Κάτω από αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι η όποια αναδιάρθρωση των πανεπιστημίων ουδέν ουσιαστικό νόημα έχει, αν μέσα από αυτήν δεν αναδυθούν άμεσα ένα ή δύο Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, που θα πληρούν τις αναγκαίες διεθνείς προδιαγραφές ακαδημαϊκής ποιότητας, έτσι ώστε να συμπεριληφθούν στην επόμενη διεθνή κατάταξη μεταξύ των καλυτέρων πανεπιστημίων παγκοσμίως.
Ξεκινώντας με βάση την αρχή ότι το πανεπιστήμιο είναι πρωτίστως η ποιότητα των ακαδημαϊκών διδασκάλων και ερευνητών του, και δευτερευόντως η υλικοτεχνική του υποδομή, θεωρώ ότι μια θεσμική ρύθμιση μετάταξης των ικανότερων καθηγητών (που θα προκύψουν από μίαν ταχύρρυθμη κρίση όλων των πανεπιστημιακών διδασκόντων από διεθνούς επιπέδου επιτροπές, με κριτήρια αυστηρώς ακαδημαϊκά και καθόλου «αγοραία») σε ένα ή δύο προεπιλεγμένα από την πολιτεία ιδρύματα για να αποτελέσουν τις ακαδημαϊκές ναυαρχίδες της χώρας, θα επιτρέψει την στελέχωσή τους με ήδη υπάρχον λαμπρό ανθρώπινο δυναμικό, που σήμερα βρίσκεται διάσπαρτο μέσα στο εντροπικό περιβάλλον της πληθωριστικής πανεπιστημιακής φούσκας των χιλίων (καθ’ υπερβολήν καλουμένων) ανωτάτων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και της μιας Ακαδημαϊκής Νυκτός.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι η εμπράγματη αποδοχή από πλευράς πολιτείας ότι το πανεπιστήμιο οφείλει από τη φύση του να είναι ένα πνευματικό κέντρο αριστείας (centre of excellence). Ως εκ τούτου αποτελεί έναν αριστοκρατικό θεσμό, με την ορθή ετυμολογία του όρου, και είναι συμφυές με την έννοια του ελιτισμού, η οποία συνήθως διασύρεται ως έννοια απειλούσα «τα δίκαια των λαϊκών τάξεων». Αντιθέτως όμως, η αποδοχή της αναγκαιότητας του καλώς νοουμένου ελιτισμού, απότοκου της επιβαλλόμενης αξιοκρατίας στην παιδεία, και η επέκτασή του στην δόμηση όχι μόνο πρότυπων δημόσιων ΑΕΙ αλλά και πρότυπων δημόσιων σχολείων μέσης εκπαίδευσης (όπως παλαιότερα το Βαρβάκειο, το Α΄ Πρότυπο Γυμνάσιο, το Πειραματικό και ολιγάριθμα συναφή), ισομερώς κατανεμημένων χωροταξικά στις μεγάλες πόλεις της ελληνικής περιφέρειας, θα έδιναν την ευκαιρία στους πνευματικά ικανούς Έλληνες, ανεξαρτήτως της οικονομικής τους επιφάνειας, να φοιτήσουν και να αποκτήσουν υψηλή ποιοτική παιδεία, εμπλουτίζοντας έτσι τον κοινωνικό μας ιστό με δομικούς λίθους ήθους, μόρφωσης και δεξιότητας για την ανοικοδόμηση και ανασυγκρότηση μιας Νέας Ελλάδας.
Δεν χρησιμοποιώ τον όρο «Νέα Ελλάδα» τυχαία. Γιατί η επιστήμη, η κάθε επιστήμη, μπορεί να είναι παγκόσμιο απόκτημα και αγαθό, μπορεί ως εκ τούτου να μην έχει πατρίδα, αλλά οι επιστήμονες, όλοι οι επιστήμονες, έχουν και πατρίδα και εθνικότητα. Κατά την γνώμη μου δεν νοείται σήμερα, κάτω από τις δύσκολες οικονομικές και εθνικές συγκυρίες, να υπάρχει σχολείο, να υπάρχει πανεπιστήμιο, που να μην εδράζεται, να μην εκτρέφεται, και να μην εκπέμπει το ελληνικό πνεύμα που εκπορεύεται από τις βαθύτερες ρίζες του ελληνισμού, οι οποίες και προσδιορίζουν τα πεπρωμένα του έθνους μας. Και δεν νοείται σήμερα, την στιγμή που σχολεία της αλλοδαπής, ακόμα και πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, εισάγουν στο εγκύκλιο πρόγραμμά τους την αρχαία ελληνική γλώσσα, και την στιγμή που κάθε διεθνές πανεπιστημιακό σύγγραμμα της Επιστήμης, των Γραμμάτων και των Τεχνών ανάγεται πάντα στην εισαγωγή του (αποδίδοντας συγχρόνως και τα οφειλόμενα εύσημα) στα αρχαία ελληνικά επιτεύγματα, επί των οποίων στηρίχθηκε και επί τη βάσει των οποίων εξελίχθηκε το αντικείμενο που μελετά, εμείς εδώ στην Ελλάδα να αγνοούμε, να υποβαθμίζουμε, και να υποτιμούμε την αρχαία ελληνική γλώσσα, μητέρα όχι μόνο των γλωσσών του δυτικού κόσμου, αλλά και των ιδεών, της μεθοδολογίας, της πνευματικής συγκρότησης και των τρόπων σκέψης που οικοδόμησαν και οικοδομούν τον σύγχρονο πολιτισμό της ανθρωπότητας.
Ως παράδειγμα (προς μίμηση) επιτυχούς εφαρμογής της ανωτέρω συλλογιστικής, αναφορικά με την διαπαιδαγώγηση επί τη βάσει ιστορικών πολιτιστικών προτύπων, υπενθυμίζω την σύγχρονη επικυριαρχία μεγάλης κλίμακος της εβραϊκής διανόησης, σε όλους τους τομείς του επιστητού, η οποία κυρίως απορρέει από την πεποίθηση που της ενσταλάζεται και της εμφυσείται από μικρή ηλικία, ότι ανήκει σε έναν επίλεκτο λαό με ιερή αποστολή μέσα σε έναν κόσμο ο οποίος δεν είναι προϊόν τύχης αλλά εντελέχειας.
Στα πλαίσια αυτά, εγγενές στοιχείο του προγράμματος σπουδών σε ολόκληρο το φάσμα της Ανωτάτης Παιδείας, θα έπρεπε να είναι ένα εξαμηνιαίο τουλάχιστον μάθημα αρχαίας ελληνικής με πρωτότυπα κείμενα σχετικά με την διδασκόμενη ειδικότητα, συμπεριλαμβανομένων των Θετικών, Ιατρικών και Τεχνολογικών Επιστημών, από τις οποίες σήμερα απουσιάζει ολοσχερώς (για παράδειγμα Ιπποκράτης στην Ιατρική και την Φαρμακευτική, Προσωκρατικοί φιλόσοφοι για τους Φυσικούς, Πυθαγόρας και Ευκλείδης για τους Μαθηματικούς, Αρχιμήδης για τους Μηχανικούς, Ξενοφών για τους Οικονομολόγους, Θουκυδίδης για τους Πολιτικούς Επιστήμονες, Πλάτων και Αριστοτέλης για όλους και για όλα).
Σχολείο και Πανεπιστήμιο θα πρέπει σήμερα να συμβάλλουν εκ νέου, κατά τρόπο καθοριστικό, στην ανάδυση ενός πλέγματος αρχών και αξιών που θα αναγάγουν τις αποκτούμενες και απαραίτητες εκπαιδευτικές γνώσεις, δεξιότητες, εμπειρίες, πρακτικές, και μετανεωτερικές καινοτομίες αιχμής, σε μοχλούς ενάρετης άσκησης των λειτουργημάτων, των δράσεων και των παραγωγικών δυνατοτήτων της κοινωνίας μας. Σχολείο και Πανεπιστήμιο δεν θα πρέπει μόνο να συντονισθούν, να συμπορεύονται, και να συμπαράγουν ή και να καινοτομούν, μέσα στα πλαίσια της σύγχρονης επιστήμης και τεχνολογίας, αλλά θα πρέπει παράλληλα μέσα από την επαφή με την συνέχεια, την συνεκτικότητα, και την εντελέχεια της φιλοσοφημένης σκέψης των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και την ευλάβεια, την ψυχοστατική γαλήνη, και την υπερβατικότητα των Πατερικών κειμένων, να καλλιεργούν και να διαμορφώνουν την τροχοπέδη στην αλαζονεία της ανθρώπινης σκέψης και δράσης, τον σεβασμό απέναντι στην ιερότητα της φύσης και του δημιουργού της, την αισθητική του περιβάλλοντος χώρου, αλλά και την μεγαλοσύνη και μεγαλοπρέπεια που πολλές φορές εμπερικλείει το μικρό και η λεπτομέρεια. Για να δομηθεί ένα τέτοιο Πανεπιστήμιο, και συνακόλουθα ένα ανάλογο Σχολείο (μια και το Πανεπιστήμιο είναι ο τροφοδότης των δασκάλων του), που θα θεμελιώσουν μια Νέα Ελλάδα, απαιτείται ένα φιλοσοφημένο αρχιτεκτονικό σχέδιο, μια ρέουσα δυναμική ενός συνεχούς μορφωτικού πεδίου, που θα αγκαλιάζει το παρελθόν για να διασφαλίσει το μέλλον.
Κανείς δεν διανοείται να αρνηθεί τα απαραίτητα οικονομικά κριτήρια ανταποδοτικότητας (υπό μορφήν απτών προϊόντων της γνώσης) που θα πρέπει να διέπει μια τέτοια προσπάθεια, ούτε τις άμεσες κοινωνικές και αναπτυξιακές ανάγκες που θα πρέπει να υπηρετήσει. Θα ήταν όμως μυωπικό να σταθεί κανείς μόνο στην οικονομική θέαση και ερμηνευτική των πραγμάτων. Στόχος του Πανεπιστημίου δεν είναι, και δεν πρέπει να είναι, μόνον οι συνεχώς μεταβαλλόμενες και εν πολλοίς επίπλαστες και υποβολιμαίες ανάγκες της αγοράς, όπως αυτές προκύπτουν από την χειραγώγηση της καταναλωτικής συμπεριφοράς των μαζών, ούτε φυσικά η μαζική παραγωγή και μονομερής διαμόρφωση (ή καλύτερα παραμόρφωση) του homo economicus cretinus, του οικονομημένου τεχνοβάρβαρου μέσα σε ένα άμορφο πολυπολιτισμικό (πρακτικά πολυβάρβαρο) κοινωνικό ρευστό. Στους στόχους του Ελληνικού Πανεπιστημίου πρέπει να συμπεριλαμβάνεται και η σφυρηλάτηση του ανθρωπιστικού πνέυματος τού «συνανήκειν» σε αυτό το έθνος, παράλληλα με την καλλιέργεια της όποιας δεξιότητας, εκπαίδευσης, πρακτικής εξάσκησης, καινοτόμου σκέψεως και εξειδικευμένης γνώσης, απαραίτητων για να το καταστήσουν λειτουργικό στην πράξη. Γιατί σε τελευταία ανάλυση, η πράξη είναι εκείνη που μετράει.
Η Νέα Ελλάδα δεν θα ανατείλει με το να ανεμίζουμε την γαλανόλευκη και να εγκλωβιζόμαστε μόνο στην ρητορική της αρχαιότητας. Η Νέα Ελλάδα θα γίνει νέα, όταν καταστεί αποτελεσματική, επιδεικνύοντας την προσαρμοστική και απορροφητική ικανότητα η οποία χαρακτηρίζει διαχρονικά την ευελιξία του ρηξικέλευθου ελληνικού πνεύματος, αναφορικά με τα σύγχρονα επιτεύγματα και τις νεωτερικές και μετανεωτερικές προοπτικές της ανθρώπινης γνώσης. Για να γίνει όμως αποτελεσματική, απαιτείται η αίσθηση της αποστολής, προσπάθεια, επιμονή, εργασία, ιδρώτας, προσήλωση, και προπαντός πίστη. Πίστη στην μακραίωνα ιστορία μας, πίστη στον εαυτό μας και την συνέχεια του γένους μας, στην κυτταρική μνήμη, αλλά και την μεταφυσική μας δύναμη που μας σπρώχνει στην περιπέτεια τής δύσκολης ανάβασης στο όρος, με την ελπίδα ότι στην κορυφή θα βρούμε – επί τέλους – τον Ναό.
Χρίστος Γούδης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Πατρών Διευθυντής Ινστιτούτου Αστρονομίας και Αστροφυσικής Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου