Είχε, από παιδί, μια ξυλόγλυπτη μολυβοθήκη γραφείου, δώρο από τά χέρια του πατέρα της. «Φαέθων» έγραφε στό ξύλο, κι από πάνω δυό υπέροχα άλογα μέ τόν Θεό Ήλιο μέσα σέ ακτίνες φωτός!
- Τι θά πει Φαέθων; ρωτούσε με απορία.
- Ό θεός του φωτός, πού διασχίζει περήφανα τόν ουρανό στά λαμπρά του αλογα. Αυτό το όνομα είχα δώσει στο άλογο μου, στον πόλεμο του ‘4ο, της απαντούσε.
- Μά, είναι αυτό όνομα γιά άλογο;
- Γιά τό δικό μου άλογο, ναι. Του άξιζε αυτό το όνομα…
Χρόνια άκουγε τήν ϊδια ιστορία, έβλεπε τις ίδιες φωτογραφίες, χάιδευε τά ίδια μετάλλια. Πάντοτε, στην επέτειο του έπους του 1940.
“Φαέθων”: άλογο διάσημο, νικητής σε ιππικούς στρατιωτικούς αγώνες. Περήφανο, ανυπόταχτο, ολόμαυρο, μ’ ένα «λευκό αστέρι» στό μέτωπο του.
Δέν ήταν εύκολο νά τό ιππεύσουν. Μέχρι πού βρέθηκε ό μικρασιάτης αξιωματικός του ιππικού. Πώς τά κατάφερε, κανείς δέν ήξερε. Πάντως, τό εξημέρωσε. Ηταν, έλεγε, ένα άλογο μέ «ανθρώπινα» μάτια… Άνθρωπος και άλογο έγιναν ένα. Αστραπή ό καλπασμός του! Εκείνος του έδωσε και τό όνομα: Φαέθων.
Στούς αγώνες φαβορί. Τριπόδιζε κομψά μέ τις λευκές «κάλτσες» στά τέσσερα πόδια του, κι ύστερα, ξαφνικά, γινότανε αέρας, κεραυνός, πετούσε πάνω άπό τά εμπόδια, έσχιζε τήν απόσταση, έφτανε πρώτο. Χαιρετούσε στρατιωτικά κι έπαιρνε τό βραβείο ό αξιωματικός, γύριζε, χάιδευε τό κεφάλι τού άλόγου και τό κερνούσε τετράγωνα κομμάτια ζάχαρη.
Οι άλλοι τό έτρεμαν τό ατίθασο άλογο.
- Πώ, πώ, άλογο τρελό! Θά τό γκρεμοτσακίσει τό παλληκάρι… έλεγαν φοβισμένοι οι ίπποκόμοι κι έτρεχαν μακριά.
Κι ύστερα ήρθε ό πόλεμος. 28 Όκτωβρίου 1940. Τό στρατόπεδο ανάστατο. Ή ίλη του Ιππικού τάχιστα πρέπει νά μετακινηθεί προς τήν Πίνδο. Γιά τήν πατρίδα ! Ούτε ένας δέ λιποψύχισε.
Εκείνος ήταν αξιωματικός υπηρεσίας. Θά ετοιμάσει τά έγγραφα και θά φύγει τελευταίος. Αυτός και ό Φαέθων. Άνθρωπος και άλογο ένα.
Πέφτει χιονόνερο και σουρουπώνει. Μέ γοργό καλπασμό διασχίζουν τους δρόμους της πόλης. Τό άλογο αφρίζει, μά δέ σταματά. Έχει μάθει νά υπακούει στον αναβάτη του. Πρέπει νά τρέξουν νά προλάβουν τούς υπόλοιπους στό βάλτο των Γιαννιτσών και χωρίς καθυστέρηση ν ανηφορίσουν στή χιονισμένη Πίνδο.
- Θ’ αντέξει ό Φαέθων; αναρωτιέται ό αξιωματικός. Εδώ δέν είναι «αγώνες», είναι αγώνας ζωής και θανάτου.
Ό Φαέθων άντεξε. Ξεπέρασε τό μέτρο. Βολίδα ορμούσε στις πιό επικίνδυνες άποστολές. “Οταν εκείνος δέν έτρωγε, κι ό Φαέθων αρνιόταν τήν ταγή. Διέσχιζε τό χιόνι μέ ταχύτητα αστραπής. Όλόμαυρος κάλπαζε, μέ τόν αναβάτη του μπρούμητα κολλημένο στην πλάτη του, μετέφερε μηνύματα, πρωτοστατούσε χλιμιντρίζοντας στις μάχες, ωραίος, περήφανος, ανυπότακτος «Έλλην». Μαύρος στό λευκό χιόνι ήταν στόχος, άλλά ποιος μπορούσε νά τόν σημαδέψει, καθώς κινιόταν μέ τήν ταχύτητα του φωτός;
Δίπλα του συνήθως ό Ψαρής, τό άλογο του δικηγόρου. Άνθρωποι και άλογα φίλοι άδελφικοί ταιριάξανε σάν αντάμωσαν στην Άλβανία. Λεβέντης ό δικηγόρος, τό ‘λεγε ή ψυχή του. πρώτος στή θυσία.
Τους διάλεγαν συνήθως γιά τά δύσκολα… Στερέωνε εκείνος τά μυωπικά γυαλάκια του μέ σπόγγο και αναλάμβάνε μέ ηρωισμό τά πάντα: «Θεία ειν’ η δάφνη ! Μιά φορά κανείς πεθαίνει” .
Μαζί οι δυό τους. Μαζί και τ’ άλογό τους. Μέχρι τό δειλινό του Δεκέμβρη…
Στή χιονοθύελλα είχαν πάρει εντολή γιά τους ασύρματους… Νά κινηθούν καθώς βραδιάζει.
Όμως οι Ίταλοί τους κατάλαβαν.
Δέν πρόλαβαν.
“Ενας όλμος βαρύς κομματιάζει τόν καημένο τόν Ψαρή. Τινάζεται πάνω, διαλύεται στον αέρα και κατρακυλάει στή χαράδρα… Μαίνεται ή θύελλα, μουγκρίζει Θυμωμένα ό ποταμός στό βάθος. Κι ό δικηγόρος; Τινάζεται κι αυτός. Πάει…
- Φίλε, καλό Παράδεισο, φωνάζει περίλυπος ό αξιωματικός και ξεσπάει σέ λυγμούς.
Μά ό Φαέθων: Δέ σταματά. Χλιμιντρίζει αυταρχικά και τόν σπρώχνει, τόν αναγκάζει νά σταθεί στά πόδια του, νά τόν ιππεύσει. Ό Φαέθων διατάζει. Ό αξιωματικός μέ δάκρυα υπακούει απορημένος: Φοβήθηκε και θέλει νά γλυτώσουμε, σκέφτεται στην οδύνη του. Πόσο έξω έπεσε!
Ό Φαέθων βουτάει μέ ταχύτητα στή χαράδρα. Τρεκλίζει, ισορροπεί, γονατίζει, σηκώνεται μέσα στή θύελλα και φτάνει στό βάθος, στό ποτάμι. Χλιμιντρίζει Θριαμβευτικά. Είδες; σά νά του λέει. Ό δικηγόρος ζει!
Ταλαιπωρημένος, μισοπνιγμένος στά νερά, βογγάει μέ πληγές που αιμορραγούν. Έτοιμοθάνατος…
Ό Φαέθων μπαίνει στό νερό και τόν σπρώχνει έξω μέ τή μουσούδα του. Ό αξιωματικός τόν τυλίγει μέ τή χλαίνη του, τόν δένει σφιχτά νά σταματήσει το αίμα…
Σκοτάδι, πίσσα. Θερμοκρασία -7 βαθμοί. Αν δέν ξημερώσει, πώς θά βγουν; Θ’ αντέξει ό φίλος; Θά πεθάνει στά χέρια του; Μά ό Φαέθων είναι έκεί. Μέ τήν καυτή του ανάσα στέκεται πάνω τους. Μέχρι τήν αυγή. Τους ζεσταίνει. ..
Χαράματα έφτασαν στο ορεινό χειρουργείο. Τους βλέπουν και ξεσπούν σέ ζητωκραυγές.
Τόν σηκώνουν στά χέρια. Του δίνουν αριστείο ανδρείας.
- Μά… όχι εγώ ! Ό Φαέθων, προσπαθεί νά πει. Ο ήρωας!
Ό δικηγόρος έζησε. Αναζητάει τά γυαλιά του πού γίνανε θρύψαλα στή χαράδρα… Γελούν. Θυμούνται τις ηρωικές μέρες στην Κορυτσά, στό Τεπεβένι… Αναπνέουν. Ο Θεός φύλαξε. Και ο… Φαέθων!
Κι ήρθε ή μαύρη μέρα της υποχώρησης. Σκυφτοί οι δυό φίλοι, επιστρέφουν λυπημένοι. Μαζί και ό Φαέθων…
Κρίμα! Τόση τόλμη, αυτοθυσία, τόση λεβεντιά νά τή συντρίψουν τά σιδερένια νύχια λαού αυταρχικού! Κρίμα!
Τι έπαθε ό Φαέθων; Άκολουθεί σέρνοντας τά πόδια. Έχει αδυνατίσει, δέν τρώει…
Μελαγχολούν τά άλογα; Καταλαβαίνουν;
Προσπαθούν νά τόν στυλώσουν, τόν χαϊδεύουν, τόν παρηγορούν… τίποτε.
Κι ένα πρωί, στην υποχώρηση, τό χάσανε τό άλογο. Ανάστατος τό αναζητάει. Πουθενά.
- Κάνε κουράγιο! Πήγε νά πεθάνει μόνο του. Ηταν περήφανο άλογο. Δέν άντεξε…
Μά είναι δυνατό; Τά άλογα καταλαβαίνουν; Αυτό αναρωτιέται ακόμη.
Ούτε ό αξιωματικός άντεξε… Διέφυγε στή Μέση Άνατολή και συνέχισε έκεί τόν Αγώνα.
Άλλο άλογο δέν απόκτησε ποτέ. Στήν Αίγυπτο χρησιμοποιούσε καμήλα.
Και αυτός και ό δικηγόρος γιόρτασαν τήν απελευθέρωση. Απόκτησαν παιδιά κι εγγόνια. Ό δικηγόρος έγινε δήμαρχος. Στό γραφείο του ή φωτογραφία ενός αλόγου. Όταν τόν ρωτούν απαντάει:
Φαέθων. Ό σωτήρας μου.
Και σκουπίζει δακρυσμένος τά μυωπικά γυαλιά του.
από το περιοδικό Προς τη Νίκη, τεύχος Οκτωβρίου 2015
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου