25 Οκτωβρίου 1912: Ο ελληνικός στρατός βρίσκεται στα πρόθυρα της Θεσσαλονίκης. Έπειτα από σχεδόν πέντε αιώνες οθωμανικού ζυγού, η πόλη δείχνει έτοιμη να υποδεχτεί τους απελευθερωτές της. Ωστόσο, εκπρόσωποι του βουλγαρικού στρατού, που είχε επίσης πλησιάσει στην πόλη, επιχείρησαν να δωροδοκήσουν τον Αλβανό στρατιωτικό διοικητή της Χασάν Ταχσίν πασά (1845-1918), ώστε να παραδώσει τη Θεσσαλονίκη στους Βουλγάρους. Τότε εκείνος αποκρίθηκε: «Εμείς πολεμήσαμε με τους Έλληνες επί είκοσι μέρες. Βούλγαρους στρατιώτες δεν συνάντησα πουθενά. Νικήθηκα από τους Έλληνες και σε εκείνους παραδίδω την πόλη. Πώς τολμάτε να μου ζητάτε να υπογράψω πρωτόκολλο και μ’ εσάς;», ενώ φέρεται να συμπλήρωσε: «από αυτούς την πήραμε και σε αυτούς θα την παραδώσουμε»[1]. Έτσι, την επομένη ημέρα ο ελληνικός στρατός εισήλθε πρώτος στην πόλη και την κατέλαβε. Η παραπάνω φράση όχι ενός Έλληνα, αλλά ενός ξένου, ενός Αλβανού μουσουλμάνου στρατηγού του οθωμανικού στρατού, είναι ενδεικτική της αντίληψης που είχαν ακόμη και οι αντίπαλοι των Ελλήνων αναφορικά με την ιστορική συνέχεια του ελληνισμού. Εδώ ο Ταχσίν πασάς, βάσει των συμφραζομένων, έχει συνείδηση ότι η Θεσσαλονίκη ήταν μια πόλη που πριν το 1430 ήταν ελληνική και ότι η περίοδος της οθωμανικής κυριαρχίας φθάνει στο τέλος της, με την επαναφορά της πόλης στο πρότερο –υπό μια έννοια– καθεστώς. Μολονότι εξέλιπε από αιώνων η Βυζαντινή Αυτοκρατορία και παρά το ότι ο στρατός, που ήταν έτοιμος να καταλάβει την πόλη, ήταν πλέον εκείνος του σύγχρονου ελληνικού κράτους, εντούτοις έχει την πεποίθηση ότι τόσο οι βυζαντινοί όσο και οι σύγχρονοι Έλληνες αποτελούν μέρος μιας ενιαίας στο διάβα των αιώνων οντότητας.
Όπως και οι Έλληνες των παλαιότερων εποχών, έτσι και ο Ταχσίν πασάς εδώ δεν εδράζει την ενότητα μεταξύ μεσαιωνικών και συγχρόνων Ελλήνων στην κρατική συνέχεια, δεδομένης της ασυνέχειας μεταξύ της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ελλάδος και της μεταξύ τους θεσμικής και ιδεολογικής ετερότητας. Είναι προφανές ότι προσεγγίζει την έννοια του έθνους βάσει όχι πολιτικών, αλλά πολιτισμικών παραμέτρων και κριτηρίων. «Έλληνας», για τον Οθωμανό αξιωματούχο, δεν είναι απλώς ο κάτοικος της ελλαδικής επικράτειας ή ο πολίτης του ελλαδικού κράτους, αλλά κάτι παραπέρα. Δεν θεωρεί δηλαδή, βάσει όσων διασώζει ο λαϊκός θρύλος, ότι το ελληνικό έθνος συγκροτήθηκε με την έλευση της Νεωτερικότητας μόλις στα τέλη του 18ου αιώνα, υπό την επίδραση του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης, ή, πολύ περισσότερο, ότι «κατασκευάστηκε» μετά την ίδρυση του Βασιλείου της Ελλάδος, αλλά ότι υπάρχει ήδη από την ύστερη βυζαντινή περίοδο τουλάχιστον, επιβιώνοντας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας. Εμμέσως λοιπόν πλην σαφώς, ο Ταχσίν πασάς φέρεται να συνυπογράφει από τη δική του σκοπιά αυτά που είχε υποστηρίξει σχεδόν έναν αιώνα πριν ο πρωτεργάτης της Ελληνικής Επανάστασης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «ἐμεῖς (…) ποτὲ συμβιβασμὸν δὲν ἐκάμαμε μὲ τοὺς Τούρκους· ἄλλους ἔκοψε, ἄλλους ἐσκλάβωσε μὲ τὸ σπαθὶ καὶ ἄλλοι, καθὼς ἐμεῖς, ἐζούσαμεν ἐλεύθεροι ἀπὸ γεννεὰ εἰς γεννεά· ὁ Βασιλεύς μας ἐσκοτώθη, καμμία συνθήκη δέν ἔκαμε, ἡ φρουρά του εἶχε παντοτινό πόλεμο μέ τούς Τούρκους…»[2].
Η ελληνική εθνική συνείδηση σύμφωνα με την ελληνική ιδιοπροσωπία. Ιστορικά παραδείγματα
Παρόλο που η μεταβυζαντινή παράδοση των Ελλήνων μπολιάστηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα με στοιχεία του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού[3] και παρά το γεγονός ότι κατά τους τελευταίους δύο αιώνες έχουν παρατηρηθεί τάσεις εκδυτικισμού, ιδίως στους κόλπους των ελίτ, στο πλαίσιο προφανώς των στενών σχέσεων του ελληνικού κράτους με τη Δύση από την εποχή του Όθωνα –αν όχι νωρίτερα– έως την ένταξή μας στην ΕΟΚ και την ενσωμάτωσή μας στην ΕΕ, εντούτοις θα επιβιώσει σε γενικές γραμμές η παλαιότερη αντίληψη που θέλει το έθνος να αποτελεί μια οντότητα η οποία συγκροτείται βάσει πολιτισμικών κυρίως παραγόντων και όχι πολιτικών[4]. Η έννοια περί «πολιτικού έθνους», η οποία εντοπίζεται στη Δυτική Ευρώπη και, ακόμη περισσότερο, στον Νέο Κόσμο, δεν φαίνεται να βρίσκει κατ’ ουσίαν εφαρμογή και στην Ελλάδα[5] και στη Βαλκανική Χερσόνησο γενικότερα, με τις διάσπαρτες εθνικές μειονότητες, δεδομένου ότι στην περιοχή μας η έννοια του πολίτη ενός κράτους δεν ταυτίζεται με την εθνική του συνείδηση[6].
Πάντως, τουλάχιστον για τα Συντάγματα της Ανεξαρτησίας της Ελληνικής Επανάστασης (αρχές 19ου αι.), Έλληνες θεωρούνται αποκλειστικά οι χριστιανοί: «Ὅσοι κάτοικοι τῆς Ἑλλάδος πιστεύουσιν εἰς Χριστόν εἶναι Ἕλληνες. (…) Ὅσοι κάτοικοι τῆς Ἑλλάδος δέν πιστεύουσιν εἰς Χριστόν εἶναι Μέτοικοι»[7]. Τίθενται λοιπόν εξ αρχής οι βάσεις για τη μετέπειτα διάκριση ανάμεσα στις έννοιες «Έλληνας το γένος» και «Έλληνας πολίτης». Ο «Έλληνας το γένος» έχει κοινή θρησκεία, κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα, και συνείδηση κοινής καταγωγής, ανεξαρτήτως γεωγραφικής τοποθέτησης (εξ ού και οι όροι «ομογενής» και «ομογένεια»), όπως θα δούμε και παρακάτω. Από την άλλη, ο «Έλληνας πολίτης» κατοικεί απλώς εντός των γεωγραφικών ορίων του ελλαδικού κράτους, ανεξαρτήτως καταγωγής, θρησκείας ή εθνικής συνείδησης, με ίσα βεβαίως πολιτικά δικαιώματα και υποχρεώσεις.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν από τα μέσα του 19ου αιώνα, και κυρίως μέχρι το 1922, οι «αλύτρωτοι» Έλληνες, όπως ονομάζονταν οι Έλληνες που ζούσαν σε εκτός συνόρων εδάφη, τα οποία από ιστορική άποψη ήταν ελληνικά, ως χώροι διαβίωσης αυτοχθόνων ελληνικών πληθυσμών. Οι Θεσσαλοί μέχρι το 1881, οι Ηπειρώτες, οι Μακεδόνες, οι νησιώτες του Βορείου Αιγαίου και οι Κρητικοί μέχρι το 1912-13, οι Θρακιώτες και οι Μικρασιάτες[8] μέχρι το 1919, ήταν προφανώς Έλληνες και όχι «ελληνόφωνοι ορθόδοξοι Τούρκοι», κάτι που δεν ήταν ούτε και οι Πελοποννήσιοι, οι Ρουμελιώτες και οι Κυκλαδίτες μέχρι το 1830, έτος ιδρύσεως του Ελληνικού Κράτους. Ομοίως, προφανώς δεν ήταν «ελληνόφωνοι ορθόδοξοι Βρετανοί» οι Επτανήσιοι μέχρι το 1864 και οι Κύπριοι μέχρι το 1960, που ζούσαν υπό καθεστώς βρετανικής αποικιοκρατίας, ούτε «ελληνόφωνοι ορθόδοξοι Ιταλοί» οι Δωδεκανήσιοι μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ανάλογα παραδείγματα υπάρχουν, όπως προαναφέρθηκε, και σε άλλες βαλκανικές χώρες, όπου εντοπίζονται εθνικές μειονότητες που ζουν εντός εθνικών κρατών αλλοεθνών. Στην περιοχή μας λοιπόν η κρατική εξουσία δεν είναι εκείνη που καθορίζει την εθνική ταυτότητα, αλλά η ιδέα του «συνανήκειν», βάσει κάποιων κοινών πολιτισμικών χαρακτηριστικών, αλλά και της πεποίθησης της κοινής καταγωγής[9].
Αυτό είναι γνωστό στο Αιγαίο ήδη από τον ύστερο Μεσαίωνα: Κρητικοί έκαναν εξεγέρσεις τον 13ο αιώνα υπό τη βυζαντινή σημαία με σκοπό να αποτινάξουν τη βενετική κυριαρχία, ενώ τον 14ο αιώνα, όπως συνάγεται από κτητορικές επιγραφές ναών και μοναστηριών τους, αναγνώριζαν ως μόνο νόμιμο ηγεμόνα τον βυζαντινό αυτοκράτορα. Το 1453 Σφακιανοί εθελοντές υπό τον Μανούσο Καλλικράτη προσέτρεξαν σε βοήθεια της πολιορκούμενης από τους Τούρκους Κωνσταντινούπολης, αποτελώντας τους τελευταίους υπερασπιστές της. Επιπλέον, το 1571, Κρητικοί μαζί με Επτανήσιους και άλλους πολέμησαν ως εθελοντές στη ναυμαχία της Ναυπάκτου, με σκοπό να αντιμετωπίσουν τον Τούρκο εχθρό. Καθ’ όλη δε τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, από το 1454, θα λειτουργήσει στην Κωνσταντινούπολη η Μεγάλη του Γένους Σχολή, στην οποία φοιτούσαν οι απανταχού ελληνόπαιδες. Οι Έλληνες λοιπόν της μεταβυζαντινής περιόδου είχαν ιδία ταυτότητα, ανεξαρτήτως τού εάν ζούσαν σε τουρκοκρατούμενες ή σε βενετοκρατούμενες ελληνικές περιοχές ή στη διασπορά, όπως συνάγεται και από το γεγονός της ύπαρξης στη Βενετία ελληνικής κοινότητας, με μέλη προερχόμενα από διάφορες περιοχές, ενώ από τους ίδιους τους Βενετούς γινόταν λόγος για τη nazionegreca (ελληνικό έθνος), πολύ πριν από την εποχή της Νεωτερικότητας[10].
Η διαπίστωση ισχύει βεβαίως και για τους μεταγενέστερους χρόνους, όταν π.χ. το 1814 ιδρύθηκε η Φιλική Εταιρεία στην Οδησσό, η οποία περιελάμβανε μέλη από όλες τις περιοχές του ελληνισμού. Επίσης, μετά την ίδρυση του Ελληνικού Κράτους, κάποιοι Έλληνες θα προστρέξουν σε βοήθεια ομοεθνών τους που ήθελαν να αποτινάξουν τον οθωμανικό ζυγό. Έτσι, π.χ. κατά τις κρητικές επαναστάσεις του β΄ μισού του 19ου αιώνα (π.χ. Αρκάδι, 1866) Πελοποννήσιοι εθελοντές θα αγωνιστούν στη μεγαλόνησο και, από την άλλη, κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα (1904-1908) Κρητικοί εθελοντές θα μεταβούν στην τουρκοκρατούμενη Μακεδονία για να πολεμήσουν τους Βουλγάρους. Κατά δε τους Βαλκανικούς Πολέμους (1912-13) και κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο Κύπριοι εθελοντές θα σπεύσουν να πολεμήσουν για την Ελλάδα, παρά τις σχετικές απαγορεύσεις των βρετανικών αρχών κατοχής, ενώ από την πλευρά τους Ελλαδίτες θα συνδράμουν τους Κυπρίους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1955-59, όπως και κατά τη διάρκεια της τουρκικής εισβολής το 1974. Επιπλέον, το γεγονός ότι Έλληνες εκτός των συνόρων αγωνίστηκαν στο πλαίσιο εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων για Ένωση με το ελεύθερο Ελληνικό Κράτος (π.χ. Θεσσαλοί, Μακεδόνες, Ηπειρώτες, Επτανήσιοι, Κρητικοί, Δωδεκανήσιοι, Κύπριοι), χωρίς βεβαίως την άνωθεν κρατική καλλιέργεια της εθνικής τους συνείδησης από την πλευρά των κατακτητών, καταδεικνύει τον «από τα κάτω» – λαϊκό χαρακτήρα της ελληνικής εθνικής ταυτότητας, της οποίας η ύπαρξη δεν οφείλεται σε κάποια κρατική προπαγανδιστική μηχανή. Τα παραπάνω παραδείγματα αποτυπώνουν την πεποίθηση των ελληνικών πληθυσμών, από την ύστερη βυζαντινή περίοδο έως τις ημέρες μας, ότι, ανεξαρτήτως της κρατικής εξουσίας κάτω από την οποία διαβιούσαν, συγκροτούν μια διακριτή συλλογική οντότητα. Ποια όμως είναι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα που ορίζουν την ελληνικότητα;
Γλώσσα και θρησκεία: οι παράγοντες διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής ταυτότητας
Πέρα από τα λεγόμενα που φέρεται να είχε διατυπώσει ο Ταχσίν πασάς περί της συνέχειας του ελληνισμού, ένας άλλος ξένος, ο Αμερικανός προτεστάντης ιεραπόστολος J. Robertson (1796-1881), επιχειρώντας να ερμηνεύσει τα αίτια της αποτυχίας του εγχειρήματος του προσηλυτισμού των γηγενών στον Προτεσταντισμό κατά τους πρώτους μετεπαναστατικούς χρόνους, διαπίστωσε ότι στην Ελλάδα «η εθνική ταυτότητα συγκροτήθηκε στη βάση της κοινής γλώσσας και θρησκείας»[11], βάσει δηλαδή πολιτισμικών παραμέτρων και όχι πολιτικών ή γεωγραφικών κριτηρίων. Γλώσσα και θρησκεία αποτελούν, σύμφωνα με την οπτική του, τους δύο βασικότερους πυλώνες για τη διαμόρφωση του ελληνικού έθνους.
Ποιος όμως από τους δύο παράγοντες είναι περισσότερο καθοριστικός για την ένταξη ή μη μιας πληθυσμιακής ομάδας στο ελληνικό έθνος, τον ελληνισμό, τη ρωμιοσύνη[12]; Εδώ η θρησκεία φαίνεται να είναι περισσότερο σημαντική. Έχουμε παραδείγματα όπου εξισλαμισθέντες ελληνόφωνοι πληθυσμοί ταυτίζονταν κατά κανόνα με τους Τούρκους, όπως π.χ. μουσουλμάνοι της Δυτικής Μακεδονίας (Βαλαάδες), της Κρήτης (Τουρκοκρητικοί) και της Κύπρου (Τουρκοκύπριοι), ενώ είναι γνωστό ήδη από τον 14ο αιώνα ότι πολλοί Φράγκοι της Πελοποννήσου ήταν πλέον ελληνόφωνοι[13]. Απεναντίας, αλλόγλωσσοι ή δίγλωσσοι πληθυσμοί, όπως Αρβανίτες, Βλάχοι και σλαβόφωνοι[14], στην περιοχή των Βαλκανίων, όπως και τουρκόφωνοι στο εσωτερικό της Μικράς Ασίας, συνταυτίζονταν με το ελληνικό στοιχείο, έχοντας ως συνεκτικό τους κρίκο την Ορθοδοξία. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της Κύπρου όπου οι εκεί Έλληνες (Ελληνοκύπριοι) είναι χριστιανοί ορθόδοξοι, ενώ οι Τούρκοι (Τουρκοκύπριοι) είναι μουσουλμάνοι, αν και πολλοί εξ αυτών ελληνόφωνοι. Ανάλογο παράδειγμα στη γειτονιά μας, τα Βαλκάνια, εντοπίζεται στη Βοσνία, όπου οι εκεί εξισλαμισθέντες σλαβόφωνοι αποκαλούνται από τους Σερβοβόσνιους «Τούρκοι»[15]. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην ελληνική γλώσσα το ρήμα «τουρκεύω» είναι δηλωτικό όχι μόνο του εξισλαμισμού, αλλά και της συνεπακόλουθης απώλειας της ελληνικής εθνικής ταυτότητας[16]. Κατ’ αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνεται ο«άρρηκτος δεσμός του θρησκεύματος με την εθνική υπόσταση των Ελλήνων», που είχε επισημάνει από το α΄ μισό του 19ου αιώνα ο εν λόγω Αμερικανός ιεραπόστολος[17], τον οποίο (δεσμό) υπογραμμίζει και ο ίδιος ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης: «Πρέπει νά φυλάξετε τήν πίστη σας καί νά τήν στερεώσετε, διότι, ὅταν πιάσαμε τά ἄρματα, εἴπαμε πρῶτα ὑπέρ πίστεως καί ἔπειτα ὑπέρ πατρίδος»[18]. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στη σύγχρονη ελληνική σημαία, όπως και σε άλλες ελληνικές επαναστατικές σημαίες του παρελθόντος, απεικονίζεται ο σταυρός. Οι δε Επτανήσιοι ριζοσπάστες του 19ου αιώνα είχαν αναδείξει την ελληνορθόδοξη παράδοση ως θεμελιώδη πυλώνα της ιδεολογίας τους, της εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης[19]. Ο Χριστιανισμός λοιπόν και η Ορθοδοξία, ως «εθνική θρησκεία» των Ελλήνων, έχει αναμφιβόλως καταλυτικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας του Νέου Ελληνισμού, ήδη από τους ύστερους βυζαντινούς χρόνους[20], ενώ αποτελεί παράγοντα ενοποίησης, αλλά και διαχωρισμού, που καθόρισε ιστορικά το ποιος είναι Έλληνας και ποιος όχι[21], χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως και ότι οι ελληνογενείς ετερόδοξοι δεν έχουν ελληνική εθνική συνείδηση[22]. Τα δύο λοιπόν αυτά στοιχεία, δηλαδή η θρησκεία και η γλώσσα, μαζί με άλλα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όπως τα ήθη και τα έθιμα, αλλά και η ιδέα της κοινής καταγωγής, όπως έχει διαπιστωθεί, καθορίζουν ιστορικά την έννοια της ελληνικότητας[23].
Η απόπειρα μετεμφύτευσης δυτικών προτύπων εθνικής ταυτότητας από τις ελλαδικές ελίτ
Από συστάσεως του Ελληνικού Κράτους, αλλά και νωρίτερα, καλούμαστε να γίνουμε «Ευρωπαίοι» ‒ ή, ακριβέστερα, Δυτικοευρωπαίοι, αν όχι Βορειοευρωπαίοι. Το όραμα της εγχώριας ελίτ κατά τους δύο τελευταίους αιώνες ήταν (και παραμένει) να γίνουμε ένα «νεωτερικό έθνος» (nation)[24]. Η εισαγωγή ξένων προτύπων αναφορικά με το περιεχόμενο της εθνικής μας συνείδησης και η μετεμφύτευση αντιλήψεων και πρακτικών που δεν συνάδουν με την ελληνική ιδιοπροσωπία και δεν έχουν σχέση με τη βαλκανική πραγματικότητα έχουν συντελέσει στη δημιουργία ζητημάτων ταυτότητας. Η απόπειρα ταύτισης του έθνους με το κράτος (με το δυτικού τύπου «έθνος-κράτος» ή «κράτος-έθνος») έχει αναδείξει αντιφάσεις όσον αφορά στον εθνικό χαρακτήρα του Ελληνικού Κράτους. Το κράτος των Αθηνών έχει επιχειρήσει κατά καιρούς, στο πλαίσιο της ιδεολογίας του «μικροελλαδισμού», να ιδιοποιηθεί την αποκλειστικότητα της ελληνικότητας με την απόπειρα ταύτισης του έθνους με το κράτος, του ελληνικού με το ελλαδικό, του Έλληνα με τον κάτοικο του ελλαδικού χώρου. Η διαμάχη περί «αυτοχθόνων» και «ετεροχθόνων» τον 19ο αιώνα, η εχθρική κρατική πολιτική κατά των Μικρασιατών προσφύγων στις αρχές του 20ού αιώνα, αλλά και το ότι «η Κύπρος κείται μακράν» το 1974, αποτυπώνουν αυτήν την πραγματικότητα, ενώ και σήμερα κάποιοι κύκλοι κάνουν εσκεμμένα λόγο για «Έλληνες» και για «Κυπρίους» και όχι για Ελλαδίτες και Ελληνοκυπρίους[25].
Οι παραπάνω προσεγγίσεις περί πατριωτισμού φαίνεται ότι έχουν τις ρίζες τους στον 19ο αιώνα, όταν, με την ίδρυση του Βασιλείου της Ελλάδος, οι Βαυαροί θα εισαγάγουν δυτικούς θεσμούς και πολιτειακές αντιλήψεις ευθυγραμμισμένες με εκείνες της Δύσης (π.χ. κληρονομική μοναρχία), όπου, ως γνωστόν, το έθνος ταυτίζεται ουσιαστικά με το κράτος και τον βασιλιά. Επίσης, η ελληνική διανόηση των ελίτ, επηρεασμένη από το κλασσικιστικό και αντιβυζαντινό δυτικοευρωπαϊκό πνεύμα της εποχής, θα απορρίψει τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή παράδοση του λαού μας, παρακάμπτοντας το άμεσο παρελθόν του και αναδεικνύοντας μονομερώς την απώτερη από χρονολογική άποψη αρχαιοελληνική κληρονομιά, κάτι που βεβαίως δεν είχε αυθεντικό χαρακτήρα, αλλά προσεγγιζόταν υπό το αποικιοκρατικό πρίσμα του Οριενταλισμού. Αυτό είχε ως συνέπεια την απόπειρα αποκοπής του λαού μας από τις πολιτισμικές του ρίζες, την άρνηση της διαχρονίας του ελληνισμού ‒μέσα από τη δημιουργία ενός ιστορικού κενού από τη Ρωμαιοκρατία (ή και ακόμη νωρίτερα, από την εποχή του Μ. Αλεξάνδρου) έως την Ελληνική Επανάσταση[26]‒, αλλά και τη μετατόπιση του νοητού κέντρου του Νέου Ελληνισμού από την ιστορική μεσαιωνική του πρωτεύουσα, την Κωνσταντινούπολη, στην Αθήνα με το λαμπρό κλασσικό παρελθόν[27], με ό,τι αυτό συνεπαγόταν. Βεβαίως, από τα μέσα του 19ου αιώνα το Βυζάντιο θα αποκατασταθεί σταδιακά στη συνείδηση του πνευματικού κόσμου της χώρας, αρχής γενομένης από τους Ζαμπέλιο και Παπαρρηγόπουλο, που αποδόμησαν τις θεωρίες του Γερμανού Φαλμεράγιερ περί φυλετικής ασυνέχειας των Ελλήνων, (επαν)εισάγοντας το τριμερές σχήμα «Αρχαία Ελλάδα – Βυζάντιο – Νέος Ελληνισμός»[28]. Πάντως, ιδίως μετά το 1922, ο ελληνισμός θα απολέσει την οικουμενική του διάσταση και θα συρρικνωθεί κυρίως στο σημερινό, περιορισμένης κυριαρχίας, κράτος της Νότιας Βαλκανικής.
Ξένες εκδοχές εθνικής ταυτότητας και η ελληνική ιδιοπροσωπία
Στην Ελλάδα, στο πλαίσιο της προσπάθειας εκδυτικισμού του λαού μας κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων περίπου αιώνων από τις ελίτ, έχουν εισαχθεί μεταξύ άλλων και διάφορα μοντέλα ορισμού περί της έννοιας του έθνους. Παρακάτω παρουσιάζονται ακροθιγώς οι σημαντικότερες σχολές σκέψης με τα αντίστοιχα κριτήρια καθορισμού της εθνικής ταυτότητας, τα οποία και έχουν υιοθετηθεί κατά καιρούς από κύκλους της εγχώριας διανόησης[29]:
α) Το αγγλικό / βρετανικό κριτήριο: η κρατική υπηκοότητα. Ήδη από τον 17ο αιώνα στην Αγγλία το έθνος ορίζεται ως «… ένας μεγάλος αριθμός οικογενειών, με κοινότητα αίματος, που γεννήθηκαν στην ίδια χώρα και που ζουν κάτω από την ίδια κυβέρνηση-εξουσία» και όχι ως μια κοινότητα γλώσσας ή πολιτισμού[30]. Το συλλογικό είναι «Σύμβαση» ανάμεσα σε άτομα, το δε έθνος «Σύνταγμα», εξ ού και ο λεγόμενος «συνταγματικός πατριωτισμός»[31]. Έτσι, λοιπόν, θεωρείται εξίσου Βρετανός (πέρα από τους γηγενείς Άγγλους, Σκωτσέζους, Ουαλούς και Βορειοϊρλανδούς) και ο οποιοσδήποτε π.χ. αφρικανικής ή ασιατικής καταγωγής άνθρωπος που έχει την ιδιότητα του Βρετανού πολίτη. Για να αντιληφθεί κάποιος τη διαφορά ανάμεσα στη βρετανική και στην ελληνική θεώρηση περί έθνους, εμείς λέμε ότι κάποιος ήρωας έπεσε «υπέρ πίστεως και πατρίδος», ενώ οι Βρετανοί λένε ότι θυσιάστηκε «για τον βασιλιά και τη χώρα» (“forKingandcountry”). Επιπλέον, ο δικός μας εθνικός ύμνος είναι ο «Ὕμνος εἰς τήν Ἐλευθερίαν», ενώ εκείνος των Βρετανών είναι ο «God save the King/the Queen» («ο Θεός σώζοι τον βασιλιά / τη βασίλισσα»). Βάσει πάντως του σκεπτικού της βρετανικής αντίληψης περί έθνους, οι σύγχρονοι Έλληνες δεν έχουν δικαίωμα να αγωνίζονται για ζητήματα που άπτονται της εθνικής τους ταυτότητας και της πολιτιστικής τους κληρονομιάς, εφόσον αυτά έχουν ιστορικό βάθος προγενέστερο της ίδρυσης του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους (1830)[32].
β) Παραλλαγή του παραπάνω ορισμού αποτελεί το αμερικανικό κριτήριο, όπου και εκεί εντοπίζεται ο «συνταγματικός πατριωτισμός»[33]. Η διαφορά τους έγκειται στο γεγονός ότι το μεν αγγλικό έθνος συγκροτήθηκε βάσει ενός εθνοτικού πυρήνα, έχοντας κληρονομικό μονάρχη, ενώ το αμερικανικό έθνος αποτελεί απλώς μια σχετικά νεοπαγή συσσωμάτωση πολιτών που ζουν σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια, όπως και άλλα, χωρίς ιστορικό βάθος, «εδαφικά» έθνη του Νέου Κόσμου (π.χ. Καναδοί, Κουβανοί, Βραζιλιάνοι, Νοτιοαφρικανοί, Αυστραλοί κτλ), κατάλοιπα της δυτικοευρωπαϊκής αποικιοκρατίας των παρελθόντων αιώνων[34]. Εδώ, δηλαδή, η δημιουργία του κράτους γίνεται ταυτόχρονα με εκείνη του έθνους, στοιχείων που συνθέτουν μια ενιαία και αδιαίρετη ενότητα, ενώ πρακτικά δεν υφίσταται η έννοια της εθνικής μειονότητας, αφού όλοι οι πολίτες έχουν την ίδια εθνική ταυτότητα, βάσει πολιτικών και γεωγραφικών και όχι τόσο βάσει εθνοτικών, φυλετικών ή πολιτισμικών κριτηρίων.
γ) Το γαλλικό κριτήριο, το λεγόμενο και «υποκειμενικό», με επίκεντρο τη συνείδηση και το συναίσθημα. Δηλαδή, εφόσον πιστεύουμε ότι π.χ. είμαστε Έλληνες, τότε είμαστε κιόλας[35]. Όπως και το αγγλοσαξονικό, το γαλλικό κριτήριο ουσιαστικά συνδέεται άρρηκτα με το κράτος και την έννοια του πολίτη, ενώ διαφέρει από το βρετανικό, εφόσον δεν υφίσταται στη Γαλλία ο θεσμός της μοναρχίας και επομένως η έννοια του υπηκόου. Οι Γάλλοι εγκυκλοπαιδιστές θεωρούσαν ότι έθνος είναι μια ομάδα ανθρώπων που ζουν στην ίδια χώρα και ομιλούν την ίδια γλώσσα (1740). Με την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης (1789), η οποία θα καταργήσει τη βασιλεία και θα σηματοδοτήσει την έλευση της εποχής της Νεωτερικότητας στην Ευρώπη, θα ανανοηματοδοτηθεί ο παραπάνω ορισμός σε «μια κοινότητα ανθρώπων που είναι ίσοι ανάμεσά τους και που τους ενώνει ο κοινός στόχος του αγώνα για την ελευθερία»[36], ή αλλιώς, «η συνισταμένη των βουλήσεων των πολιτών που εμπνέονται από κοινά ιδανικά και τείνουν προς κοινούς στόχους»[37] («πολιτικό έθνος»).
δ) Το γερμανικό κριτήριο, το λεγόμενο και «αντικειμενικό»: «αίμα και γλώσσα», φυλετική και γλωσσική συνέχεια, κοινά έθιμα και παραδόσεις. Όποιος διαθέτει αυτά τα «αντικειμενικά» χαρακτηριστικά, αυτομάτως ανήκει στο έθνος, ανεξαρτήτως της εθνικής του αυτοσυνειδησίας[38]. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να βρει εφαρμογή στην ελληνική πραγματικότητα, αφού έχουν υπάρξει περιπτώσεις ελληνογενών πληθυσμών που είχαν ασπαστεί το Ισλάμ και προσχωρήσει στον τουρκικό κόσμο, αποκοπτόμενοι από τον ελληνισμό, ακόμη και αν είχαν διατηρήσει την ελληνική γλώσσα, ενώ, από την άλλη, δεν μπορεί να αρνηθεί κανείς την ελληνικότητα ετερογενών πληθυσμιακών ομάδων οι οποίες όμως έχουν αφομοιωθεί πολιτισμικά εδώ και αιώνες, εντασσόμενες στο ελληνικό έθνος.
ε) Το ρωσικό κριτήριο: Κάθε έθνος ανήκει σε κάποιον ευρύτερο «πολιτιστικό τύπο». Στην Ευρώπη είχαμε τον ελληνορωμαϊκό τύπο, τον γερμανορωμαϊκό και τον σλαβοελληνικό, που είναι και ο «κληρονόμος» του Βυζαντίου, με τη Μόσχα ως «Τρίτη Ρώμη» (πανσλαβισμός). Εμείς είμαστε Ρωμιοί-Βυζαντινοί και συνεπώς οφείλουμε, κατ’ αυτούς, να βρισκόμαστε στη σφαίρα επιρροής της ομόδοξης Ρωσίας και όχι σε εκείνη της ετερόδοξης Δυτικής Ευρώπης[39]. Εδώ η προσέγγιση περί έθνους είναι «ιστορικο-πολιτισμική», αντιδιαστελλόμενη προς την έννοια του γαλλικού «πολιτικού έθνους»: το ρωσικό έθνος αποτελεί μία αυθύπαρκτη οντότητα, προϋπάρχουσα του σύγχρονου ρωσικού κράτους[40].
στ) Το σοβιετικό κριτήριο: Το έθνος είναι μια «ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας της γλώσσας, του εδάφους, της οικονομικής ζωής και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού»[41]. Παρά την παροχή από τον Λένιν πολιτιστικής ‒και όχι μόνο‒ αυτονομίας στις εθνότητες της ΕΣΣΔ, βάσει της αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης, εντούτοις έκδηλη είναι η επιδίωξή του για τη δημιουργία μιας νέας, σοβιετικής ταυτότητας «μέσα από την προσέγγιση και συγχώνευση των εθνών σε συνθήκες σοσιαλισμού»[42].
Οι τρεις πρώτες λοιπόν προσεγγίσεις περί έθνους, όπως και η τελευταία, το ταυτίζουν ή το συνδέουν άρρηκτα με το κράτος, προκρίνοντας τον «εδαφικό» του χαρακτήρα. Απεναντίας, η γερμανική και η ρωσική προσέγγιση δεν εδράζουν την ύπαρξη εθνικής ταυτότητας επάνω στην ύπαρξη κάποιων κρατικών δομών ή κάποιου αυστηρά οριοθετημένου εδάφους[43]. Καμία πάντως από τις παραπάνω προσεγγίσεις δεν φαίνεται να ταιριάζει απολύτως με την ελληνική ιδιοπροσωπία, και μόνο δύο εξ αυτών δείχνουν να έχουν κοινά σημεία. Η «υποκειμενικότητα» της γαλλικής σχολής σκέψης δεν απέχει πόρρω από τη δική μας, ωστόσο το επί της ουσίας άρρηκτο των σχέσεων κράτους και έθνους δεν έχει σχέση με την ελληνική ιστορική πραγματικότητα. Από την άλλη, η ρωσική «πολιτισμική» προσέγγιση έχει περισσότερη σχέση με την ελληνική θεώρηση περί έθνους, όχι όμως και οι θεωρίες περί «ευρύτερων πολιτιστικών τύπων». Γενικά πάντως, στην Ανατολική και ιδίως στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της χώρας μας, φαίνεται πως η εθνική συνείδηση συγκροτείται «από τα κάτω», βάσει πολιτισμικών κριτηρίων, με τη θρησκεία και τη γλώσσα ως πρωτεύοντες παράγοντες διαμόρφωσής της, και όχι βάσει σχέσεων εξουσίας ή της έννοιας του πολίτη. Αυτό το φαινόμενο συνδέεται ‒σύμφωνα με μια άποψη‒ με τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή κοινοτιστική κληρονομιά και με τη μη ανάπτυξη εκεί της (δυτικής) φεουδαρχίας, της οποίας η αποδιάρθρωση και το πέρασμα στον καπιταλισμό οδήγησε, ως γνωστόν, στη δημιουργία του δυτικού – νεωτερικού «έθνους-κράτους»[44]. Οι διαφορετικές ανά χώρα θεωρήσεις περί έθνους καταδεικνύουν πως αυτές οφείλονται στο διαφορετικό μεταξύ τους ιστορικό και πολιτισμικό υπόβαθρο και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει λόγος να αντιγράφουμε και να υιοθετούμε κατά τρόπο άκριτο μοντέλα άλλων λαών και πολιτισμών, εφόσον είμαστε σε θέση να διαμορφώσουμε τη δική μας προσέγγιση, βασισμένη στη δική μας ιστορική εμπειρία και ιδιοπροσωπία.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να προσθέσουμε ένα έβδομο κριτήριο εθνικού αυτοπροσδιορισμού, εκείνο της βαλκανικής πραγματικότητας, το οποίο έχει να κάνει κυρίως με την πολιτισμική ομοιογένεια μεταξύ των μελών του εθνικού σώματος, καθώς και με την ιδέα της κοινής τους καταγωγής. Σε ένα τέτοιο πλαίσιο φαίνεται ότι εντάσσεται η ελληνική περίπτωση, όχι μόνο για λόγους γεωγραφικούς, αλλά και για λόγους ιστορικούς.
Από τις αρχές του 20ού αιώνα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης
Διαπιστώνεται λοιπόν, βάσει των παραπάνω, ότι η ελληνική εθνική ταυτότητα έχει συγκροτηθεί κυρίως στη βάση της κοινής γλώσσας και θρησκείας. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο ότι στα πρώτα ελληνικά επαναστατικά συντάγματα «Έλληνας» και «χριστιανός» είναι δύο ουσιαστικά ταυτόσημες λέξεις, φαινόμενο που, όπως προαναφέρθηκε, έχει τις ρίζες του στη βυζαντινή περίοδο. Ως εκ τούτου, οι δύο αυτοί θεμελιώδεις παράγοντες διαμόρφωσης της ελληνικής εθνικής συνείδησης θα τεθούν στο στόχαστρο εχθρών του ελληνισμού, για προφανείς λόγους. Έτσι, στις αρχές του 20ού αιώνα στη Μακεδονία οι Βούλγαροι κομιτατζήδες θα σκοτώνουν τον Έλληνα παπά και τον Έλληνα δάσκαλο, αντικαθιστώντας τους με Βούλγαρο παπά και με Βούλγαρο δάσκαλο, ενώ παρόμοια φαινόμενα καταπολέμησης της ελληνικής γλώσσας και του ελληνικού πολιτισμού θα λάβουν χώρα τον 20ό αιώνα και στη Βόρειο Ήπειρο, κάτι που συνεχίζεται από τις αλβανικές αρχές έως σήμερα, αν και σε μικρότερη κλίμακα. Οι δε Άγγλοι στην Κύπρο (1878-1959) θα ακολουθήσουν πολιτική διώξεων κατά του ορθόδοξου κλήρου, καθώς και υπονόμευσης της ελληνικής γλώσσας, με σκοπό την αποδυνάμωση του εξεγερσιακού φρονήματος των εκεί Ελλήνων[45], δεδομένου του εθναρχικού ρόλου της Εκκλησίας, όπως και οι Ιταλοί στα Δωδεκάνησα (1912-1943), που θα θελήσουν για τον ίδιο λόγο να περιορίσουν και να εξουδετερώσουν την επιρροή του ορθόδοξου κλήρου στον λαό, λαμβάνοντας σκληρά μέτρα εναντίον του, προωθώντας παράλληλα τον Καθολικισμό[46]. Την πολιτική αυτή πάντως είχαν εφαρμόσει πρώτοι στο Αιγαίο οι Βενετοί 6-7 αιώνες νωρίτερα, για τον ίδιο ακριβώς λόγο[47].
Ωστόσο, η ελληνική πολιτισμική παράδοση δεν υπήρξε μόνο πεδίο διώξεων από ξένους κατακτητές ή από ντόπιους υποτακτικούς τους, αλλά και το μέσο για την ενσωμάτωση ξένων πληθυσμιακών ομάδων ή και ατόμων, μέσω του φαινομένου της προσοικείωσης και της πολιτισμικής ώσμωσης[48], διαδικασία κατά κανόνα ιδιαιτέρως μακροχρόνια, επιταχυνόμενη όμως μέσω των επιγαμιών με τον ιθαγενή πληθυσμό[49]. Αυτήν την πραγματικότητα φαίνεται ότι αντιλήφθηκαν οι γνωστοί για την προσαρμοστικότητά τους Αλβανοί οικονομικοί μετανάστες της δεκαετίας του ’90, κάποιοι εκ των οποίων, πέρα από τη ‒για πρακτικούς λόγους αναγκαία‒ εκμάθηση της ελληνικής γλώσσας, βαπτίστηκαν και χριστιανοί ορθόδοξοι, αποκτώντας ελληνικά ονόματα, θεωρώντας προφανώς την επιλογή τους αυτή και «διαβατήριο» για την ένταξή τους στον ελληνικό κόσμο, και μέσο για την απόκτηση ερεισμάτων στη νέα κοινωνία όπου ζούσαν. Την ιδανική ωστόσο περίπτωση ενσωμάτωσης αλλοδαπών μεταναστών στο ελληνικό έθνος φαίνεται ότι αποτελούν οι ορθόδοξοι χριστιανοί της Συρίας και του Λιβάνου, απομεινάρια του λαμπρού βυζαντινού παρελθόντος στην Ανατολική Μεσόγειο, οι οποίοι όχι μόνο διακρίνονται για τα ιδιαιτέρως φιλελληνικά αισθήματά τους, αλλά είναι και εμφανής η πολιτισμική τους εγγύτητα προς εμάς. Η αφομοίωση λοιπόν αυτής της κατηγορίας αλλοδαπών μεταναστών και ο εξελληνισμός τους είναι, όπως φαίνεται, ζήτημα χρόνου, μολονότι αυτή δεν συντελείται φυσικά από τη μία μέρα στην άλλη.
Δεν φαίνεται να ισχύει ωστόσο το ίδιο και για μια άλλη μεγάλη μερίδα αλλογενών επήλυδων, προερχόμενων από χώρες μακρινές, όχι μόνο από γεωγραφική αλλά πρωτίστως από πολιτισμική άποψη (κυρίως σουνίτες μουσουλμάνοι), οι οποίοι κατά κανόνα θεωρούνται πρακτικά μη αφομοιώσιμοι· ακόμη και αν ενταχθούν στην κοινωνία που τους φιλοξενεί, πολύ δύσκολη έως αδύνατη φαντάζει η ενσωμάτωσή τους στον ελληνικό κόσμο. Η ιστορική εμπειρία και η γνώση της πραγματικότητας της περιοχής μας δεν συνηγορεί στο να υιοθετήσουμε ως θέσφατο τη διαδεδομένη εικασία ‒κυρίως στους κόλπους των ελίτ‒ ότι «από τη στιγμή που πολιτογραφηθούν “Έλληνες”, αυτομάτως θα γίνουν και Έλληνες ως προς τη συνείδηση»[50].
Δεν κάνουμε όμως εδώ λόγο στην πραγματικότητα για εξελληνισμό ‒βάσει της ιστορικής εμπειρίας αιώνων‒ αλλά απλώς για τη συμβίωση ετερόκλητων πληθυσμιακών ομάδων στον ελλαδικό χώρο, μια που ο πολίτης του κράτους της παγκοσμιοποίησης δεν αναφέρεται στη συλλογική του ταυτότητα, αλλά στο κράτος, δυνάμει της ιδιότητας του ανήκειν[51]. Επομένως, δεν μπορεί να διαπιστωθεί με αντικειμενικά κριτήρια το αν είναι γνήσια ή πλασματική η ένταξη ανθρώπων ξενικής καταγωγής στο ελληνικό έθνος, αφού κάτι τέτοιο θα αποτελούσε πράξη της ελεύθερης βούλησης και επιλογής του ανθρώπου ‒ διότι τα κρατικά έγγραφα προφανώς και δεν αποτελούν τεκμήρια εθνικής αυτοσυνειδησίας, δεδομένου μάλιστα ότι δεν βρισκόμαστε στην Αγγλία ή την Αμερική, αλλά στη Βαλκανική Χερσόνησο. Το πώς τοποθετεί ο καθένας εαυτόν απέναντι στην Ελλάδα, τον ελληνισμό και τα συμφέροντά του, αλλά και τον πολιτισμό του, είναι κάτι που απηχεί προφανώς και υποδηλώνει το περιεχόμενο της εθνικής του συνείδησης. Επαφίεται λοιπόν όχι μόνο στους αλλογενείς, αλλά και σε εμάς, τους ελληνογενείς, τους ιθαγενείς, τους «Έλληνες το γένος», να αποδεικνύουμε έμπρακτα αυτή τη σχέση μέσα από τη στάση μας απέναντι στα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, απέναντι στην έννοια της ελληνικότητας, έχοντας πάντοτε υπόψιν μας ότι «τό κράτος δέν ἔγινε γιά τό κράτος (…) παρά γιά νά φυλάξῃ τοῦ ἔθνους τήν ζωήν»[52].
[3] Ν. Σβορώνος, Το ελληνικό έθνος. Γένεση και διαμόρφωση του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα 2004, σσ. 106-108.
[4] Σε άρθρο μου που δημοσιεύτηκε σε προηγούμενο τεύχος του Νέου Λογίου Ερμή (τεύχος 12, Φθινόπωρο 2015), έχει γίνει εκτενής αναφορά στην ελληνική εθνική συνείδηση κατά τους προνεωτερικούς χρόνους, με έμφαση στην περίοδο του θνήσκοντος Βυζαντίου και του βενετοκρατούμενου Αιγαίου. Στο εν λόγω κείμενο παρουσιάζονται και παρατίθενται αδιάσειστα στοιχεία τα οποία αποδεικνύουν την ύπαρξη πρώιμων μορφών εθνικής αυτοσυνειδησίας στον ελληνικό χώρο ήδη από τον 13ο – αν όχι από τον 10ο αιώνα. Το περιεχόμενο, ωστόσο, της εθνικής ταυτότητας της εποχής εκείνης στα καθ’ ημάς δεν θα πρέπει να συγχέεται με τη σύγχρονη δυτικοευρωπαϊκή έννοια του λεγόμενου «πολιτικού έθνους», η οποία υπήρξε τέκνο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης (1789). Δεν επρόκειτο δηλαδή για μια «ένωση πολιτών», που ο συνδετικός τους κρίκος είναι το γεγονός της ιδιότητας του πολίτη και οι κοινές μεταξύ τους πολιτικές στοχεύσεις, αλλά για μια πληθυσμιακή ομάδα με κοινή θρησκεία (κατά κανόνα και με κοινό δόγμα), κοινή γλώσσα, κοινά ήθη και έθιμα, κοινή ιστορία και με συνείδηση κάποιας κοινής καταγωγής, κάτι που μας παραπέμπει κατά κάποιον τρόπο στην ηροδότεια αντίληψη περί έθνους («…ὅμαιμόν τε καὶ ὁμόγλωσσον καὶ θεῶν ἱδρύματα κοινὰ καὶ θυσίαι ἤθεά τε ὁμότροπα»). Βλ. σχετ. Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 2), σσ. 204-219.
[5] Σύμφωνα με τον διανοητή των αρχών του 20ού αιώνα Ίωνα Δραγούμη, σε αντιδιαστολή με «τούς πολιτειακούς ὀργανισμούς τῆς νότιας Ἀμερικῆς ἤ τῆς Αὐστραλίας (…) τό κράτος δέν ἔγινε γιά τό κράτος, εἰδεμή τί ἐνδιαφέρον θά εἶχε; Εἶναι παιδί τοῦ ἔθνους, καρπός του, γέννημά του, καί γι’ αὐτό τοῦ ἔχει κάποια σημαντική ὑποχρέωση – νά τό φυλάγη (…). Τό κράτος εἶναι τό ποκάμισο πού μπορεῖ νά φορέσει ἕνα ἔθνος ἄξιο γιά πολιτική αὐθυπαρξία καί πού κάποτε δέν τό σκεπάζει ὁλάκερο (…). Τό κράτος δέν εἶναι ἡ ζωή. Τό κράτος –κέντρο πολιτικό τοῦ ἔθνους– γίνηκε ὄχι γιά νά ζήση αὐτό τό ἴδιο, παρά γιά νά φυλάξη τοῦ ἔθνους τήν ζωή». Βλ. σχετ. π.χ. Ί. Δραγούμης, Ἑλληνικός Πολιτισμός, Ἀθῆναι 1914 (επανέκδοση, Αθήνα 1991), σσ. 37, 39.
[6] Η ύπαρξη εθνικών μειονοτήτων εντός κάποιου κράτους αμφισβητεί την άποψη περί του «εδαφικού» χαρακτήρα του έθνους και του συνεπακόλουθου «συνταγματικού πατριωτισμού», καθώς και την άποψη ότι τα έθνη «κατασκευάζονται» από κρατικούς μηχανισμούς (π.χ. εκπαίδευση). Η μη ταύτιση έθνους και κράτους, εθνικής συνείδησης και ιδιότητας του πολίτη, τουλάχιστον στην περιοχή μας, είναι αυταπόδεικτη. Οι αυτόχθονες Κούρδοι ζουν στην Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ, τη Συρία, χωρίς εθνικό κράτος, αλλά έχουν τη συνείδηση ότι είναι Κούρδοι. Επίσης, οι Βορειοηπειρώτες δεν είναι «ελληνόφωνοι ορθόδοξοι Αλβανοί», οι Κοσοβάροι του τυπικά σερβικού Κοσσυφοπεδίου δεν είναι «αλβανόφωνοι μουσουλμάνοι Σέρβοι», οι Σέρβοι της Κράινα δεν είναι «ορθόδοξοι Κροάτες», οι Ούγγροι της Τρανσυλβανίας δεν είναι «ουγγρόφωνοι καθολικοί Ρουμάνοι», οι Τούρκοι της Βουλγαρίας δεν είναι «τουρκόφωνοι μουσουλμάνοι Βούλγαροι», οι Ρώσοι αυτονομιστές του Ντονμπάς δεν είναι «ρωσόφωνοι Ουκρανοί», οι Τσετσένοι δεν είναι «Ρώσοι μουσουλμάνοι». Άρα εδώ έχουμε να κάνουμε με εθνικά κράτη, τα οποία έχουν τις ρίζες τους σε έναν παλαιότερο εθνοτικό πυρήνα και των οποίων η συνοχή εδράζεται στην κοινή πολιτισμική ταυτότητα των μελών τους ή και στην ιδέα της κοινής τους καταγωγής. Βλ. σχετ. P. Renouvin – J.B. Duroselle, Εἰσαγωγή εἰς τήν Ἱστορίαν τῶν Διεθνῶν Σχέσεων, τόμ. Α´: Αἱ βαθύτεραι δυνάμεις, μετάφραση Κ. Σβολόπουλος, Ἀθῆναι 1977, σ. 308. – Α. Smith, Εθνική ταυτότητα, μτφρ. Ε. Πέππα, Αθήνα 2000, σσ. 123-124.
[7] Δ. Χριστόπουλος, «Το ελληνικό έθνος ως πολιτικό έθνος», http://www.chronosmag.eu/index.php/e-spls-ll-th-pl-th.html [ημ. πρόσβ. 1/3/2016]. – Αναφορικά με τη σύνδεση της ιδιότητας του χριστιανού με την έννοια της ελληνικότητας, ήδη από τη βυζαντινή περίοδο ο εκχριστιανισμός θεωρείται κατά κάποιο τρόπο συνώνυμος του εξελληνισμού. Ο όρος «γραικώσας» είναι δηλωτικός του εκχριστιανισμού και της εν γένει πρόσληψης του βυζαντινού πολιτισμού από την πλευρά των Σλάβων. Βλ. σχετ. Δ. Τσουγκαράκης, «Η συνείδηση της ταυτότητας των κοινοτήτων της Κρήτης στη βυζαντινή εποχή και στην πρώιμη Βενετοκρατία», Πεπραγμένα Θ΄ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (Ελούντα, Οκτώβριος 2001), Κεντρικές Εισηγήσεις, Ηράκλειο 2006, σ. 30.
[8] Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η σημερινή αναπλ. υπουργός Παιδείας, σε αγόρευσή της στη Βουλή σχετικά με τον νόμο περί ιθαγενείας (8/7/2015) υποστήριξε ότι οι Μικρασιάτες δεν ήταν Έλληνες, μη έχοντας ενίοτε ελληνική παιδεία και συνείδηση, αλλά ότι «έγιναν» Έλληνες αφότου ο Ελ. Βενιζέλος παραχώρησε δικαίωμα ψήφου στους εκ Τουρκίας πρόσφυγες. Βλ. σχετ. Σία Αναγνωστοπούλου, «Έλληνας δεν γεννιέσαι μόνο, γίνεσαι επίσης», Εφημερίδα των Συντακτών (25 Ιουνίου 2015), http://www.efsyn.gr/arthro/ellinas-den-genniesai-mono-ginesai-episis [ημ. πρόσβ. 8/3/2016]. – Από την άλλη, έχουν κατηγορηθεί ιστορικοί, οπαδοί ορισμένων νεώτερων τάσεων στην ιστοριογραφία, ότι ο λόγος τους είναι πολιτικός και όχι επιστημονικός, καλυπτόμενος υπό τον μανδύα «ιστορικών» έργων, με προφανείς σκοπούς. Βλ. Τσουγκαράκης, ό.π., σσ. 44-45. – Σε κάθε περίπτωση, είναι γνωστό ότι η ιστορία αποτελεί ανά τον κόσμο πεδίο ιδεολογικών συγκρούσεων μεταξύ αντιπάλων χώρων και κέντρων εξουσίας, με σκοπό τη διαμόρφωση επιθυμητών γι’ αυτούς συνειδήσεων των πολιτών. Βλ. σχετ. Χ. Καπώλη, «Μοντέρνα και μεταμοντέρνα ιστοριογραφία», Άρδην 62 (Ιανουάριος 2007), http://www.ardin.gr/?q=node/1880 & Σ. Μπουρνάζος, «Η ιστοριογραφία συνοδεύει τον 20ό αιώνα και παρεμβαίνει σ’ αυτόν» (συνέντευξη του Α. Λιάκου), Αυγή (14 Ιουνίου 2015), http://www.avgi.gr/article/10811/5615474/e-istoriographia-synodeuei-ton-20o-aiona-kai-parembainei-s-auton [ημ. πρόσβ. 30/8/2016].
[9] Το έθνος, στην περίπτωσή μας, ως συλλογική ταυτότητα, ορίζει ένα πολιτισμικό γεγονός το οποίο συγκροτεί μια συνείδηση κοινωνίας, και αποτελεί αποκλειστικό προνόμιο των ανθρωποκεντρικών κοινωνιών και όχι των δεσποτικών, και εν προκειμένω της φεουδαλικής Δύσης, όπου τα λαϊκά στρώματα δεν είχαν ιδία ταυτότητα, αλλά η υπόστασή τους αναγόταν σε εκείνη του τοπικού άρχοντα. Βλ. σχετ. Γ. Κοντογιώργης, Έθνος και “εκσυγχρονιστική” Νεοτερικότητα, Αθήνα 2006, σσ. 21, 153-157. – Ο ίδιος, «Γνωσιολογία συλλογικών ταυτοτήτων», Νέος Ερμής ο Λόγιος 1 (Ιανουάριος-Απρίλιος 2011), σσ. 153-154. – Ωστόσο, σε κάποιες περιπτώσεις, όπως φαίνεται, το κράτος με τους μηχανισμούς του τείνει να διαδραματίσει σημαίνοντα ρόλο στη διαμόρφωση της εθνικής ταυτότητας, κυρίως πληθυσμών με «ρευστή» εθνική συνείδηση, αλλά ακόμη και σε περιπτώσεις πληθυσμιακών ομάδων με παγιωμένη από αιώνες εθνική συνείδηση που ζουν όμως σε διακριτό κράτος από εκείνο των υπολοίπων ομοεθνών τους (π.χ. Γερμανία – Αυστρία, Ρουμανία – Μολδαβία, Βουλγαρία – Σκόπια, Ελλάδα – Κύπρος).
[10] Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, «Η ελληνική παροικία της Βενετίας», http://www.ime.gr/projects/migration/15-19/gr/v2/venezia.html [ημ. πρόσβ. 4/3/2016].
[11] Π. Δαναηλάκη, Αμερική και προτεσταντισμός. Η “Ευαγγελική Αυτοκρατορία” και οι οραματισμοί των Αμερικανών μισιοναρίων για την Ελλάδα το 19ο αιώνα, Αθήνα 2005, σσ. 58, 279-280.
[12] Αναφορικά με την ταύτιση των όρων «Έλληνας», «Ρωμαίος»/«Ρωμιός» και «Γραικός», βλ. σχετ. Τσουγκαράκης, ό.π. (υποσημ. 7), σ. 44. ‒ Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 2), σ. 209.
[13] Το γεγονός πάντως π.χ. ότι ο συγγραφέας του Χρονικού του Μορέως ήταν ελληνόφωνος δεν τον εμπόδιζε να τρέφει μισελληνικά αισθήματα. Βλ. σχ. Π. Καλονάρος (επιμ.), Το Χρονικόν του Μορέως, Αθήνα 2005, σσ. IV-V, ιβ΄.
[14] Στα τέλη του 19ου και τις αρχές του 20ού αιώνα, υπήρξαν σλαβόφωνοι της Μακεδονίας που διαμόρφωσαν την εθνική τους συνείδηση αναλόγως τού σε ποια Εκκλησία υπάγονταν: Οι πατριαρχικοί (οι του Οικουμενικού Πατριαρχείου) αισθάνονταν Έλληνες, οι εξαρχικοί (οι της βουλγαρικής Εξαρχίας) αισθάνονταν Βούλγαροι. Σημειώνεται ότι οι σλαβικοί ορθόδοξοι πληθυσμοί της Βαλκανικής, οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι, είχαν ιδία εθνική ταυτότητα ήδη από τον Μεσαίωνα, έχοντας συγκροτήσει δικά τους βασίλεια, αλλά και αυτοδιοίκητες Εκκλησίες. Μετά ωστόσο την οθωμανική κατάκτηση, υπήχθησαν διά της βίας στο Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, ευρισκόμενοι υπό τη δικαιοδοσία Ελλήνων πατριαρχών, κάτι για το οποίο φαίνεται ότι επέδειξαν δυσφορία. Στο πλαίσιο αυτό φαίνεται ότι εντάσσεται η προσωρινή αρχικά ανασύσταση του σερβικού Πατριαρχείου Πεκίου (1557-1766) από τον σερβικής καταγωγής βεζύρη Μεχμέτ Σοκολού, αλλά και η μετέπειτα οριστική ανακήρυξη του αυτοκεφάλου των Εκκλησιών της Βουλγαρίας (1870) και της Σερβίας (1879). Βλ. σχετ. Θ. Κωτσάκης, «Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων και η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας (1870)», στο: Μ.Γ. Βαρβούνης – Π. Τζουμέρκας (επιμ.), Αλεξανδρινός Αμητός. Αφιέρωμα στη μνήμη του Ι.Μ. Χατζηφώτη, τόμ. Β΄, Αλεξάνδρεια 2009, σσ. 218-219.
[15] Η περίπτωση της τέως Γιουγκοσλαβίας, και δη της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, είναι χαρακτηριστική της βαλκανικής πραγματικότητας. Το έθνος δεν καθορίζεται σε καμία περίπτωση βάσει της κρατικής εδαφικής επικράτειας, δηλαδή με πολιτικά και γεωγραφικά κριτήρια, αλλά βάσει της θρησκείας. Οι Σέρβοι, οι Κροάτες και οι μουσουλμάνοι της Βοσνίας ‒όλοι τους ομόγλωσσοι μεταξύ τους Σλάβοι‒ έχουν ως κριτήριο αυτοπροσδιορισμού τους και διαχωρισμού μεταξύ τους το θρήσκευμα: Οι Σέρβοι είναι ορθόδοξοι χριστιανοί, οι Κροάτες καθολικοί χριστιανοί, ενώ οι Βόσνιοι μουσουλμάνοι είναι μια άλλη διακριτή συλλογική οντότητα, κάτι που οφείλεται στην ένταξή τους στον κόσμο του Ισλάμ, κατάλοιπο του οθωμανικού παρελθόντος. Βλ. σχετ. Renouvin – Duroselle, ό.π. (υποσημ. 6), σσ. 283-284.
[16] Υπάρχουν και περιπτώσεις μουσουλμάνων, όπως π.χ. των Πομάκων στη Δυτική Θράκη ή των, κρητικής καταγωγής, ελληνόφωνων στο Χαμιντιέ της Συρίας, που όμως αισθάνονται Έλληνες, προφανώς λόγω συνείδησης της ελληνικής τους καταγωγής. Εντοπίζονται επίσης σήμερα στον Πόντο ελληνόφωνοι απόγονοι εξισλαμισθέντων Ποντίων, κάποιοι τουλάχιστον εκ των οποίων φέρεται να έχουν ελληνική συνείδηση.
[17] Δαναηλάκη, ό.π. (υποσημ. 11).
[18] Ίδρυμα της Βουλής των Ελλήνων, «Ο λόγος του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη στην Πνύκα», http://www.hellenicparliament.gr/UserFiles/8c3e9046-78fb-48f4-bd82-bbba28ca1ef5/kolokotronis.pdf [ημ. πρόσβ. 12/3/2016], σ. 14.
[19] Γ. Καραμπελιάς, «Το Πεδεμόντιον των Επτανήσων», Άρδην 68 (2008), [ημ. πρόσβ. 26/6/2016].
[20] Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 2), σσ. 213-216.
[21] Ό.π., σσ. 211-219.
[22] Εν προκειμένω, αναφορικά με τους Καθολικούς του ελλαδικού χώρου, οι περισσότεροι εντοπίζονται στις Κυκλάδες, πρωτίστως στη Σύρο και δευτερευόντως στην Τήνο. Οι ίδιοι είναι κατά βάση ελληνικής καταγωγής, των οποίων οι πρόγονοι ασπάστηκαν τον Καθολικισμό κατά τη διάρκεια της Λατινοκρατίας. Υπάρχουν και ολιγάριθμοι Καθολικοί της Νάξου και της Σαντορίνης, οι οποίοι είναι αριστοκρατικής καταγωγής και λατινογενείς, όμως σήμερα εξελληνισμένοι. Είναι αλήθεια ότι γενικά οι Καθολικοί των Κυκλάδων δεν πολέμησαν κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, πλην κάποιων Συριανών κυρίως. Η πολύ περιορισμένη, τηρουμένων των αναλογιών, συμμετοχή του καθολικού στοιχείου στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του 1821 οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο γεγονός ότι η Γαλλία είχε αναλάβει την προστασία και κηδεμονία τού millet των Καθολικών, μέσα από διομολογήσεις που είχε υπογράψει με την Οθωμανική Αυτοκρατορία· δεδομένης δε της τεράστιας επιρροής που ασκούσε στο καθολικό ποίμνιο και ιδίως στον καθολικό κλήρο, εμπόδιζε διά διαταγμάτων τη συμμετοχή των Κυκλαδιτών Καθολικών στην Ελληνική Επανάσταση. Βλ. σχετ. Θ. Κωτσάκης, Έλληνες Ορθόδοξοι και Λατίνοι στη Νάξο (13ος-19ος αι.). Ιστορικο-πολιτισμική προσέγγισητων σχέσεων των δύο κοινοτήτων με έμφαση στη μαρτυρία των υλικών καταλοίπων, Αθήνα 2016, σσ. 96-100. ‒ Από την άλλη ωστόσο παρατηρούμε έναν αιώνα νωρίτερα, το 1720, τη συγκρότηση ελληνικών κοινοτήτων στην υπό αυστριακή κυριαρχία Νότια Πολωνία, στις οποίες συμμετείχαν τόσο οι Ορθόδοξοι όσο και οι Καθολικοί Έλληνες, ως «ἐπιστάται τοῦ ἔθνους», κάτι που πιθανόν οφείλεται στην απουσία εκεί του γαλλικού παράγοντα και καταδεικνύει την ελληνική τους συνείδηση. Βλ. σχετ. Ζ. Τσιρπανλής, «Η Σοσιετά των Γραικών στην αυτοκρατορία των Αψβούργων», Δωδώνη 3 (1974), σσ. 155, 157.
[23] Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 2), σσ. 205, 219.
[24] Χριστόπουλος, ό.π. (υποσημ. 7). ‒ Θ. Ζιάκας, «“Παράξενοι φτωχοί στρατιώτες”» (Πρόλογος του ομωνύμου βιβλίου του Γ. Σαλέμη), Αντίφωνο, http://www.antifono.gr [ημ. πρόσβ. 5/3/2016].
[25] Αντιστοίχως, κύκλοι της ελίτ στο επί της ουσίας δεύτερο ελληνικό κράτος, την Κύπρο, κάνουν λόγο για «κυπριακό έθνος», φαινόμενο το οποίο έχει τις ρίζες του στις εδώ και περίπου έναν αιώνα γεωπολιτικές επιδιώξεις της βρετανικής αποικιοκρατίας και τη συνεπακόλουθη καλλιέργεια και ανάδειξη μιας κίβδηλης και φαντασιακής, τοπικιστικής «νεοκυπριακής» ταυτότητας, αποκομμένης από τον υπόλοιπο ελληνισμό. Βλ. σχετ. Α. Μακρίδης, Τα οκτώ κύματα του κυπριωτισμού, Λευκωσία 2009.
[26] Χαρακτηριστικός του αντιβυζαντινού πνεύματος του 19ου αιώνα είναι ο λόγος του νομικού και πολιτικού Νικολάου Σαριπόλου το 1848 στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος, αναφερόμενος στη μάχη της Χαιρωνείας (338 π.Χ.), υποστήριξε ότι έκτοτε «πέπλος μέλας δουλείας ἐπισκιάζει τήν Ἑλλάδα, ἐποχή μακρᾶς καταστροφῆς, ἐποχή ἄγονος. Τούς Μακεδόνας διαδέχονται οἱ Ρωμαῖοι, τούς Ρωμαίους οἱ βάρβαροι τοῦ Βορρᾶ…» και ότι μετά την αρχαία «λαμπράν τῆς Ἑλλάδος ἐποχήν» μεσολάβησε το χάος και ακολούθησε η νεώτερη Ελλάδα. Έργο δε των νεωτέρων Ελλήνων ήταν να γεφυρώσουν «τά δύο διεστῶτα», «ἀποστρέφοντας τούς ὀφθαλμούς τοῦ ἀναμέσον χάσματος». Βλ. σχετ. Γ. Καραμπελιάς, Το 1204 και η διαμόρφωση του Νεώτερου Ελληνισμού, Αθήνα 2006, σσ. 401-402.
[27] Αναφορικά με το φαινόμενο αυτό, βλ. σχετ. Δ. Μάρτος, Αθηναϊσμός. Ιδεολογική, πολιτική και γεωγραφική μορφοποίηση της δυτικής κυριαρχίας στους κόσμους του ελληνισμού, Αθήνα 2015.
[28] Καραμπελιάς, ό.π. (υποσημ. 26), σσ. 398-407. ‒ Το τριμερές αυτό σχήμα είχε εμμέσως πλην σαφώς διατυπωθεί για πρώτη φορά στις αρχές του 16ου αιώνα από Έλληνες λογίους της διασποράς. Βλ. σχετ. Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 2), σσ. 218-219.
[29] Το αγγλικό μοντέλο υιοθετήθηκε τον 19ο αιώνα από το αγγλικό κόμμα και είναι σήμερα αποδεκτό από τους εν Ελλάδι πολιτικούς επιγόνους του· επίσης, το γαλλικό μοντέλο από το γαλλικό κόμμα, και το ρωσικό μοντέλο από το ρωσικό κόμμα. Βλ. σχετ. Ζιάκας, ό.π. (υποσημ. 24). ‒ Θα προσθέταμε ακόμη ότι το γερμανικό μοντέλο είναι αποδεκτό από τους εθνικοσοσιαλιστές (νεοναζί), ενώ το σοβιετικό από τους κομμουνιστές. Η σημερινή πάντως ηγεσία του υπουργείου Εξωτερικών (Οκτώβριος 2016) θεωρεί ότι το έθνος είναι «ένα σύνολο προσώπων και κοινωνικών ομάδων υπό ένα κράτος, στα πλαίσια ενός γεωγραφικού χώρου όπου παράγει –έστω και τυπικά– δικαιώματα και υποχρεώσεις, δυνατότητα κοινωνικής εξέλιξης και ικανότητα κοινωνικής μετακίνησης για όλους, όπου αυτή η “κοινωνική παραγωγή” αποτελεί μέσο, κριτήριο και αποτέλεσμα ενσωμάτωσης στο κοινωνικό γίγνεσθαι όλο και περισσοτέρων». Βλ. σχετ. Ν. Κοτζιάς, Πατριωτισμός και Αριστερά, Αθήνα 2014, σ. 56.
[30] Ν. Ψυρούκης, Το εθνικό ζήτημα, Λευκωσία 2003, σ. 24.
[31] Ζιάκας, ό.π. (υποσημ. 24).
[32] Παραδείγματος χάριν, οι Έλληνες δεν έχουν δικαίωμα να αγωνίζονται για το Μακεδονικό ζήτημα, σύμφωνα τουλάχιστον με τα λεγόμενα του Βρετανού ιστορικού Eric Hobsbawm (1917-2012), διότι το σύγχρονο ελληνικό κράτος δεν έχει ούτε χρονική συνέχεια ούτε θεσμική ομοιότητα με το αρχαίο μακεδονικό κράτος. Βλ. σχετ. Κοντογιώργης, ό.π. (2006) (υποσημ. 9), σ. 179. ‒ Για τον ίδιο λόγο, η Ελλάδα δεν έχει το δικαίωμα να διεκδικεί από τη Βρετανία τα «ελγίνεια» μάρμαρα του Παρθενώνα, δεδομένου ότι η αρπαγή τους έγινε λίγο πριν την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους, στις αρχές του 19ου αιώνα, με την άδεια των «νομίμων» οθωμανικών αρχών, και, ως εκ τούτου, ο ελληνικός λαός δεν είναι ο νόμιμος κληρονόμος των υλικών καταλοίπων των παλαιότερων του 1830 φάσεων του ελληνικού πολιτισμού, εν προκειμένω του αρχαιοελληνικού πολιτισμού. Βλ. σχετ. The British Museum, “The Parthenon Sculptures”, http://www.britishmuseum.org/about_us/news_and_press/statements/parthenon_sculptures.aspx [ημ. πρόσβ. 7/3/2016].
[33] Ζιάκας, ό.π. (υποσημ. 24).
[34] Renouvin – Duroselle, ό.π. (υποσημ. 6), σσ. 310-315. ‒ Smith, ό.π. (υποσημ. 6), σ. 123.
[35] Renouvin – Duroselle, ό.π., σ. 359. ‒ Ζιάκας, ό.π. (υποσημ. 24).
[36] Ψυρούκης, ό.π. (υποσημ. 30), σ. 24.
[37] Ι. Δημάκης, Φιλελευθερισμός, Σοσιαλισμός και Εθνικισμός στη Νεότερη Ευρώπη, Αθήνα 1983, σ. 19.
[38] Ζιάκας, ό.π. (υποσημ. 24).
[39] Renouvin – Duroselle, ό.π. (υποσημ. 6), σσ. 353-355. ‒ Ζιάκας, ό.π. (υποσημ. 24). ‒ Γ. Παναγόπουλος, «Έλληνες και Πανσλαβισμός με βάση την αρθρογραφία του Κονσταντίν Λεόντιεφ», Νέος Ερμής ο Λόγιος 13 (Άνοιξη 2016), σσ. 153-154.
[40] Παναγόπουλος, ό.π., σσ. 160-161.
[41] Ι.Β. Στάλιν, Ο Μαρξισμός και το Εθνικό Ζήτημα, Βιέννη 1913 (επανέκδοση 1952), σ. 334. ‒ Σ. Δημόπουλος, «Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσική Αυτοκρατορία και η “ανατολική” στροφή του Λένιν», Νέος Ερμής ο Λόγιος 13 (Άνοιξη 2016), σ. 182.
[42] Δημόπουλος, ό.π., σσ. 181-182, 188-190. ‒ Η νέα πάντως σοβιετική ταυτότητα δεν φαίνεται να επικράτησε πλήρως, εφόσον πολλοί λαοί του αχανούς αυτού κράτους διατήρησαν την προϋφιστάμενη εθνική τους συνείδηση. Βλ. σχετ. Δημόπουλος, ό.π., σ. 190.
[43] Στη δική μας περίπτωση, όπου η Ελλάδα είναι «εθνοτικού χαρακτήρα» εθνικό κράτος, ισχύει ακόμη και σήμερα το «δίκαιο αίματος», ενώ οι όροι «γένος» και «ομογενής» εξακολουθούν να έχουν και νομική υπόσταση. Αντιθέτως, σε άλλες χώρες, με πολυφυλετικό, πολυπολιτισμικό και «εδαφικό» χαρακτήρα ‒με χαρακτηριστικότερο ίσως παράδειγμα τις ΗΠΑ‒ ισχύει το «δίκαιο εδάφους», με τάσεις εφαρμογής του ακόμη και σε χώρες με εθνοτικό ιστορικό υπόβαθρο, προφανώς ελέω παγκοσμιοποίησης. Έτσι, σε κράτη με παρόμοιο με τις ΗΠΑ καθεστώς γίνεται αυτοδικαίως πολίτης οποιοσδήποτε έτυχε να γεννηθεί εκεί, ακόμη και αν οι γονείς δεν έχουν κανέναν απολύτως δεσμό, φυλετικό ή πολιτισμικό, με τον γηγενή πληθυσμό του κράτους αυτού.
[44] Μάρτος, ό.π. (υποσημ. 27), σσ. 243-244.
[45] Π. Κιτρομηλίδης, «Κύπρος 1914-1941», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους ΙΕ΄, σσ. 478-480. ‒ Μακρίδης, ό.π., (υποσημ. 25), σσ. 14-16.
[46] Σπ. Λουκάτος, «Δωδεκάνησα», ό.π., σσ. 468-469. ‒ Γ. Νικητιάδης, «Γιατί οι προδότες στα Δωδεκάνησα ονομάστηκαν “Καμπανέλλοι». Οι ηρωικές γυναίκες της Καλύμνου τους κυνήγησαν και πετροβόλησαν τους Ιταλούς στρατιώτες, που προσπάθησαν να αλλάξουν θρησκευτικό δόγμα στους Έλληνες», Μηχανή του Χρόνου, http://www.mixanitouxronou.gr/giati-i-prodotes-sta-dodekanisa-onomastikan-kampanelli-i-iroikes-ginekes-tis-kalimnou-tous-kinigisan-ke-petrovolisan-italous-stratiotes-pou-prospathisan-na-allaxoun-thriskeftiko-dogma-stous-elli [ημ. πρόσβ. 8/3/2016].
[47] Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 2), σσ. 215-216.
[48] Κωτσάκης, ό.π. (υποσημ. 22), σσ. 28-30.
[49] Έτσι π.χ. απόγονοι αλλοφύλων έχουν εξελληνιστεί εδώ και αιώνες (έχοντας κάνει επιμειξίες και έχοντας υιοθετήσει τα ελληνικά πολιτισμικά χαρακτηριστικά) και δεν διαφέρουν σε τίποτα ως προς τη συνείδηση από τους υπόλοιπους Έλληνες, ενώ, απεναντίας, ελληνογενείς ‒π.χ. κάτοικοι της Μικράς Ασίας, των Βαλκανίων, της Κάτω Ιταλίας, αλλά και της διασποράς‒ έχουν αποκοπεί πλέον από τον ελληνισμό, μέσα από την απώλεια της ελληνικής γλώσσας και θρησκείας και των λοιπών στοιχείων που συγκροτούν την ελληνικότητα.
[50] Εφόσον δεν έπαψαν έπειτα από τόσες δεκαετίες να διατηρούν την ελληνική εθνική τους ταυτότητα ομογενείς της διασποράς που διαβιούν σε ξένα εθνικά κράτη, όντας κάτοχοι π.χ. ρωσικών ή γερμανικών διαβατηρίων (π.χ. Πόντιοι), πώς ευελπιστούμε ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στις περιπτώσεις αλλογενών προερχόμενων από χώρες της Μέσης Ανατολής ή της ινδικής υποηπείρου που έχουν εγκατασταθεί οψίμως στην Ελλάδα; Ποιο αξίωμα μπορεί να μας οδηγήσει στο να θεωρήσουμε ως δεδομένο ότι όλοι αυτοί οι πληθυσμοί μπορούν να εξελληνιστούν, και μάλιστα τόσο εύκολα, και ότι δεν θα συγκροτήσουν συμπαγείς εθνικές μειονότητες, όπως συμβαίνει κατά κόρον στα Βαλκάνια, επιτείνοντας μάλιστα το ήδη οξυμμένο από την υπογεννητικότητα δημογραφικό μας πρόβλημα; Επίσης, ποιος μπορεί να εγγυηθεί ότι η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ ή η Τουρκία δεν θα επιχειρήσουν να προαγάγουν τα συμφέροντά τους, εκμεταλλευόμενοι την εδώ παρουσία σουνιτικών μουσουλμανικών πληθυσμών, ριζοσπαστικοποιώντας τους, όπως συμβαίνει έως τώρα στη Συρία και το Ιράκ; Εν τέλει, πόσο ρεαλιστικό και πόσο θεμιτό είναι να απαρνηθεί και να απεκδυθεί κανείς την εθνική και πολιτισμική του ταυτότητα και να επιχειρήσει από τη μία μέρα στην άλλη να ενταχθεί σε ένα ξένο έθνος, με το οποίο ο μόνος συνεκτικός δεσμός είναι το γεγονός τής de facto συμβίωσης στην ίδια γεωγραφική ζώνη και η κοινή ιδιότητα του πολίτη; Εδώ λοιπόν δεν πρόκειται στην πραγματικότητα για απόπειρα εξελληνισμού αλλοδαπών πληθυσμιακών ομάδων, αλλά απλώς για τη συνύπαρξη και νέων εθνικών μειονοτήτων στον ελλαδικό χώρο, κάτι που πιθανόν οδηγήσει στη «λιβανοποίηση» της χώρας μας. Η έννοια της λεγόμενης «πολυπολιτισμικότητας» αυτόν ακριβώς τον ρόλο έρχεται να επιτελέσει: όχι την πρόσληψη και προσοικείωση του ελληνικού πολιτισμού από την πλευρά των αλλοδαπών πληθυσμών που έρχονται να εγκατασταθούν στην Ελλάδα, αλλά τη δημιουργία μιας κατακερματισμένης από εθνο-πολιτισμική άποψη χώρας, όπου η ελληνική εθνική και πολιτισμική ταυτότητα θα είναι μία από τις πολλές του ελλαδικού χώρου. Η αποδοχή ή και η ενθάρρυνση της χρήσης ξένων, ισλαμικών κυρίως, θρησκευτικών συμβόλων στον δημόσιο βίο (π.χ. χιτζάμπ σε μαθητικές παρελάσεις), σε συνδυασμό με την προσπάθεια υποβάθμισης του ρόλου της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης ή και του εξοβελισμού της, έρχεται να ενισχύσει αυτήν την εκτίμηση. Σε ένα τέτοιο πολιτισμικό περιβάλλον η αγγλική επιχειρείται να αποτελέσει de facto επίσημη γλώσσα του κράτους, ως όργανο επικοινωνίας μιας πανσπερμίας λαών (με παράλληλη υπονόμευση της ελληνικής γλώσσας), κάτι που είχε προτείνει ήδη την προηγούμενη δεκαετία η τότε υπουργός Άννα Διαμαντοπούλου. Βλ. σχετ. Ν. Κόμπλας, «Για την κατοχύρωση της ελληνικής ως μοναδικής επίσημης γλώσσας», Ρήξη φ. 124 (18/6/2016), σ. 12.
[51] Κοντογιώργης, ό.π. (2011) (υποσημ. 9), σ. 156. ‒ Απόρροια αυτού του γεγονότος αποτελεί η μεθόδευση από τις δυτικόφρονες ελίτ ‒στο πλαίσιο της ευθυγράμμισης με τα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας‒ του αφελληνισμού του κράτους, δηλαδή της ιδεολογικής του «ουδετεροποίησης», μέσα από τον εξοβελισμό της ελληνικής πολιτισμικής παράδοσης και στοιχείων της ελληνικής ιδιοπροσωπίας γενικότερα, και μετατροπής της χώρας μας σε «χώρο». Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται μεταξύ άλλων η καλλιέργεια της ιδέας για αντικατάσταση της εθνικο-θρησκευτικής εορτής της 25ης Μαρτίου, συμβατικής ημερομηνίας έναρξης του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα του 1821, με εκείνη της επίσημης ίδρυσης του κράτους (Πρωτόκολλο Λονδίνου, 22 Ιανουαρίου / 3 Φεβρουαρίου 1830). Ομοίως, κάποιοι κύκλοι υποστηρίζουν την κατάργηση της επετείου του ΟΧΙ της 28ης Οκτωβρίου 1940 και του αγώνα ενάντια στον ιταλικό φασισμό, γιατί είμαστε ο μόνος ευρωπαϊκός λαός που εορτάζει την έναρξη του πολέμου και την αντίσταση στον ξένο κατακτητή και όχι τη συντριβή του αντιπάλου (άνευ όρων παράδοση της εθνικοσοσιαλιστικής Γερμανίας, 8-9 Μαΐου 1945) ή την απελευθέρωση της πρωτεύουσας του κράτους από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής (12 Οκτωβρίου 1944). Έως τώρα έχει υλοποιηθεί η υποβάθμιση της σχολικής εορτής των Τριών Ιεραρχών, με την κατάργηση της σχετικής αργίας, στο πλαίσιο μίας συστηματικής απόπειρας μετατροπής της δημόσιας εκπαίδευσης σε «ουδετερόθρησκη». Ως γνωστόν, οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες των λαών είναι αντίθετες προς το πνεύμα της παγκοσμιοποίησης και τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα που αυτή εκφράζει. Βλ. σχετ. Θ. Κωτσάκης, «Η δράση Δυτικών μισσιοναρίων στο Αιγαίο (16ος-20ός αι.) και το φαινόμενο του “πολιτιστικού ιμπεριαλισμού”», Νέος Ερμής ο Λόγιος 8 (Φθινόπωρο 2013), σ. 126.
[52] Δραγούμης, ό.π. (υποσημ. 5), σ. 39.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου