Η κάθοδος του δισεκατομμυριούχου Μάικλ Μπλούμπεργκ στη μάχη για το χρίσμα του Δημοκρατικού Κόμματος και κατ’ επέκταση για τη διεκδίκηση του προεδρικού θώκου το 2020, εγείρει υπαρξιακά ζητήματα στο ήδη λαβωμένο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ. Ενεργοποιεί τις τεκτονικές πλάκες της "παλαιότερης σύγχρονης Δημοκρατίας", ξεδιπλώνοντας το πρωτοφανές παιχνίδι αλληλεξάρτησης της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας, με αποτέλεσμα να προτάσσει άθελά της εσχατολογικά διλήμματα.Ο πρώην δήμαρχος της Νέας Υόρκης είναι συνάμα ο πλουσιότερος κάτοικός της και ένατος πλουσιότερος άνθρωπος στον κόσμο με περιουσία που αγγίζει τα 52 δισ. δολάρια. Η υποψηφιότητά του διχάζει το Δημοκρατικό Κόμμα. Ο συνυποψήφιός του πλέον Μπέρνι Σάντερς, ο οποίος και προηγείται στις προτιμήσεις των ψηφοφόρων, δήλωσε αηδιασμένος από την επερχόμενη σύγκρουση των κροίσων, ή έστω από την άμεση διείσδυσή τους στην πολιτική σκηνή. «Με αηδιάζει η ιδέα ότι ο Μάικλ Μπλούμπεργκ, ή οποιοσδήποτε άλλος δισεκατομμυριούχος πιστεύει ότι μπορεί να παρακάμψει την πολιτική διαδικασία και να αγοράσει τις εκλογές».
Ο Μπλούμπεργκ ετοιμάζεται για σφοδρή μετωπική σύγκρουση με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος διαθέτει περιουσία της τάξης των 3,1 δισ. δολαρίων και τον οποίο ελπίζει να εκθρονίσει. Και αυτό παρ’ ότι, κατά πολλούς, ανήκει στη σχολή του σημερινού προέδρου. Συγκαταλέγεται δηλαδή στους δισεκατομμυριούχους επιχειρηματίες που υπόσχονται ότι, αν εκλεγούν, θα διοικήσουν το κράτος-κυβέρνηση λίγο έως πολύ όπως τις επιχειρήσεις τους. Με άλλα λόγια, επικαλούνται τις επιχειρηματικές τους επιτυχίες σαν πολιτικές αρετές.
Ο πρώην δήμαρχος αρέσκεται να δηλώνει ότι είναι πιο επιτυχημένος από τον Τραμπ, ο οποίος «δεν είναι τόσο πλούσιος, μολονότι ξεκίνησε την επιχειρηματική του δραστηριότητα, έχοντας ως βάση τα εκατομμύρια του πατέρα του». Όταν, μάλιστα, σε συνέντευξή του ρωτήθηκε για το ποια είναι η διαφορά του να διευθύνει κάποιος μια τεράστια επιχείρηση και μια τεράστια πόλη, εκείνος απάντησε: «δεν νομίζω ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές. Κυρίως, ότι στις επιχειρήσεις προσπαθείς να μεγιστοποιήσεις τη διαφορά μεταξύ εισοδήματος και δαπανών».
Απέναντι στον "μικρό Μάικλ"
Το σημαντικότερο είναι ότι ο Μπλούμπεργκ επενδύει πολλά από τα εκατομμύριά του στην υλοποίηση των πολιτικών φιλοδοξιών του, όπως ακριβώς έκανε και ο νυν πρόεδρος. Σε ανάρτησή του κάποιους μήνες νωρίτερα, ο Τραμπ είχε σηκώσει το γάντι: «Δεν υπάρχει τίποτα που θα ήθελα περισσότερο από το να κατέβω υποψήφιος απέναντι στον μικρό Μάικλ».
Η ανακοίνωση της υποψηφιότητάς του "μικρού Μάικλ" πάντως δεν έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία. Ο αυτοδημιούργητος μεγιστάνας είχε αφήσει ανοιχτό το ενδεχόμενο. Ο περασμένος χρόνος σημαδεύτηκε από πολλά πισωγυρίσματα, ενώ υπήρξε και περίοδος που φάνηκε να καταλαγιάζει η επιθυμία του να λάβει μέρος στις εκλογές. Πριν, όμως, επιβεβαιώσει επισήμως την επάνοδό του στην πολιτική, είχε προϊδεάσει το κοινό.
Σε μία «σπάνια στιγμή αυτοκριτικής» είχε ζητήσει συγγνώμη για ένα πρόγραμμα της αστυνομίας, δικής του εμπνεύσεως. Το πρόγραμμα stop-and-frisk που είχε θεσμοθετηθεί την περίοδο που εκείνος ήταν δήμαρχος επέτρεπε στην αστυνομία της Νέας Υόρκης να σταματάει και να ασκεί επιτόπιες έρευνες σε τυχαία άτομα στο δρόμο. Είχε θεωρηθεί μέτρο αποτροπής, αλλά τα μετέπειτα στοιχεία έδειξαν ότι κατά τη διάρκεια του είχαν στοχοποιηθεί κυρίως ισπανόφωνοι και Αφροαμερικανοί.
«Η τακτική αυτή επηρέασε δυσανάλογα τις μαύρες και λατινοαμερικανικές κοινότητες και τελικά θεωρήθηκε ως πολιτική έμμεσης φυλετικής στοχοποίησης ακόμα από έναν ομοσπονδιακό δικαστή, οπότε ήταν λάθος», δήλωσε ο Μπλούμπεργκ κατά τη διάρκεια μίας προεκλογικού τύπου εμφάνισής του σε μία εκκλησία του Μπρούκλιν για Αφροαμερικανούς.
Ενδίδοντας στον πειρασμό
Αυτά ήταν κάποια από τα πρώτα σημάδια ότι οι σειρήνες της πολιτικής, σαν υπερφυσικά γυναικεία ομηρικά όντα, τον έθελγαν. Στις ενδιάμεσες εκλογές του 2018 έβαλε γερά το χέρι στην τσέπη για να βοηθήσει τους Δημοκρατικούς να κερδίσουν. Χρηματοδότησε πολλές τηλεοπτικές διαφημίσεις και εκστρατείες στα σόσιαλ μίντια. Τελικά ενέδωσε στον πειρασμό. Εφεξής δεν θα περιορίζεται στον ρόλο του χρηματοδότη των Δημοκρατικών. Από τα παρασκήνια ορμάει με φόρα στο προσκήνιο που τόσο δείχνει να αγαπά.
Για του λόγου το αληθές, αγόρασε τηλεοπτικό χρόνο αξίας 31 εκατ. δολαρίων σε περίπου 20 αμερικανικές Πολιτείες, έτσι ώστε να ανακοινώσει την υποψηφιότητά του. Είχε υιοθετήσει την ίδια ακριβώς τακτική, σχεδόν δύο δεκαετίες νωρίτερα. Τότε που χωρίς να έχει προηγηθεί ανακοίνωση, εμφανίστηκε στα τηλεοπτικά δίκτυα μία διαφήμιση με τον ίδιο να δηλώνει: «ονομάζομαι Μάικλ Μπλούμπεργκ και είμαι υποψήφιος για δήμαρχος».
Τα 31 εκατ. δολάρια είναι το μεγαλύτερο ποσό που έχει «με τη μία» ξοδέψει ποτέ υποψήφιος για τη διαφήμισή του. Δεύτερος και καταϊδρωμένος στη λίστα είναι ο Μπαράκ Ομπάμα. Κατά τη διάρκεια της τελευταίας εβδομάδας της προεκλογικής του εκστρατείας το 2012, δαπάνησε 25 εκατ. Η διαφορά, όμως, είναι ότι τα χρήματα αυτά δεν βγήκαν από την τσέπη του, αλλά συγκεντρώθηκαν μέσω μικρών και μεγάλων χορηγιών.
Ο 77χρονος επιχειρηματίας δεν έχει ανάγκη να πείσει κανέναν να τον χρηματοδοτήσει. Βρίσκεται στην ευχάριστη θέση να αποτελεί χορηγό του εαυτού του. Εμφανίζεται αποφασισμένος να επενδύσει μεγάλο μέρος της περιουσίας του στην καμπάνια του. Τα πρώτα δείγματα καθιστούν σαφές ότι αγνοεί τους συνυποψηφίους του και στοχεύει τον ίδιο τον Πρόεδρο.
Αντιπαρατίθεται, μάλιστα, στο προεκλογικό σλόγκαν και μετέπειτα κυβερνητικό δόγμα του 45ου προέδρου των ΗΠΑ «America First» (πρώτα η Αμερική). Αυτό είναι που ενσαρκώνει την ψυχή μιας άλλης Δεξιάς. Αντιθέτως, ο Μπλούμπεργκ κινείται στο «rebuilt America» (Ανοικοδομώ την Αμερική).
Τα κοινά στοιχεία Τραμπ-Μπλούμπεργκ
Τις τελευταίες ημέρες πολλοί αναδεικνύουν τα κοινά μεταξύ Τραμπ και Μπλούμπεργκ, ακόμα και στο επίπεδο των ιδιαίτερων αισθητικών προτιμήσεων. Αμφότεροι αγαπούν το σολάριουμ. Άτομα που έχουν γνωρίσει τον Μπλούμπεργκ ισχυρίζεται ότι δεν θα αγνοήσει ποτέ ένα καλό μαύρισμα, ρωτώντας τους συνομιλητές του «πού το απέκτησαν;» Μία δημοσιογράφος θυμάται ότι αν και ο ίδιος ήταν εμφανώς πιο μαυρισμένος, ασχολήθηκε περισσότερο από δέκα λεπτά με το δικό της ελαφρύ χρώμα που είχε αποκτήσει ύστερα από ολιγοήμερες διακοπές.
Τα λευκά δόντια, το τσιτωμένο δέρμα που υπονοεί αισθητικές παρεμβάσεις και το κοστούμι-στολή που επιλέγουν και οι δύο, ανήκουν επίσης στα κοινά. Ο πρώην δήμαρχος έχει παραγγείλει σχεδόν εκατό χειροποίητα μπλε σκούρα κοστούμια, ώστε να μην χρειάζεται να χάνει χρόνο κάθε ημέρα. Διακριτικές ρίγες, χαραγμένα τα αρχικά του και πάντα καλογυαλισμένα παπούτσια, τα οποία έρχονται απευθείας και αποκλειστικά για εκείνον από τη Νάπολη της Ιταλίας.
Στην προεκλογική του εκστρατεία μοιάζει αποφασισμένος να προβάλει την ταπεινή καταγωγή του. «Δεν έχω πάει ποτέ διακοπές με την οικογένειά μου. Δεν είχαμε τέτοια πολυτέλεια, δεν έφταναν ποτέ τα χρήματα. Υπήρχε μια οικογένεια στη γειτονιά μας, οι Κόνολις, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που γνωρίζαμε ότι είχαν ένα σπίτι διακοπών».
Πλέον, διαθέτει τέσσερα ανακτορικού τύπου εξοχικά, αξίας 15 εκατ. δολαρίων το καθένα. Μεταξύ άλλων έχει και ένα κτίριο στο Λονδίνο, η αξία του οποίου ανέρχεται στα 20 εκατ. δολάρια. Ο ίδιος έχει δηλώσει ότι από τότε που έγινε δήμαρχος δεν επισκέφτηκε κανένα από αυτά. Και αυτό παρ’ ότι έχει ούτε ένα, ούτε δύο, ούτε τρία, αλλά τέσσερα δικά του αεροπλάνα.
Μεγιστάνας των Μίντια
Με ιδιαίτερο πείσμα, ο Μπλούμπεργκ έκανε το ντεμπούτο του στη λίστα με τους 400 πλουσιότερους ανθρώπους της Αμερικής το 1992. Η περιουσία του τότε δεν ξεπερνούσε τα 350 εκατ. δολάρια. Η αρχή έγινε μετά τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ. Εργάστηκε για πάνω από δεκαετία στην επενδυτική τράπεζα Salomon Brothers. Οι συνάδελφοί του τον περιγράφουν ως δαιμόνιο και εξπέρ στο να βγάζει χρήματα.
Όταν απολύθηκε το 1981, έλαβε αποζημίωση 10 εκατ. δολαρίων. Η ίδρυση της πρώτης δικής του εταιρείας χρηματοοικονομικού λογισμικού σηματοδότησε την οικονομική του άνθηση. Η επιρροή του, όμως, εκτοξεύτηκε με το ομώνυμο δίκτυο που τον μετέτρεψε σε μεγιστάνα των Μίντια, με το "Δελτίο Μπλούμπεργκ". Ξεκίνησε από 20 συνδρομητές. Οι γνωρίζοντες ισχυρίζονται ότι την περίοδο εκείνη ο πολυμήχανος επιχειρηματίας συνειδητοποίησε την ποιοτική διαφορά μεταξύ του πλούτου και της σοφής χρήσης αυτού, ώστε να κατακτήσει κάποιος πραγματική εξουσία.
Οι τρομοκρατικές επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου αποτέλεσαν το έναυσμα, το οποίο ανέμενε. Έθεσε υποψηφιότητα για να διαδεχτεί τον Ρούντι Τζουλιάνι στον δήμο της Νέας Υόρκης. Εκείνη την εποχή δήλωνε φιλελεύθερος σε ό,τι αφορά στα κοινωνικά ζητήματα, αλλά συντηρητικός σε ό,τι έχει να κάνει με την ασφάλεια και την οικονομική διαχείριση.
Όταν εξασφάλισε την στήριξη των Ρεπουμπλικάνων, όρμησε λυσσαλέα εναντίον των Δημοκρατικών αντιπάλων του. Την εποχή εκείνη, την χαρακτηρίζουν εμφύλιο, μιας και ο ίδιος προερχόταν από τον χώρο των Δημοκρατικών, πριν προσχωρήσει στους Ρεπουμπλικάνους. Είχε τότε πλασαριστεί σαν εκλεκτός του δημάρχου Ρούντολφ Τζουλιάνι. Κατάφερε να εκλεγεί και να ολοκληρώσει τρεις θητείες, απολαμβάνοντας μεγάλη δημοτικότητα.
Ο δήμαρχος του τουρισμού και της ασφάλειας
Οι επικριτές του τον χαρακτήριζαν "δεσποτικό", αλλά επί των ημερών του ο τουρισμός στη Νέα Υόρκη εκτοξεύθηκε, το ίδιο και η ασφάλεια. Οι Δημοκρατικοί τον κατηγορούν ότι αγνόησε τα συμφέροντα των ντόπιων και κυρίως όσων ανήκαν στην εργατική τάξη, πολλά μέλη της οποίας είχαν τότε εγκαταλείψει το Μανχάταν. Παρ’ όλα αυτά, δεν ήταν λίγα τα έργα που εορτάστηκαν, μεταξύ των οποίων και η κατασκευή ενός αθλητικού κέντρου στο Μπρούκλιν που αναβάθμισε την περιοχή.
Στην τρίτη θητεία του εξελέγη ως ανεξάρτητος. Την περίοδο εκείνη είχε ταχθεί υπέρ των αμβλώσεων, των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων και αγωνιζόταν για τον έλεγχο της οπλοκατοχής. Αγωνίζεται επίσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και από το 2014 είναι ειδικός πρεσβευτής του ΟΗΕ για το κλίμα.
Στα δώδεκα χρόνια που έμεινε στο τιμόνι της Νέας Υόρκης, σύμφωνα με την εφημερίδα New York Times, αποτέλεσε εξαίρεση. Όχι μόνο δεν πλούτισε, αλλά ξόδεψε 650 εκατ. δολάρια από την προσωπική του περιουσία. Είχε κερδίσει τις εντυπώσεις από το γεγονός ότι δεν είχε δεχθεί ούτε τα 2,7 εκατ. δολάρια που θα έπαιρνε ως μισθό σε όλη του τη θητεία.
Ένας υποψήφιος για τον παράδεισο
Παρ’ όλα αυτά, ο Μπλούμπεργκ δεν χαρακτηρίζεται από ταπεινοφροσύνη. Το 2017 δήλωνε ότι έχει ήδη κερδίσει μια θέση στον παράδεισο, επειδή «έσωσε εκατομμύρια ζωές» χάρη στον αγώνα του κατά του καπνίσματος. «Όταν θα πάω στον ουρανό, δεν είμαι βέβαιος ότι θα χρειαστεί να περάσω από συνέντευξη. Νομίζω ότι θα μπω κατευθείαν μέσα», είχε πει τότε στο τηλεοπτικό δίκτυο CBS.
Πιθανότατα αναφερόταν και στα 263 εκατ. δολάρια που έχει δαπανήσει σε φιλανθρωπίες: για την τέχνη, την υγεία και τον πολιτισμό. Λέγεται, επίσης ότι φροντίζει ιδιαίτερα τους συνεργάτες του, για τους οποίους πάντα εξασφαλίζει φαγητό ίδιο με το δικό του και δεν είναι λίγες οι φορές που έχει παραχωρήσει τα ιδιωτικά του τζετ για τις μετακινήσεις τους.
Όλα αυτά θα προσπαθήσει να προωθήσει ο άνθρωπος που θα τρέξει την καμπάνια του και δεν είναι άλλος από τον πρώην γενικό διευθυντή μάρκετινγκ του Facebook Γκάρι Μπρινγκς. Είχε αποχωρήσει από την εταιρεία ένα χρόνο νωρίτερα, υποστηρίζοντας ότι από εδώ και στο εξής θέλει να συμβάλει στη νίκη του Δημοκρατικού Κόμματος στις εκλογές του 2020. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο «μάγος των σόσιαλ μίντια και της επικοινωνίας» θα έχει στη διάθεσή του 100 εκατ. δολάρια. Όπως είναι φυσικό, τόσο οι εσωκομματικοί του αντίπαλοι στο Δημοκρατικό κόμμα, όσο και ο ίδιος ο Τραμπ, τον αντιμετωπίζουν ως μεγάλη απειλή.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου