Για μια «εναλλακτική προσέγγιση» στα ελλαδοτουρκικά κάνει λόγο η νέα ανάλυση του ινστιτούτου ΕΛΙΑΜΕΠ, δίνοντας έμφαση στη «λογική του αμοιβαίου οφέλους με έμφαση στην περιβαλλοντική διάσταση».
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον αλλά και πολλαπλά ερωτηματικά προκαλούν οι αναφορές για τα θέματα ερευνών υδρογονανθράκων αλλά και το Κυπριακό. Συγκεκριμένα χρησιμοποιεί τον όρο «turkish intervention» (τουρκική επέμβαση) αντί του όρου «Turkish invasion» για να περιγράψει την εισβολή του Αττίλα το 1974.
Στην εισαγωγή σημειώνεται επίσης πως «η Τουρκία έχει εγείρει μια σειρά από προκλήσεις σε διάφορες πτυχές της ελληνικής κυριαρχίας, μερικές φορές υποστηριζόμενες από λεκτικές απειλές, ενώ η Ελλάδα επιμένει να προβάλλει μαξιμαλιστικούς ισχυρισμούς αμφίβολης νομιμότητας σε ζώνες κυριαρχίας».
«Όσον αφορά το κυπριακό αίνιγμα (conundrum), πολύτιμο διπλωματικό κεφάλαιο έχει σπαταληθεί από την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση το 2004.
Πρέπει να συζητηθούν σε βάθος οι προϋποθέσεις του διαλόγου και κυρίως η προοπτική πραγματικής συνύπαρξης με βάση την ισότητα μεταξύ των δύο κοινοτήτων στο νησί. Διαφορετικά, αν δεν ανανεωθoύν οι συνομιλίες, η κατάσταση θα χειροτερεύει μέρα με τη μέρα και θα οδηγήσει στην οριστική διχοτόμηση της Κύπρου, επικυρώνοντας έτσι τα αποτελέσματα της τουρκικής στρατιωτικής επέμβασης του 1974. Από αυτή την άποψη, είναι απαραίτητες οι καλύτερες ελληνοτουρκικές σχέσεις για την έναρξη μιας νέας ειρηνευτικής διαδικασίας που θα λάβει τη δεσμευμένη υποστήριξη των δύο «μητέρων πατρίδων».
Οι δύο πλευρές θα πρέπει να ξεκινήσουν έναν νέο διάλογο αποφασισμένες να αποφύγουν τα λάθη που οδήγησαν στο φιάσκο του Κραν Μοντανά, και ακολουθώντας την ουσία των συνομιλιών που διεξήχθησαν το 2008-2010 και, ειδικά, αυτές του 2015-2016 (είναι γενικά αποδεκτό ότι αυτές οι τελευταίες διαπραγματεύσεις σχεδόν πέτυχαν συνολική διευθέτηση στο τέλος του 2016, ενώ εμφανίστηκε το ίδιο αποτέλεσμα δυνατό στιγμιαία στη συνάντηση του Κραν Μοντανά υπό την ηγεσία του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ).
«Η ανάγκη για μια εναλλακτική άποψη»
«Όσο ασήμαντο κι αν φαίνεται το Αιγαίο μπορεί να απαλλαγεί αποτελεσματικά από τα πλαστικά απόβλητα μόνο με μια κοινή ελληνοτουρκική προσπάθεια. Οι απειλές για τη βιοποικιλότητα και τις αλιευτικές δραστηριότητες, οι προκλήσεις για την ασφάλεια του κλίματος και περιβαλλοντική υποβάθμιση, μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο με κοινή διασυνοριακή δράση.
Υπό το πρίσμα των τρομακτικών προκλήσεων που αναμένεται να πλήξουν την Ανατολική Μεσόγειο ως αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης κλιματικής αλλαγής, η συνεργασία δεν είναι θέμα επιλογής, αλλά ανάγκης και επιβίωσης.
Στην Ελλάδα, αυτό που απαιτείται είναι μια πολύ καθυστερημένη και γόνιμη συζήτηση για τα διάφορα ζητήματα που έχουν τραυματίσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Απαραίτητη προϋπόθεση για κάθε ουσιαστικό διάλογο είναι να παραμεριστούν όλα όσα δηλητηρίασαν τις διμερείς σχέσεις τους, όλα όσα απείλησαν την ειρήνη και την ασφάλεια, καθιστώντας τη χρήση των φυσικών πόρων αναποτελεσματική και θέτοντας σε κίνδυνο την ευημερία των πολιτών τους.
Στην περίπτωση της Ελλάδας, μια τέτοια προσέγγιση θα πρέπει επίσης αναπόφευκτα να αντιμετωπίσει τον «ιερό χώρο» των ελληνικών «εθνικών θεμάτων». Ο στόχος εδώ είναι να καταλήξουμε σε αμοιβαία αποδεκτές λύσεις, μετά από έναν ειλικρινή και ανοιχτό διάλογο με την Τουρκία για τα ακόλουθα ζητήματα.. από μια προοπτική θετικού αθροίσματος, που σημαίνει ότι το αποτέλεσμα παράγει δύο νικητές, δύο ικανοποιημένα μέρη:
- Η τελική οριοθέτηση των θαλάσσιων ορίων (χωρική θάλασσα).
- Η οριοθέτηση των ζωνών δικαιωμάτων εκμετάλλευσης (υφαλοκρηπίδα, Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη).
- Η οριστική οριοθέτηση του εθνικού εναέριου χώρου της Ελλάδας με απώτερο στόχο να τερματιστούν οριστικά οι εικονικές αερομαχίες πάνω από το Αιγαίο που έχουν κοστίσει ανθρώπινες ζωές και συνεπάγονται τεράστιο οικονομικό κόστος.
Επιπλέον, είναι σημαντικό να τερματιστούν οριστικά οι διάφορες μονομερείς αξιώσεις και να επανεξεταστούν τα ακόλουθα από την αρχή:
- Περιβαλλοντικές πολιτικές, ιδίως όσον αφορά το Αιγαίο.
- Ενεργειακές πολιτικές, με συνεργασία όπου αυτό είναι δυνατό (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) και διάλογος για τη χρησιμότητα της εξερεύνησης και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων σε μια ημίκλειστη θάλασσα.
- Η ευθυγράμμιση των αντίστοιχων πολιτικών τους για τις μειονότητες στη βάση του Ευρωπαϊκού προτύπου που ισχύουν από το 1989 (ο σεβασμός των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, όπως ήταν που ιδρύθηκε από το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον ΟΑΣΕ).
- Συντονισμός και κατανόηση, με επίκεντρο τον πιο ανθρώπινο χειρισμό του προσφυγικού και μεταναστευτικά ζητήματα που αφορούν τόσους πολλούς ανθρώπους και τόσα πολλά δεινά.
Επιπλέον, η Ελλάδα αποφάσισε να προωθήσει σχέδια για την εξερεύνηση και εκμετάλλευση πόρων φυσικού αερίου και πετρελαίου. Η Τουρκία, επίσης, ενθαρρύνει την εξερεύνηση και εκμετάλλευση υδρογονανθράκων στη Μαύρη Θάλασσα και την Ανατολική Μεσόγειο, παραβιάζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις την Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της Κύπρου.
«Αμφίβολα οικονομικά οφέλη από Φ.Α»
Καθώς το μεγαλύτερο μέρος της έρευνας υδρογονανθράκων στην Ανατολική Μεσόγειο επικεντρώνεται στο φυσικό αέριο, αξίζει να σημειωθεί ότι η απελευθέρωση φυσικού αερίου στη θάλασσα μπορεί να έχει σοβαρές περιβαλλοντικές συνέπειες. Αν και μέρος του φυσικού αερίου εξατμίζεται, ένα σημαντικό μέρος διαλύεται στο νερό και είναι εξαιρετικά τοξικό για τη θαλάσσια ζωή, ειδικά όταν αυτό συμβαίνει κοντά στην ακτή, σε ρηχά νερά ή περιοχές με αργή κυκλοφορία του νερού, όπως συμβαίνει στη Μεσόγειο. Οι διαρροές αερίου από σωλήνες μπορεί να προκαλέσουν σημαντικό περιβαλλοντικό κίνδυνο όσον αφορά τα υπόγεια ύδατα, αλλά και την επιφάνεια.
Η καύση και κατανάλωση φυσικού αερίου μπορεί να είναι πιο φιλική προς το περιβάλλον από άλλα ορυκτά καύσιμα, επειδή εκπέμπει λιγότερο διοξείδιο του άνθρακα από τους κανονικούς σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής που λειτουργούν με πετρέλαιο ή άνθρακα, αλλά δεν πρέπει να παραβλέπονται οι εκπομπές αερίων.
Η καύση αερίου απελευθερώνει επίσης μεθάνιο και μειώνει την ποιότητα του αέρα.
Επιπλέον, ανησυχητική είναι και η κατασκευή πυρηνικού σταθμού στην Τουρκία σε σεισμικά ενεργή περιοχή.
Επιπλέον, η συνολική οικονομική χρησιμότητα της εξόρυξης υδρογονανθράκων στην Ελλάδα είναι αμφίβολη. Το κόστος που σχετίζεται με την εξόρυξη πετρελαίου και φυσικού αερίου μπορεί να οδηγήσει σε οικονομικές απώλειες, καθώς η συντριπτική πλειονότητα των τουριστικών και ψυχαγωγικών δραστηριοτήτων που θα επηρεάζονταν άμεσα από μια πετρελαιοκηλίδα ή διαρροή αερίου λαμβάνει χώρα πάνω ή κοντά στην ακτή.
Η ημίκλειστη φύση της Μεσογείου, ο ισχυρός πελατειακός χαρακτήρας του ελληνικού πολιτικού συστήματος και ο κίνδυνος υποβάθμισης του περιβάλλοντος σε μια χώρα της οποίας η τουριστική βιομηχανία αντιπροσωπεύει περίπου το 20% του ΑΕΠ της θέτει υπό αμφισβήτηση τη συνολική χρησιμότητα της ανάπτυξης υδρογονανθράκων, παρά τη νομική εγγυήσεις και την προηγούμενη εμπειρία στους τομείς του Πρίνου. Εξάλλου, η παραγωγή στον Πρίνο ξεκίνησε το 1980, όταν η ανθρωπότητα γνώριζε πολύ λιγότερο τις επιπτώσεις του πετρελαίου και του φυσικού αερίου στο κλίμα και ουσιαστικά δεν υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις στους υδρογονάνθρακες. Φυσικά, σήμερα, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας είναι μια βιώσιμη εναλλακτική λύση, και τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία βρίσκονται σε καλή θέση για να αναπτύξουν αυτές τις πηγές ενέργειας (ηλιακή, αιολική, νερό κ.λπ.).
«Συμφωνία συγκυριαρχίας στο Αιγαίο»
Σε αυτό το πλαίσιο, η ένωση των δυνάμεων της Ελλάδας και της Τουρκίας για την αντιμετώπιση κοινών περιβαλλοντικών απειλών δεν είναι τίποτα λιγότερο από ζήτημα ζωής και θανάτου. Και οι δύο χώρες θα πρέπει να υιοθετήσουν ένα νέο πρότυπο ενέργειας και συνύπαρξης τόσο στο Αιγαίο Πέλαγος όσο και στην ευρύτερη Ανατολική Μεσόγειο.
Το νέο «ενεργειακό παράδειγμα» θα συνεπαγόταν διαφορετικά πολιτικά συμφέροντα και κοινωνικούς σχηματισμούς που αλληλεπιδρούν με νέο και διαφορετικό τρόπο με την τεχνολογική αλλαγή. Η τοποθέτηση της κλιματικής κρίσης στο επίκεντρο της ανάλυσης εθνικής ασφάλειας είναι ένα βασικό βήμα προς την πρόβλεψη των επιπτώσεών της στο φυσικό περιβάλλον, αλλά και στην οικονομία και το γεωπολιτικό τοπίο. Τα συμφέροντα των δύο χωρών θα εξυπηρετηθούν καλύτερα εάν δημιουργηθεί «συμφωνία κοινής διαχείρισης ή συγκυριαρχίας σε ορισμένες περιοχές του Αιγαίου».
Η πιο πάνω ανάλυση δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο 2023 και υπογράφουν οι: Ανδρέας Στεργίου Καθηγητής Σύγχρονης Ευρωπαϊκής Ιστορίας και Πολιτικής Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, ο Θεόδωρος Τσίκας Πολιτικός επιστήμονας και Αναλυτής Διεθνών Σχέσεων, ο Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και ο Αλέξης Ηρακλείδης Ομότιμος Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο, Κοινωνικές και Πολιτικές Επιστήμες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου