Η γνώση του Θεού δεν προσφέρεται στον άνθρωπο με κάποια ηθική ή διανοητική διαδικασία, ἀλλὰ ως ὑπαρξιακὴἐμπειρία, ως οντολογικό γεγονός, ως «κοινωνία εν τη ὑπάρξει». Πραγματοποιεῖται με την είσοδό του στην προοπτική της αἰώνιας και ακατάλυτης ζωής του αρχετύπου της, του Χριστού• με την μίμηση του Χριστού και την ένταξή του στην προοπτική της ζωής του «εκ του ουρανού καταβαίνοντος».
Μίμηση του Χριστοῦ είναι η συμπόρευση με τον Χριστό στην οδό της ταπεινώσεως και της καθόδου του ως τον άδη. Έτσι ο άνθρωπος ἀποσυνδέεται από κάθε κτιστό και ἐνοικίζει στην καρδιά του το θέλημα του Θεού ως μοναδικό νόμο «όλης της υπάρξεώς του, προσκαίρου τε και αιωνίου»[2], και ἀνυψώνεται στο επίπεδο της καθαρότητας, όπου γίνεται δυνατή και η υποστατική προσευχή για ολόκληρη την ανθρωπότητα.
Η μετάβαση του ἀνθρώπου από την εν χρόνω ματαιότητα στην αιώνια πραγματικότητα δεν συντελεῖται με ἀνθρώπινα ή ενδοκόσμια στοιχεία, αλλά πραγματοποιεῖται με ὑπερκόσμια παρέμβαση, όπως και η εξαρχής ἐμφάνισή του. Γι’ αυτό ο άνθρωπος καλείται να ταπεινωθεί ενώπιον του Θεού και να παραδοθεί στην αγάπη του που τον ζωογονεί και τον ἀνακαινίζει.
Ο Χριστός, γράφει ο όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, είπε: «Εγώ ειμι ο άρτος της ζωής ο εκ του οὐρανοῦ καταβάς»• και προσθέτει: Ο Χριστός δεν είπε ότι είναι ο άρτος της ζωής ο εκ του ουρανού καταβάς, αλλά «ο εκ του ουρανού καταβαίνων• αεί δηλονότι και πάντοτε εκ του ουρανού καταβαίνων και νυν καθ’ ώραν παραγινόμενος»[3]. Ο ισχυρισμός αυτός του οσίου φαίνεται παράδοξος. Το σχετικό ευαγγελικό κείμενο παραθέτει το λόγιο του Χριστού με την μετοχή σε χρόνο ἀόριστο:«ὁ εκ του ουρανού καταβάς»[4]. Και ο ίδιος όμως ο Χριστός σε άλλη συνάφεια λέει ότι είναι «ο άρτος του Θεού ο καταβαίνων εκ του ουρανού και ζωὴν διδούς τω κόσμω»[5]. Η εμφανιζόμενη παραδοξότητα ἐξαλείφεται με την θεώρησή της μέσα στον λειτουργικό χρόνο. Ὅταν το αιώνιο φανερώνεται μέσα στον χρόνο, ενεργεί διαχρονικά.Ὅπως και όταν το υπερβατικό πραγματοποιεῖται σε κάποιο συγκεκριμένο τόπο, ενεργεί σε ολόληρο τον κόσμο[6].
Ενώ όμως η εκ του μη όντος εις το εἶναι ανάδυση του ἀνθρώπου πραγματοποιήθηκε μονομερώς από τον Θεό με την δημιουργικὴ ενέργειά του, η μετάβασή του από την φθαρτότητα στην αφθαρσία δεν πραγματοποιείται μονομερώς με την ἐνἔργεια του Θεού, αλλά και με την ελεύθερη συγκατάθεση και συμμετοχὴ του ανθρώπου.
Για την αρχική εμφάνιση του ανθρώπου δεν υπήρξε ούτε ήταν δυνατό να υπάρξει δική του συγκατάθεση ή συμμετοχή. Για την τελείωσή του όμως είναι απαραίτητες οι προϋποθέσεις αυτές. Αυτό συμβαίνει, γιατί ο ἄνθρωπος κλήθηκε από τον Δημιουργὸ για να προκόψει και να τελειωθεί ως ελεύθερο πρόσωπο. Κλήθηκε για να εργασθεί στην χρονικότητα και να ὁλοκληρωθεῖ στην αιωνιότητα. Αν δεν εργαστεί μέσα στην χρονικότητα, δεν είναι δυνατή η τελείωσή του στην αἰωνιότητα[7].
«Η πνευματική ελευθερία, γράφει ο όσιος Σωφρόνιος, «είναι η ύψιστη χάρη. Χωρίς αυτήν δεν υπάρχει σωτηρία‒ σωτηρία που μας αποκαλύπτεται ως θέωση του ανθρώπου, ως αφομοίωση από τον άνθρωπο της μορφής του θειου είναι»[8].Η συμμετοχή του ανθρώπου στο έργο του Δημιουργού του για την τελείωσή του γίνεται δυνατή μέσα στον χρόνο, γιατί αὐτὸς καθιστᾶ δυνατές και τις αλλαγές.
Ο Θεός είναι αγάπη. Αυτό σημαίνει ότι και η γνώση του Θεού ως «κοινωνία εν τη υπάρξει» είναι κοινωνία εν τη ἀγάπῃ. Όπως όμως σημειώνει ο όσιος Σωφρόνιος, «στερούμαστε την οντολογική γνώση αυτής της αγάπης, και γι΄αυτό η αιώνια σημασία της μένει απόκρυφη για μας»[9]. Στο επίπεδο της παρούσας ζωής ο άνθρωπος αδυνατεί να χωρέσει και να βαστάσει στην ύπαρξή του αυτήν την αγάπη. Γι’αὐτὸ και ο Θεός την αποκρύβει από τον άνθρωπο. Ο άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης ὁμολογεῖ ότι ήταν αδύνατο να αντέξει παράταση της ἀκαριαίας εμφανίσεως του ζώντος Χριστού. Αν αυτή παρατεινόταν, δεν θα άντεχε, θα πέθαινε[10].
Η γνώση του Θεού είναι γνώση της αγάπης. Και η πρόοδος στην γνώση του Θεού είναι εμβάθυνση στην αλήθεια της αγάπης του. Ο άνθρωπος δεν μπορεί ποτέ να γνωρίσει την οὐσία του Θεού, αλλά μόνο τις ενέργειές του. Ᾰυτό σημαίνει ότι δεν είναι σε θέση να γνωρίσει ούτε την ουσία της αγάπης. Μπορεῖὅμως να αισθάνθεί την ύπαρξη και τις ενέργειες της αγάπης, όπως μπορεί να αισθάνθεί την ύπαρξη και παρουσία του Θεού.
Η αγάπη αποτελεί οντολογικό στοιχείο της ανθρώπινης υπάρξεως. Αυτή υπάρχει πριν από τον ἄνθρωπο. Ο άνθρωπος αναδύεται από την ἀγάπη και έχει την αγάπη στην φύση του ως «σπερματικὸν λόγον»[11]. Αυτό σημαίνει ότι είναι χωρητικός της θειας ζωής και έχει έμφυτη επιθυμία γι’αὐτήν. Ο Θεός καλεῖ τον άνθρωπο να τον γνωρίσει αγαπώντας τον με ολόκληρη την ύπαρξή του. Και ο άνθρωπος που θέλει να γνωρίσει τον Θεό, τον παρακαλεί να «τρώσει» την ψυχή του με πόθο, ώστε να ατενίζει διαρκώς προς αυτόν και να οδηγείται από το φως του[12].
Οι τρόποι όμως με τους οποίους ἀντιλαμβάνεται και ἐκδηλώνει την αγάπη ο εμπειρικός ἄνθρωπος είναι ἀπροσδιόριστοι και ἀντιφατικοί. Ακόμα και οι αἱμοβόροι αγαπούν τον φόνο, οι κλέφτες την κλοπή, οι ασελγείς την ἀσέλγεια και άλλοι ἄλλα φαύλα. Αυτοί όμως δεν αγαπούν σωστά αλλά διεστραμμένα[13]. Ο χριστιανικός τρόπος της αγάπης, που παρέχει και την αληθινή θεογνωσία, πραγματοποιείται με την «ἐγκατοίκηση στην καρδιά του ανθρώπου του Τριαδικού Θεού της αγάπης»[14]. Όπως μάλιστα γράφει ο Άγιος Σιλουανός, «όσο πληρέστερη η αγάπη, τόσο πληρέστερη η γνώση»[15].
Η διαστροφή της αγάπης προκύπτει από την άγνοια της αληθινής θειας αγάπης που πηγάζει από τον Θεό. Ο Θεός ως πηγή της ἀγάπης παρέχει την αγάπη του ανιδιοτελώς στα δημιουργήματά του. Σε αντίθεση με την θεια αγάπη, η αγάπη του εκπεσμένου ἀνθρώπου βραχυκυκλώνεται και αὐτοκαταστρέφεται. Ο φίλαυτος ἄνθρωπος με την αὐτοαναφορικότητά του διαστρέφει την πραγματικὴ αγάπη σε αγάπη προς τον εαυτό του και την μολύνει με τα πάθη του. Η ανόρθωσή του πραγματοποιείται μόνο με την παιδεία του Θεού που εκριζώνει την φιλαυτία.
Η φιλαυτία ως «εμπαθής και άλογος προς το σώμα φιλία»[16] είναι ψεύτικη και διεστραμμένη αγάπη. Αιτία της είναι «η άλογος και ανόητος της αγνοίας έξις»[17]. Ο αλλοτριωμένος από την οντολογική αλήθεια άνθρωπος κατευθύνεται από την έξη των παθών του, που σε τελική ανάλυση ταυτίζεται με την ἄγνοια του Θεού που είναι η πηγή της αλήθειας και της ἀγάπης.
Ο άγιος Σωφρόνιος ο Αθωνίτης παρουσιάζει με την πληρέστερη δυνατή σαφήνεια και πυκνότητα την έννοια της χριστιανικῆς αγάπης. Γράφει: «Το να αγαπάς είναι να ζεις για τον αγαπώμενο και μέσα στον αγαπώμενο του οποίου η ζωή γίνεται ζωή μας. Η αγάπη οδηγεί στην μοναδικότητα της ύπαρξης. Αυτό συμβαίνει στην Αγία Τριάδα. Ο Πατήρ αγαπά τον Υιόν. Αὐτὸς ζει εν τω Υιώ και εν τω Αγίω Πνεύματι. Και ο Υιός μένει εν τη αγάπη του Πατρός και εν τω Αγίω Πνεύματι. Και γνωρίζουμε το Άγιο Πνεύμα ως την παντέλεια αγάπη. Το Άγιο Πνεῦμα εκπορεύεται αιωνίως εκ του Πατρός και ζει εν Αυτώ και κατοικεῖεν τω Υιώ. Αυτή η αγάπη κάνει την ολότητα του Θειου Όντος μοναδική αιώνια πράξη. Κατά το υπόδειγμα αυτής της ενότητος, το ανθρώπινο γένος πρέπει να γίνει ένας ἄνθρωπος.Ἵνα πάντες εν ώσι, καθώς συ, Πάτερ, εν εμοί καγώ εν σοι, ίνα και αυτοί εν ημίν εν ώσιν»[18]. Η τέλεια αγάπη φανερώνεται στον κόσμο με τον Χριστό που ενώνει τον άνθρωπο με τον Θεό[19].
Η εντολή του Χριστού είναι η προβολή της θειας αγάπης στο γήϊνο επίπεδο. Για να ζήσει ο άνθρωπος την αγάπη αυτή κατά τήνπαρούσα ζωή στο επίπεδο του χώρου και του χρόνου πρέπει να μεταμορφωθεῖ σε επίγειο άγγελο. Ελάχιστοι όμως προσεγγίζουν την τελειότητα αυτήν. Έτσι η αληθινή αγάπη σπανίζει μέσα στον κόσμο.
Το φως της θειας αγάπης προσεγγίζει τον άνθρωπο μετά από μακρά και κοπιώδη παιδαγωγική προετοιμασία. Οι θλίψεις ενοποιούν τον διασπασμένο άνθρωπο και την διασπασμένη ἀνθρωπότητα και βοηθούν στην προσέγγιση και επανεύρεση του Θεού και του πλησίον. «Εν θλίψει εμνήσθην σου, εν θλίψει μικρᾷ η παιδεία σου ημιν»[20].
Ο άνθρωπος γνωρίζει την αγάπη πρωταρχικώς ως κοινωνία με την μητέρα του, ως μητρική κοινωνία. Αυτή είναι και η γνησιότερη μορφή αγάπης σε φυσικό επίπεδο• η ἀνιδιοτελὴς αγάπη που προσφέρεται από την μητέρα προς το παιδί της. Ὑπάρχουν βέβαια σε φυσικό επίπεδο και άλλα είδη ἀγάπης που συνδέονται με διάφορους βαθμούς ιδιοτέλειας. Όλα αυτά τα εἴδη της αγάπης απαντούν στις διάφορες σχέσεις της ζωής των ανθρώπων. Η Ευαγγελική όμως αγάπη υπερβαίνει το επίπεδο της ἀνθρώπινης ζωής. Κατορθώνεται σε υπερφυσικό επίπεδο.
Η γνώση του Θεού ως «μετουσία και μέθεξις της θεότητος», είναι ατελεύτητη. Ο άνθρωπος προχωρεί στην γνώση του Θεοῦ κατά το μέτρο που αποκαλύπτεται αυτή από τον Θεό. Ο απόστολος Παύλος χαρακτηρίζει την γνώση του Θεού από τον άνθρωπο ως γνώση του ανθρώπου από τον Θεό• ως αποκάλυψη του Θεού προς τον άνθρωπο: «Γνόντες Θεόν, μάλλον δε γνωσθέντες υπό Θεού»[21]. Αυτό σημαίνει ότι ο ἄνθρωπος δεν μπορεί να γνωρίσει τον Θεό, αν ο Θεός δεν αποκαλυφθεί στον ἄνθρωπο.
Ο Θεός βρίσκεται κρυμμένος στις εντολές και στα δημιουργήματά του, τα οποία είναι φορείς της αγάπης του. Ο ἄνθρωπος ωριμάζει στην αγάπη σταδιακά με την θεώρηση των έργων και την τήρηση των εντολών του.Ἡ γνώση του Θεού δεν έχει διανοητικό χαρακτήρα ούτε αποκτάται ως ἀντικειμενικὸ μέγεθος, αλλά εχει προσωπικὸ χαρακτήρα και αυξάνει ἐμπειρικά. Η τήρηση των εντολών του Θεού, που κορυφώνεται με την τέλεση και την βίωση της θειας Ευχαριστίας, είναι πηγή της θεογνωσίας.
Όταν ο άνθρωπος τηρεί τις θεῖες εντολες, άλλά και όταν αισθάνεται την παρουσία του Θεού μέσα στο δημιουργικό έργο του μετέχει στην άκτιστή θεια ενέργεια και γνωρίζει κατά το μέτρο της χωρητικότητάς του τον Θεό και την θεια αγάπη. Και ο άνθρωπος παραμένει και προκόπτει στην γνώση και την ἀγάπη του Θεού μετέχοντας στην ενέργειά του• «εχόμενος της θειας ἐνεργείας»[22].
Βέβαια οι εντολές του Θεού δεν προσεγγίζουν συνήθως τον άνθρωπό ως άμεσες ενέργειες, αλλά ως φράσεις, ως λέξεις ή ως φωτεινά σύμβολα. Ελάχιστοι άνθρωποι, όπως οι προφῆτες, οι απόστολοι και οι θεόπτες, δέχονται απευθείας λόγους ή εντολές του Θεού που εκφράζουν το θέλημά του.
Ο Χριστός καλεί τον άνθρωπο να προσεγγίσει εμπειρικά τις εντολές του. Να πειραματιστεί και να γνωρίσει προσωπικά την αλήθειά τους. Οι εντολές αυτές έχουν μέσα τους την πληροφορία για την προέλευσή του[23]. Και η πληροφορία αυτή ἔρχεται ως άμεση αίσθηση, που πραγματοποιείται με πρωτογενὴ σχέση και δεν χρειάζεται καμία εξωτερική επιβεβαίωση. Είναι γνώση προσωπικής κοινωνίας του δημιουργήματος με τον Δημιουργό του.
Η θεογνωσία ως υπαρξιακή κοινωνία του ανθρώπου με τον Θεό, ως «μετουσία της θεότητος» ανακαινίζει τον άνθρωπο και τον θεοποιεί. Η ανθρωπολογία καταυγάζεται από την Θεο-γνωσία. Οι ορίζοντες της χριστιανικής ανθρωπολογίας ὑπερβαίνουν κάθε περιορισμό, κάθε βελτίωση και αναβάθμιση (human enhancement) που προβάλλει ο υπερανθρωπισμός και ο μετανθρωπισμός, και εκτείνονται με θεμέλιο την εν Χριστῷ ανακαίνιση και θέωση του ανθρώπου στην ἀπειρότητα.
Ο Θεός, λέει ο απόστολος Πέτρος, δώρησε στους ἀνθρώπους «τιμια και μέγιστα επαγγέλματα», για να ἀποφύγουν την διαφθορὰ του κόσμου και να καταστούν «θειας κοινωνοί φύσεως»[24]. Ως κοινωνός θειας φύσεως ο άνθρωπος γίνεται μέτοχος της θειας ζωής που είναι άναρχη και ατελεύτητη. Όπως χαρακτηριστικῶς γράφει ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, «εις τούτο ημάς πεποίηκεν ο Θεός, ίνα γενώμεθα θειας κοινωνοί φύσεως, και της αυτού αϊδιότητος μέτοχοι»[25].
Κάθε άνθρωπος, που έχει την αρχή της ζωής του μέσα στον χρόνο, παραμένει αιώνιος μετά την καθολική ανάσταση του κόσμου. Τι ισχύει όμως γι’ αυτόν που δεν ενώνεται με το σώμα του Χριστού και δεν γίνεται μέτοχος της θεοποιού ενεργείας του; Οπωσδήποτε δεν γίνεται και αΐδιος, δηλαδή ἄναρχος, ὅπως εἶναι ο Χριστός, το πρότυπό του. Μόνο όταν ἑνώνεται με τον Χριστὸ και ἐνυποστασιάζεται στο σώμα του, την Εκκλησία, μετέχει και στην αϊδιότητά του. Αλλά, όπως παρατηρεῖ ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο Θεός γνωρίζει να μετασκευάζει με την σοφία και την δύναμή του τα «εξ αὐτεξουσίου παρατροπῆς» ολισθήματά μας «ασυγκρίτως επί το κρεῖττον»[26]. Έτσι η πτώση του ανθρώπου έγινε αφορμή να ἐκδηλωθεῖ η παναγαθότητα και πανσοφία του Θεού με το να σαρκωθεῖ ο Λόγος του και να ανυψώσει ακόμα περισσότερο τον άνθρωπο, να τον καταστήσει και άναρχο, δηλαδή αΐδιο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
[1]. Ψαλμ. 38,8.
[2]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Περί Προσευχής, έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 52018, σ. 258.
[3]. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ηθικά 3,512-17.
[4]. Ιω. 3,13. Πρβλ. και 6,41.
[5]. Βλ. Ιω. 6,33.
[6]. «Επάγη γαρ εν τόπω (ο Σταυρός του Χριστού), και ενεργεί εν κόσμω». Παρακλητική, Ήχος γ΄, Πέμπτη Εσπέρας.
[7]. Βλ. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζαχάρου), Η δικαιοσύνη του Θεού «Εις Σταθμούς» έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2024, σ. 126.
[8] .Αγίου Σωφρονίου Αθωνίτου, Η ζωή του ζωή μου, έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2023, σ. 104.
[9]. Αγίου Σωφρονίου Αθωνίτου, Η ζωή του ζωή μου, σ. 128.
[10]. Βλ. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Οικοδομώντας τον Ναό του Θεού, τόμ. 2, σ. 406, έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2013.
[11]. Βλ. Μ. Βασιλείου, Όροι κατα πλάτος, PG 31,908C.
[12]. Βλ. Μ. Βασιλείου, Ευχή, Ώρα έκτη.
[13]. Βλ. Ευσταθίου Θεσσαλονίκης, Εις Τεσσαρακοστήν 2,11, PG 138,592Β.
[14]. Βλ. Αγίου Σωφρονίου Αθωνίτου, Η ζωή του ζωή μου, σ. 46.
[15]. Αρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 10 2003, σ. 443.
[16]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια περί αγάπης 3,8, PG 90,1020Α.
[17]. Μαξίμου Ομολογητού, Προς Θαλάσσιον, PG90,301B
[18]. Αγίου Σωφρονίου του Αθωνίτου, Η ζωή του ζωή μου, σ. 44.
[19]. Βλ. Συμεών Ν. Θεολόγου, Ηθικά 4,556, έκδ. J. Darrouzès, «Sources Chrétiennes», τόμ. 129, σ. 48.
[20]. Ησ. 26,16.
[21]. Γαλ. 4,9.
[22]. Γρηγορίου Παλαμά, Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων 2,1,30, Γρηγορίου του Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. Α΄έκδ. Π. Χρήστου, Θεσσαλονίκη 1962, σ.491. Πρβλ. Αρχιμ. Ζαχαρία (Ζάχαρου), Η δικαιοσύνη του Θεού «Εις Σταθμούς», έκδ. Ι. Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας 2024, σ. 78. «Δεν αρκεί να ενδυθεί ο άνθρωπος τον Θεό. Πρέπει να Τον φυλάξει ζωντανό μέσα του με την τήρηση των εντολών, τρέφοντας την ψυχή, το οικητήριόν Του με τους λόγους Του».
[23]. Βλ. Ιω. 7,17.
[24]. Β’Πέτρ. 2,4-5.
[25]. Μαξίμου Ομολογητού, Κεφάλαια διάφορα 1,42, PG 90,1193D.
[26]. Γρηγορίου Παλαμά, Ομιλία 16,17, έκδ. Β. Ψευτογκά, Γρηγορίου του Παλαμά, Συγγράμματα, τόμ. 6, σ. 191.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου