Γράφει ο Χρίστος Γούδης
Β΄. ΡΩΣΙΚΕΣ ΠΑΡΕΜΒΑΣΕΙΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ 1821
Ο στρατηγός Αλέξανδρος Υψηλάντης, υπασπιστής του Τσάρου πασών των Ρωσιών, και ηγέτης της ελληνικής εθνεγερσίας, μετά την εισβολή του από ρωσικό έδαφος στις ηγεμονίες της Μολδοβλαχίας (Φεβρουάριος 1821) και την ήττα των ελληνικών του δυνάμεων στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821) καταφεύγει στην Τρανσυλβανία και κατορθώνει να περάσει τα σύνορα της Αυστρίας, όπου συλλαμβάνεται και παραμένει έγκλειστος στον πύργο του Μούνκατς (στην σημερινή Ουκρανία, που τότε ανήκε στην Αυστροουγγαρία) για τα επόμενα έξι χρόνια, για να ελευθερωθεί λίγους μήνες πριν να πεθάνει στη Βιέννη το 1828. Δέκα μέρες μετά τη μάχη στο Δραγατσάνι, ο οπλαρχηγός του Υψηλάντη Αθανάσιος Καρπενησιώτης με 400 Έλληνες οχυρώνεται στο Σκουλένι, δίπλα στον Προύθο ποταμό, και δίνει κρατερή μάχη με τον πασά της Βράϊλας, ο οποίος ηγείται τουρκικού στρατού από 7.000 άνδρες.
Υπό τις επευφημίες των Ρώσων που παρακολουθούν από την αντίπερα όχθη του Προύθου, ο Καρπενησιώτης εξολοθρεύει 1.800 Τούρκους πριν πέσει ηρωϊκά μαχόμενος, διασώζοντας την τιμή των ελληνικών όπλων. Ο μεγάλος ρώσος φιλέλληνας ποιητής Αλέξανδρος Πούσκιν, στο ποίημά του «Πιστή Γραικιά, μην τον θρηνείς! Έχει σαν ήρως πέσει», αποθανάτισε την θυσία του Καρπενησιώτη με τους στίχους (σε απόδοση Κώστα Βάρναλη): «Έτσι κι αυτός απόμεινε στη μάχη ένας γενναίος, γι’ αυτό που δεν ορίζεται, και δε μετριέται χρέος»!
Ο Αλέξανδρος Πούσκιν, στο δοκίμιό του «Σημείωμα για την Επανάσταση του Υψηλάντη», που έγραψε στα Γαλλικά το 1821 στο Κισινιώφ (της σημερινής Μολδαβίας), περιγράφει με θαυμασμό την ηρωϊκή αντίσταση του Γεωργάκη Ολύμπιου: «Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης απειλούμενος με δολοφονία, διέφυγε στην Αυστρία ακολουθώντας τη συμβουλή του Ολύμπιου και από εκεί έκανε την εμπρηστική διακήρυξή του. Ο Γεωργάκης, επικεφαλής οκτακοσίων ανδρών, έδωσε πέντε μάχες με τον τουρκικό στρατό και στο τέλος αναγκάστηκε να υποχωρήσει στη Μονή Σέκου. Προδομένος από τους Εβραίους και περικυκλωμένος από τους Τούρκους, έβαλε φωτιά στην πυριτιδαποθήκη και τινάχτηκε στον αέρα».
Στην πορεία των γεγονότων κατά την έκρηξη της Ελληνικής Επανάστασης, λόγω των βιαιοπραγιών των Τούρκων και ιδιαίτερα του απαγχονισμού του Πατριάρχη, το κλίμα που διαμορφώθηκε στην Ευρώπη ήταν σαφώς αντιτουρκικό, ιδιαίτερα στην Ρωσία, όπου ο τσάρος Αλέξανδρος Α΄, κατόπιν παρεμβάσεων του Υπουργού του επί των Εξωτερικών Καποδίστρια, απέστειλε τελεσίγραφο στον σουλτάνο ζητώντας του να παύσει τους διωγμούς των Ελλήνων αδιακρίτως ατομικής ευθύνης, να εγγυηθεί την ασφάλεια και προστασία των εκκλησιών, και να αποσύρει τα τουρκικά στρατεύματα από τις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες. Η Υψηλή Πύλη απέρριψε το τελεσίγραφο και η Ρωσία ανακάλεσε τον πρεσβευτή της Στρογγανώφ από την Κωνσταντινούπολη στις 15 Ιουλίου 1821. Οι πιέσεις όμως που εξασκήθηκαν επί του τσάρου από τον Μέττερνιχ, τον φιλότουρκο Άγγλο Υπουργό των Εξωτερικών Κάστελριγκ, αλλά και τον έτερο επί των Εξωτερικών Υπουργό της Ρωσίας, τον Νέσσελροντ, απέτρεψαν τον επαπειλούμενο ρωσοτουρκικό πόλεμο, προς μεγάλη δυσαρέσκεια του Καποδίστρια ο οποίος αποχωρεί της ενεργού υπηρεσίας, λαμβάνοντας απεριόριστη άδεια.
Στην συνέχεια του μακροχρόνιου ελληνικού αγώνα για την ανεξαρτησία, οι τρεις αυτοαποκληθείσες «προστάτιδες» Δυνάμεις, Αγγλία-Ρωσία-Γαλλία, υπογράφουν στο Λονδίνο στις 6 Ιουλίου 1827, τη λεγόμενη Ιουλιανή Σύμβαση, κατά την οποία η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως αυτόνομο κράτος υπό την επικυριαρχία του σουλτάνου, με βόρεια σύνορα την οριοθετική γραμμή Παγασητικού-Αμβρακικού.
Τον Αύγουστο του 1827, καταπλέουν στο Ναύπλιο, πρωτεύουσα της επαναστατημένης Ελλάδας, οι ναύαρχοι Κόδριγκτον της Αγγλίας και Δεριγνύ της Γαλλίας, και πληροφορούν την ελληνική κυβέρνηση για την Ιουλιανή Σύμβαση και την πρόθεση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων να επιβάλουν τους όρους τους στους εμπολέμους, πρόταση που γίνεται ευμενώς δεκτή από τους Έλληνες. Όμως, η Υψηλή Πύλη απορρίπτει τη Συνθήκη και συνεχίζει τις εχθροπραξίες.
Οι στόλοι των τριών Μεγάλων Δυνάμεων, Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας, υπό τους ναυάρχους Κόδριγκτον, Δεριγνύ και Χέϋδεν αντιστοίχως, εν αναμονή ενδεχόμενης τουρκικής αντίδρασης για την καταβύθιση τουρκικού στολίσκου από τον φιλέλληνα πλοίαρχο Άστιγξ στην Ιτέα τον Σεπτέμβριο του 1827, καταπλέουν στον κόλπο του Ναυαρίνου για να αποκλείσουν τον εκεί ναυλοχούντα αιγυπτιακό στόλο υπό τον Μουχαρέμπεη, ο οποίος έχει ενισχυθεί από τον Μάϊο του 1827 με ισχυρό τουρκικό στόλο υπό τον Ταχίρ πασά.
Στις 8 Οκτωβρίου 1827, εισέρχεται στον κόλπο του Ναυαρίνου, υπό τον Κόδριγκτον, η αγγλική ναυαρχίδα «Ασία», ακολουθούμενη από 10 αγγλικά πλοία και έπεται η γαλλική ναυαρχίδα «Μαδαγασκάρη» υπό τον Δεριγνύ, ακολουθούμενη από 6 γαλλικά πλοία. Μετά από προστριβή και ανταλλαγή πυροβολισμών, η σύγκρουση γενικεύεται, και εξελίσσεται σε μία πρωτοφανούς εκτάσεως και εντάσεως ναυμαχία μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία θυμίζει επανάληψη της ναυμαχίας της Ναυπάκτου (1571). Μετά από την πρώτη ώρα και καθώς η έκβαση ήταν αμφίρροπη, εισέρχεται στον κόλπο του Ναυαρίνου και ο ρωσικός στόλος υπό τον Χέϋδεν, με τη ναυαρχίδα του «Αζώφ» και 7 πλοία, τα βαριά πυροβόλα των οποίων συντρίβουν τα τουρκοαιγυπτιακά πυροβολεία της ακτής και βυθίζουν πολλά εχθρικά πλοία.
Η ναυμαχία τελειώνει σύντομα με την πλήρη καταστροφή του τουρκοαιγυπτιακού στόλου. Εκ των 89 πλοίων του, κατεστράφησαν 60 ενώ οι απώλειές του ανήλθαν σε 6.000 άνδρες, έναντι 655 ανθρώπινων απωλειών των τριών συμμάχων, οι οποίοι ουδέν εκ των 24 πολεμικών πλοίων τους απώλεσαν. Η ναυμαχία του Ναυαρίνου (8 Οκτωβρίου 1827) οδήγησε στη μεγαλύτερη ναυτική πανωλεθρία της Τουρκίας, μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (7 Οκτωβρίου 1571).
Στις 8 Ιανουαρίου του 1828 ο Ιωάννης Καποδίστριας ως Κυβερνήτης πλέον της Ελλάδας, καταπλέει στο Ναύπλιο υπό τις επευφημίες του λαού και τους χαιρετιστήριους κανονιοβολισμούς των ξένων πολεμικών πλοίων που τον συνοδεύουν. Τον Απρίλιο του 1828 η Ρωσία, υπό τον νέο δυναμικό τσάρο Νικόλαο Α΄ (ο οποίος διαδέχθηκε τον αναποφάσιστο Αλέξανδρο Α΄ – τον αποκαλούμενο «ανεμοδείκτη» από τον Μέττερνιχ – μετά τον θάνατό του το 1825), με αφορμή την άρνηση της Πύλης να δεχθεί τις αποφάσεις των τριών Δυνάμεων επί του ελληνικού ζητήματος, κηρύσσει τον πόλεμο κατά της Τουρκίας, ενώ παράλληλα, στις 30 Μαΐου του 1828, αποστέλλει στον Καποδίστρια, ως οικονομική βοήθεια – και όχι ως δάνειο – για την Ελλάδα, 500.000 ρούβλια (και αργότερα, περί τα τέλη Οκτωβρίου του 1829, στρατιωτικό εξοπλισμό από 6.000 τουφέκια και 12 πυροβόλα). Ταυτόχρονα η Γαλλία, υπό τον φιλέλληνα βασιλέα της Κάρολο, δηλώνει την πρόθεσή της να αποστείλει στρατό στην Πελοπόννησο για να εκδιώξει τον Ιμπραήμ, ο οποίος εξακολουθεί, παρά την ήττα του τουρκοαιγυπτιακού στόλου του στο Ναυαρίνο, να παραμένει εκεί.
Η Αγγλία, προ του κινδύνου να απολέσει την πρωτοβουλία στην επίλυση του ελληνικού ζητήματος, προς όφελος της Ρωσίας και της Γαλλίας, επιτυγχάνει, δια της αποστολής του ναυάρχου Κόδριγκτον στην Αίγυπτο και της σύναψης με τον Μωχάμετ ΄Αλυ (σατράπη της Αιγύπτου και πατέρα του Ιμπραήμ) της συνθήκης της Αλεξανδρείας τον Ιούλιο του 1828, την ανάκληση των υπό τον Ιμπραήμ αιγυπτιακών στρατευμάτων από την Πελοπόννησο. Έτσι, ενώ ο Γάλλος στρατηγός Μαιζών αποβιβάζει τα πρώτα του στρατεύματά στο Πεταλίδι κοντά στην Πύλο τον Αύγουστο του 1828, ο Ιμπραήμ, σκιά του εαυτού του, καταπονημένος από τις ήττες του στη Μάνη (Βέργα, Διρός και Πολυάραβος) και τον συνεχή ανταρτοπόλεμο του Κολοκοτρώνη, αναχωρεί σχεδόν ταυτόχρονα (τον Σεπτέμβριο του 1828), αφήνοντας την Πελοπόννησο ελεύθερη.
Εν τω μεταξύ ο Καποδίστριας αναθέτει τις ανώτατες στρατιωτικές διοικήσεις στον βρετανό στρατηγό Ριχάρδο Τσωρτς και τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι οποίοι ανακαταλαμβάνουν σταδιακά μέσα σε ένα περίπου χρόνο τα εδάφη της Δυτικής και Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας αντιστοίχως, δεδομένου ότι οι Τούρκοι όχι μόνον αδυνατούν πλέον να αποστείλουν ισχυρά εκστρατευτικά σώματα, αλλά λόγω της μείζονος εμπλοκής τους στον ρωσοτουρκικό πόλεμο, αναγκάζονται σταδιακά να την εκκενώσουν. Η Πύλη πάντως, παρά την δυσμενή γι’ αυτήν τροπή του ρωσοτουρκικού πολέμου κατά το 1829, εξακολουθεί να αρνείται την αναγνώριση της ελληνικής αυτονομίας, με αποτέλεσμα να συνεχίζονται οι στρατιωτικές επιχειρήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου