Όταν τελείωσε ο δίκαιος, σηκώθηκαν και μπήκαν στην εκκλησία. Την ώρα της αναγνώσεως ο Επιφάνιος κάθισε σ’ ένα στασίδι, ενώ ο μακάριος κάθισε σαν φτωχός στο έδαφος, σκεπασμένος με ένα κουρέλι.
Οι πιστοί τον έβλεπαν καθισμένο κάτω και έλεγαν:
- Τί έπαθε αυτός ο δαιμονισμένος και μπήκε εδώ μέσα;
- Ίσως να τον άφησε για λίγο το πονηρό πνεύμα που τον ενοχλεί, απαντούσαν οι άλλοι.
- Περαστικός ήταν, έλεγαν μερικοί, και μπήκε επειδή του φάνηκε σαν σπίτι. Πού να καταλάβει ότι είναι εκκλησία! Όποιος τον κατήντησε έτσι, ας τιμωρηθεί με την ίδια τιμωρία από τον Θεό.
Ο δίκαιος εν τω μεταξύ έβλεπε τον δαίμονα της ακηδίας να παραμονεύει και να προσπαθεί με διάφορα τεχνάσματα να βγάλει μερικούς έξω από τον ναό. Ήθελε να τους στερήσει από τον μισθό του Κυρίου και τους θύμιζε φροντίδες και εργασίες πριν την απόλυση.
- Πήγαινε να κάνεις τη δουλειά σου, ψιθύριζε στον καθένα. Εφόσον έχεις δουλειά, δεν αμαρτάνεις.
Κατάφερε έτσι, ώστε να φύγουν αρκετοί πριν την απόλυση. Αυτοί δεν θυμήθηκαν τον Κύριο που είπε: «Μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε ἢ τί πίητε, ἢ τί ἐνδύσησθε· ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ» κ.λπ. (πρβλ. ματθ. στ΄ 25 κ.εξ.).
Έβλεπε ακόμη ο μακάριος και τον δαίμονα της ραθυμίας και του νυσταγμού εκεί κοντά. Μαζί του πήγαινε και άλλο πνεύμα, που εξυπηρετούσε εκείνον τον φοβερό δαίμονα. Στους ώμους του είχε ριγμένα κουρέλια. Μ’ αυτά χτυπούσε όσους κάθονταν κατά την ώρα της αναγνώσεως και άκουγαν τα θεϊκά λόγια, και τους έκανε να κοιμούνται. Ο δίκαιος, βλέποντας το τέχνασμα του πονηρού δαίμονος, είπε μέσα του γεμάτος θυμό: «Παμπόνηρε, πώς τολμάς να μας εμποδίζεις από την ακρόαση των θεϊκών λόγων και να μας βυθίζεις στον ύπνο της ραθυμίας; Εσύ όμως, Κύριε Ιησού Χριστέ, ρίξε πάνω τους την οργή Σου και εξουδένωσέ τους».
Βγήκε τότε από το θυσιαστήριο πύρινη φλόγα σαν αστραπή κι έκαψε τους δαίμονες, ενώ όσοι πιστοί είχαν αποκοιμηθεί ξύπνησαν αμέσως και συνέχισαν να παρακολουθούν την ανάγνωση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου