Γράφει ο Γιάννης Θ. Διαμαντής
Παρά τις περί του αντιθέτου προβλέψεις των προκατόχων μας, βάλαμε και εμείς το δικό μας λιθαράκι.
Κάθε γένια έρχεται σε αυτόν τον πλανήτη γεμάτη όνειρα για νέες κατακτήσεις και νέα επιτεύγματα και με σαφή στόχο να ξεπεράσει την προηγούμενή της.
Είναι αλήθεια πως, για τη γενιά ημών των 35άρηδων – 45άρηδων, εδώ στην Ελλάδα, τα πράγματα δεν ήρθαν πολύ βολικά.
Αφενός ο πήχης ήταν ήδη πολύ ψηλά…
Προήλθαμε από μία γενιά, που καβαλώντας το κύμα της Μεταπολίτευσης, της Αλλαγής και της ανοιχτοχέρας ακόμα τότε Ευρώπης, κατάφερε σχεδόν τα πάντα:
Βρήκε δουλειά εύκολα, έβγαλε λεφτά γρήγορα, διασκέδασε ασύστολα, έχτισε σπίτια άναρχα και συνταξιοδοτήθηκε, με εφάπαξ, πρόωρα.
Αφετέρου, πάνω που δείχναμε έτοιμοι να ανοίξουμε τα φτερά μας και να πετάξουμε μακριά από την οικογενειακή διπλοκατοικία, μάς ήρθε κατακούτελα η οικονομική κρίση του 2009, και όταν πήγε να φύγει αυτή, ήρθε η πανδημία, και όταν πήγαμε να συνέλθουμε και από αυτήν, ήρθε η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και η ενεργειακή κρίση που ζούμε τώρα. Δύσκολα τα πράγματα.
Όμως αγαπητές συνομίληκες και αγαπητοί συνομήλικοι, παρ’ όλο που είμαστε από τις λίγες σύγχρονες γενιές που θα έχει εργαστεί τόσο πολύ για τόσα λίγα, παρ’ όλο που θα είμαστε η πρώτη γενιά που θα κινείται στους χώρους εργασίας της με «π», παρ’ όλο που θα είμαστε αυτοί που θα δώσουμε στους επόμενους λιγότερα από όσα πήραμε από τους προηγούμενους, επ’ ουδενί μη σκεφτείτε ότι, ως γενιά, αποτύχαμε και πως δεν έχουμε στο ενεργητικό μας έστω ένα επίτευγμα, για το οποίο μπορούμε να υπερηφανευόμαστε.
Ρίξτε μια διακριτική ματιά στα παντελόνια, τις φούστες, τα πουκάμισα και τις μπλούζες των 40άρηδων – 50άρηδων που κυκλοφορούν δίπλα σας στον δρόμο, στα ΜΜΜ ή στη δουλειά.
Όλο και περισσότερα ρούχα γύρω μας έχουν όλο και περισσότερες ζάρες.
Το κίνημα της ζάρας επεκτείνεται. Είμαστε η γενιά που κατήργησε το σιδέρωμα. Κι αυτό δεν είναι καθόλου λίγο και καθόλου μικρό.
Όλοι μας έχουμε εικόνες από μια μαμά/θεία/γιαγιά να ιδρώνει πάνω από ένα καυτό σίδερο, δίπλα από μία στοίβα ασιδέρωτα.
Οι πιο παλιές έβρεχαν τα δάχτυλα τους σ’ ένα ποτήρι και πιτσιλάγανε τα σκληρά πουκάμισα και τα τεράστια κατωσέντονα για να μαλακώσουν.
Οι πιο μοντέρνες είχαν σίδερο με ατμό και κάθε λίγο ψέκαζαν με σπρέι σιδερώματος. Αυτό, στο μπλε μπουκάλι με την ευτυχισμένη κυρία απ’ εξω και την χαρακτηριστική κάθετη λαβή, που, αν είχα σκεφτεί νωρίτερα να κάνω κάποια εμπορική συνεννόηση για τοποθέτηση προϊόντος στο κείμενο αυτό, θα σας έλεγα και ποιο είναι, αλλά δεν χρειάζεται, το ξέρετε. Τα περισσότερα σπίτια των ‘80s ψεκάστηκαν με τόνους από αυτό.
Η σκλαβιά του σιδερώματος, πηγή έμπνευσης το 1993 για τη Νικολακοπούλου και τον Κραουνάκη ώστε να γράψουν το υπέροχο «Σίδερο» που ερμήνευσε η Πρωτοψάλτη, άντεξε ως τις μέρες μας.
Ήρθε όμως η ώρα που την αποτινάσσουμε.
Γενιές και γενιές ακολούθησαν δουλικά το τρίπτυχο καθαρός, σιδερωμένος και περιποιημένος. Γιατί όμως η έλλειψη του σιδερωμένος να σημαίνει ταυτόχρονα και έλλειψη των άλλων δύο;
Επιπλέον, ποιος ο λόγος να πασχίζεις με τις ώρες να εξαφανίσεις τις γεμάτες ζωηράδα ζάρες από ένα ρούχο, που είναι βέβαιο ότι πριν καν καταφέρεις να φτάσεις στον προορισμό σου, θα έχει ήδη τσαλακωθεί.
Εξάλλου, είναι πια γνωστό τοις πάσι… Το μυστικό είναι στο καλό άπλωμα.
«Και στη δουλειά πώς θα πάμε; Ασιδέρωτοι;»
Μα έτσι κι αλλιώς, πέφτει τέτοιο «ξύλο» εκεί, που δύο ώρες μετά, όλοι μας, άντρες, γυναίκες κυκλοφορούμε στους διαδρόμους τσαλακωμένοι και στραβοντυμένοι.
Γιακάδες στραπατσαρισμένοι, μανίκια καταζαρωμένα, πουκάμισα τσαλακωμένα μισά έξω, μισά μέσα από το παντελόνι. Σαν να μπλέξαμε όντως σε καυγά.
Ποιος λοιπόν ο λόγος, για τέτοια σπατάλη χρόνου;
Μπορεί να χάνουμε το χρόνο μας στις ουρές των σουπερμάρκετ, στις στάσεις των τρένων και των λεωφορείων, στον Κηφισό και την Κηφισίας, αλλά όχι… Στο σίδερο, ποτέ ξανά.
Είμαστε η γενιά που θα παραδώσει στα παιδιά της ένα σπίτι χωρίς σιδερώστρα…κι ας είναι εξ αδιαιρέτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου