Η μάχη του Βαλτετσίου (24 Απριλίου και 12-13 Μαΐου) υπήρξε μία από τις κρισιμότερες μάχες κατά την Ελληνική επανάσταση. Η νίκη της 12-13 Μαΐου 1821 άνοιξε τον δρόμο για την Άλωση της Τριπολιτσάς και θεμελίωσε την ελπίδα της νίκης και έδωσε το όραμα της λευτεριάς στους επαναστατημένους Έλληνες. *****
Αρχηγός των Καρυτινών, αλλά και όλων των μαχομένων πρό της Τριπολιτσάς όπλων, ο Κολοκοτρώνης δεν απεγοητεύθη με την διάλυσιν του Στρατοπέδου του Βαλτετσίου και κατ’ αναλογίαν και των άλλων τριών. Ανέπτυξε μεγαλυτέραν δραστηριότητα. Έγινε σχεδόν αμέσως ανασυγκρότησις των Στρατοπέδων Φαλάνθου, μ’ εμπίστους Γορτυνίους. Από Λεοντάρι οι στρατευμένοι των άλλων επαρχιών απεδέχθησαν πρόσκλησι Κολοκοτρώνη, επανήλθαν στο Βαλτέτσι και μεταξύ 5ης – 6ης Μαΐου είχαν συγκεντρωθή 1.000 μάχιμοι. Εφοβούντο να οχυρωθούν με τον κίνδυνον εμφανίσεως νέας του εχθρού. Κατ’ εντολήν του αρχηγού οργανώθησαν ταμπούρια σ’ όλόκληρο το χωριό. Παρόντες Μανιάτες Μαυρομιχαλαίων, Μεσσήνιοι, Λεονταρίτες με τους εντοπίους των αρχηγούς. Με τα Καρυτινά ορδιά, το Βαλτέτσι και τα Βέρβενα τα επί Αρκαδικού εδάφους ήταν καλά οργανωμένη η Ελληνική Επανάστασις. Επανήλθε ο ενθουσιασμός των πρώτων ημερών της εκρήξεως της Επαναστάσεως.
Είναι άκρως χαρακτηριστικά τα λόγια του Θ. Κολοκοτρώνη : «Οι Έλληνες μόνοι των άλεθαν, εζύμωναν, έψηναν το ψωμί και το έφερναν με τα ζώα των εις το Στρατόπεδο. Είχαμε φούρνο εθνικόν εις την Πιάνα, Αλωνίσταινα, Βυτίνα, Μαγούλιανα, Δημητσάνα, Στεμνίτσα. Πρόβατα μας έφερναν πότε από τα 30, πότε από τα 40, από τα 50 ένα και τα έδιδαν με ευχαρίστησι τους, μπαρούτι μας έδινε η Δημητσάνα, του μπαρουτιου την υπόθεσι την είχαν πάρει επάνω τους τα αδέλφια Σπηλιωτόπουλοι, οι Σπετσιώτες και οι Υδραίοι μας έστελναν και πολεμοφόδια και πετζιά για τζαρούχια».
Γεγονότα σοβαρά διεδραματίσθησαν κατά Μάΐον μήνα στο Αρκαδικό πολεμικό πεδίο. Ο Χουρσίτ πασάς Πελοποννήσου, απασχολημένος εναντίον του Αλή πασά στα Γιάννενα, ανέθεσε την καταστολή της Ελληνικής εξεγέρσεως στον Κιοσέ Μεχμέτ θέτοντας στις διαταγές του τον Ομέρ Βρυώνη με πεζικό στράτευμα 8.000 και Ιππικό 1.000. Πρίν γίνη η αποβίβασις των δυνάμεων αυτών, ο Χουρσίτ έσπευσε ν’ αποστείλη τον Κεχαγιά του Μουσταφά Μπέη, επί κεφαλής 3.500 – 4.000 Αλβανών. Οι επαναστατημένοι Έλληνες τον ονομάζουν Κεχαγιάμπεη και μαζί του θ’ ανοίξουν πολεμικόν διάλογο μέχρι πτώσεως της Τριπολιτσάς. Στο πέρασμά του από Ρίον – Κόρινθο – Τρίπολι ο Κεχαγιάμπεης απέλυε καταστροφή και περίτρομοι οι κάτοικοι διεσκορπίζοντο. Η Επανάστασις εκινδύνευε, θα την σώση ο Θεός και τα σφάλματα του εχθρού. Ισχύει όμως η παρατήρησις του Φιλήμονος, ότι η θριαμβευτική είσοδος του Κεχαγιάμπεη στην Τριπολιτσά στους Τούρκους έφερε πηγή ελπίδων, ενώ στους Έλληνες απελπισία.
Ήταν 2α Μαΐου...
Το Στρατόπεδο Βαλτετσίου υπήρξε ο πρώτος στόχος του Κεχαγιάμπεη. Εσχεδιάσθη ευρυτέρα πολεμική ένέργεια για καταστολή της εξεγέρσεως. Λιτή και συνοπτική αλλά ακριβολογημένη είναι η περιγραφή του Κολοκοτρώνη: «… ο Κεχαγιάς καλά τερτιπλής και πολεμικός στέλνει τον Ρουμπή από τα Μπαρδούνια επί κεφαλής 5.000 να πάγη στο Βαλτέτσι και στέλνει και 1.500 χωριστά δια νυκτός να πιάσουν τα όπισθεν του Βαλτετσίου, που αν τσακισθούν οι Έλληνες, καθώς την πρώτην φοράν, να τους κτυπήσουν και αυτός του παίρνει 2.000 καβαλαραίους εις τα όπισθεν του Βαλτετσίου και 1.000 βάνει εις το Καλογεροβούνι, δια ν’ αντισταθούν εις το στράτευμα των Βερβένων, αν κινήση μεντάτι».
Κατά Κολοκοτρώνην, οι Τούρκικες δυνάμεις κατά Βαλτετσίου ανήρχοντο εις 7.500 – 8.000 πεζούς και 2.000 ιππείς. Το οχυρό του Βαλτετσίου είχε πλήρη οργάνωσι, με κτιστά ταμπούρια. Οι 5 κλειστοί προμαχώνες περιέλαβαν 750 πολεμιστάς. Σπίτια, εκκλησία, γύρω λίθοι, το χωματοβούνι κατέστησαν οχυρά με 850 αμυνομένους. Οι Τούρκοι επίστευαν ότι οι ολιγάριθμοι έναντι απειράριθμων θα υποχωρήσουν. Αντιστοίχως οι Έλληνες επίστευαν ότι οι Τούρκοι θ’ απελπισθούν και θα φύγουν.
Τίποτε δεν συνέβη απ’ αυτά. Η μάχη άρχισε πρωί – νύκτα στις 12 Μαΐου, υπήρξε κρατερά και διεξήγετο όλην την ημέραν με πείσμα. Και δεν εσταμάτησε την νύκτα, απεναντίας συνεχίσθη και την επομένη. Ευτύχημα υπήρξε ότι έφθασαν εγκαίρως ενισχύσεις Κολοκοτρώνη – Πλαπούτα, άνοιξαν δεύτερο μέτωπο και επήραν τις πλάτες του εχθρού. Το μεσονύκτιον ο Κολοκοτρώνης εμπήκε στο χωριό, έφερε τρόφιμα και πολεμοφόδια, ενίσχυσε το ηθικόν των αμυνομένων. Υπέρ του πολέμου ειργάζοντο τ’ άστρα και η σελήνη 22 ημερών. Αλλ’ εκινήθησαν υπέρ των Ελλήνων πρίν ξημερώση και ενισχύσεις από το Στρατόπεδο Βερβένων με 700 άνδρες Μαυρομιχαλαίων και Γιατράκου.
Εκράτησε η μάχη επί 4 ώρες της 13ης Μαΐου, όταν άρχισε η κάμψις των Τούρκων, η οποία δεν άργησε να μεταβληθή σε άτακτη φυγή. Αναγκάσθηκαν οι Τούρκοι διωκόμενοι μέχρι το απόγευμα στην πεδιάδα να πετούν στον δρόμο πολύτιμα αντικείμενα, όπλα με χρυσές και ασημένιες λαβές, ώστε ν’ αναχαιτίζουν την καταξίωξι, στην οποίαν όμως είχον λάβει μέρος πολλοί από διάφορες κατευθύνσεις.
Η Τούρκικη δύναμις στην Τριπολιτσά περιελάμβανε και σκληρούς πολεμιστάς, όπως οι Μπουρδουνιώτες και Μυστριώτες Τούρκους και οι Αλβανούς. Με την αποτυχία στο Βαλτέτσι εξεδηλώθη νέα επιχείρησις εναντίον του Στρατοπέδου των Βερβένων, με δύναμι πεζών και ιππέων 6.000 στις 18 Μαΐου. Οι τρείς κολώνες προσέβαλαν από διάφορα σημεία Δολιανά και Βέρβενα, με συγκεκριμένο σχέδιο. Διεξήχθη μάχη μέχρι τις απογευματινές ώρες στα Δολιανά, όπου με τον φόνο του αρχιπυροβολητού αχρηστεύθησαν τα εχθρικά κανόνια. Εξ’ άλλου στην μεταφορά του πολέμου και στα Βέρβενα, τους αγωνιζόμενους στους πυργοειδείς προμαχώνες εβοήθησαν δύο γενναίοι, που εξόντωσαν δύο διαδοχικώς σημαιοφόρους του εχθρού και τούτο εδημιούργησε πανικόν στον εχθρό και άρχισε να υποχωρή. Έτσι προσετέθη νέα και διπλή νίκη των Ελληνικών όπλων. Ο Κολοκοτρώνης έστειλε στον Κεχαγιάμπεη Επιστολή 18 Μαΐου να παραδώση τα όπλα, γιατί οι Έλληνες δεν θα υποχωρήσουν.
Σημείωση: Το ανωτέρω ιστορικό κείμενο αποτελεί μέρος της Εισήγησης του Ιστορικού κ. Τάσου Γριτσόπουλου με τίτλο “Η Αρκαδία στην Επανάσταση του 1821”. Ολόκληρη η Εισήγηση δημοσιεύεται στη διεύθυνση http://conference.arcadians.gr , στις σελίδες του Α’ Παγκόσμιου Παναρκαδικού Διαδικτυακού Συνεδρίου./ via
Σὲ δέκα ἡμέραις περάσοντας τοὺς ἔγραψα εἷς τὸ Λεοντάρι, ὅτι «νὰ ἔλθητε νὰ πιάσουμε τὸ Βαλτέτσι». Καὶ τότε ξεκίνησε ὁ Μπεϊζαντές, οἱ Πετροβαῖοι καὶ Μεσσήνιοι 1200, Παπατσώνης. Ἐπῆγα καὶ ἐγὼ εἷς τὸ Βαλτέτσι, τοὺς λέγω: «Νὰ φτειάσετε τὰ ταμπούρια κλειστά· εἷς τὴν ἄκρη τοῦ χωριοῦ ἦτον μία ἐκκλησιά, νὰ γένη ταμπόυρι, καθὼς καὶ δυὸ καταράχια, ποὺ ἐδιαφέντευαν τὸ χωριό, ὀποῦ ἂν ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι νὰ κλεισθῆτε μέσα». Μοῦ ἀπεκρίθησαν ἐκεῖνοι: «Χανόμεθα». – «Ἐσεῖς κλεισθῆτε καὶ ἐγώ σας ἔρχομαι μεντάτι, σᾶς παίρνω εἷς τὸν λαιμό μου». Ἐκείνη τὴν ἴδια ὥρα, ὅπου ἠμεῖς ἐφτειάναμε αὐτό, ἦλθεν ὁ Κεχαϊᾶς μὲ 4000 εἷς τὴν Βοστίτσα ἀπὸ τὰ Γιάννινα, ἔκαψε τὴν Βοστίτσα, ἐπέρασε εἷς τὰ Μαῦρα λιθάρια ἀτουφέκιστος, ἔκαψε τὴν Κόρινθο. Ὁ Φλέσσας ἔκαψε τὰ σπίτια τοῦ Κιαμὴλ μπέη· ἔκαψε τὸ Ἄργος ὁ Κεχαϊᾶς, ἐπέρασε ἀπὸ τὸ Τουρνίκι, ἐμβῆκε εἷς τὴν Τριπολιτσά. Μπαίνοντας εἷς Τριπολιτσά, τοῦ ἱστόρησαν τὸν πόλεμον τὸν πρῶτον του Βαλτετσιοῦ – ποὺ ἐκυνηγήσαμεν τοὺς Ρωμαίους καὶ ἐπαινέματα τούρκικά· του εἶπαν οἱ παλιοὶ Τοῦρκοι: «Ἧσσον Ῥοῦσσοι, τοὺς κυνηγήσαμεν εἷς τὸν κάμπον τοῦ Σινάνου, ἐπροσκύνησαν». Τὸ αὐτὸ σχέδιον ἤθελον νὰ κάμουν.
Ὁ Κεχαϊᾶς, καλὰ τερτιπλῆς καὶ πολεμικός, κάνει ἕνα σχέδιον καὶ στέλνει τὸν Ρουμπὴ ἀπὸ τὰ Μπαρδούνια ἐπὶ κεφαλῆς μὲ 5000 νὰ πάγη ‘ς τὸ Βαλτέτσι νὰ κυνηγήση τοὺς Ἕλληνας· καὶ στέλνει καὶ 1500 χωριστὰ διὰ νυκτὸς γιὰ νὰ πιάσουν τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετσιοῦ, ποὺ ἂν τσακισθοῦν οἱ Ἕλληνες, καθὼς τὴν πρώτην φορᾶν, νὰ τοὺς κτυπήσουν· καὶ ἀτὸς τοῦ παίρνει 2000 καβαλαραίους εἷς τὰ ὄπισθεν τοῦ Βαλτετσιοῦ· τὸ ὁμοίως νὰ ἀκολουθήσει ὅταν τσκίσουνε οἱ Ἕλληνες· καὶ 1000 βάνει εἷς τὸ Καλογεροβούνι διὰ νὰ ἀντισταθοῦν εἷς τὸ στράτευμα τῶν Βερβενιῶν, ἂν κινήσει μεντάτι. Τὸ ἕνα στράτευμα, ὁποῦ ἤμουν, εἷς τὸ Χρυσοβίτσι εἶχε 800, καὶ τὸ μὲν στράτευμα τῆς Πιάνας μὲ τὸ Δ. Κολιόπουλο μὲ 700· τὸν Κανέλο Δεληγιάννη τὸν εἴχαμεν ἔφορον μὲ ἄλλους τέσσαρους γιατί ἔβαλα ἐφορία νὰ οἰκονομοῦν τὰ στρατεύματα. Τὴν αὐγὴν ὅπου ἐκίνησαν οἱ Τοῦρκοι διὰ τὸ Βαλτέτσι οἱ βάρδιαις ἦτον διὰ νυκτὸς ἀπερασμέναις εἷς ταὶς τοποθεσίες. Ἐγὼ ἐκοιμόμουν εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐγευμάτιζα εἷς τὴν Πιάνα καὶ ἐδείπναγα εἷς τὸ Χρυσοβίτσι καὶ ἐπεριφερόμουν ‘ς τὰ τρία ὀρδιὰ καὶ ἔντεσα ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ εἶμαι εἷς τὸ Χρυσοβίτσι. Εἷς τὴν Πάνω Χρέπα, ἀπάνω ἀπὸ τὴν Τριπολιτσά, εἴχαμε βάρδιαις καὶ ἔδιδαν εἴδηση, πόθεν πᾶνε οἱ Τοῦρκοι. Ἐκείνην τὴν ἠμέρα μας ἔκαναν σινιάλο, ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἷς τὸ Βαλτέτσι· – μᾶς ἔκαμαν φωτιαῖς ὅτι οἱ Τοῦρκοι πᾶνε εἷς τὸ Βαλτέτσι. Εὐθὺς ἐκίνησα μὲ τοὺς 800 καὶ ἔκαμα διαταγὴ ν’ ἀκολουθήσουν κ’ οἱ ἄλλοι· ὅσο νὰ ἔλθουν οἱ Τοῦρκοι εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐφθάσαμεν καὶ ἠμεῖς.
Ἄνοιξε ὁ πόλεμος τοῦ Βαλτετσιοῦ. Τοὺς ‘δικούς μας τοὺς πολιόρκησαν οἱ 5000. Ἀνοίγοντας τὸ τουφέκι ἐφθάσαμεν καὶ ἠμεῖς εἷς ταῖς πλάτες τῶν Τοῦρκων, ρημάξαμε μία μπαταριὰ νὰ ἐμψυχωθοῦν οἱ μέσα, καὶ οἱ μέσα ἐχάρηκαν καὶ ἔρρηξαν κ’ ἐκεῖνοι, ἔρρηξαν καὶ οἱ Τοῦρκοι, ἔγεινε κρότος μεγάλος. Οἱ Τοῦρκοι, οἱ ἐμπροστιναὶς φύλαξες περίμεναν νὰ φύγουν οἱ Ἕλληνες, καρτερώντας δυὸ ὥραις καὶ ἀκούοντας φρικτὸ πόλεμον ὀπίσω, ἐπείκιασαν ὅτι οἱ Ἕλληνες ἐκλείσθησαν καὶ πολεμᾶν. ἦρθαν κ’ ἐκεῖνοι εἷς τὴν πολιορκίαν τῶν Ἑλλήνων, έπιασαν ἕνα καταράχι δέκα μπαϊράκια καὶ ἐμπόδιζαν τὴν κοινωνᾶν μας μὲ τοὺς μέσα. Ἠμεῖς οἱ 800 ἐδυναμώσαμεν τὸν τόπον γιὰ νὰ μᾶς πάρουν τὰ ὀπίσθια οἱ Τοῦρκοι. Ὁ Κεχαϊᾶς ἐκαρτέρεσε κι αὐτός, δὲν εἶδε τίποτες, ἦλθε εἷς τὸ Βαλτέτσι μὲ δυὸ κανόνια. Πολεμοῦν οἱ Ἕλληνες οἱ κλεισμένοι· ἔφθασε καὶ ὁ Κολιόπουλος, ἔκλεισε τὸ Ρουμπὴ μὲ τοὺς 5000 καὶ δὲν εἶχε ἀνταπόκριση μὲ τοὺς ἄλλους Τούρκους· τοὺς ἔβαλε (ὁ Ρουμπής) τὸ κανόνι, πλὴν δὲν τοὺς ἔκανε ζημία· ὁ πόλεμος ἐστάθη σφοδρὸς ὅλην τὴν ἡμέραν. Οἱ Τοῦρκοι ἐπρόσμεναν μὲ τὰ ψηφώματα νὰ ἀδειάσουν τὸ Βαλτέτσι οἱ κλεισμένοι, καὶ ἠμεῖς ἀκαρτερούσαμεν νὰ φύγουν οἱ Τοῦρκοι.
Τὸ βράδυ παίρνω μερικοὺς καὶ πάγω εἷς τὸ καταράχι ὅπου ἦτον οἱ σημαῖες τῶν Τουρκῶν· ἐπῆγα κοντά, τοὺς τουφέκισα, μὲ δίδουν τέσσερα τουφέκια· – οἱ Ἕλληνες ὀπίσω δὲν ἐκατάλαβαν –: «Ζωντανοὺς θὰ σᾶς πιάσω, ἐγὼ εἶμαι Κολοκοτρώνης». – «Τί εἶσαι σύ;» – «Ὁ Κολοκοτρώνης». Ἄδειασαν τὸν τόπον· τότε ἐμβήκαμε εἷς τὸ Βαλτέτσι, ἐδόσαμε φυσέκια, ψωμί, ὅτι ἀναγκαία ἦτον εἷς ἐκείνους. Εἷς ταὶς δυὸ ὧρες τῆς νυκτὸς ἦλθαν 200 εἰδικοί μας καὶ ἔρρηξαν μία μπαταριά, ἐνομίζαμεν ὅτι εἶναι Τοῦρκοι, καὶ ἦτον Ἕλληνες. Ἐξενυκτίσαμε καὶ τὰ δυὸ μέρη, ὁ ἕνας πὼς θὰ φύγη ὁ ἄλλος. Ἐξημερώσαμεν εἷς τὸν πόλεμον. Βάνω τὸ κιάλι καὶ τηράω, βλέπω τοὺς Τούρκους εἷς ἕνα μέρος, ὁ Ρουμπὴς ἦτον ἀποκλεισμένος. Τὴν αὐγὴ ὁ Κεχαϊᾶς ἔβαλε τὸ κανόνι εἷς τὸ ταμπούρι τοῦ Μπεϊζαντὲ τοῦ Ἠλία· τὸ κανόνι προσπέρναε τὸ ταμπούρι τοῦ Ἠλία καὶ ἔπερνε τὸ ταμπούρι τοῦ Ῥουμπῆ. Ἂν τὸ χαμήλωνε θὰ τὸν ἔπαιρνε.
Ὁ Ῥουμπῆς ἐστεναχωρήθη νὰ γυρίση μὲ γιουρούσι, ἀνάμεσα τῶν δυὸ ταμπουριῶν τῶν Ἑλλήνων. Ἐπείκιασα ὅτι θέλει νὰ φύγη· τὸν ἐζυγώσαμε κοντά· κάνει γιουρούσι ὁ Ρουμπὴς – ἀπὸ τὴν τρομάρα τοὺς ἀφίνουν τουφέκια· πέφτουν ἀνάμεσα τῶν δυό, τοῦ σκοτώνουν ὦς 300, ἠμεῖς ἀπὸ πίσω. Ἐπέσαμεν ἀπὸ κοντά, ἐπετάχθησαν καὶ οἱ κλεισμένοι Ἕλληνες, τοὺς μάσαμεν μπλαστοί, τοὺς μονομεριάσαμεν, τοὺς ἀκολουθούσαμεν, Οἱ Ἕλληνες ἔπεσαν εἷς τὰ λάφυρα καὶ εἷς τους σκοτωμένους καὶ δὲν ἀκολουθοῦσαν μὲ προθυμία. Ὁ Νικηταρᾶς ἔντεσε νὰ εἶναι εἷς Βέρβενα μὲ 800, ἔρχεται, δὲν ἔφθασε εἷς ὥρα, τοὺς ἐκυνηγήσαμεν ἔως ποὺ τοὺς ἐβγάλαμε εἷς τὸν κάμπον. Ἐκεῖνος ὁ πόλεμος ἐστάθη ἡ εὐτυχία τῆς Πατρίδος· ἂν ἐχαλιώμεθα ἐκινδυνεύαμεν νὰ κάμωμε ὀρδὶ πλέον.
Ὁ Μπεϊζαντὲς εἷς τὸ καταράχι, καὶ εἷς τὴν ἐκκλησία ἄνθρωποι τοῦ Μπεϊζαντὲ – ὁ Μητροπέτροβας εἷς τὸ ἄλλο καταράχι, ἄλλο ταμπούρι εἶχαν οἱ Λεονταρίταις. Ὁ Κολιόπουλος εἴχεν ἀποκλεισμένον τὸ Ῥουμπῆ. – Ὅλοι ὁμοῦ ἐκυνηγήσαμεν τὸν ἐχθρόν.
Δώδεκα δεκατρεῖς Μαΐου ἦτον.
23 ὦρες ἐβάσταξε ὁ πόλεμος.
Ἐκείνη τὴν ἡμέρα ἦτον Παρασκευὴ καὶ ἔβαλα λόγον, ὅτι: «Πρέπει νὰ νηστεύσωμεν ὅλοι διὰ δοξολογίαν ἐκείνης τῆς ἡμέρας, καὶ νὰ δοξάζεται αἰώνας αἰώνων ἐως οὐ στέκει τὸ ἔθνος, διατὶ ἦτον ἡ ἐλευθερία τῆς Πατρίδος».
Και μια άγνωστη ηρωίδα της Πελοποννήσου:
Σταυριάνα Σάββαινα (1772 – 1868) via
Η Σταυριάνα Σάββαινα γεννήθηκε στο Παρόρι της Σπάρτης το 1772. Παντρεύτηκε τον Γιωργάκη Σάββα τον οποίον απαγχόνισαν οι Τούρκοι στον Μυστρά κατά τις πρώτες μέρες της Επαναστάσεως. Η Σταυριάνα οπλίστηκε και κατατάχθηκε στο σώμα του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και τον ακολούθησε σε όλες τις μάχες. Ελαβε μέρος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, στις μάχες του Βαλτετσίου και των Τρικόρφων.
Η Καλλιρρόη Παρρέν γράφει στην «Εφημερίδα των Κυριών» της 25-3-1890: «Η Σταυριάνα ήτο τεσσαρακοντούτις, μελαχροινή, ευειδής, με ύφος αρρενωπόν, με φωνή βροντώδη, με παράστημα στρατιώτου. Ετέθη υπό τας διαταγάς του Κυριακούλη Μαυρομιχάλη και πήγε στο Βαλτέτσι όπου επολιορκούντο οι Έλληνες. Η Σταυριάνα μόνη μεταξύ των ανδρών αψηφούσε τις σφαίρες και μετέφερε τις πυριτιδοβολές από προμαχώνος εις προμαχώνα. Οι περί τον Κολοκοτρώνη Μαυρομιχάλης και Πλαπούτας δυσκολεύονταν να πιστέψουν ότι γυναίκα είχε τόσο θάρρος».
Επί Καποδίστρια παρουσιάστηκε στην Συνέλευση · στην αναφορά της μεταξύ των άλλων έγραφε: «Το στάδιον της πολεμικής δόξας είναι βέβαια δια τους άνδρας, όταν όμως είναι λόγος περί σωτηρίας της πατρίδος, όταν όλη σχεδόν η φύσις συντρέχει προς υπεράσπισίν της, αι γυναίκες της Ελλάδος έδειξαν πάντοτε ότι έχουν καρδίαν να κινδυνεύσουν συναγωνιζόμεναι ως οι άνδρες, ημπορούν να ωφελήσουν μεγάλως εις τας πλέον δεινάς περιστάσεις…»
Πέθανε πάμφτωχη και ξεχασμένη το 1868 στο Ναύπλιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου