Η αδελφή Επιστήμη (Τσακίρογλου), από παιδί γνώριζε την Ταρσώ, όταν με τους γονείς και τα αδέλφια της επισκέπτονταν την μονή της Κερατέας και παρέμεναν σαν προσκυνητές στον ξενώνα, συμμετέχοντας στις πανηγύρεις και τις εορτές του μοναστηριού. Τότε η Ταρσώ ήταν νέα στην ηλικία και σύχναζε στον ξενώνα, απ`όπου έπαιρνε και το φαγητό της από την αδελφή Μαγδαληνή. Κανείς δεν της έδινε ιδιαίτερη σημασία, γιατί και ο λόγος της δεν είχε ειρμό. Επαναλάμβανε συνέχεια « μου πήρανε το νυφικό και το βάλανε στην καμπάνα» και τα παιδάκια γελούσανε μαζί της. Όλοι, μαζί και η αδ. Επιστήμη -Ελένη τότε- νόμιζαν ότι δεν είχε συναίσθηση γι`αυτά που συνέβαιναν γύρω της, ώσπου κάποτε συνέβη το εξής περιστατικό. Τα παιδιά που βρίσκονταν στον ξενώνα, παίζοντας απομακρύνθηκαν προς το δάσος και η μητέρα της αδ. Επιστήμης – μετέπειτα μοναχή Ελισάβετ- όταν τα αναζήτησε, δεν βρίσκονταν εκεί κοντά κι άρχισε να ανησυχεί. Όλες οι μοναχές του ξενώνα, άρχισαν να καλούν τα παιδιά με τα ονόματά τους προς όλες τις κατευθύνσεις και επικράτησε για λίγο πανικός. Τότε η Ταρσώ που βρισκόταν εκεί και κανείς δεν της είχε δώσει σημασία, πλησίασε την μητέρα και δείχνοντάς της προς την κατεύθυνση που είχαν φύγει, της είπε «μην ανησυχείς, προς τα κει πήγε η Ελένη». Πηγαίνοντας λοιπόν προς το μέρος που της είχε υποδείξει, τα συνάντησε πού επέστρεφαν ανέμελα από τον περίπατό τους.
Όταν αργότερα έγινε μοναχή, από την αρχή την προβλημάτιζε η Ταρσώ, που μάλλον οίκτο και συμπάθεια της προκαλούσε, με την σκληρή ζωή που ζούσε και την γενική απόρριψη που εισέπραττε από τις μοναχές. Έτσι στην αρχή είχε αμφιβολίες για την πνευματική της κατάσταση και προσεχτικά παρακολουθούσε τους τρόπους της, όσο βέβαια της ήταν δυνατό σαν νέα μοναχή. Παρατήρησε λοιπόν, ότι είχε απλώσει στο χώμα μέσα στο καλυβάκι της, ένα ακανόνιστο κομμάτι χαρτί από σακί τσιμέντου, και πάνω σ’αυτό έριχνε λίγη ποσότητα από όλες τις τροφές που της πήγαινε η αδ. Μαρίνα. Αυτές σάπιζαν και μύριζαν άσχημα. Η αδ. Επιστήμη την ερώτησε κάποτε για την ενέργειά της αυτή και με τον χαρακτηριστικό της φαιδρό τόνο, απάντησε: « …για τα ποντικάκια ευλογημένη!!!». Όμως εκείνη θυμήθηκε τον Μέγα Αρσένιο από το Γεροντικό που ποτέ δεν άλλαζε το νερό των βαϊων και υπέφερε την αφόρητη δυσοσμία χάριν ασκήσεως.
Η ίδια αδελφή κάποτε που μπήκε στο καλυβάκι της, είδε μια πρόχειρη αυτοσχέδια κατασκευή σαν ξύλινη σκάλα, ακουμπισμένη στον τοίχο και εννόησε ότι χρησιμεύει σαν ένα είδος «κρεμαστήρα», για τις ολονύκτιες προσευχές της.
Καμιά φορά που την συναντούσε στο μονοπάτι προς τον Άγιο Μόδεστο ή την Ζωοδόχο Πηγή, την έπαιρνε από το χέρι καθόντουσαν μαζί σε μια μεγάλη πέτρα και την παρακαλούσε να κάνουν προσευχή. Η Ταρσώ τότε απάγγελνε την ευχή της ενάτης: «Δέσποτα Κύριε Ιησού Χριστέ… ο μακροθυμήσας επι τοις ημών πλημμελήμασι και άχρι της παρούσης ώρας αγαγών ημάς…», την οποία αγαπούσε ιδιαίτερα η αδελφή και μυστικά της μετέδιδε την δύναμη της προσευχής και την πνευματική χαρά.
H Γερόντισσα Επιστήμη (Αλαμάνη) η ηγουμένη, διηγήθηκε κάποτε στην αδ. Επιστήμη, ένα περιστατικό σχετικά με κάποιον κάτοικο της Κερατέας, ο οποίος είχε πολύ ευλάβεια στην Ταρσώ και του οποίου έλειπε ένα δάκτυλο της χειρός. Ο άνθρωπος αυτός ήταν αυτοκινητιστής και παλιότερα είχε έρθει στο μοναστήρι για κάποια δουλειά, τότε που η Ταρσώ περιφέρονταν στον ξενώνα. Εκεί συνέβη να ανταλλάξουν κάποια λόγια, τα οποία θεώρησε προσβλητικά για τον εαυτό του και μη υπολογίζοντάς την για λογικό άνθρωπο την χτύπησε. Τότε εκείνη γελώντας του είπε «θα δείς τι θα πάθει αυτό το χέρι!». Την άλλη μέρα προσπαθώντας να επισκευάσει μια ζημιά στο αυτοκίνητό του, έξω από το σπίτι του, έχασε το ένα του δάκτυλο.
Η αδελφή Παύλα η γαλλίδα είχε την Ταρσώ σε μεγάλη ευλάβεια, γιατί πάντα την ανέπαυε, όταν είχε σύγχυση λογισμών και ταραχή. Αυτό συνέβαινε ενώ τότε η αδελφή δεν μιλούσε καθόλου Ελληνικά και η επικοινωνία τους γινόταν «πνευματικώ τω τρόπω». Πολλές φορές την επισκέπτονταν στο καλυβάκι της και πήγαιναν μαζί στο βουνό κάνοντας εσωτερική προσευχή. Η Ταρσώ μετέδιδε με τρόπο μυστικό την «ευχή» στην αλλοδαπή δόκιμη και για να της διαλύσει κάθε λογισμό ευλαβείας στο πρόσωπό της, πολλές φορές καθώς ανέβαιναν στο δάσος, σταματούσε ξαφνικά και έκανε την σωματική της ανάγκη εκεί μπροστά, χωρίς να απομακρυνθεί καθόλου από το μονοπάτι που βάδιζαν.
Αγαπούσε πολύ την αδ. Παύλα… και συνέχεια την μάλωνε. Άλλοτε γιατί της είχε χαλάσει τάχα τον μικρό μπαξέ της (λίγα κρεμμύδια και σκόρδα που φύτευε καμιά φορά έξω από το καλυβάκι της) κι άλλοτε γιατί της είχε βάλει ζωύφια (ψαλίδες), στο πλαστικό σκεύος που της έφερναν το φαγητό της. Και στις δυο περιπτώσεις αυτουργός ήταν η ίδια η Ταρσώ. Πάντοτε όμως όταν συνέβαινε να της φέρουν το φαγητό την ώρα που η νεαρή δόκιμη βρίσκονταν εκεί, την υποχρέωνε να το μοιραστούν. Αυτό έκανε και σε όποιον άλλον τύχαινε εκεί, εκείνη την ώρα. Γι`αυτό, δεν δεχόταν ποτέ ένα αυγό ή ένα πορτοκάλι λόγου χάριν, αλλά πάντα τα ήθελε διπλά.
Κάποια Κυριακή της Τυρινής, τον καιρό που η παραπάνω αδελφή ήταν κοσμική ακόμη και παρέμενε στον ξενώνα, συνέβη το εξής αξιοσημείωτο γεγονός: Βρισκόταν θλιμμένη στο δωμάτιό της, γιατί οι μοναχές που διακονούν στον ξενώνα, είχαν πάει για την βραδινή τράπεζα και την «συγχώρηση» μέσα στο μοναστήρι, ενώ εκείνη θα έτρωγε μόνη της, όπως συνηθίζεται για τους κοσμικούς σ’αυτό το μοναστήρι. Κάποια στιγμή χτύπησε η πόρτα στο δωμάτιό της και προς μεγάλη της έκπληξη εμφανίστηκε η Ταρσώ. Με μεγάλη χαρά την τράβηξε μέσα και κλείδωσε την πόρτα πίσω της, για να την κρατήσει μυστικά να φάνε μαζί. Εκείνη κάθισε κατάχαμα όπως συνήθιζε, πήρε το ευαγγέλιο στην γαλλική γλώσσα που είχε η αδελφή και άρχισε να διαβάζει ευκρινώς σε άπταιστα γαλλικά!!! Σημειωτέον ότι η αδελφή Παύλα τότε δεν μιλούσε καθόλου ελληνικά.
Πέρασε αρκετή ώρα, όταν ακούστηκαν φωνές έξω. Όλοι έψαχναν την Ταρσώ, γιατί η αδελφή Μαρίνα που της πήγε το φαγητό, δεν την βρήκε στο καλυβάκι της και η ώρα ήταν προχωρημένη. Κάποια στιγμή χτύπησαν την πόρτα στο δωμάτιο της Παύλας και εκείνη άνοιξε έντρομη. Μπροστά της ήταν η υπεύθυνη του ξενώνα αδελφή Αγάθη, φανερά ταραγμένη, η οποία όρμησε μέσα και άρχισε να «στολίζει» την Ταρσώ με άγριες φωνές και χειρονομίες… Αυτό έγινε, γιατί της απαγόρευαν να έρχεται στον ξενώνα και μάλιστα να συναναστρέφεται με τις δόκιμες. Εκείνη είχε χαμηλώσει τα μάτια της, αλλά μετά από λίγο σήκωσε το δεξί της χέρι και έκαμε το σημείο του Σταυρού στον αέρα, έτσι ώστε να τυπώσει την Αγάθη από την κορυφή ως τα πόδια. Τότε σαν να χτύπησε την μοναχή κεραυνός, έπαψε τις φωνές και για λίγα λεπτά, κοίταζε την Ταρσώ και την αδ. Παύλα σαν άκακο αρνάκι… κατόπιν έκανε σιωπηλά μεταβολή και βγήκε ήρεμα από το δωμάτιο.
Η αδελφή Επιστήμη είχε αποκτήσει μεγάλη ευλάβεια στην Ταρσώ, την οποία μετέδωσε και σε πολλές αδελφές, καθώς και σε γνωστές της κοσμικές που την επισκέπτονταν στο μοναστήρι. Προσπαθούσε να ξεκλέβει λίγο χρόνο και να τρέχει να την συναντήσει… πολλές φορές λάθρα και χωρίς «ευλογία» από την διοίκηση της μονής. Σιγά σιγά, αναπτύχθηκε μια οικειότητα μεταξύ τους και η Ταρσώ της μιλούσε με μεγαλύτερη ελευθερία, χωρίς όμως να της αποκαλύψει ποτέ, τίποτε από την εσωτερική της ζωή, ούτε και της μίλησε ποτέ με απόλυτα λογικό ειρμό. Της επέτρεπε όμως με ένα μοναδικό τρόπο, να την «διαβάζει» σε πάμπολλες περιπτώσεις.
Κάποτε είχε έρθει στο μοναστήρι μια γνωστή της αδελφής Επιστήμης, η οποία είχε επιτηδευμένη εμφάνιση, έβαφε τα μαλλιά της. Η γυναίκα αυτή από προηγούμενες επισκέψεις ευλαβήθηκε την Ταρσώ και πάντα ήθελε να την επισκέπτεται και να παίρνει την ευχή της. Πήγαν λοιπόν μαζί με την αδελφή στο καλυβάκι της και αφού έμειναν αρκετή ώρα μαζί της και άκουσαν τα «σαλά» της, φεύγοντας, η αδ. Επιστήμη άδραξε την ευκαιρία για να διορθώσει την φίλη της και λέγει στην Ταρσώ:
- «Πείτε της να μη βάφει τα μαλλιά της, για να της δίδει και ο πνευματικός ευλογία να μεταλαμβάνει…» και η Ταρσώ:
- «Ζηλεύεις που είναι όμορφη!!!»
Της έδωσε λοιπόν να εννοήσει ότι η πνευματική ζωή, έχει να κάμει με το βάθος της υπόστασης, το οποίο οφείλει να διορθώσει ο άνθρωπος, με την συνέργια της Χάριτος του Θεού και τον δικό του προσωπικό αγώνα. Δεν συνίσταται σε κανόνες και εξωτερικούς τύπους, που αν μη τι άλλο, δεσμεύουν την ελευθερία και προκαλούν ψυχολογικές πιέσεις, όταν δεν πηγάζουν από την εσωτερική διάθεση του ανθρώπου και δεν εμπνέονται από την έφεση της ψυχής για τον Θεό.
π. Γεώργιος Αθανασάκης
Τυμπάκι Κρήτης
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου