Του Δρ. Κωνσταντίνου Γρίβα*
ΠΗΓΗ: Περιοδικό ΕΠΙΚΑΙΡΑ
Συγκεκριμένα, σε αντίθεση με περιπτώσεις όπως αυτή της Βρετανίας, είναι λάθος να μιλάμε για Ισπανούς και Καταλανούς. Δεν ισχύει η αντιστοιχία με τους Ιρλανδούς και τους Άγγλους ή με τους Σκωτσέζους και τους Άγγλους, γιατί η Καταλονία είναι ένα από τα συστατικά στοιχεία του ισπανικού έθνους, μια και η σημερινή Ισπανία διαμορφώθηκε από τη σταδιακή ενοποίηση των χριστιανικών πληθυσμών της Ιβηρικής Χερσονήσου κατά τη διάρκεια των πολέμων που διεξήγαγαν για αιώνες εναντίον των μουσουλμάνων, έτσι ώστε να την επανακαταλάβουν (η περιβόητη Reconquista).
Ένα κομμάτι αυτών των χριστιανικών πληθυσμών ήταν και αυτοί της σημερινής Καταλονίας. Δεν υπήρξε, λοιπόν, ένα ξεχωριστό ισπανικό έθνος, το οποίο ενσωμάτωσε και – πολύ περισσότερο – υποδούλωσε τους Καταλανούς, όπως αφελώς (;) προβάλλεται στην Ελλάδα από διαφόρους, οι οποίοι έχουν φθάσει στο κωμικοτραγικό σημείο να παρομοιάζουν τους Καταλανούς με τους Έλληνες υπό τον οθωμανικό ζυγό. Ούτε υπάρχει κάποια ουσιαστική διαφορά μεταξύ των Καταλανών με τους υπόλοιπους Ισπανούς, με εξαίρεση τη γλώσσα, η οποία, ωστόσο, είναι εξαιρετικά συγγενής με αυτή των ισπανικών.
Ως ληξιαρχική πράξη γέννησης της σημερινής Ισπανίας μπορεί να θεωρηθεί ο γάμος του Φερδινάνδου Β΄ και της Ισαβέλλας της Καστίλης το 1469 που ένωσε τα δύο βασίλειά τους, την Αραγονία και την Καστίλη. Μια κομητεία της Αραγονίας ήταν και η Καταλονία. Ποτέ δεν υπήρξε ένα ξεχωριστό καταλανικό βασίλειο, που θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ιστορικός πρόγονος ενός σημερινού καταλανικού κράτους.
ΡΑΤΣΙΣΤΙΚΕΣ ΡΙΖΕΣ
Από τα πρώτα στάδια της διαμόρφωσης του ισπανικού κράτους, η Καταλονία, όπως και η Χώρα των Βάσκων, είχε μια σχετική αυτονομία και κάποια ειδικά προνόμια, τα οποία σε βάθος χρόνου οδήγησαν στην οικονομική άνοδο της περιοχής και σε μια αίσθηση διαφορετικότητας από την υπόλοιπη Ισπανία. Επίσης, μια από τις αιτίες της σύγχρονης «καταλανικής ιδιαιτερότητας» υπήρξε η πιο κοσμοπολίτικη, φιλελεύθερη και αστική φύση της Βαρκελώνης, ως μεγάλου εμπορικού λιμανιού αλλά και της Καταλονίας γενικότερα ως γειτνιάζουσας με τη Γαλλία.
Μια ακόμη αιτία της διαφοροποίησης των Καταλανών ήταν η αίσθηση πολιτισμικής, οικονομικής αλλά και φυλετικής ανωτερότητας σε σχέση με τους υπόλοιπους Ισπανούς, ιδιαίτερα αυτούς του Νότου.
Η πλούσια, «ευρωπαϊκή» και «λευκή» Καταλονία άρχισε να βλέπει με περιφρόνηση τους Ισπανούς φτωχότερων περιοχών που συνέρρεαν σε αυτή για να βρουν δουλειά και προέκυψαν μια σειρά από ρατσιστικά στερεότυπα για τους «τεμπέληδες» και «καθυστερημένους» Νότιους, όπως επίσης και η αντίληψη ότι η υπόλοιπη χώρα «παρασιτεί» σε βάρος της ανεπτυγμένης, «οικονόμας» και «παραγωγικής» Καταλονίας.
Οι συγκεκριμένες αντιλήψεις μοιάζουν πολύ με αυτές της ιταλικής Λέγκας του Βορρά και είναι απορίας άξιο πως έχουν σπεύσει εμμέσως πλην σαφώς να ταυτιστούν με αυτές, στηρίζοντας τον καταλανικό εθνικισμό, άνθρωποι που στην Ελλάδα έχουν ταυτίσει τους εθνικισμούς (όλους;..) με τον φασισμό και αυτοπροβάλλονται ως πολέμιοι των πάσης φύσεως ρατσισμών.
Η ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΕΘΝΙΚΗΣ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑΣ
Ένας τρίτος παράγοντας που οδήγησε σε αυτόν τον ενδοϊσπανικό εθνικισμό ήταν η ίδια η ύπαρξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Ισπανία, όπως και όλα τα υπόλοιπα ευρωπαϊκά κράτη, απώλεσε βασικά στοιχεία της εθνικής της κυριαρχίας και, συνεπακόλουθα, την αίσθηση εθνικής ταυτότητας για να ενσωματωθεί στην Ε.Ε. με προοπτική – κάποια στιγμή – η τελευταία να εξελιχθεί σε κάποιας μορφή υπερεθνική – μεταεθνική πανευρωπαϊκή συλλογική οντότητα, κάτι που όμως δεν φαίνεται να συμβαίνει.
Έτσι, το κενό που δημιουργήθηκε οδήγησε στη μεταμόρφωση του καταλανικού τοπικισμού σε έναν «ενδοεθνικισμό», ο οποίος έλαβε ανεξέλεγκτες διαστάσεις, ενώ μεγάλη είναι και η ευθύνη του ισπανικού πολιτικού συστήματος των τελευταίων δεκαετιών, το οποίο μαστίζεται από διαφθορά, νεποτισμό και αναποτελεσματικότητα, δημιουργώντας μια αίσθηση αποξένωσης των Ισπανών από το ισπανικό κράτος.
Παρεμπιπτόντως, κατά την άποψη του γράφοντος, δεν αποκλείεται αυτός να ήταν και ένας από τους λόγους που ώθησαν ένα σοβαρό κομμάτι του βαθέος βρετανικού κατεστημένου να στηρίξει το Brexit, θεωρώντας ότι σε βάθος χρόνου η λειτουργία της Μεγάλης Βρετανίας μέσα στην Ε.Ε. θα επέτεινε τις αποσχιστικές τάσεις από πλευράς Σκωτίας, πιθανώς και της Ουαλίας αλλά και της Βορείου Ιρλανδίας.
ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΟ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΟ
Έτσι, λοιπόν, φθάσαμε στη σημερινή κατάσταση, η οποία δεν απειλεί την ενότητα μόνον της Ισπανίας γιατί δημιουργεί ένα προηγούμενο που ουσιαστικά θέτει εν αμφιβόλω την ύπαρξη σχεδόν όλων των ευρωπαϊκών χωρών.
Ξεκινάμε από το ότι η Ισπανία δεν είναι ομοσπονδιακή χώρα, έτσι ώστε να υπάρχει η στοιχειώδης πολιτική και νομική βάση για την απόσχιση κάποιου κομματιού της. Οι αυτόνομες περιοχές της δεν είναι ομοσπονδιακά κρατίδια, παρ’ όλα τα στοιχεία ανεξάρτητης λειτουργίας από το κεντρικό κράτος και τοπικής ταυτότητας που έχουν, τα οποία στην περίπτωση της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων είναι περισσότερα από ότι στις υπόλοιπες.
Ύστερα, όπως είπαμε και προηγουμένως, η Καταλονία δεν διαφοροποιείται από την υπόλοιπη Ισπανία παρά μόνο γλωσσικά, ενώ δεν είναι κάποιο απομακρυσμένο κομμάτι της ισπανικής επικράτειας, κάποιο μακρινό νησί ας πούμε, ώστε να είναι κάπως διακριτή γεωγραφικά από τον υπόλοιπο εθνικό κορμό.
Αυτό σημαίνει ότι τυχόν νομιμοποίηση από την υπόλοιπη Ευρώπη της προσπάθειας απόσχισης της Καταλονίας, αυτομάτως θα νομιμοποιούσε κάθε σημερινή η μελλοντική αιτίαση περιοχών ευρωπαϊκών χωρών που θέλουν να αποχωρήσουν από τα μητρικά κράτη.
Εάν θεωρούνταν «νόμιμο και ηθικό» για την Καταλονία να διεκδικήσει την αποχώρηση από την υπόλοιπη Ισπανία, με την οποία δεν τη χωρίζει ουσιαστικά τίποτα, τότε θα καθίστατο πολλαπλώς «νόμιμη και ηθική», – αν όχι επιβλητέα – η προσπάθεια απόσχισης περιοχών που έχουν θρησκευτικές, εθνοτικές, ιστορικές ή οτιδήποτε άλλης φύσης διαφορές, πραγματικές και φανταστικές, με τις χώρες στις οποίες ανήκουν.
Οι περιοχές αυτές μπορεί να είναι κυριολεκτικά οποιουδήποτε μεγέθους, σχήματος και ταυτότητας. Αν νομιμοποιείται να αποχωρήσει από τον εθνικό κορμό μια πρώην κομητεία γιατί όχι και μια πόλη και, πολύ περισσότερο, ένα νησί, που έτσι και αλλιώς είναι γεωγραφικά διαφοροποιημένο από την υπόλοιπη χώρα.
Το σημαντικότερο ίσως είναι ότι το δημοψήφισμα για την απόσχιση της Καταλονίας έγινε κόντρα στη ρητή απαγόρευση από το ισπανικό Σύνταγμα. Αυτό, πολύ απλά, σημαίνει ότι αν οι υπόλοιπες χώρες και λαοί της Ευρώπης ανεχτούν ή πολύ περισσότερο, επιδοκιμάσουν αυτό το δημοψήφισμα, εμμέσως πλην σαφώς μετατρέπουν κάθε ευρωπαϊκό Σύνταγμα σε κουρελόχαρτο.
Όμως, τα Συντάγματα είναι όχι μόνο τα νομικά αλλά και τα πολιτικά θεμέλια των ευρωπαϊκών χωρών και των ευρωπαϊκών δημοκρατικών πολιτευμάτων και η αποδόμηση τους με αυτόν τον τρόπο θα έχει τεράστιες επιπτώσεις, που δύσκολα μπορούν να προσδιοριστούν σήμερα.
Οι επιπτώσεις αυτές δεν θα περιορίζονταν μόνο στην ενότητά των ευρωπαϊκών χωρών αλλά θα αφορούσαν και στο ίδιο το μέλλον της δημοκρατίας στη Γηραιά Ήπειρο, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις για την εγκαθίδρυση αυταρχικών καθεστώτων στο μέλλον, κάτι που δεν φαίνεται να πολυκαταλαβαίνουν οι οπαδοί του «αφήστε τον λαό να μιλήσει» στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης.
Επιπροσθέτως, το ζήτημα της Καταλονίας εισάγει στον πυρήνα των εθνικών ταυτοτήτων τοπικιστικά πνεύματα, τα οποία διαμορφώνονται με κυρίαρχο γνώμονα τα οικονομικά δεδομένα. Έτσι, λοιπόν, περιοχές διαφόρων ευρωπαϊκών χωρών, που παράγουν σημαντικά κομμάτια του εθνικού προϊόντος, θα ωθηθούν σε μια πολιτική απομάκρυνσης από τον υπόλοιπο εθνικό κορμό, τον οποίο θα αντιμετωπίζουν ως «παράσιτο» του «δικού τους» πλούτου.
Και, φυσικά, κάποια στιγμή θα πρέπει να αρχίζουμε να εξετάζουμε ποιους, εντός και εκτός Ευρώπης, συμφέρει αυτή η απειλούμενη διάλυση πολλών ευρωπαϊκών χωρών και η αντικατάστασή τους από μικρά κρατίδια, τα οποία θα αλληλοϋποβλέπονται με μίσος και καχυποψία που θα πηγάζουν από τους νεόκοπους εθνικισμούς τους.
Είναι πολύ νωρίς για να πούμε κάτι, αλλά σε ένα πολυπολικό διεθνές σύστημα, όπως αυτό που βρίσκεται σήμερα υπό διαμόρφωση, είναι περίπου δεδομένο ότι οι πιο ισχυροί δρώντες επιδιώκουν την αδρανοποίηση των μεσαίων παικτών, έτσι ώστε να μειώσουν τον ανταγωνισμό και να μην κινδυνεύσουν να υποσκελιστούν από ανερχόμενες δυνάμεις και κυρίως να διαμορφώσουν μια άμορφη μάζα ανίσχυρων κρατικών οντοτήτων, τις οποίες θα διεκδικήσουν ως γεωπολιτικό έπαθλο…
(*) Ο Κωνσταντίνος Γρίβας είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Γεωπολιτικής στην Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων. Επίσης, διδάσκει Γεωγραφία της Ασφάλειας στην Ευρύτερη Μέση Ανατολή στο Τμήμα Τουρκικών και Σύγχρονων Ασιατικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου