Ο Ερρίκος Ιωάννου το 2000. |
(Δημοσιεύθηκε στο: Πεθαίνοντας στην Κύπρο, Λευκωσία: Επιφανίου, 2000.)
Την 18ην Ιουλίου 1974 έφθασα εις Κύπρον από Αθήνας, oπου είχα μεταβή διά να παρευρεθώ εις την ορκωμοσίαν του υιού μου. Η ώρα ήτο 4 μ.μ. και σε μιαν ώραν θα απαγορευόταν η κυκλοφορία οχημάτων. Δυσκολεύθηκα να βρω ταξί διά να με μεταφέρη εις Κυρήνειαν μετά του υιού μου Νίκου και της νύμφης μου Κούλας. Υπήρξα τυχερός να βρω Τουρκοκύπριον οδηγόν ταξί, ο οποίος μας μετάφερε δια της Τουρκοκρατουμένης περιοχής εις Κυρήνειαν.
Την επομένην 19.7.74 μαζί με την οικογένειάν μου μετέβην εις Λευκωσίαν διά ψώνια.Ο υιός μου μετά της νύμφης μου παρέμειναν εις Λευκωσίαν διά να προσκαλέσουν μερικούς φίλους των, όπως παρευρεθούν στους γάμους των, οι οποίοι θα ετελουντο τις 17.7.74 [sic]. Εγώ με την γυναίκα μου επέστρεψα εις Κερύνειαν μέσω Κιόνελι άνευ συνοδείας. Κατά την διαδρομήν αυτήν επρόσεξα ότι δεν υπήρχε καμιά κίνησις στον δρόμο παρά μόνον Τούρκοι αξιωματικοί να ευρίσκωνται εις όλα τα φυλάκια. Εις το χωριόν Κιόνελι σταμάτησα διά να αγοράσω κρέας από τον Αλή Ζορμπά, αλλά η γυναίκα αυτού, η οποία ευρισκόταν στο κρεοπωλείον μου είπεν ότι διά μίαν εβδομάδα ο Αλή απουσίαζε από το χωρίον και ευρισκόταν στα βουνά Πενταδακτύλου διά στρατιωτικήν άσκησιν, και ότι δεν υπήρχε κρέας.
Τόσον η παρουσία των Τούρκων αξιωματικών, όσον και η περίπτωσιν του Χασάπη και το γεγονός ότι δεν είδα καμμιά κίνησιν από άνδρες εις όλας τας κατωκημένας περιοχάς, μου εκίνησαν την περιέργειαν επίσης δε η σύντομη συνομιλία πού είχα με δύο Τούρκους αστυνομικούς παρά το χωρίον Μινζέλι, οι οποίοι μου ανέφεραν ότι εντός ολίγων ωρών θα γίνη εκείνο πού θα γίνη και ότι η Κύπρος δεν χρειαζόταν και πολλές βόμβες, με έκανε να υποψιασθώ ότι κάτι πολύ σοβαρόν θα συνέβαινε και έτσι δίχως να χάσω ευκαιρίαν ανέπτυξα ταχύτητα και σε 20 λεπτά της ώρας βρισκόμουν στην Κυρήνειαν. Άφησα την γυναίκα μου στο σπίτι μας και κατευθύνθηκα προς το Διοικητήριον του 251 ΤΠ. Καθ’ οδόν συνήντησα τον διδάσκαλον Πέτρον Ηρακλέους από την Κυρήνεια, ο οποίος πήγε μαζί μου. Εκεί ζήτησα να ιδώ τον Διοικητήν, ο οποίος ευρισκόταν μέσα διά να αναφέρω τί είχα προσέξει αλλά αυτός περπατούσε νευρικά πάνω κάτω και δεν εδέχθη να του μιλήσω αλλά μου υπέδειξε να αναφέρω εις τον γραφέα του ό,τι ήθελα, αυτό και έκανα.
Το Σάββατο 20.7.74 περί την 5ην πρωϊνήν ξύπνησα από τις εκρήξεις βομβών και τον θόρυβον των Τουρκικών αεροπλάνων. Έτρεξα μαζί με την γυναίκα και την κόρη μου στην αυλή κάτω από ένα δένδρο από όπου βλέπαμε τις βόμβες να φεύγουν από τα αεροπλάνα και περί 23 πλοία να ευρίσκωνται έξω από την Κυρήνειαν και μέχρι τον Καραβά. Ο υιός μου Νίκος μου ζήτησε τηλεφωνικώς τα στοιχειά του διά να παρουσιασθή στο ΓΕΕΦ, ο δε Γιαννάκης ευρισκόταν εις το φρούριον της Κυρήνειας. Και τα δύο μου παιδιά είναι έφεδροι αξιωματικοί. Μετά παρέλευσιν ολίγης ώρας από τον πρώτον βομβαρδισμόν βγήκα από το σπίτι με σκοπό να καταταγώ ως εθελοντής αλλά υποχρεώθηκα από τον δεύτερό μου υιό να παραμείνω στο σπίτι με την γυναίκα και θυγατέρα μου.
Το απόγευμα της ιδίας ημέρας μετά από προσωπική επαφή με έφεδρον αξιωματικόν ο οποίος ευρισκόταν εις Γλυκιώτισσα όπου εγένετο ανεπιτυχής προσπάθεια αποβάσεως, απεφάσισα να πάρω την οικογένεια εις Πέλλα-Πάϊς. Εκεί πρόσεξα ότι υπήρχαν περί τις 5000 άτομα. Εγώ φιλοξενήθηκα από ένα Άγγλο φίλο μου ονόματι Φράνκ Χιούτζιηλ. Εν το μεταξύ οι βομβαρδισμοί, τόσον από αέρος όσον από θαλάσσης, συνεχίσθησαν μέχρι την 7ην απογευματινήν, άνευ αποτελέσματος. Μικρά δύναμις των Τούρκων είχεν αποβιβασθή με 4 άρματα αλλά καθηλώθησαν εις μίαν περιοχήν 300 μέτρων περίπου. Κατά την διάρκειαν της ημέρας είχαν πετάξει πάνω από την Κυρήνειαν αρκετές εκατοντάδες ελικοπτέρων και μεταγωγικών αεροπλάνων προφανώς μεταφέροντα αλεξιπτωτιστάς και πολεμικόν υλικόν.
Την Κυριακήν 21.7.74 επίκεντρον των επιχειρήσεων ήτο η περιοχή «Πικρού Νερού», όπου είχαν καθηλωθή τα Τουρκικά στρατεύματα. Εν το μεταξύ συνεχίσθη η απόβασις πεζών, αρμάτων, πυροβολικού και άλλου πολεμικού υλικού, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να φθάσουν μέχρι του Αγ. Γεωργίου.
22.7.74: Η πυκνότης των βομβαρδισμών από αέρος και θαλάσσης είναι δύσκολον να περιγραφή. Όλη η ορεινή περιοχή από το χωριόν Πέλλα-Πάϊς μέχρι του χωριού Βασίλεια ευρισκόταν στις φλόγες. Τα ωραία δάση από πεύκα και η ολοπράσινη βόρεια πλευρά θα μετατρεπόταν σε άσπρη στάχτη και μαύρους κορμούς δένδρων επί ξηρών βράχων.
Την 4ην απογευματινήν εγένετο «κατάπαυσις του πυρός». Ήτο ακριβώς 4 μ.μ. όταν ήρχισεν ο αγριότερος βομβαρδισμός τόσον του Φρουρίου Κυρηνείας όσον και πέριξ αυτού. Όλη η περιοχή εβάλλετο από θαλάσσης, αέρος, πυροβολικού και όλμων, μέχρι της 8ης μ.μ. με αποτέλεσμα να επιτύχουν οι Τούρκοι να εισβάλουν εις Κυρήνειαν και να καταλάβουν την πόλιν.
23.7.74: Ευρισκόμουν εις Πέλλα-Πάϊς από όπου παρακολουθούσα τις εξελίξεις. Οι Τούρκοι χρησιμοποιώντας πυροβολικό και ολμοβολές άρχισαν να προελαύνουν προς ανατολάς της πόλεως Κυρηνείας προς το χωριόν Καζάφανι και Αγ. Έπίκτητον άνευ αντιστάσεως.
24.7.74: Με εκάλεσεν ο Τουρκοκύπριος Έπαρχος Αχμέτ Σαμή να παρουσιασθώ εις Κυρήνειαν στο Οίκημα όπου εστεγάζοντο η Ειρηνευτική Δύναμις. Καθ’ οδόν από Πέλλα-Πάϊς μέχρι Κυρηνείας επρόσεξα πολυάριθμα άρματα μάχης, βαρύ πυροβολικόν και πολύ μεγάλην στρατιωτικήν δύναμιν. Εγώ συνωδευόμουν από 2 τεθωρακισμένα αυτοκίνητα της Ειρηνευτικής Δυνάμεως και χρησιμοποιούσα το ιδιωτικόν μου αυτοκίνητον. Έναντι του Δημοτικού Μεγάρου προς ανατολάς επρόσεξα ανθρώπινο πτώμα. Τα καταστήματα ήσαν όλα ανοικτά, πλείστα δε εξ αυτών λεηλατημένα. Αι προθήκαι σπασμέναι και υπήρχε μεγάλη ακαταστασία και ακαθαρσίαι, τόσον στα καταστήματα, όσον και στους δρόμους. Η συνάντησις μετά του Αχμέτ Σαμή εγένετο παρουσία του κ. Ξάνθου Χαραλαμπίδη (ιατρού) αντιδημάρχου, του κ. Αντώνη Σιακαλλή, Προϊσταμένου του χωρομετρικού Τμήματος του Αιμίλιου Ιωαννίδη, Προϊσταμένου της Αρχής Τηλεπικοινωνιών του Χαραλάμπου Κωνσταντινίδη της Αρχής Εξηλεκτρισμού, του Γιαννακού Χριστοφή, υπαλλήλου της Διοικήσεως και εμού, Προϊσταμένου του Τμήματος Αναπτύξεως Υδάτων.
Σκοπός της συναντήσεως, σύμφωνα με τον κ. Σαμή, ήτο ο συντονισμός διά την ομαλήν λειτουργίαν όλων των Υπηρεσιών, πράγμα το όποιον απέδειξεν ότι οι παρευρισκόμενοι Τούρκοι, οι οποίοι ήσαν υπάλληλοι με ειδικότητα εις τας προαναφερθείσας υπηρεσίας ανεζήτουν πληροφορίας με το πρόσχημα της δήθεν συνεργασίας. Εγώ έκανα μίαν επιθεώρησιν εντός της πόλεως μαζί με Τουρκοκυπρίους διά την επισήμανσιν τυχόν ζημιών προκληθεισών εκ των βομβαρδισμών. Εις μίαν περίπτωσιν έναντι του υποσταθμού της Αρχής Ηλεκτρισμού πρόσεξα ολόκληρο τάγμα από Τούρκους στρατιώτας εκ Τουρκίας. Στην επιστροφήν πέρασα από το σπίτι μου, το οποίον πρόσεξα ότι είχε λεηλατηθή. Οι Τούρκοι συνοδοί μου, όλοι επιστήμονες, με παρεκάλεσαν να μην αναφέρω το γεγονός αυτό, διότι θα τους εγένετο παρατήρησις διατί μου επέτρεψαν να επισκεφθώ το σπίτι μου. Το βράδυ και πάλιν τη συνοδεία, των Ηνωμένων Εθνών επέστρεψα εις Πέλλα-Πάϊς, όπου οι κάτοικοι με αγωνίαν περίμεναν να πληροφορηθούν περί της καταστάσεως της πόλεως.
25.7.74: Και πάλιν τη συνοδεία των Ηνωμένων Εθνών μετέβην εις Κυρήνειαν. Καθ’ οδόν, όπως και την προηγουμένην ημέραν, τα χωράφια και οι δρόμοι γεμάτα από στρατόν και άρματα. Το ανθρώπινο πτώμα εξακολουθούσε να ευρίσκεται εις την ιδίαν θέσιν. Καθ’ ην στιγμήν διέσχιζα την πόλιν, Τούρκοι στρατιώται λεηλατούσαν το κατάστημα του κ. Κίκα Ν. Λοίζου. Ο Άγγλος οδηγός ενός εκ των δύο τεθωρακισμένων φωτογράφησε τους λεηλατουντας. Την ιδίαν στιγμήν με φώναξε ο Τουρκοκύρπιος Σαπρή Ταχίρ να μεταβώ εις το Δημοτικόν Μέγαρον διά σύσκεψιν μαζί του σχετικά με το υδρευτικό πρόβλημα της πόλεως. Εγώ αρνήθηκα και μετέβην εις το ξενοδοχείον Κατσελλή, όπου υπήρχαν αρκετοί εγκλωβισμένοι και εν συνεχεία, στο οίκημα των Ειρηνευτών όπου θα συναντούσα τον Αχμέτ Σαμή.
Εν συνεχεία, εκάλεσαν τον Αιμίλιον Ιωαννίδην και μαζί πήγαμε στο γραφείο του διά να ιδούμε εάν θα μπορούσε να μπη σε λειτουργία η εκεί ευρισκομένη γεννήτρια διά να παρασχεθή ρεύμα στα ψυγεία του καταστήματος του κ. Κίκα Ν. Λοίζου. Στα ψυγεία αυτά υπήρχαν κρέατα, τυριά και άλλα εμπορεύματα πολλών εκατοντάδων χιλιάδων λιρών. Αποτέλεσμα ήτο να μη ξεκινήση η μηχανή της γεννητρίας και το μόνον πού κάναμε ήτο η παραλαβή των χρημάτων από το Ταμείον της CYTA και εν συνεχεία, η καταμέτρησις αυτών και βεβαίωσις από εμένα και τον κ. Αιμίλιον περί του περισυλλεγέντος ποσού. Αυτό τώρα το θεωρώ πολύ αστείον, αλλά αυτός ήτο ο τρόπος με τον οποίον ενήργησε ο κ. Κεμάλ Πάρς, νέος βοηθός Έπαρχος Κυρηνείας. Την ιδίαν ημέραν επεσκέφθηκα το σπίτι μου και πρόσεξα ότι αι λεηλασίαι συνεχιζόντουσαν και ότι πλείστα των αντικειμένων είχαν φυγαδευθή.
26.7.74: Μέχρι σήμερον ο διαμένων εις Πέλλα-Πάϊς κόσμος διατρεφόταν από τα αποθέματα τροφίμων πού βρισκόντουσαν εις το Συνεργατικόν Παντοπωλείον και εις τα ψυγεία του Σάββα Κουρτέλλα. Τα τρόφιμα εκ του συνεργατικού Παντοπωλείου ηγοράζοντο, εκ δε του κ. Σ. Κουρτέλλα διενέμοντο δωρεάν. Και πάλιν μετέβην συνοδευόμενος υπό των Ηνωμένων Εθνών εις Κυρήνειαν προς συνάντησιν του κ. Σαμή, τον οποίον συνήντησα εις τον αστυνομικόν Σταθμόν Κυρηνείας.
Καθ’ οδόν επρόσεξα μεγάλη στρατιωτικήν δύναμιν (αρμάτων και ανδρών) καθώς και το πτώμα παρά το Δημοτικόν Μέγαρον Κυρηνείας. Εις τον Αστυνομικόν Σταθμόν παρετήρησα ότι ξεφορτωνόντουσαν από μεγάλο φορτηγό διάφορα αντικείμενα καινούργια υποδήματα ανδρικά και γυναικεία, είδη κουζίνας και πολλά άλλα αντικείμενα τα όποια είχαν κλαπή. Τούρκος αστυνομικός μου εδήλωσε ότι αυτά θα εφυλάττοντο εις τον αστυνομικόν σταθμόν μέχρι να ζητηθούν υπό των κατόχων των. Πράγμα απαράδεκτον, διότι την ίδια ώρα ενώ καθόμουνα και περίμενα να δεχθή, ο κ. Έπαρχος τα είδεν αυτά, άρχισαν να φορτώνονται εις άλλα αυτοκίνητα διά τον προορισμόν τους.
Μετά πού είδα τον Έπαρχον και αφού είχα διαπιστώσει ότι όλα τα αντικείμενα τα ευρισκόμενα εις το σπίτι μου είχαν κλαπή, εζήτησα από αυτόν να μου επιτρέψη να παραμείνω στην Κερύνεια στο σπίτι μου με την οικογένειά μου (γυναίκα και θυγατέρα μόνον), διότι ο μεγάλος μου υιός ευρισκόταν εις Λευκωσίαν, ο δε μικρός ηλικίας 24 ετών ήτο αγνοούμενος και διέρρευσαν πληροφορίαι ότι είχε φονευθή. Ο Τούρκος Διοικητής μου απήντησεν ότι λυπείται διά την τύχην των παιδιών μου και μου συνέστησε να παραμείνω εις Πέλλα-Πάϊς, διότι εκεί, όπως μου δήλωσε, θα ήμουν ασφαλισμένος: 1ον) Το χωρίον ευρισκόταν υπό τον έλεγχον των Ηνωμένων Εθνών. 2ον) Στην πόλιν υπήρχαν Τουρκικά στρατεύματα, τα οποία ήτο πολύ δύσκολο να τεθούν υπό ελέγχον και έτσι η παραμονή μου μετά της οικογενείας μου εις το σπίτι μου ήτο επικίνδυνος.
27.7.74: Άρχισε η διανομή τροφίμων, τα οποία επρομήθευσεν ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός. Πατάτες, ρύζι, μακαρόνια, ψωμί, φασόλια, λουβιά, ελιές, λάδι, γάλα σε κουτιά και γάλα και τροφές διά μικρά παιδιά. Η διανομή τροφίμων εγίνετο εις το Κέντρον Κουρτέλλα υπό ειδικώς συσταθείσης Επιτροπής, η οποία φρόντισε να γίνεται η διανομή τόσον εις τους χωριανούς, όσο και στους εκτοπισθέντας άνευ διακρίσεως με πάσαν δυνατήν οικονομίαν, διότι αι προμήθειαι ήσαν περιωρισμέναι.
28.7.74: Από το Πέλλα-Πάϊς μπορούσε ο κάθε ενάς να βλέπη τα καιόμενα δάση και τα πλοία στην θάλασσα. Επίσης τα διερχόμενα αεροπλάνα τα οποία δεν έπαυσαν να πετούν πάνω από την Κερύνειαν από της ενάρξεως της επιδρομής μέχρι σήμερον.
29.7.74: Η ίδια κατάστασις όπως και στις 28.7.74.
30.7.74: Περί την 2αν μ.μ. ώραν φορτηγό αυτοκίνητο πλήρες Τούρκων αλεξιπτωτιστών με πλήρη στρατιωτικήν εξάρτησιν, εισήλθεν στο χωριόν παρά την επίμονον προσπάθειαν των Φιλλανδών Ειρηνευτών να εμποδίσουν αυτούς. Ειδοποιηθείς έσπευσα επί τόπου, ήτοι στην πλατεία του χωριού, όπου συνήντησα τον υπεύθυν αξιωματικόν των Τούρκων καθώς και τον Φιλλανδόν ο οποίος μου εζήτησεν να τους εξηγήσω ότι το χωρίον δεν είχε καταληφθή υπό των Τούρκικων στρατευμάτων και ότι δεν εδικαιούντο να μπουν μέσα. Ο Τούρκος αξιωματικός μου είπεν ότι ήθελε να πάη εις το χωρίον Άγιος Επίκτητος, το όποιον είχε καταληφθή υπό των Τουρκικών στρατευμάτων προ 3 ημερών και ήθελε να του υποδείξω τον δρόμον. Εγώ επέβηκα στο αυτοκίνητό τους και τους ωδήγησα μέχρι του Κέντρου του χωρίου Καζάφανι. Από εκεί τους παρέλαβαν Τουρκοκύπριοι, οι οποίοι θα τους οδηγούσαν εις Άγιον Επίκτητων. Εγώ κάθησα σε Τουρκικό καφενείον και μετά πού πήρα καφέ, Τουρκοκύπριος με κλοπιμαίον ιδιωτικόν αυτοκίνητον με πήρε μέχρι την άκρην του χωριού Πέλλα-Πάϊς. Καθ’ οδόν, παρά την τοποθεσίαν «Αντούρη», επρόσεξα πολύ πλησίον του δρόμου κάτω από ένα ελαιόδενδρον ανθρώπινο πτώμα. Στο χωριόν ανέφερα το γεγονός τόσον στους χωριανούς, όσον και στους Ειρηνευτάς, αλλά δεν ελήφθη καμία πρόνοια για την ταφήν αύτου.
31.7.74: Ο κ. Σαμή ήλθεν εις Πέλλα-Πάϊς και αφού συνεκέντρωσεν όλους στην πλατεία του χωριού, εδήλωσε ότι σύντομα όλοι θα επέστρεφον εις τας οικίας των και όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι τους οποίους και κατέγραψε θα ξανάρχιζαν τα καθήκοντα τους. Την ιδίαν ημέραν παρετηρήθη κίνησις τουρκικών στρατευμάτων από το χωριόν Καζάφανι προς το Πογάζι, οι οποίοι περνούσαν από πολύ κοντά στην κατωκημένην περιοχήν δυτικώς του χωρίου Πέλλα-Πάϊς.
1.8.74: Το απόγευμα δύναμις ενός τάγματος με Διοικητήν τον Συνταγματάρχην Αττίλα εισήλθε στο χωριόν παρά τις ενστάσεις των Φιλλανδών. Περικύκλωσαν μέρος του χωριού, την δυτικήν πλευράν, και συνεκέντρωσαν όλους εις την αυλήν του σχολείου. Μεταβάς και πάλιν επί τόπου και αφού έκαναν τον διερμηνέα μεταξύ Τούρκων και Φιλλανδών με αποτέλεσμα ο Τούρκος Διοικητής να μου δηλώση ότι δεν ενδιαφέρεται διά την παρουσίαν των Φιλλανδών και ότι πολύ σύντομα θα υποχρεωθούν να αποχωρήσουν από το χωρίον, άρχισε να μου μιλά φιλικά και να μου δίδη οδηγίες τί ήθελε να κάνω γι’ αυτόν. Τελικά μου ζήτησε να ετοιμάσω κατάλογον όλων των διαμενόντων εις το χωρίον (Φύλον και ηλικία) και να ξεχωρίσω ποιοι εξ αυτών θα ήθελαν να συνοδευθούν υπό των Τούρκων εις τον Ελληνικόν τομέα της Λευκωσίας. Αυτό ήθελε να γίνη την ιδίαν ημέραν και να παραδοθή την επομένην εις τας 9 το πρωΐ. Όταν εγώ ανέφερα τί μου εζητήθη και μετά πού ο Γ. Κάιζερ εξήγησεν εις όλους τους εγκλωβισμένους τις προθέσεις του Τούρκου Διοικητού, όλοι απεφάσισαν να παραμείνουν εις το χωριόν και να ζητηθή η μεταφορά των εκτοπισθέντων εις τας οικίας των.
2.8.74: Την 10ην πρωϊήν ο Συν/ρχης Αττίλα επικεφαλής μεγάλης δυνάμεως, αφού περικύκλωσαν το χωριό, με συνήντησεν έξωθι του χωριού παρουσία των Φιλλανδων στρατιωτων. Μου εζήτησε την λίστα πού απαιτούσε την προηγουμένην ημέραν και αφού του είπα πως είχε η κατάστασις, με διέταξε να ειδοποιήσω όλους τους κατοίκους συμπεριλαμβανομένων και γυναικοπαίδων να συγκεντρωθούν στην Πλατείαν του χωριού. Αυτό έγινεν και αφού ξεχώρισαν όλους τους άρρενας από 16-70 ετών μας έβαλαν σε γραμμή και μετά, αφού μας έδεσαν τα μάτια, μας ωδήγησαν εις τα αναμένοντα λεωφορεία και φορτηγά όπου μας έσπρωξαν και ξεκινήσαμε προς το άγνωστο. Καθ’ οδόν οι συνοδεύοντές μας Τούρκοι στρατιώται άρχισαν να αφαιρούν χρήματα, ωρολόγια, δακτυλίδια, καδένες με σταυρούς και ό,τι έβλεπαν και τους ήρεσεν. Ο αριθμός των συλληφθέντων ήτο 262 άτομα, τα όποια εμανδρεύθησαν εις μίαν μάνδραν έναντι του αστυνομικού σταθμού Πογαζίου Κυρηνείας. Μας τοποθετούσαν σε σειρές, σχεδόν ο ένας επί του άλλου, πολύ χειρότερον από τα πρόβατα. Δεν είχε ληφθή πρόνοια διά τροφήν και έτσι εγώ πού τυχαίως εγνώριζα Τουρκοκύπριον αξιωματικόν της αστυνομίας, του είπα ότι όλοι ήσαν πεινασμένοι, ούτε και πρόγευμα δεν είχαν πάρει και εάν ήτο δυνατόν να μας δώσουν κάτι να φάμε. Πράγματι ο αξιωματικός αυτός με ήκουσε, έφυγε και μετά μίαν ώραν περίπου, την 9ην νυκτερινήν, κατέφθασε με 5 ψωμιά και 2 χαλλούμια. Τα κόψαμε ως αντίδωρα και τα διένειμα εις 266 άτομα, διότι στην Μάνδρα υπήρχαν ακόμη 4 παιδιά, στρατιώται, οι οποίοι είχαν συλληφθή από άλλην περιοχήν της Κυρηνείας. Έτσι τα 5 ψωμιά και 2 χαλλούμια έθρεψαν 266 άτομα!
Την ιδίαν ημέραν τα γυναικόπαιδα ωδηγήθησαν εις το Ξενοδοχείον του Κύπρου και στας πέριξ αυτού οικίας μετά πού είχον φοβερισθή ότι θα εκλείνοντο στην εκκλησία μέχρι θανάτου εάν δεν εδέχοντο να οδηγηθούν υπό των Τούρκων εις Λευκωσίαν.
3.8.74: Ενωρίς το πρωί Τούρκοι αξιωματικοί της αστυνομίας και του στρατού μας επεσκέφθησαν στην Μάνδραν και εκάλεσαν όλους τους υπερήλικας άνω των 50 ετών ως και τους ασθενούντας να επιβιβασθούν λεωφορείων και να επιστρέψουν εις Πέλλα-Πάϊς. Μεταξύ των ασθενών ήμουν και εγώ. Κατά την επιστροφήν μας δεν μας έδεσαν τα μάτια, με αποτέλεσμα να ιδούμε εις την περιοχήν Πογαζίου πολυάριθμα άρματα μάχης, βαρύ πυροβολικό, αυτοκίνητα και παντός είδους στρατιωτικά υλικά. Από το Πογάζι μέχρι του Πέλλα-Πάϊς το θέαμα ήτο τρομακτικό. Πουθενά πράσινο, παντού στάχτη και μαυρισμένοι κορμοί δένδρων. Τα πάντα είχαν καταστραφή από τις πυρκαϊές. Όταν φθάσαμε στο χωριό βρήκαμε όλα τα γυναικόπαιδα συγκεντρωμένα στο ξενοδοχείον και στας πέριξ οικίας. Λόγω ελλείψεως ύδατος τα πάντα βρωμούσα. Τα παιδιά ήταν ξαπλωμένα επί των δαπέδων και αι γυναίκαι επίσης.
Επικρατούσε μεγάλη ακαταστασία και φοβία. Η περιοχή ήταν περικυκλωμένη από τα Τουρκικά Στρατεύματα και οι πάντες ήσαν τρομοκρατημένοι. Οι επιστρέψαντες από την μάνδραν είμαστε 94 άτομα. Τοποθετηθήκαμε μέσα στο ξενοδοχείον σε δωμάτια που ευρίσκοντο υπό ανέγερσιν. Ξαπλώσαμε επί του δαπέδου εκ κουγκρί άνευ σκεπασμάτων.
Το απόγευμα, μετά που παρεδόθησαν τα περισωθέντα προσωπικά αντικείμενα των συλληφθέντων ανδρών, οι συνοδοί μας έφυγαν από το χωριόν, ενώ οι γυναίκες έκλαιγαν δια την τύχην των συγγενών των, οι οποίοι δεν είχαν επιστρέψει. Ανέλαβα την ευθύνην δια την τήρησιν καθαριότητος και φρόντισα να συνδεθή το νερό της πηγής δια των υφισταμένων τσιμενταυλάκων δια να δυνηθούν οι εγκλωβισμένοι να πάρουν νερό δια γενικήν καθαριότητα. Αργά το απόγευμα με επεσκέφθη ομάδα Τούρκων τεχνικών και μου ζήτησαν να τους υποδείξω το σύστημα λειτουργίας του σχεδίου υδατοπρομηθείας εκ της γεωτρήσεως Πέλλα-Πάϊς. Αφού το υπέδειξα, ο επί κεφαλής αξιωματικός έκανε την παρατήρησιν γιατί ευρίσκωμαι πίσω στο χωριό και εξέφρασε την απορίαν του λέγοντάς μου ότι «δεν ξέρει τι ρόλον έπαιζα μεταξύ των Ελλήνων και ότι δεν έπρεπε να μου επιτραπή να επιστρέψω ασχέτως εάν ήμουν άρρωστος ή όχι.»
4.8.74: Λάντ ρόβερ με Φιλλανδούς Ειρηνευτάς εστάθμευσε έναντι του ξενοδοχείου όπου ήσαν εγκλωβισμένα τα γυναικόπαιδα και οι 94 άνδρες. Η περιοχή ήτο ασφυκτικά ζωσμένη από Τούρκους στρατιώτας και δεν επετρέπετο η κίνησις κανενός. Έγινε διανομή τροφίμων εκ των περισσευμάτων που υπήρχον εις το κέντρον Κουρτέλλα, από την περασμένη Πέμπτην.
5.8.74: Αφού έγινε γενική καθαριότης τόσον στο ξενοδοχείον, όσον και εις τον πέριξ αυτού χώρον, επετράπη η επιστροφή όλων εις τα σπίτια που έμεναν εντός του χωρίου. Το απόγευμα επέστρεψαν και πάλιν με δεμένους τους οφθαλμούς και τα χέρια και οι υπόλοιποι 168 συλληφθέντες από την Μάνδραν. Ήσαν όλοι βρωμισμένοι και πεινασμένοι. Μεταξύ αυτών ήτο και ο ιερεύς του χωριού ο οποίος μεταβάς εις την εκκλησίαν διεπίστωσεν ότι είχαν κλαπή από την εκκλησίαν όλα τα ιερά άμφια. Αμέσως κατήγγειλα την υπόθεσιν εις τον στρατιωτικόν Διοικητήν, ο οποίος μου υπεσχέθη ότι θα ερευνούσε την υπόθεσιν.
Τότε το φυλάκιον των 9 Φιλλανδών μετεφέρθη και πάλιν εις το χωρίον και εγκατεστάθη εις οικίαν πλησίον του Αββαείου.
6.8.74: Εζήτησα άδειαν από τον Τούρκον στρατιωτικόν Διοικητήν και συνοδευόμενος από τους Φιλλανδούς μετέβην μετά του Κώστα Σφογγαρά εκ Κυρηνείας και έθαψα τον νεκρόν το οποίον είχα ιδεί εις την τοποθεσίαν «Αντούρη». Ο νεκρός δεν έφερε διακριτικά και είναι άγνωστος. Πρόσεξα ότι ήτο τραυματισμένος φέρων τραύμα εις το πίσω μέρος άνωθεν της λεκάνης και η πληγή είχε δεθή δια σιρρότου. Προφανώς του παρεσχέθη υπό κάποιου, ιατρική περίθαλψις. Επί πλέον έφερε τραύματα εις τον αριστερόν νεφρό και τα πόδια. Ήτο μετρίας σωματικής διαπλάσεως με μαύρα μαλλιά μήκους 6 ιντζών περίπου (15 εκατοστομέτρων) ύψους 5½ ποδών (1,75 μέτρα περίπου) λεπτός, εφορούσε παντελόνι μπλε και ζώνην πλάτους 6 εκατοστομέτρων. Επειδή μου είχαν πει ότι ευρίσκοντο και άλλοι νεκροί εις την ιδίαν περιοχήν εζήτησα από τους Φιλλανδούς και με συνώδευσαν και επεθεώρησα την περιοχήν αλλά δεν βρήκα τίποτα. Το απόγευμα ειδοποιήθηκα από τον Τούρκον στρατιωτικόν διοικητήν και μετέβην μετά του ιερέως του χωριού εις το στρατόπεδον, όπου του παρέδωσε τα κλαπέντα ιερά άμφια εκτός από ωρισμένα αχρησιμοποίητα και όλα τα χρήματα που υπήρχαν εις το κιβώτιον εισφορών της εκκλησίας. Υπέγραψα σχετικήν απόδειξιν παραλαβής.
7.8.74: Μετά από έγκρισιν του Επάρχου Α. Σαμή, εγώ μετά του Γ. Κάιζερ και Σωφρόνη Μάντη, συνοδευόμενοι από τον Τούρκο Αστυνόμον Χουσεΐν και τον αστυνομικόν του ΤΑΕ Ιμπραήμ, μετέβημεν εις Κυρήνειαν προς επιθεώρησιν των οικιών προκειμένου να ειδοποιηθούν καταλλήλως οι ιδιοκτήται των, οι οποίοι θα επέστρεφον εις αυτάς. Το θέαμα είναι απερίγραπτο. Η πόλις παρουσίαζεν όψιν ερημωμένης πολιτείας, εις μιαν δε περίπτωσιν βρέθηκα μπροστά στο πτώμα μιας γριάς[1] επί του οποίου φρόντιζαν να βρουν τροφή, κοτόπουλα! Αυτό ήτο μια πολύ άσχημη εικόνα.
Το δικό μου σπίτι ήταν από τα πλέον λεηλατημένα. Εν συνεχεία ο Τούρκος διοικητής δεν μας εδέχθη δια να του εκφράσωμε τις απόψεις μας, δικαιολογηθείς ότι είχε συνεδρίασιν και ότι θα ερχόταν να μας συναντήση εις Πέλλα-Πάϊς την επόμενην ημέραν. Μεταξύ των οικιών που επισκεφθήκαμεν ήτο και του Αναστάση Νικόλα συνταξιούχου υπάλληλου του Δήμου Κυρηνείας. Αυτός μας διεβεβαίωσεν ότι στις 2.8.74 είχε συλληφθή από το σπίτι του ο Τάκης Κάιζερ Θεολόγος και ο συμπέθερός του Φανής.[2] (Αυτοί οι άνθρωποι είναι τώρα αγνοούμενοι).
8.8.74: Η ημέρα αυτή πέρασεν εν αναμονή του Α. Σαμή ο οποίος υπεσχέθη ότι θα ερχόταν στο χωρίον δια να διευθετήση περί της μεταβάσεως των εγκλωβισθέντων εις τας εστίας των. Τελικά δεν προσήλθεν.
9.8.74: Το ίδιον ως ανωτέρω άνευ αποτελέσματος.
10.8.74: Ήλθον στο χωριό πάρα πολλοί δημοσιογράφοι, εκτός από Έλληνας, στους οποίους έδωσα συνεντεύξεις. Επίσης ήλθε Τούρκος ιατρός δια να εξετάση Ελληνοκυπρίους ασθενείς. Εκτελούσα καθήκοντα διερμηνέως. Την ιδίαν ημέραν συνελήφθη ο Γ. Κάιζερ και μετεφέρθη εις Κυρήνειαν δήθεν δια συνομιλίας μετά του Επάρχου. Αυτήν την ημέραν επληροφορήθηκα από απόκομμα ελληνικής εφημερίδος ότι ο υιός μου Γιαννάκης ευρισκόταν εν ζωή και ότι ήτο αιχμάλωτος εις Άδανα Τουρκίας.
11.8.74: Και πάλιν δημοσιογράφοι. Ήμουν ο μόνος ο οποίος έδιδε συνεντεύξεις. Κατά την διάρκειαν της νυκτός ακουγόντουσαν πληθώρα πυροβολισμών πέριξ του χωρίου με αποτέλεσμα να τρομοκρατούνται οι εγκλωβισμένοι.
12.8.74: Επανασυνδέθη το χωριό με ηλεκτρικό ρεύμα. Οι δημοσιογράφοι επεσκέπτοντο το χωριό και εγώ ή μετέφραζα ή έδιδα συνεντεύξεις. Ο Ερυθρός Σταυρός έφερε τρόφιμα και για πρώτη φορά φρούτα, από μισό μήλο και μια τομάτα μικρού μεγέθους έκαστος.
14.8.74: Περί την 5ην πρωϊνήν η Τουρκική αεροπορία ήρχισε νέες επιδρομές καθώς και από τα πλοία να βομβαρδίζεται η δασώδης περιοχή από Κλεπίνην και προς Ανατολάς, προξενούντα κατεστρεπτικάς πυρκαϊάς. Διεκόπη η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος.
15.8.74: Τούρκος βοηθός Επαρχιακός Επόπτης ήλθεν στο χωριό και ήρχισε να κάνη απογραφή πληθυσμού. Ξένοι δημοσιογράφοι επεσκέφθησαν το χωριόν, πήραν συνεντεύξεις πάντοτε παρουσία Τούρκου αστυνομικού και έλαβον αρκετές φωτογραφίες. Εντός της θαλάσσης μπορούσε ο κάθε ένας να ιδή αρκετά σκάφη πολεμικά και φορτηγά.
16.8.74: Έγινε διανομή τροφής: Ζάχαρις, ρύζι, φυστικέλαιον, πόλιπιφ άνευ ψωμιού. Βλέπαμε όλη την ημέρα διερχόμενα πολεμικά και μεταγωγικά αεροσκάφη καθώς και πλοία έξω από την Κυρήνειαν.
17.8.74: Ημέρα άνευ τροφίμων. Την 12ην μεσημβρινήν ώραν 2 Τούρκοι στρατιώται και ένας Τουρκοκύπριος αστυνομικός με εκάλεσαν να γνωρίσω τον νέον Τούρκον Διοικητήν του στρατοπέδου. Αυτός μου ανέφερεν ότι θα υπάρχη περιορισμός κατ’ οίκον από της 6ης π.μ. καθ’ εκάστης και ότι ουδείς δικαιούται να εξέρχεται του χωρίου άνευ της αδείας αυτού. Επίσης με καθιστούσε υπεύθυνον δια οιανδήποτε τυχόν ανωμαλίαν, απειλήσας ότι θα με ετιμωρούσε.
18.8.74: Ετοίμασα κατάλογον όλων των εγκλωβισθέντων εις Πέλλα-Πάϊς ανερχόμενον εις 980 άτομα και τον παρέδωσα εις τον Διοικητήν του στρατοπέδου. Διευθέτησα όπως γίνη η ταφή αποβιώσαντος γέροντος καθώς και βάπτισις παιδιού. Εφρόντισα και εξησφάλισα άδειαν εις τους γεωργούς όπως πηγαίνουν και εργάζονται στα κτήματά των ευρισκόμενα πέριξ του χωρίου κατά την διάρκειαν της ημέρας. Και σήμερα άνευ τροφής.
19.8.74: Oυδέν το αξιοσημείωτον.
20.8.74: Mας εζητήθη να δηλώσωμε τα ονόματά μας ως και τας ηλικίας όλων των εγκλωβισθέντων. Το απόγευμα με επεσκέφθη Τούρκος Αν/ρχης με 3 άλλους στρατιώτες και είχαμε συνομιλίας. Όταν τους προσεφέρθη υπό του ιδιοκτήτου του ξενοδοχείου νεσκαφέ, με υπεχρέωσαν να γευθώ εγώ τον καφέ δια λόγους όπως μου ωμολόγησε, ασφαλείας. Και σήμερα δεν υπήρχε διανομή τροφίμων. Το βράδυ όταν με επεσκέφθη ο Διοικητής του Στρατοπέδου του ανέφερα ότι ο κόσμος υπέφερε άνευ τροφίμων και αυτός μου απήντησεν ότι το ίδιο συμβαίναι και με αυτούς. Δέον να σημειωθή ότι τα τρόφιμα τα προμήθευε ο Διεθνές Ερυθρός Σταυρός, αλλά αυτάς τας ημέρας δεν επέτρεπον την κίνησιν αυτού.
21.8.74: Μέχρι σήμερον έμενα μετά της οικογενείας μου εις το Ξενοδοχείον Πέλλα-Πάϊς. Περί την 10ην πρωϊνήν ο Συνταγματάρχης Αττίλα με 2 άλλους λοχαγούς και την φρουρά τους με επεσκέφθησαν στο ξενοδοχείο και μετά που επεθεώρησαν αυτό, μου ανεκοίνωσαν ότι θα έπρεπε να κατοικήσω κάπου αλλού τόσον εγώ, όσον και οι ιδιοκτήται του ξενοδοχείου, διότι επρόκειτο να μεταφερθούν στην περιοχή Τουρκικά στρατεύματα και το ξενοδοχείον θα εχρησιμοποιήτο υπό των αξιωματικών. Το ίδιο θα συνέβαινε και με τας πέριξ του ξενοδοχείου ιδιωτικάς οικίας. Ανέφερα εις όλους τους ενδιαφερομένους το γεγονός και όλοι άρχισαν να φροντίζουν δια εξεύρεσιν μέρους διαμονής.
22.8.74: Ενωρίς το πρωΐ Τούρκος αστυνομικός με τηλεβόα εκάλεσε όλους τους άρρενας να συγκεντρωθούν εις την αυλήν της εκκλησίας. Μετά την συγκέντρωσιν Τούρκος λοχαγός ξεχώρισε 100 άτομα μεταξύ των οποίων και εμένα και μας εδήλωσαν ότι θα μας μετέφεραν εις Λευκωσίαν δι’ ανάκρισιν. Μετά που μας ωδήγησαν πεζούς εις απόστασιν 1 χιλιομέτρου από το χωριόν μας έδεσαν τους οφθαλμούς μας επεβίβασαν επί λεωφορείων και μας μετέφεραν εις το γκαράζ Παυλίδη εις Λευκωσίαν. Εκεί μας παρέλαβαν Τουρκοκύπριοι αστυνομικοί. Μας αφέρεσαν ζώνας παντελονιών και δέματα υποδημάτων και μας έκλεισαν εντός του γκαράζ και των άλλων δωματίων. Εντός του γκαράζ με τσιμεντένιο πάτωμα ευρίσκοντο 700 άτομα και 300 εις τα υπόλοιπα 3 δωμάτια. Οι άνθρωποι ήσαν τοποθετημένοι ωσάν σαρδέλλαι. Ούτε μια πατανία δεν παρεχωρήθη. Η τροφή μας ήτο 1/8 του ψωμιού και 4 εληές. Ευρισκόμαστε υπό αυστηροτάτην φρούρησιν, τόσον από αστυνομικούς όσον και στρατιώτας.
Η περιοχή πέριξ του γκαράζ είχε εκκενωθή εκ των προτέρων και δεν επετρέπετο η διακίνησις εκ της περιοχής. Στο δωμάτιο όπου έμενα ευρίσκοντο ακόμη 200 άτομα εκ των οποίων οι 140 ήσαν φρεσκοσυλληφθέντες από την Επαρχίαν Αμμοχώστου και Ασσιώτες και 60 άτομα οι οποίοι ήσαν εκεί προ 10 ημερών. Εις αυτούς του 60 μπορούσε ο κάθε ένας να διαπιστώση τον φόβο και την αγωνία που τους είχε κυριεύσει. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν δεθή και οδηγηθή εις Κυρήνειαν την προηγουμένην ημέρα δια να μεταφερθούν εις Τουρκίαν μαζί με άλλους αλλά δια λόγους άγνωστους πιθανόν λόγω ελλείψεως χώρου στο πλοίον, τους επανέφεραν εις Λευκωσίαν. Χαρακτηριστικό μεταξύ αυτών υπήρχε και ένας νέος κουφάλαλος, ο οποίος είχε κτυπηθή στο κεφάλι και πρόσεξα ότι ήλθε Τούρκος νοσοκόμος δια να του αλλάξη τις γάζες από τις πληγές. Σχεδόν όλοι ήσαν κτυπημένοι.
23.8.74: Ανέλαβα την καταγραφήν όλων των κρατουμένων και παρέδωσα τον σχετικόν κατάλογον εις τον Διεθνή Ερυθρό Σταυρό. Αυτή η ενέργεια εκίνησε την υποψία των φρουρών μας με αποτέλεσμα να παρακολουθήται στενά η κάθε μου κίνησις. Το φαγητό όπως και την προηγουμένην ημέρα.
24.8.74: Άφιξις νέων αιχμαλώτων πλείστων γεωργών εκ της περιοχής Καρπασίας. Τουρκοκύπριος στρατιώτης εισήλθεν εις το δωμάτιον μας και αφού διέταξε να καθήσουμε όλοι στο πάτωμα, άρχισε να ερευνά δια την ανακάλυψιν ωρισμένων προσώπων. Εις μίαν στιγμήν εκάλεσε κάποιον από το χωριόν Βασίλι και του συμπεριεφέρθη πολύ άσχημα με σκοπό να τον κτυπήση. Ενώ ανέκρινε τον εν λόγω άνθρωπο, Τούρκος λοχίας της Αστυνομίας επενέβη και του υπέδειξεν ότι άπαξ και παρελήφθησαν οι αιχμάλωτοι υπό της Αστυνομίας, ο στρατός δεν είχε δικαίωμα να επεμβαίνη αλλά εάν είχε να κάνη καμιά καταγγελία θα μπορούσε να την κάνη στον υπεύθυνον αξιωματικόν της αστυνομίας.
Αφού συζήτησαν μεταξύ των και μάλιστα ο Τουρκοκύπριος στρατιώτης περιφρόνησε τον αστυνομικόν λοχίαν, εξήλθαν του θαλάμου. Αυτό όμως δεν γλύτωσε το φίλον μας. Περί την 12 μεσονύκτιον ώραν, όταν οι περισσότεροι κοιμόντουσαν, Τούρκος αστυνομικός εκάλεσεν τον ίδιον άνθρωπον εις το γραφείον. Μετά ½ ώρα, αφού ξυλοκοπήθηκε αγρίως, μετεφέρθη στον θάλαμο και παρέμεινεν αμίλητος. Μετά πληροφορήθηκα από φίλον αυτού ότι τον φοβέρισαν πως θα εκτελείτο εάν ανέφερε τον συμβάν εις κανένα και εάν το επληροφορείτο ο Ερυθρός Σταυρός. Έτσι τίποτε δεν ανεφέρθη. Το φαγητό συνεχίζει να είναι το ίδιο. Ανέφερα εις τον εκπρόσωπον του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού ότι η τροφή ήταν μόνο ψωμί με 4 εληές και την κατάστασιν των αποχωρητηρίων που δεν μπορώ να περιγράψω ως και του ποσίμου ύδατος το οποίον μετεφέρετο από πηγάδια με βυτιοφόρον.
Υπήρχε μια βαρέλα, η οποία γέμιζε αλλά δεν αργούσε να τελειώση αφού εκεί ευρίσκοντο 1.000 άτομα. Το πρωϊνό εχρησιμοποιείτο ένα ποτήρι νερού δια το καθάρισμα χεριών και προσώπου. Επειδή κοιμόμαστε επί του εδάφους υπήρχε τόση ακαθαρσία εις ολόκληρο το κορμί μας που δεν θα ήθελα να επανεφέρω στην σκέψιν μου. Ευτυχώς καθαριζόταν η αυλή και τα αποχωρητήρια 2 φορές την ημέρα, επίσης οι θάλαμοι εψεκάζοντο καθημερινώς. Μετά από αυτό, την επόμενη 25.8.74, για πρώτη φορά μας σέρβιραν ζεστό φαγητό περί τα 30 φασόλια κατ’ άτομο σε πλαστικό δοχείον άνευ πηρουνιών. Εν συνεχεία εκτός από ψωμί και εληές στο διαιτολόγιο υπήρχε κάποτε ένα αυγό, ρεβύθια, φασόλες, ρίζι, μακαρόνια και πόλιπιφ εν όσω υπήρχαν χοιρινά. Στα φασόλια υπήρχαν και ίχνη κιμά δια να λέγουν ότι προσεφέρετο και κρέας.
26.8.74: Παρετηρήθη γαστρορραγία με αποτέλεσμα να αναφέρω εις τον υπεύθυνον αξιωματικόν το γεγονός. Με επεσκέφθη Τουρκοκύπριος ιατρός, ο οποίος μου πήρε αίμα και μου συνέστησε να μένω ήσυχος και να κάνω δίαιτα. Εν τω μεταξύ καμιά πρόνοια δεν ελήφθη ούτε δια την τροφή ούτε την διαμονή μου. Συνέχισα να κοιμάμαι επί του εδάφους.
Την επομένην ημέρα μου παρεχωρήθη μια βαμβακερή κουβέρτα καθώς και στους άλλους αιχμαλώτους. 300 εκ των 1000 είχα δεθή και μετεφέρθησαν εις Τουρκίαν έτσι παρέμειναν 700 στο γκαράζ και διενεμήθησαν μόνον 500 κουβέρτες. Εγώ παρέμεινα άνευ τροφής. Μετά από διαμαρτυρίαν επετράπη εις Τούρκον αστυνομικόν να φροντίση να μου φέρη ½ λίτρο γάλα εάν είχα λεφτά. Ευτυχώς δεν μου είχαν πάρει τα λεφτά μου και έτσι μπορούσα να αγοράζω κάθε μέρα ½ λίτρο γάλα και ένα κουτί μπισκότα.
Γενικά δεν υπήρχε καθόλου ιατρική περίθαλψις παρά το γεγονός ότι κάθε μέρα επεσκέπτετο το κρατητήριο ιατρός. Εις όλους τους ασθενείς εδίδετο ασπιρίνη. Εν τω μεταξύ εγώ με άλλους μετεφέρθηκα εις μιαν παράγκα πλησίον του παλαιού σιδηροδρομικού σταθμού, όπου έμεινα μόνον δια ένα βράδυ. Την επομένην αξιωματικός της αστυνομίας ονόματι Νουμάρ με εζήτησε να με πάρη, όπως είπε δημοσίως, σε άλλο μέρος που είχεν κοντά ιατρόν διότι ήμουν άρρωστος. Με ωδήγησε εις τας φυλακάς Σεραγίου και με τοποθέτησε στο δωμάτιο υπ’ αριθμόν 16 όπου είχεν ακόμη 60 άτομα από το Καρπάσι.
Την επομένη ημέραν 31.8.74 ξανάρχισεν η αιμορραγία στομάχου με αποτέλεσμα να με ιδή ιατρός ο οποίος μου είπεν ότι ελυπείτο που δεν είχε την δύναμιν να κάνη ό,τι εχρειάζετο. Έτσι μου συνέστησε να είμαι ήσυχος. Τροφή δεν μου εδίδετο παρά το γεγονός ότι θα επλήρωνα, εν τούτοις η απάντησις των δεσμοφυλάκων ήτο ότι εδώ δεν είναι γκαράζ, ή παράγκα αλλά είναι φυλακαί και έχουν κανονισμούς. Στην επιμονή μου επενέβη ο ιατρός, ο οποίος συνέστησε ότι δεν μπορούσα να πάρω καμμίαν τροφήν εκτός από γάλα και έτσι, μετά από 4 ημέρες, μου ζήτησαν χρήματα και μου είπαν ότι θα μπορούσαν να με προμηθεύουν με γάλα εν όσω αυτό διετίθετο εις την καντίνα της αστυνομίας. Η κατάστασίς μου είχε εξελιχθή πολύ άσχημα με αποτέλεσμα να μου κάνουν 4 ενέσεις, μιαν κάθε ημέρα.
Την 8ην Σεπτεμβρίου με επεσκέφθη ιατρός του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, ο οποίος συνωδεύετο υπό Τουρκοκυπρίου ιατρού. Επήρε υπό σημείωσιν το όνομά μου και μου συνέστησεν να είμαι ήρεμος. Η κατάστασίς μου χειροτέρευε από ημέραν εις ημέραν. Την 10.9.1974 το βράδυ με εκάλεσαν και με μετέφεραν εις άλλο κελλί, το υπ’ αριθμ. 1, όπου υπήρχαν ακόμη 4 άτομα, ένας παράλυτος, ένας κτυπημένος με σφαίρα στο πόδι, ο κοινοτάρχης Ριζοκαρπάσου και ένας καθηγητής από την Γιαλούσαν. Ευτυχώς ο καθηγητής, του οποίου είχαν σπάσει τους διόπτρας ήτο σε θέσιν να φροντίζη τόσον δια τους άλλους, όσον και δια μένα. Πράγματι βοήθησε πάρα πολύ.
Παρέμεινα στο κελλί αυτό μέχρι τις 16.9.74 ημέρα Δευτέραν, όταν το πρωΐν εκάλεσαν 30 άτομα μεταξύ των οποίων και εγώ και με ωδήγησαν εις την αίθουσαν αναμονής του Νοσοκομείου της Ερυθράς Ημισελήνου. Εκεί, δια λόγους προπαγάνδας, μας έβαλαν σε πολύ καθαρά τραπέζια και προσεφέρθη τσάϊ, αυγό, εληές, κουλουράκια και μέλι. Απ’ εδώ δεν έλειψαν οι φακοί των κινηματογραφικών μηχανών.
Μετά πίσω στο Σεράι μέχρι της 2 μ.μ., μέχρι που έφθασαν εκπρόσωποι του Δ. Ε. Σταυρού και μας μετέφεραν με άλλους 105 αιχμαλώτους δι’ ανταλλαγήν με 200 Τούρκους. Η ανταλλαγή έγινε παρά το ξενοδοχείον «Λήδρα Πάλλας». Όλοι οι αιχμάλωτοι ωδηγήθησαν εις την Ξενοδοχειακήν Σχολήν, εκτός από τον παράλυτο, το παιδί το πληγωμένο, οι οποίοι μετεφέρθησαν με ασθενοφόρο εις το Νοσοκομείον. Εγώ μόλις έφθασα εις την Ξενοδοχειακήν Σχολήν έχασα τας αισθήσεις μου, λόγω της εξαντλήσεως και μετεφέρθηκα εις το Γενικόν Νοσοκομείον, από όπου με παρέλαβεν ο υιός μου Νίκος.
Όλα όσα έχω αναφέρει τα πήρα από το ημερολόγιόν μου, το οποίο κατώρθωσε να διασώση η θυγατέρα μου.
[1] Σημ. ΕΔ: Η υπερήλικη Αφροδίτη Χατζησπύρου, σύζυγος του λαϊκού ποιητή Μαυρουδή Γεωργίου . [2] Σημ. ΕΔ: Ο Θεοφάνης Κίμωνα Χαραλάμπους, 53 ετών.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου