συνέχεια από το Α μέρος
Γράφουν οι Tanisha M. Fazal και Paul Poast
ΜΙΚΡΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Συνολικά, η πρόσφατη ιστορία δεν δείχνει προς μια γενικότερη πτώση του πολέμου. Αλλά τι γίνεται με τον πόλεμο ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις; Ο ιστορικός John Lewis Gaddis περιφήμως αναφερόταν στην εποχή μετά το 1945 ως «η μακρά ειρήνη». Έχοντας αποτραπεί από τα πυρηνικά όπλα και κλειδωμένες σε ένα παγκόσμιο δίκτυο διεθνών οργανισμών, οι μεγάλες δυνάμεις απέφυγαν την επανάληψη της σφαγής των δύο παγκόσμιων πολέμων. Όταν η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2012, ήταν εν μέρει για αυτό το αξιοσημείωτο επίτευγμα.
Πράγματι, δεν υπήρξε τρίτος παγκόσμιος πόλεμος. Αλλά αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η εποχή της ειρήνης των μεγάλων δυνάμεων είναι εδώ. Στην πραγματικότητα, οι παγκόσμιοι πόλεμοι του περασμένου αιώνα είναι ένα κακό μέτρο σύγκρισης, καθώς είχαν μικρή ομοιότητα με τους περισσότερους από τους πολέμους μεγάλων δυνάμεων που είχαν προηγηθεί. Ο Γαλλο-Αυστριακός πόλεμος του 1859 διήρκεσε λιγότερο από τρεις μήνες˙ ο Αυστριακο-Πρωσικός πόλεμος του 1866 κράτησε λίγο περισσότερο από έναν μήνα. Κάθε ένας από αυτούς παρήγαγε λιγότερους από 50.000 θανάτους στη μάχη. Ακόμη και ο Γαλλο-Πρωσικός πόλεμος του 1870-71, ο οποίος άνοιξε τον δρόμο για μια ενοποιημένη γερμανική αυτοκρατορία, διήρκεσε μόλις έξι μήνες και είχε ως αποτέλεσμα περίπου 200.000 θανάτους από μάχες. Οι παγκόσμιοι πόλεμοι ήταν τάξεις μεγέθους διαφορετικοί από αυτές τις συγκρούσεις. Ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος κράτησε πάνω από τέσσερα χρόνια και παρήγαγε περίπου 9 εκατομμύρια θανάτους από μάχες. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος διήρκεσε έξι χρόνια και οδήγησε σε πάνω από 16 εκατομμύρια θανάτους στις μάχες.
Με άλλα λόγια, οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι Ι και ΙΙ έχουν στρεβλώσει σοβαρά την αίσθηση του τι είναι ο πόλεμος. Οι μελετητές και οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής τείνουν να βλέπουν αυτές τις συγκρούσεις ως εμβληματικές του πολέμου. Δεν είναι. Οι περισσότεροι πόλεμοι είναι σχετικά σύντομοι και διαρκούν λιγότερο από έξι μήνες. Τείνουν να έχουν ως αποτέλεσμα 50 ή και λιγότερους θανάτους από μάχες κάθε ημέρα -αριθμός που ωχριά σε σύγκριση με τα στοιχεία που παρήχθησαν κατά την διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου (πάνω από 5.000 νεκροί ημερησίως) και τον Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου (πάνω από 7.000 την ημέρα). Στην πραγματικότητα, εάν αποκλείσουμε αυτά τα δύο ακραία παραδείγματα, τα ποσοστά θανάτων στις μάχες από τα μέσα του 19ου αιώνα μέχρι το 1914 είναι σύμφωνα με αυτά των δεκαετιών από το 1945 και μετά.
Στην πραγματικότητα, υπήρξαν πολλοί πόλεμοι μεγάλων δυνάμεων μετά το 1945. Αλλά σπάνια αναγνωρίζονται ως τέτοιοι επειδή δεν μοιάζουν με τους δύο παγκόσμιους πολέμους. Περιλαμβάνουν τον πόλεμο της Κορέας, στον οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες αντιμετώπισαν δυνάμεις από την Κίνα και την Σοβιετική Ένωση, και τον πόλεμο του Βιετνάμ, ο οποίος επίσης έβαλε τις Ηνωμένες Πολιτείες ενάντια στις κινεζικές δυνάμεις. Και στις δύο περιπτώσεις, μεγάλες δυνάμεις πολέμησαν άμεσα μεταξύ τους.
Ο κατάλογος των πρόσφατων συγκρούσεων μεγάλων δυνάμεων αυξάνεται πολύ περισσότερο εάν συμπεριληφθούν περιπτώσεις πολέμου δια πληρεξουσίων. Από την υποστήριξη των ΗΠΑ στους Μουτζαχεντίν που μάχονταν τις σοβιετικές δυνάμεις στο Αφγανιστάν κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου μέχρι τις ξένες αντιπαλότητες που παίζονται στην Συρία και την Ουκρανία, οι μεγάλες δυνάμεις μάχονται τακτικά μεταξύ τους χρησιμοποιώντας την στρατιωτική δουλειά άλλων. Μια τέτοια εξωτερική ανάθεση (outsourcing) ανθρώπινου δυναμικού δεν αποτελεί πρόσφατη εφεύρεση και είναι στην πραγματικότητα ένα σχετικά φυσιολογικό χαρακτηριστικό του πολέμου μεγάλων δυνάμεων.
Εξετάστε την πορεία του Ναπολέοντα στην Ρωσία το 1812. Η εισβολή είναι διαβόητη για την φθορά που υπέστη η Grande Armée (Μεγάλη Στρατιά) καθώς προωθείτο ανατολικά. Πολύ λιγότερο γνωστό είναι ότι παρά το τεράστιο μέγεθος των πάνω από 400.000 ανδρών, η δύναμη σε μεγάλο βαθμό δεν ήταν γαλλική. Οι ξένοι μαχητές, είτε ήταν μισθοφόροι είτε στρατολογημένοι από κατακτημένες περιοχές, αποτελούσαν την συνολική πλειοψηφία των στρατευμάτων που ξεκίνησαν να εισβάλλουν στην Ρωσία. (Πολλοί από αυτούς σύντομα κουράστηκαν να βαδίζουν στην καλοκαιρινή ζέστη και εγκατέλειψαν τον συνασπισμό, συρρικνώνοντας τις δυνάμεις του Ναπολέοντα κατά περισσότερο από το μισό, προτού να κάνει καν το ένα τέταρτο της διαδρομής της εκστρατείας). Ωστόσο, η εξάρτησή του από τα ξένα στρατεύματα επέτρεψε στον Ναπολέοντα να τοποθετήσει το βάρος των μαχών σε μη Γάλλους, και σύμφωνα με πληροφορίες δήλωσε στον Αυστριακό πολιτικό Klemens von Metternich ότι «οι Γάλλοι δεν μπορούν να παραπονεθούν για μένα˙ για να τους γλιτώσω, θυσίασα τους Γερμανούς και τους Πολωνούς».
Με απλά λόγια, οι πιο βίαιες συγκρούσεις, ακόμη και ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις, δεν μοιάζουν με τον Πρώτο ή τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό δεν γράφεται καθόλου για να μειώσει την σημασία αυτών των δύο πολέμων. Η κατανόηση του πώς συνέβησαν μπορεί να βοηθήσει στην αποφυγή μελλοντικών πολέμων ή τουλάχιστον στον περιορισμό της κλίμακάς τους. Αλλά για να προσδιοριστεί εάν ένας πόλεμος μεγάλων δυνάμεων βρίσκεται σε παρακμή απαιτείται μια σαφής εννοιολογική κατανόηση του τι είναι ένας τέτοιος πόλεμος: Μια κατανόηση που να αναγνωρίζει ότι οι Παγκόσμιοι Πόλεμοι Ι και ΙΙ ήταν απαράμιλλοι σε κλίμακα και έκταση αλλά όχι οι τελευταίες περιπτώσεις συγκρούσεων μεγάλων δυνάμεων –μακράν τούτου. Η συμπεριφορά των κρατών δεν βελτιώθηκε αναγκαστικά. Στην πραγματικότητα, η φαινομενική μείωση της θανατηφόρας επίδρασης του πολέμου επισκιάζει μεγάλο μέρος από την φιλοπόλεμη συμπεριφορά.
ΜΗΝ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΕΤΕ ΠΟΛΥ ΝΩΡΙΣ
Η ιδέα ότι ο πόλεμος είναι όλο και περισσότερο ένα πράγμα από το παρελθόν δεν είναι μόνο λάθος˙ επιτρέπει επίσης ένα επιβλαβές είδος θριαμβολογίας. Η φαινομενική παρακμή του πολέμου δεν σημαίνει ότι ανθίζει η ειρήνη. Βεβαίως, οι πολίτες του Ελ Σαλβαδόρ, της Γουατεμάλας, της Ονδούρας και της Βενεζουέλας θα έχουν αντίρρηση για την αντίληψη ότι οι χώρες τους είναι ειρηνικές, αν και καμιά τους τεχνικά δεν είναι σε πόλεμο. Όπως έχει υποστηρίξει ο κοινωνιολόγος Johan Galtung, η αληθινή ειρήνη ή η «θετική ειρήνη» πρέπει επίσης να περιλαμβάνει στοιχεία ενεργητικής δέσμευσης και συνεργασίας, και παρόλο που η παγκοσμιοποίηση από το τέλος του Ψυχρού Πολέμου έχει συνδέσει ανόμοιες κοινότητες, υπήρξαν και οπισθοδρομήσεις. Μετά την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, υπήρχαν λιγότερα από δέκα συνοριακά τείχη στον κόσμο. Σήμερα υπάρχουν πάνω από 70, από τα ενισχυμένα σύνορα μεταξύ των ΗΠΑ και του Μεξικού μέχρι τους φράχτες που χωρίζουν την Ουγγαρία και την Σερβία και μεταξύ της Μποτσουάνα και της Ζιμπάμπουε.
Ακόμη και όταν οι συνεχιζόμενοι πόλεμοι φτάνουν σε ένα τέλος, απαιτείται προσοχή. Δείτε τους εμφύλιους πολέμους, πολλοί από τους οποίους τώρα καταλήγουν σε συνθήκες ειρήνης. Ορισμένες από αυτές, όπως η ειρηνευτική συμφωνία του 2016 στην Κολομβία, είναι περίτεχνα και φιλόδοξα κείμενα που καταλαμβάνουν πάνω από 300 σελίδες και πηγαίνουν πέρα από τις συνήθεις διαδικασίες αφοπλισμού για να αντιμετωπίσουν την αγροτική μεταρρύθμιση, την πολιτική για τα ναρκωτικά και τα δικαιώματα των γυναικών. Και όμως οι εμφύλιοι πόλεμοι που τελειώνουν με ειρηνευτικές συμφωνίες τείνουν να βυθίζονται ξανά σε ένοπλη σύγκρουση νωρίτερα από εκείνους που τελειώνουν χωρίς αυτές. Συχνά, αυτό που μοιάζει στην διεθνή κοινότητα ως μια ομαλή λήξη μιας σύγκρουσης είναι απλώς ένα μέσο ώστε τα αντιμαχόμενα μέρη να αποσυρθούν και να ανασυνταχθούν πριν ξεσπάσει εκ νέου η μάχη.
Παρομοίως, το γεγονός ότι η ανθρωπότητα είναι οπλισμένη ως τα δόντια ζορίζει την πεποίθηση ότι «οι καλύτεροι άγγελοι της φύσης μας» κερδίζουν. Οι παγκόσμιες στρατιωτικές δαπάνες είναι υψηλότερες σήμερα από όσο στην διάρκεια της εποχής του Ψυχρού Πολέμου, ακόμα και όταν είναι προσαρμοσμένες στον πληθωρισμό. Δεδομένου ότι οι χώρες δεν έχουν καταθέσει τα όπλα τους, μπορεί εύκολα να ισχύει ότι τα σημερινά κράτη δεν είναι ούτε πιο πολιτισμένα ούτε εγγενώς ειρηνικά, αλλά απλώς ασκούν αποτελεσματική αποτροπή. Αυτό δημιουργεί το ίδιο φάσμα όπως η ύπαρξη πυρηνικών όπλων: Μπορεί να έχει αποτρεπτικό αποτέλεσμα, αλλά υπάρχει μια πραγματική πιθανότητα να αποτύχει.
Ο ΦΟΒΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΟΣ
Ο μεγαλύτερος κίνδυνος, ωστόσο, δεν έγκειται σε μια λανθασμένη αίσθηση προόδου αλλά στον εφησυχασμό -αυτό που ο Αμερικανός δικαστής στο Ανώτατο Δικαστήριο, Ruth Bader Ginsburg, σε διαφορετικό πλαίσιο, αποκάλεσε [7] το «να πετάς την ομπρέλα σου σε μια καταιγίδα επειδή δεν βρέχεσαι». Σε μια εποχή πολέμων δια πληρεξουσίων μεταξύ των ΗΠΑ και της Ρωσίας στην Συρία και την Ουκρανία, των αυξανόμενων εντάσεων μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και του Ιράν και της όλο και πιο δυναμικής Κίνας, το να υποτιμηθεί ο κίνδυνος ενός μελλοντικού πολέμου, θα μπορούσε να οδηγήσει σε θανατηφόρα λάθη. Οι νέες τεχνολογίες, όπως τα μη επανδρωμένα αεροσκάφη (drones) και τα κυβερνο-όπλα (cyberweapons), αυξάνουν αυτόν τον κίνδυνο, καθώς δεν υπάρχει συναίνεση σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο τα κράτη πρέπει να ανταποκριθούν στην χρήση τους.
Πάνω απ' όλα, η υπερβολική αυτοπεποίθηση σχετικά με την παρακμή του πολέμου μπορεί να οδηγήσει τα κράτη να υποτιμήσουν το πόσο επικίνδυνα και γρήγορα μπορούν να κλιμακωθούν τυχόν συγκρούσεις, με δυνητικά καταστροφικές συνέπειες. Δεν θα ήταν η πρώτη φορά: Οι ευρωπαϊκές δυνάμεις που ξεκίνησαν τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όλες ξεκίνησαν να διεξάγουν περιορισμένους προληπτικούς πολέμους, μόνο για να κλειδωθούν σε μια περιφερειακή πυρκαγιά. Στην πραγματικότητα, όπως παρατήρησε ο ιστορικός A. J. P. Taylor, «κάθε πόλεμος ανάμεσα στις Μεγάλες Δυνάμεις … ξεκίνησε ως προληπτικός πόλεμος, όχι ως πόλεμος κατάκτησης».
Ένα ψεύτικο αίσθημα ασφάλειας θα μπορούσε να οδηγήσει τους σημερινούς ηγέτες να επαναλάβουν αυτά τα λάθη. Αυτός ο κίνδυνος παρουσιάζεται ακόμη περισσότερο σε μια εποχή λαϊκιστών ηγετών που αγνοούν τις ειδικές συμβουλές από διπλωμάτες, κοινότητες μυστικών υπηρεσιών και μελετητές και προτιμούν τις συντομεύσεις. Το ξεκοίλιασμα του Υπουργείου Εξωτερικών των ΗΠΑ υπό τον πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ και η απορριπτική στάση του Trump προς την αμερικανική κοινότητα πληροφοριών είναι δύο παραδείγματα μιας ευρύτερης παγκόσμιας τάσης. Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες μιας τέτοιας συμπεριφοράς είναι πιθανό να είναι βαθιές. Πολλές φορές, ο ισχυρισμός ότι ο πόλεμος βρίσκεται σε παρακμή μπορεί να γίνει μια αυτοκαταστροφική προφητεία, καθώς οι πολιτικοί ηγέτες ασχολούνται με πομπώδη ρητορική, στρατιωτικά θεάματα και αντιπαραγωγικές κατασκευές τοίχων με τρόπους που αυξάνουν τον κίνδυνο του πολέμου.
Copyright © 2020 by the Council on Foreign Relations, Inc.
All rights reserved.
Στα αγγλικά: https://www.foreignaffairs.com/articles/2019-10-15/war-not-over
Σύνδεσμοι:
[1] https://www.foreignaffairs.com/reviews/review-essay/2018-10-15/doomsday-...
[2] https://www.prio.org/Data/Armed-Conflict/Battle-Deaths/
[3] https://www.mitpressjournals.org/doi/full/10.1162/isec_a_00352?mobileUi=0
[4] http://www.correlatesofwar.org
[5] https://aoav.org.uk/2019/monitoring-explosive-violence-in-2018/
[6] https://ucdp.uu.se
[7] https://www.newyorker.com/news/amy-davidson/the-court-rejects-the-voting...
πηγή
Η TANISHA M. FAZAL είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
Ο PAUL POAST είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο και εξωτερικός συνεργάτης στο Chicago Council on Global Affairs.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου