Παντού, στο κάθε σπίτι, όπου ραγιάδες, γινήκανε τα ίδια. Σαβανώθηκε μονομιάς η ζωή. Μια ανήκουστη ταραχή, βουβή στον έξω κόσμο, ανάδευε σύψυχα τους χριστιανούς. Θα μας πάρουνε τα παιδιά! Τα παιδιά μας!
Όσο περνούσε η ώρα κι ερχότανε το βράδυ κι άπλωνε η νύχτα, τόσο δυνάμωνε το κακό. Ένα πελώριο, ένα δίχως τέλος, ένα παγερό σκούξιμο πνίγηκε, για να μην προδοθεί, μέσα στου κάθε χριστιανού το στέρνο. Θανατερό σύγκρυο ανατάραξε ώς τις ρίζες της ψυχής τον κάθε πατέρα, την κάθε μάνα, τον κάθε ραγιά. Να σώσουμε τα παιδιά! Τα παιδιά μας! Τα παιδιά!
Στου Φουρνιά, στου Βαρνακιώτη, στου Ντέκα, στου Αντρεάδη, στου Ζυγά, στου Λιόπουλου, παντού.
Στου Φουρνιά το σπίτι, ο Δαμιανός ο Φουρνιάς, ο πατέρας, σφίγγοντας τα δόντια. Δε στάθηκε βολετό να του βγάλουνε λέξη. Η γυναίκα του κρεμάστηκε στο λαιμό του.
– Σώσε μας, άντρα. Πεθαίνω!
Λιγοθύμησε. Τα παιδιά κλαίγανε ένα γύρω. Είδαν κι έπαθαν να τη συνεφέρουν τη μάνα. Σαν ξανάρθε στα συγκαλά της ήτανε νύχτα πια. Μαζεμένη στο στενόμακρο το δώμα όλη η φαμελιά. Δυο αδέρφια του Δαμιανού με τις γυναίκες τους. Αυτοί δεν είχανε μεγάλα παιδιά, μωρά ήτανε στην κούνια. Μα είχαν κι αυτοί ένα ορφανό ανεψίδι, από αδερφή, και δυο ψυχοπαίδια. Άνθρωποι, βλέπεις, με καλή καρδιά, με τον τρόπο τους οι Φουρνιάδες.
Συζητήσανε τα τρία αδέρφια, τι θα κάνουν.
– Πενήντα σκούδα, είπε χαμηλά ο Δαμιανός. Θα τ’ αγοράσω τα παιδιά μου. Στην ανάγκη θα δώσω και τα δυο γαϊδούρια που απομείνανε στο παχνί…
– Δαμιανέ, έκανε ο ένας αδερφός. Έχω κι εγώ είκοσι σκούδα να σου δώσω. Είναι δικά σου.
– Να σ’ ευλογάει ο Παντοδύναμος, Γιώργη… Πουλιούνται οι κερατάδες, είπε ο Δαμιανός. Είναι καλοδεξάμενα τα λεφτά σου, Γιώργη. Πηγαίνω αλάι (αμέσως) στου κατή. Μόνο φυλάχτε εδώ, όσο να γυρίσω.
Πήγε κι ήρθε ύστερα από τρεις ώρες. Είχε τελέψει τη δουλειά του. Πλέρωσε τον αποσταλμένο του ντοβλετιού και πήρε μιαν υπόσχεση.
Τώρα τρεμόφεξε κάποια ελπίδα στα κατάβαθα της ψυχής τους. Καθισμένοι, στριμωγμένοι, μ’ όλη τη ζέστη που κάνει, ο ένας απάνω στον άλλο, αμίλητοι, σα ναρκωμένοι, καρτερούνε άγρυπνα την αυγή. Να δουν τι θα φέξει. Γιατί, καμιά φορά, τα χρήματα πηγαίνουνε χαμένα, και τότες κάποιο απ’ τα παιδιά θε να τραβήξει για την Πόλη.
Στου Ντέκα το σπίτι δε βρέθηκε η δύναμη -καμιά δύναμη, της ψυχής ή του πουγγιού- για να μποδίσει το πλάκωμα της απελπισίας. Μα, μη θαρρείς, έτσι ήτανε στα πιο πολλά φτωχικά.
– Αχ, μωρέ γυναίκα, κλαιγόταν ο Γιάννης ο Ντέκας, σ’ το ‘λε-γα εγώ να τα παντρέψουμε τα παιδιά από τώρα. Τους παντρεμένους δεν τους παίρνουνε, γυναίκα. Τι πάθαμε, ωιμέ κι αλί μας! 0 Αποστόλης το πάντρεψε το δικό του, πώς τόνε λένε, αδερφέ, τον πάντρεψε με της κυρα-Βασιλικής την κόρη. Έντεκα χρονώ παιδιά είναι και τα δυο. Μα ο Αποστόλης είναι τώρα σιγουρεμένος, γυναίκα, κατάλαβες; Και δε θα του το πάρουνε το παιδί του. Κατάλαβες, γυναίκα;… Αχου!… Αχου!…
Και στου Αντρεάδη το σπίτι κλαίγονταν και χτυπιούνταν.
– Μονάκριβο τον έχω, θρηνούσε η μάνα. Δε θα μου το πάρουν εμένα το παιδί μου, το μοναχοπαίδι μου!
0 πατέρας καθόταν δίπλα της και δεν έβρισκε λόγο να πει για παρηγοριά. Κλαίει κι εκείνος, ανήμπορος κοντά στη μάνα, και μοιρολογάει το ζωντανό παιδί, λες κι είναι πια στ’ αλήθεια αποθαμένο.
Τα ίδια και χειρότερα στου Νικολάκη του Ματαπά. Έχουνε δυο παιδιά ετούτοι, δυο αγόρια. Στην παραζάλη τους δεν ξέρουνε πια τι να κάνουν. Αφού θρηνήσανε μ’ αγκομαχητά πολλά όλονυχτίς, ελεεινά και τρισάθλια ναυάγια ξημερωθήκανε σα μεθυσμένοι από κακό κρασί, φαρμακερό.
Ρόδιζε η αυγή. Τα δυο παιδιά, κουρασμένα, γείρανε στο στρώμα χάμω και κοιμούνται γαλήνια. 0 πατέρας κι η μάνα τα θωρούν, σκυμμένοι απάνω τους. Ξάφνου, του ήρθε μια κακή σκέψη του πατέρα.
– Να σώσουμε το ελάχιστο το ένα, γυναίκα, λέει. Τα μοναχοπαίδια δεν τα παίρνουνε.
Η γυναίκα κατάλαβε. Ανατρίχιασε. Μα ο Νικολάκης ο Ματαπάς δεν ήξερε πια τι κάνει. Ξεκρέμασε μονομιάς το τσεκούρι από τον τοίχο και ζύγωσε τα κοιμισμένα παιδιά. Τα κοίταξε ώρα πολλή.
Η μέρα έσκαζε. Κάποιο πουλάκι κελάιδάει. Πρέπει να βιαστούνε. Ποιο παιδί θα θυσιαστεί για τ’ άλλο;
– Γυναίκα, βογγάει ο πατέρας, σήκω, σήκωσ’ τον Γιαννάκη μας, που σου λέω.
Η μάνα σιγοκλαίει κι αναστενάζει. Παίρνει στην αγκαλιά της το ένα το παιδί. 0 πατέρας σταυροκοπιέται, κάνει το σημείο του Σταυρού πάνω στο στηθάκι του κοιμισμένου παιδιού και σηκώνει το τσεκούρι…
Η θυσία γίνηκε.
Τέτοιες θυσίες γίνηκαν κι αλλού. Στου Στρατή του Λιόπουλου, στου Κώστα του Σπινάκη. Η Άννα η Σπινάκαινα το θυσίασε μονάχη της, με το δικό της χέρι το παιδί της.
– Κάλλιο στον τάφο χίλιες βολές, παρά να τ’ αγγίξει άπιστου χέρι, είπε παλικαρίσια.
Ήτανε όμως και κάποιο χριστιανόσπιτο, όπου δεν ακούστηκε κλάμα, μηδέ οδυρμός. Αντίθετα κιόλα. Στου Βαρνάβα του Καλού με κρύφια χαρά το μάθανε, πως ήρθε ο αράπης να πάρει τα παιδιά.
Σαν όλους τους ραγιάδες κλειδομπαρωθήκανε κι αυτοί στο φτωχικό τους. Μα πίσω από τη σφαλισμένη θύρα, οι δυο Καλοί πέσανε στην αγκαλιά ο ένας του αλλουνού και είπαν:
– 0 Θεός τον έστειλε τον αράπη. Ανοίγει, σου λέει, η τύχη των παιδιών, όσα θα πάνε στην Πόλη. Και πλούτος αμέτρητο κερδαίνουνε, κι αφεντάδες ξακουστοί γένονται, αγάδες και πασάδες και βεζύρηδες. Την καλοπέραση τους κανένας δεν τη φτάνει στο ντοβλέτι όλο. Αλλο ν’ ακούς, κι άλλο να βλέπεις. Αμποτε η μοίρα του να το ‘χει, να τόνε πάρουνε και τον Χρίστο μας στην Πόλη. Γιατί μαζί μας εδώ, στον τόπο ετούτονε, θα ρέψει σαν και μας. Εκεί θα του ανοιχτούν, καλέ, οι πόρτες οι μεγάλες, άκου με ‘μένα!
Τους πήραν τα δάκρυα τους δυο Καλούς απ’ τη λαχτάρα κι απ’ την αγωνία, μη λάχει και το περιφρονήσει η μοίρα το παιδί τους.
Σ’ άλλα σπίτια κλαίγανε την ανημπόρια τους να σωθούνε. Σ’ άλλα πάλι η οργή κι η μάνητα τύφλωνε και τρέλαινε τους γονέους. 0 ένας πολέμαγε να κρύψει κάπου το παιδί του, μην του το πάρει ο αράπης. 0 άλλος το παραμόρφωνε, του ‘κοβε το ‘να του το αυτί, του ‘βγαζε το ‘να του το μάτι, του ‘σπαγε το ‘να του το πόδι, για να το δουν οι Τούρκοι και να σιχαθούνε.
Νύχτα κολασμένη για τους χριστιανούς. Κι όμως, όμως να, κρυφά-κρυφά σέρνεται στα στενορρύμια του ρουμ-μαχαλά μια μαύρη σκιά, κρατώντας έναν μπόγο στην αγκαλιά της.
Μια χανούμισσα ξεκίνησε απ’ το χαρεμλίκι με το παιδί της στα χέρια, να το φέρει στου Σπύρου του Μαρινάκου το σπίτι. Χτυπάει την πόρτα δειλά. Δειλοί οι μέσα του σπιτιού, δεν τολμάνε ν’ ανοίξουν.
– Εγώ είμαι, η Χάιδή, λέει τούρκικα το χανουμάκι. Οι Μαρινάκηδες την αναγνωρίζουν και της ανοίγουν.
– Τι θες χανούμ; τη ρωτάνε.
– Μια χάρη σάς ζητάω, εγώ κι ο αφέντης μου ο Αλής. Εσείς που δεν έχετε παιδιά, πάρτε το τούτο ‘δώ… Δώστε το αύριο στον αγά. Τουρκόπουλα δε δέχονται. Μόνο τα δικά σας παίρνουνε στην Πόλη. Και γίνονται μεγάλοι και τρανοί στο σαράι. Σε μας τους Τούρκους δε βολεί τέτοια τύχη. Πάρτε, αμάν, το αγόρι μου και θα σας το χρωστάω χάρη στη ζωή μου όλη. 0 Αλλάχ να σας φυλάει, για το καλό που θα μου κάνετε. Πάρτε το το παιδί μου, καλοί μου χριστιανοί!
Έσπρωξε το παιδί της στα χέρια τους. Εκείνοι δίσταζαν να το πάρουν.
– Δεν έχουμε παιδί γραμμένο στα τεφτέρια του χωριού, της λένε. Πώς θα το παρουσιάσουμε έτσι, χανούμ, στα ξαφνικά; Θα βρούμε τον μπελά μας. Τα κεφάλια μας, χανούμ…
Αλλά η χανούμ παρακάλεσε τόσο πεισματικά, που οι Μαρινάκηδες δεχτήκανε στο τέλος. Πήρανε, βλέπεις, μαζί κι ένα μάτσο γρόσια.
Έτσι πέρασε εκείνη η νύχτα. Και σαν έφεξε ο Θεός τη μέρα, τ’ Αθαλάσσι πρόσμενε πια έτοιμο, ξαγρυπνισμένο, τρεμάμενο, πονεμένο, κουρελιασμένο ώς τα κατάβαθα της ψυχής, τις τρομερές καταδίκες.
Ξημέρωσε ο Θεός τον κόσμο. Κι έλαμψε ένα πρωινό λιοπερίχυτο, θαυμαστό. Ζεστό, όχι καυτερό. Φωτερό, γαλήνιο, πεντακάθαρο. Το πρωί. Κι ήταν ως να μην εσταμάτησε η ζωή όλη τη νύχτα. Η αυγή βρήκε το χωριό ξύπνιο. Ένα σούρτα-φέρτα αδιάκοπο, ένα άνοιξε και κλείσε από πόρτες, μια ανησυχία κρυφή που δεν τελειώνει.
Κι ίσα-ίσα στον τουρκομαχαλά και στην οβραίικη, εκεί προπάντων άντρες και γυναίκες, αυτοί που δεν τους έπιανε η απειλή, ετοιμαστήκανε αποταχύ, να πάν’ να βρούνε μια καλή θέση στο Ντορτ-γιολ, να δουν που θα γενεί το μάζεμα των παιδιών. Να τη χαρούν τη φέστα.
(ΘΑΝΑΣΗΣ ΠΕΤΣΑΛΗΣ-ΔΙΟΜΗΔΗΣ: ΟΙ ΜΑΥΡΟΛΥΚΟΙ Τόμος Α)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου