Από το βιβλίο του «Από την εθνοκτονία στην Αφύπνιση – Αντίλογος στη Σοφιστική της Νέας Τάξης» - 2016, εκδόσεις Πελασγός.
Ἡ οίκουμενικότητα ὡς θεωρία καί πρακτική εἶναι ἑλληνικῆς ἐμπνεύσεως.
Οἱ Στωϊκοί φιλόσοφοι ἔδωσαν στήν ἔννοια τῆς οἰκουμένης = γῆς, συστηματική θέση στό ἠθικό τους σύστημα. Τό αὐτό ίσχύει καί γιά τήν ἔννοια τοῦ ἑνός κόσμου πού κατοικεῖται ἀπό πολίτες, ἤτοι τῆς κοσμοπόλεως: «Μή κατά πόλεις μηδέ κατά δήμους οίκῶμεν…ἀλλά πάντας ἀνθρώπους ἡγώμεθα δημότας καί πολίτας, εἷς δέ βίος ἧ καί κόσμος, ὥσπερ ἀγέλης συννόμου νόμῳ κοινῷ συντρεφομένης». (Ζήνων-ἀναφέρεται ἀπό τόν Πλούταρχο στό «περί τῆς Ἀλεξάνδρου τύχης ἤ ἀρετῆς» Ι, 6,329β. Ἐπίσης στό ἴδιο ἔργο, ψ, ἀναφέρεται σχετικά: «Καί δή ἕνα μέν εἶναι τόν κόσμον, συμπολιτεύεσθαι δ’ ἐν αὐτῷ θεούς καί ἀνθρώπους, δικαιοσύνης μετέχοντας φύσει»). Ὡς γνωστόν ὁ Ἀλέξανδρος Φιλίππου, ἔνοπλος σκαπανεύς τῆς οίκουμενικότητας καί τοῦ κοσμοπολιτισμοῦ, μέ τήν πολιτική πρακτική του ὁδήγησε ὅλα τά ἔθνη πού τόν συνάντησαν – ἤ πολλές φορές καί μόνο τόν ἀφουγκράσθηκαν – στίς μεγάλες αὐτές ἀξίες τῆς Ἑλληνικῆς Παιδείας.
Παρά ταῦτα τήν τελευταία δεκαετία ἡ Ἑλλάδα ἀποδομεῖται ἐκ τῶν ἔνδον καί ἄνω ἀπό τήν προπαγάνδα περί μίας δῆθεν ἀντίθεσης «ἑλληνοκεντρισμοῦ» καί «κοσμοπολιτισμοῦ». Ὁ ἔξωθεν ἐπιδοτούμενος προγραμματικός στόχος σχολικῆς διδασκαλίας, ὅπως αὐτή μεθοδεύεται ἀπό τό ὑπουργεῖο παιδείας, εἶναι ἡ δημιουργία «εὐρωπαίων πολιτῶν – πολιτῶν τοῦ κόσμου» οἱ ὁποῖοι βρίσκονται δῆθεν σέ ἀντίθεση μέ ἕνα δῆθεν ἐπαρχιώτικο, στενόκαρδο, τοπικιστικό ἑλληνοκεντρισμό. Ἐν ὄψει δέ τοῦ ὅτι οὔτε ἡ Εὐρώπη ὡς ἔννοια ὑφίσταται ἄν ἀφαιρεθεῖ ὁ Ἑλληνισμός, (ὁ ὁποῖος ὅπως γνωρίζει ὅλος ὁ πολιτισμένος κόσμος στόν πλανήτη πρῶτος ἐδίδαξε τήν οἰκουμενικότητα) γίνεται πασιφανής ἡ βαρβαρότητα τοῦ κατ’ ἐπίφασιν μόνο ἑλληνικοῦ ὑπουργείου παιδείας. Τό αὐτό ἰσχύει γιά τά συνδικαλιστικά ὄργανα τῶν ἐκπαιδευτικῶν καί τούς πολιτικούς σχηματισμούς ἐντός καί ἐκτός κοινοβουλίου πού προωθοῦν τό ἐν λόγῳ ψεῦδος.
Μένει δέ κανείς ἔκθαμβος ἀπό τήν ἀποκοτιά τοῦ ἐγχειρήματος νά ἐπιβληθεῖ ἡ χονδροειδής ἀναίρεση τῆς ἀλήθειας τοῦ Ἑλληνισμοῦ στούς ἴδιους τούς Ἕλληνες, παρά τήν λυσσώδη ἀντίσταση πού θά περίμενε κανείς ἀπό αὐτούς.
Θά ἐπανακάμψουμε στό ζήτημα αὐτό, ἀφοῦ προηγουμένως ἀναφερθοῦμε σέ μία ἄλλη προϋπόθεση τῆς οίκουμενικότητας κατά τούς ἀρχαίους στωϊκούς, ἤτοι τήν ἰδέα μίας φιλοσοφικῆς ἀνθρωπολογίας, στό πλαίσιο τῆς ὁποίας συγκροτεῖται ἡ ἐνότητα ἑνός ἀνθρωπίνου γένους μέσω τῆς εἰδοποιοῦ διαφορᾶς πού ὁρίζεται ὡς ΛΟΓΟΣ. Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, Ἕλληνες ἤ βάρβαροι, πλούσιοι ἤ φτωχοί, λευκοί ἤ μαῦροι, ἐλεύθεροι ἤ δοῦλοι κ.λ.π. διά τοῦ Λόγου μετέχουν σέ κοινές ἔννοιες, οἱ ὁποῖες ἀποτελοῦν τήν βάση τῆς ἐσωτερικῆς συνεννόησης τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ὁ Λόγος εἶναι τό δεσπόζον μέρος τῆς ψυχῆς, τό ἡγεμονικόν, πού εἶναι ἐπίσης ἡ πηγή τῆς ἡθικῆς ζωῆς. Ὅπως τό ἀντελήφθησαν καί οἱ μεγάλοι τῆς Σωκρατικῆς παράδοσης, Πλάτων καί Ἁριστοτέλης, ὁ Λόγος εἶναι τό σημεῖο καταγωγικῆς ταύτισης τοῦ Ἀνθρώπου μέ τό Θεῖον. Εἶναι ὁ τίτλος εὐγενείας τοῦ Ἀνθρώπου ἀπέναντι σέ ζῶα καί φυτά, (μαζύ μέ τά ὁποῖα ἡ ἀνθρώπινη φύσις εἶναι κοινωνός δύο γνωρισμάτων, τοῦ φυτικοῦ καί τοῦ ὀρεκτικοῦ), εἶναι ἡ συστηματική ανθρωπολογική θεμελίωση του ανθρωπισμού, όπως αυτός περιεκτικά εκφράζεται στό «πάντων πραγμάτων μέτρον άνθρωπος» του σοφιστικου κινήματος.
Η αρχαία ανθρωπολογία μέ κορωνίδα τόν ανθρωπισμό θέτει τήν παιδεία στό επίκεντρο της προσπάθειας νά άναδείξει ο άνθρωπος τήν αλήθεια απ' το πού πραγματικά εἶναι διά τῆς ἀσκήσεως τῆς Ἀρετῆς. Στόν πληθυντικό ἀριθμό οἱ ἀρετές χωρίζονται κατά τόν Ἀριστοτέλη (Ἠθικά Νικομάχεια) σέ πρακτικές καί διανοητικές. Οἱ τελευταῖες προϋποθέτουν τίς πρῶτες καί ὁλοκληρώνουν τήν ὡρίμανση τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος κατά τούς Στωϊκούς ἐνυπάρχει ὡς σπερματικός λόγος σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Ἡ Φιλοσοφία εἶναι τό τελειότερο ἐργαλεῖο γιά τήν ἀνάπτυξη τοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος συνεπάγεται γνῶσιν τοῦ Ἀγαθοῦ καί ὁδηγεῖ, κατά τόν Ἀριστοτέλη, στόν αὐτοσκοπό τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης, τήν εὐδαιμονία, (σήμερα λέγεται, ὄχι πολύ εύστοχα εὐτυχία).
Ἡ ἑλληνική σύλληψη τῆς κεντρικῆς σημασίας τῆς Παιδείας γιά τήν τελείωση τοῦ Ἀνθρώπου ἀποτελεῖ, κατά τήν ἄποψή μου, κλειδί γιά τήν ἑρμηνεία τῆς τεράστιας ἐξάπλωσης τῶν ἑλληνικῶν ἀξιῶν στήν οἰκουμένη: μίας ἐξάπλωσης ἡ ὁποία δέν ἐξηγεῖται μέ τήν κατάκτηση διά τῶν ὅπλων, ἀλλά μέ τήν ἐθελοντική προσέλευση καί τήν μέθεξη τῶν λαῶν στήν ἑλληνική παιδεία, ὡς λυτρωτικῆς προσφορᾶς στούς ἀνθρώπους ὡς ἀνθρώπους, ἀνεξαρτήτως κοινωνικῆς τάξεως, φυλῆς, θρησκείας καί λοιπῶν διακρίσεων, πού τούς κρατοῦσαν δέσμιους ἀπό τήν ἀπαρχή τοῦ χρόνου. Ἡ μέθεξη στήν ἑλληνική παιδεία ἔκανε τούς προσηλύτους νά ἀναφωνήσουν «εἴμαστε ὅλοι Ἕλληνες!» μέ τήν ἴδια ἔννοια κατά την ὁποία π.χ. ὁ πρόεδρος Κέννεντυ ἀναφώνησε «εἴμαστε ὅλοι Βερολινέζοι!», δηλαδή ὅτι μετέχουμε ἐπειδή τό θέλουμε, προαιρετικά, στίς ἀξίες τῆς ἐλευθερίας, τῆς αὐτονομίας καί τῆς ἀλήθειας πού συμβολικά ἐνσαρκώνουν οἱ Ἕλληνες, ὅτι ὑπερασπίζουμε, ἄν τό θέλετε, τίς ἑλληνικές ἀξίες ὡς μέγιστο ἀτομικό ἤ συλλογικό μας θησαυρό. Θησαυρό ποίων;
Μά ἡμῶν τῶν ἀπανταχοῦ φιλελλήνων Ρωμαίων, Ἰσραηλιτῶν, Περσῶν, Ἰνδῶν, Πάρθων, Ἀρμενίων, Ἀράβων, Εὐρωπαίων, κ.λ.π. Ὁ ἑλληνισμός, ὄχι ὡς ἀλλοτρίωση ἀπό τήν δική μας ἱστορική ταυτότητα, ἀλλά ὡς ὄχημα πληρέστερης ἔκφρασης αὐτῆς (Bowersock). Ὄχι ὡς μετάλλαξη είς ἄλλο εἶδος, ἀλλά ὡς ἀπάντηση στά ἀνοιχτά ἐρωτήματα τῆς οἰκείας παραδόσεως. Ὄχι ὡς ἀντίπαλος τοῦ δικοῦ μας πολιτισμοῦ, ἀλλά ὡς πανανθρώπινος προορισμός πού προϋποθέτει ὅλους τούς πολιτισμούς, ἀλλά καί προϋποτίθεται ἀπό αὐτούς ὡς μυητική τους τελεολογία ἐσαεί. Ὅπως οἱ μεγάλες θρησκεῖες, ἀλλά μέ βεληνεκές πού τίς ὑπερβαίνει, ἡ Ἑλληνική παιδεία εἶναι οἰκουμενική ὡς διδασκαλία τῆς αὐτοδύναμης κατίσχυσης τοῦ Ἀνθρώπου ἐπί τῶν δυνἀμεων, φυσικῶν καί ἐξωφυσικῶν, πού ἐσαεί ἀπεργάζονται τήν ἐκμηδένισή του. Ὁ μεγάλος ζῶν ἑλληνιστής τοῦ παρόντος Christian Meier μιλάει σχετικά γιά τήν ὕπαρξη μίας ἑλληνικῆς συνείδησης τοῦ δύναμαι, σύνθεση τέχνης καί ἐπιστήμης.
Ὅμως Ἕλληνες στήν κυριολεξία εἶναι μόνον οἱ γόνοι Ἑλλήνων.
Ὅπως ὑπάρχουν οἱ Ἑβραῖοι, οἱ Πέρσες, κ.λ.π. ὑπάρχουν καί οἱ Ἕλληνες ὡς ἱστορική ὀντότητα. Δηλαδή ὅλοι ἐμεῖς, οἱ παπποῦδες μας καί οἱ ἀπόγονοί μας. Ἡ σύγχυση πού ἔχει δημιουργηθεῖ ἀπό τήν ἐσφαλμένη ἑρμηνεία τοῦ διάσημου (ἀλλά γιά αὐτούς πού τό ἐπικαλοῦνται ἀγνώστου) ἰσοκράτειου ἀποσπάσματος, ἐπιτρέπει στούς ἐντόπιους ὁπαδούς τοῦ λαθρομεταναστευτικοῦ ἐποικισμοῦ τῆς Ἑλλάδος νά δικαιολογοῦν τήν ἀντισυνταγματική κυβερνητική ἀπόδοση ἑλληνικῆς ἰθαγένειας στούς ἀλλοδαπούς μαζικά, ἐπειδή αὐτοί δῆθεν μετέχουν «ἑλληνικῆς παιδείας». Ὅμως ἡ λέξη «ἰθαγένεια» παραπέμπει στό γένος, καθ’ ἡμᾶς τῶν Ἑλλήνων, δηλαδή παραπέμπει σέ φυσικό δεδομένο, πού ὑφίσταται ἀνεξαρτήτως βουλήσεως τῆς ὅποιας δοτῆς κυβερνήσεως. Οὔτε νά χαθεῖ ἡ ἰθαγένεια, οὔτε νά ἀποδοθεῖ ἐκεῖ ὅπου εἶναι de facto ἀποῦσα εἶναι ἑπομένως δυνατόν.
Στό σημεῖο αὐτό εἶναι ἀναγκαία μιά ἐπισήμανση: ἡ κυρίαρχη, ἀπό τούς ἑλληνιστικούς χρόνους, οἰκουμενική ταυτότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, δέν μπορεῖ νά ἀναπληρώσει τήν ἔλλειψη μίας ἰδιαίτερης ἱστορικῆς ταυτοποίησης τοῦ Ἑλληνισμοῦ. Ἄν Ἑλληνισμός εἶναι ἀνθρωπισμός στήν γενική του ἰδέα, ποιός ἀκριβῶς εἶναι ἆραγε αὐτός ὁ ἴδιος ὁ Ἕλλην ἄνθρωπος πού ἐπινόησε τόν ἀνθρωπισμό; Πῶς προσδιορίζεται τό ἑλληνικό γένος ὡς ἰδιαιτερότητα ἀνάμεσα σέ ἄλλες ἰδιαιτερότητες (λαούς); Ποία εἰδική ταυτότητα, πού δέν ἐπικαλύπτεται ἀπό τήν κυρίαρχη οἰκουμενική, ἔχει στή διάθεσή του σήμερα ὁ Ἕλληνας ὡς μπούσουλα σέ ἀνήσυχα νερά; Ἡ ἔλλειψη ἰδιαίτερης ταυτότητας ἐπιτρέπει ὅπως εἴδαμε, ἀλλοίμονο (!) τήν προπαγανδιστική χρήση τῆς οἰκουμενικῆς ταυτότητας κατά τοῦ Ἕλληνα τό γένος, ὑπέρ τῶν ἀλλογενῶν ἐποίκων, οἱ ὁποῖοι ὡς «ἄνθρωποι» χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό δικαιοῦνται δῆθεν μερίδιο ἀπό τήν Ἑλλάδα! Ὁ Ἑλληνισμός εἶναι ταυτότητα τόσο εὐρύχωρη, πού χωράει καί αὐτούς πού σήμερα βιάζουν τήν Ἑλλάδα. Τό ἰδανικό τῆς οἰκουμενικότητας, ὡς καταστροφέα τοῦ ὑπαρκτοῦ Ἑλληνισμοῦ• εἶναι ἀληθινό ἱστορικό παράδοξο.
Τήν οἰκουμένη τῶν ἑλληνιστικῶν χρόνων κληρονόμησε ἀργότερα, ὡς γνωστόν, ἡ χριστιανική οἰκουμένη. Ἡ ταύτιση τῆς Ἑλληνικότητας μέ τήν χριστιανική ὀρθοδοξία δέν ἔλυσε, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, τό ἐπισημανθέν πρόβλημα, ἐφόσον ἡ ἐπικάλυψη τοῦ εἰδικοῦ ἀπό τό γενικό συνεχίζεται καί στήν χριστιανική ταυτότητα τοῦ Ἕλληνα.
Τό πρόβλημα αὐτό ἐξηγεῖ, ἴσως, τή δυσκολία γενεῶν Ἑλλήνων διανοουμένων νά προσδιορίσουν νοηματικά, μέ τρόπο πειστικό τήν ἑλληνική ταυτότητα.
Εἴδαμε ὅτι ἡ οἰκουμενικότητα τοῦ Ἑλληνισμοῦ εἶναι συνυφασμένη μέ τό φαινόμενο τοῦ φιλελληνισμοῦ. Ὅμως ἡ τραγική κατάσταση τῆς πατρίδος σήμερα, πού συνοδεύεται ἀπό μία ἄνευ προηγουμένου συκοφαντική δυσφήμιση τῶν Ἑλλήνων στά Μ.Μ.Ε. τῆς Εὐρώπης, καθιστᾶ ἐπιτακτική τήν ἀνάγνωση τοῦ φαινομένου τοῦ ἀνθελληνισμοῦ.
Ἄν ὁ φιλελληνισμός εἶναι στάση φιλότητος ἀπέναντι στόν ἑλληνισμό, ὁ ἀνθελληνισμός παρουσιάζει τήν ἴδια ἔνταση πρός τήν ἀντίθετη κατεύθυνση, εἶναι δηλαδή στάση μίσους. Ἤδη ἀπό τήν συμπεριφορά τῶν Ρωμαίων διδασκόμεθα, ὅτι ἐνῶ ἀγαποῦσαν καί ἐθαύμαζαν τήν πνευματική κληρονομιά τῆς κλασσικῆς ἀρχαιότητας, ταυτόχρονα ἐξεδήλωναν κατά τό δοκοῦν τήν ἀπέχθειά τους ἀπέναντι στούς Ἕλληνες τῆς ἐποχῆς τους, τούς ὁποίους δέν ἐδίσταζαν νά στολίσουν μέ μία σειρά ὄχι τόσο κολακευτικές ἰδιότητες. Γραικύλος = προπέτεια, διπροσωπία, ψευδολογία, λαγνεία, ματαιοδοξία, ὑποκριτική δουλικότητα. Οἱ Ρωμαῑοι ἦσαν ἑπομένως φιλέλληνες ὡς πρός τούς νεκρούς, ἀνθέλληνες ὡς πρός τούς ζωντανούς Ἕλληνες.
Τήν στάση αὐτή οἱ Ρωμαῑοι κληροδότησαν στούς Δυτικούς, ὅπου ἀνιχνεύεται ἀπό τήν πρώτη σταυροφορία καί ἐνωρίτερα ἕως τίς ἡμέρες μας. Δέν εἶναι ὅμως μόνο οἱ Δυτικοί, καί γιά τούς άνατολικούς λαούς ἰσχύουν τά αὐτά. Ὅποιος ἔχει ἐρευνήσει τόν θαυμασμό τῶν Ἀράβων τοῦ μεσαίωνα γιά τήν ἑλληνική κλασσική ἐπιστήμη ἀφ’ ἑνός, τήν συγκατάβασή τους γιά τούς συγχρόνους τους Ἕλληνες τοῦ Βυζαντίου ἀφ’ ἑτέρου, θά πεισθεῖ ὅτι καί ἐδῶ ἰσχύουν τά αὐτά. Ὅμως πῶς ἐξηγεῖται ἡ σχιζοφρενής, ἀμφιθυμική αὐτή στάση τῶν λαῶν ἀπέναντι στόν Ἑλληνισμό διαχρονικῶς;
συνεχίζεται στο 2ο μέρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου