Μια φορά είχα πάει να μείνω λίγες μέρες πάλι στο Μοναστήρι του Οσίου Δαυΐδ, για να εξομολογηθώ και να λειτουργηθώ. Εκείνον τον καιρό με βασάνιζε κάτι που είχε σχέση με τις προηγούμενες εξομολογήσεις. Ο Πνευματικός που είχα, είχε τεθή σε αργία από τον οικείο Μητροπολίτη. Δεν είχε άδεια πλέον να εξομολογή. Εγώ σκεφτόμουν: «Μήπως αυτά που του εξομολογήθηκα δεν συγχωρέθηκαν;»
Ο γέροντας Ιάκωβος, αφού εξομολόγησε έναν κληρικό και έναν λαϊκό πριν από μένα, όταν ήρθε η σειρά μου και πέρασα στο Ιερό Βήμα, φορούσε ολόκληρη την ιερατική του στολή –θυμάμαι ήταν κόκκινη– και μου λέει:
– Έλα, παιδί μου Παύλο, να τα πούμε.
– Την ευχή σας, Γέροντα, του λέω. Και εκείνος με την σειρά:
– Του Κυρίου μας.
Αφού έκανε μία δέηση, πριν αρχίσει το Μυστήριο, μου λέει:
– Έλα, παιδί μου, να μου πείς τις αμαρτίες σου.
– Να ‘ναι ευλογημένο, Γέροντα, του απαντώ.
– Θέλεις, παιδί μου, να τα πείς όλα απ’ την αρχή, έτσι δεν είναι; μου λέει!
– Ναι, πάτερ, του λέω εγώ.
– Να ξέρης, οι εξομολογήσεις που έκανες στον προηγούμενο Πνευματικό σου πιάστηκαν και τα αμαρτήματά σου συγχωρέθηκαν, αλλά, επειδή εσύ έχεις αυτό τον λογισμό και σε βασανίζει, έλα να μου τα πης όλα απ’ την αρχή!
Έτσι και έγινε. Θυμάμαι εγώ γονάτισα δίπλα απ’ την Αγία Τράπεζα και την ώρα που άρχισα να εξομολογούμαι όλα τα αμαρτήματά μου απ’ την αρχή, ο Γέροντας γονάτισε με την στολή του δίπλα μου και μου λέει:
– Έλα, παιδί μου Παύλο, να τα πούμε εδώ κάτω στο δάπεδο, να έχωμε και λίγη ταπείνωση.
Όταν είδα εγώ τον Γέροντα να είναι γονατισμένος και το κεφάλι του να ακουμπά στο δάπεδο του Ιερού Βήματος, γονάτισα κι εγώ με τον ίδιο τρόπο και τα είπα όλα τα αμαρτήματά μου, με πολλή λεπτομέρεια απ’ την αρχή. Έτσι ξαλάφρωσα και θαύμασα τον μακαριστό Γέροντα που γνώριζε τι ήθελα και τι με βασάνιζε, αλλά και για την απέραντη αγάπη και την ταπείνωσή του!
✶✶✶
Σε μία θεία Λειτουργία δεν λειτουργούσε ο Γέροντας, αλλά ο π. Αλέξιος. Εγώ ήθελα να ψάλλω με τους μοναχούς, αλλά δεν μπορούσα, κάτι σαν να με έπνιγε στον λαιμό. Ο γέροντας Ιάκωβος ήταν γονατιστός μπροστά στην εικόνα του προφήτου Προδρόμου που είναι στο Τέμπλο, με πολλή κατάνυξη και μόνο όταν ήταν οι ιερώτερες στιγμές σηκωνόταν ευλαβικά.
Όταν τελείωσε η Λειτουργία, πήγα στο Ιερό να με εξομολογήση ο Γέροντας. Αφού φόρεσε το πετραχήλι του και έβαλε “ευλογητός” και τα σχετικά, καθήσαμε γονατιστοί και οι δύο και πριν αρχίσω την εξομολόγηση, ο Γέροντας μου λέει:
– Παιδί μου, Παύλο, ήθελες και συ σήμερα να ψάλλης, αλλά δεν μπορούσες.
– Ναι, Γέροντα, του απαντώ, μήπως ήθελα να ψάλλω υπερήφανα και δεν μπορούσα;
– Όχι, παιδί μου, μου απαντά εκείνος. Να γνωρίζης ότι κατά την ώρα της ακολουθίας ένα πονηρό πνεύμα σε κρατούσε απ’ το λαιμό, εγώ από εκεί που ήμουνα το έβλεπα! Δεν σε χωνεύει που έρχεσαι τακτικά στο Μοναστήρι. Και τώρα που μιλάμε καίει το πρόσωπό σου, έτσι δεν είναι;
– Ναι, Γέροντα, του απαντώ, ζεματάει.
– Για δώσ’ μου τον Σταυρό ευλογίας σε παρακαλώ, μου λέει, απ’ την Αγία Τράπεζα, γιατί δεν μπορώ να σηκωθώ, να σε σταυρώσω, να μου πης πώς θα αισθάνεσαι.
Όταν με σταύρωσε, με ξαναρωτάει:
– Πώς είσαι τώρα που σε σταύρωσα, παιδί μου Παύλο; Πώς αισθάνεσαι;
Και εγώ του απαντώ:
– Σαν μικρό παιδί τριών χρόνων αισθάνομαι Γέροντα, ποτέ στην ζωή μου δεν ένοιωσα έτσι!
Εκείνος μου απαντά:
– Ήταν ο πονηρός· τώρα που έφυγε, είδες τι καλά που είσαι; Είδες τι δύναμη που έχει ο Σταυρός;
– Ναι, Γέροντα, του λέω, και αφού εξομολογήθηκα, πετούσα από χαρά.
Μαρτυρία π. Παύλου Τσουκνίδα
Από το βιβλίο: “Ο Γέρων Ιάκωβος (Διηγήσεις – Νουθεσίες – Μαρτυρίες)”. Γ’. Μαρτυρίες, σελ. 136. Έκδοση «Ενωμένη Ρωμηοσύνη» 2016.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου