σήμερα μέσα του είναι του 13ου αιώνα και ανακηρύχθηκαν διατηρητέα μνημεία εξαιτίας της χαρακτηριστικής αρχιτεκτονικής τους. Ο πληθυσμός του φρούριου ήταν Χριστιανικός και είχε περί τις 20 εκκλησίες, κυρίως του 13ου αιώνα, και μόνο ένα τζαμί, για τη χρήση των μελών της τουρκικής φρουράς (από το οποίο απομένουν μόνο λίγα ερείπια και η βάση του μιναρέ).
Οι εκκλησίες του φρουρίου έχουν καταστραφεί με τα χρόνια και διατηρούνται μόνο μερικές.
Η εκκλησία της Παναγίας της Βλαχέρνας (13ος αιώνας) έχει αγιογραφίες του 16ου αιώνα από τον αγιογράφο Νικόλα, γιο του διασημότερου υστερομεσαιωνικού Αλβανού ζωγράφου, του Ονούφρι.
Σε μια μικρή δενδροφυτευμένη πλατεία, σε μια λοφοπλαγιά, μέσα στα όρια των τειχών, υπάρχει και ο ναός της Αγίας Τριάδας του 14ου αιώνα. Είναι σταυροειδής με βυζαντινές τοιχογραφίες.
Εκτός των τειχών του φρουρίου βρίσκεται ο ναός του Αγίου Μιχαήλ (Shen Mehill, 13ος αιώνας), με πρόσβαση από απότομο αλλά ασφαλές μονοπάτι. Κοντά στην είσοδο του φρουρίου, μετά από ένα φυλάκιο, είναι το παρεκκλήσιο του Αγίου Θεοδώρου (Shen Todher), αγιογραφημένο από τον ίδιο τον Ονούφρι.
Ο πλέον ενδιαφέρων είναι ο καθεδρικός ναός του Αγίου Νικολάου, που έχει αναστηλωθεί και αποτελεί τώρα μουσείο αφιερωμένο στον Ονούφρι. Ο Ονούφρι ήταν ο σημαντικότερος από τους ζωγράφους του 16ου αιώνα στην Αλβανία. Δεν ήταν απλώς δάσκαλος της τεχνικής της νωπογραφίας και των εικόνων, αλλά ήταν και ο πρώτος που εισήγαγε ένα νέο χρώμα στη ζωγραφική, το γυαλιστερό κόκκινο, που οι Γάλλοι ονομάζουν "Κόκκινο του Ονούφρι". Ο Ονούφρι εισήγαγε επίσης ένα κάποιο ρεαλισμό και ένα βαθμό ατομικότητας στην έκφραση των προσώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου