Ας επανέλθουμε όμως στην μικρή μας ιστορία, σας την μεταφέρω έτσι όπως μου την διηγήθηκαν. Δεν είναι από μαχητή, δεν είναι από ήρωα, εσείς θα κρίνετε πως θα τον χαρακτηρίσετε, εγώ απλά μεταφέρω στο χαρτί όσα μου είπε και ξεκινάει από το ξημέρωμα της 28ης:
«Τότε μέναμε στον άγιο Δημήτριο, εκεί που σήμερα βρίσκεται ο σταθμός του μετρό. Την 28 του Οκτωβρίου οφείλω να πω ότι την βίωσα κατά κάποιον τρόπο κωμικοτραγικό. Είμαι σε νεαρή ηλικία και επειδή η τουαλέτα μας ήταν πιασμένη από τον πατέρα μου, έφυγα και πήγα σε διπλανό οικόπεδο, τότε ακόμη υπήρχαν οικόπεδα στην Αθήνα, εκεί άκουσα τον ανατριχιαστικό ήχο από τις σειρήνες της αντιαεροπορικής άμυνας, λαχτάρησα και τρέχοντας ξαναγύρισα στο σπίτι, βρίσκω την μάνα μου σε άσχημη κατάσταση μέσα στο κλάμα, έλεγε ότι τώρα θα χαθούν πολλές ζωές. Έξω όμως άκουγα ένα βουητό που ανέβαινε λίγο-λίγο μέχρι που έγινε κέφι ανάλαφρο, αλλόκοτο, ξεσήκωνε τις ψυχές, φωνές, τραγούδια, πανηγύρια. Μπερδεύτηκα, η μάνα μου έκλαιγε, αλλά ο κόσμος πανηγύριζε, τι ακριβώς συνέβαινε; Δεν είχε και πολύ σημασία, βλέποντας όλο αυτό τον χαμό βρίσκω την ευκαιρία, ξεφεύγω με άλλους της ηλικίας μου, καβαλάμε ένα τραμ και να μαστέ πανευτυχείς στο σύνταγμα μαζί με όλο το πλήθος.
Έζησα στιγμές απίστευτες, ανεξίτηλες, έστω και αν ήμουν πιτσιρικάς. Η μάνα μου όμως εξακολουθούσε να κλαίει.
Θυμάμαι σαν να είναι σήμερα, τις λέξεις Κορυτσά, Τεπελένι, άγιοι Σαράντα, ως νίκες του ελληνικού στρατού, καθώς και τα τραγούδια της Σοφίας Βέμπο, που μας έδωσαν χαρά και θάρρος.
Η μάνα μου όμως εξακολουθούσε να κλαίει.
Μετά τις νίκες του στρατού μας απέναντι στους Ιταλούς, εισβάλει στη χώρα ο Γερμανό φασιστικός άξονας του τρίτου Ράιχ, τότε οι μέρες άρχισαν να γίνονται ζοφερές, τα τρόφιμα άρχισαν να λιγοστεύουν, όπως και τα χρήματα. Η ανάγκη της επιβίωσης οδήγησε να παίξω εγώ το ρόλο του μικρού έμπορου, έτσι πήγαινα καθημερινά στο Κατσιπόδι (Δάφνη) και από ένα μικρό εργαστήριο έπαιρνα παστέλια, σε μια προσπάθεια που άλλοτε επιτύγχανε, άλλοτε όχι, να συμβάλω όπως μπορώ στον οικογενειακό κορβανά, δόξα το θεό κάτι γίνονταν, έλα όμως που μετά από ένα εξάμηνο ξεκίνησε η μεγάλη πείνα. Ο μεγάλος μου αδελφός μου εργάζονταν στο King George και του πήγαινα φαγητό (ήταν απαγορευμένο οι ξενοδοχοϋπάλληλοι να τρώνε στο ξενοδοχείο) με το πατίνι, στην διαδρομή έβλεπα άτομα να έχουν αφήσει την τελευταία τους πνοή στο δρόμο, ενώ τα κάρα της δημαρχίας τους μάζευαν σαν να ήταν πεταμένα ασκιά. Είχαμε τόσο πολύ εθιστεί με το θάνατο που τριγυρνούσε ελευθέρα γύρω μας καθημερινά, που πλέον δεν μας έκανε εντύπωση.
Απόγευμα του 1943 επιστρέφω από το Μοσχάτο έχοντας μαζί μου ένα μικρό θησαυρό, τα δελτία της θείας Μαρούλιας που μου τα είχε δώσει φεύγοντας για τη Σαντορίνη. Έχω φτάσει πιο πάνω από τον άγιο Σωστή πηγαίνοντας χαρούμενος στο σπίτι μου, η χαρά όμως μου κόπηκε απότομα γιατί αντικρίζω από μακριά πυκνούς καπνούς και κόσμο να τρέχει προς την λεωφόρο Συγγρού, βλέποντας με να ανηφορίζω μου λένε:
- Παναγία μου, τώρα πώς να πάω σπίτι μου; Ήδη έχω φτάσει στο εργοστάσιο του Φιξ, συνεχίζω ευθεία και φτάνω στροφή Βουλιαγμένης. Τότε λίγο πιο πάνω επί της συγκεκριμένης οδού υπήρχαν φυλακές, πριν αρχίσω να ανηφορίζω συναντώ το ίδιο σκηνικό. Κόσμος να κατεβαίνει τρέχοντας προς τα κάτω, γιατί οι Γερμανοί είχαν στήσει και άλλο μπλόκο. Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. Η λύση πλέον είναι μια, να πάω εκεί που δούλευε ο αδελφός μου, ο όποιος (θεός να ανάπαυση την ψυχή του, έπεσε σε μάχη με τους κατακτητές) με τάισε και με έβαλε να κοιμηθώ σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου – αισθάνθηκα βασιλιάς και εκείνη την μέρα ξέχασα όλα όσα είχα τραβήξει μέχρι εκείνη την στιγμή.
Την επόμενη ξεκούραστος και ανακουφισμένος κίνησα για το σπίτι, στο δρόμο συναντώ την αδελφή μου που με έψαχνε, να μην τα πολυλογώ όμως και λόγο του ότι ήμουν ο Βενιαμίν της φαμίλιας, στήθηκε σωστό πανηγύρι, γιατί με είχαν για σκοτωμένο.
Δίπλα από το σπίτι μας ήταν το παπλωματάδικο του Σιγουράκη (αντάρτης μέλος του ΕΛΑΣ), τον οποίον οι Γερμανοί εκτέλεσαν έξω από την πόρτα του και του έβαλαν φωτιά στο σπίτι, έλα όμως που συνόρευε με το δικό μας και οι φλόγες άρχισαν να γλύφουν τους τοίχους μας, αν έμεναν και άλλο οι χιτλερικοί θα μετρούσαμε αποκαΐδια. Ευτυχώς οι γείτονες ενώθηκαν σε μια ανθρώπινη αλυσίδα και έτσι έγινε κατορθωτό να σβήσει η φωτιά, που απειλούσε όχι μόνο εμάς, αλλά και όλη την γειτονιά. Όταν όμως αυτή έσβησε, σε μια κρυψώνα του σπιτιού βρέθηκε οπλισμός του ΕΛΑΣ, οι γείτονες που βοήθησαν στο σβήσιμο και ενώ οι Γερμανοί δεν ήταν ακόμη μακριά, χωρίς να το καλοσκεφθούν τα βούτηξαν όλα μαζί και τα πέταξαν μέσα στο πηγάδι.
Όπως σας είπα και παραπάνω ως ο μικρότερος, είχα αναλάβει το ρολό του έμπορα και επειδή πλέον τα παστέλια ήταν παρελθόν, τώρα πουλούσα τσιγάρα που τα έπαιρνα από τους πάγκους των αναπήρων στην οδό Πειραιώς. Από αυτό το εμπόριο εδώ που τα λέμε λίγο πολύ όλο και κάτι έβγαινε, τόσο όσο να μπορώ να αγοράσω μισό κιλό λάδι. Θυμάμαι προς τα τέλη του 1943 που έχω ξεπουλήσει την πραμάτεια μου και ευτυχισμένος επιστρέφω σπίτι με μισό κιλό λάδι στην πλάτη, για κακή μου τύχη με βλέπει ένας αστυνομικός (εμάς τους μικροπωλητές μας κυνηγούσαν ανελέητα), μου ρίχνει μια κλωτσιά την οποία έφαγε το λάδι που τινάχτηκε στον αέρα, γυρνώ και του λέω:
- τι μου έκανες; Δούλευα μια εβδομάδα για να το πάω στην οικογένεια μου!, μωρέ είτε σε ντουβάρι μιλούσα, είτε σε άνθρωπο, το ίδιο και το αυτό. Σε κάποιες στιγμές η απανθρωπιά των οργάνων της ελληνικής πολιτείας ήταν τέτοια, που σκιάζε αυτή των κατακτητών.
Σε μια άλλη περίπτωση είχα ένα δελτίο που έπρεπε για να πάρω τη μερίδα μου, να πάω από τον Άγιο Δημήτριο στους Ποδαράδες (τέρμα Πατησίων). Την παραμονή όμως και επειδή η μάνα μας είχε αποσκελετωθεί από την πείνα, της είχαμε παραχώρηση τα μερίδια μας, είχα μείνει λοιπόν νηστικός με την ελπίδα της επόμενης μέρας, να φάω αυτό που μου έδωσε ο θείος μου, στερώντας το από τον εαυτό του. Ξεκίνησα λοιπόν από το σπίτι για να παραλάβω το ψωμί με τα δελτίο από Πατήσια, φτάνοντας στην πλατεία Αμερικής ένιωθα τα πόδια μου να μην με βαστούν και το κεφάλι μου να γυρίζει, λιποθύμησα και έπεσα κάτω, για καλή μου τύχη κοντά μου ήταν ένας Ιταλός στρατιωτικός ο όποιος με σήκωσε, με συνέφερε και με ηρέμησε χαϊδεύοντας μου το κεφάλι, ύστερα με συνόδεψε σε ένα μαρμαράδικο εκεί κοντά, όπου μου αγόρασε μια χούφτα σταφίδες (δεν ξέρω αν ζει, αλλά καλή του ώρα όπου και αν είναι), οι σταφίδες και η ανθρωπιά του Ιταλού μου έσωσαν την ζωή.
1944 πλησίαζε η απελευθέρωση, τότε η μεγάλη μου αδερφή έμενε στην Καισαριανή, ήταν σχετικά κοντά με το σπίτι μας και έτσι αποφάσισα να την επισκεφτώ, ξέροντας ότι όλο και κάτι καλό θα με τρατάριζε, άντε κάνα χαρούπι, λίγη μπομπότα και σπανιότερα και κάνα αυγό. Πλησιάζοντας στην Καισαριανή βλέπω κλούβες με Έλληνες πατριώτες να τους πηγαίνουν για εκτέλεση, νεαρά παιδιά στον ανθό της ηλικίας καθώς και μεγαλύτεροι, όλοι μαζί τραγουδούσαν τον εθνικό μας ύμνο ως ύστατη πράξη αντίστασης μια και γνώριζαν ότι μετά από λίγο θα τους τουφέκιζαν.
Έκλαψα με μαύρο δάκρυ και δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω, ήταν η πρώτη φορά, που έβλεπα το θάνατο κατάματα και κατάλαβα γιατί η μάνα μου έκλαιγε. Η μάνα μου η οποία δεν κατάφερε όπως και ο πατέρας μου, να ξεπεράσουν τις άγριες μέρες της κατοχής.
Μπορώ να διηγούμαι άπειρες ιστορίες από εκείνες τις μέρες, άλλες βγάζουν γέλιο, άλλες πίκρα, αλλά οι περισσότερες είναι δραματικές και καλύτερα να μην τις ανασκαλεύω στην μνήμη μου γιατί πονούν, άρα ως εδώ.
Ευχή μου είναι οι νέες γενιές να μην γνωρίσουν ούτε πόλεμο, ούτε πείνα έτσι όπως τα ζήσαμε εμείς και μια παράκληση στους συμπατριώτες μου. Στις εθνικές μας επετείους βάζετε την σημαία μας στα μπαλκόνια, είναι σύμβολο ΑΝΕΞΑΡΤΗΣΙΑΣ –ΑΝΤΙΣΤΑΣΗΣ – ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ και αιώνιο σάβανο σε όσους χάσαμε σε αυτούς τους αγώνες, αγώνες οι οποίοι επαναλαμβάνονται σήμερα, με άλλη μορφή».
Αν αναρωτηθήκατε ποιος είναι αυτός που τα διηγείται, να σας απαντήσω, είναι ο πατέρας μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου