Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΔΕΛΗΟΛΑΝΗ
Ποια θα είναι η πολιτική της Ουάσινγκτον στη Μεσόγειο μετά τον κορονοϊό και με τη νέα κυβέρνηση; Μια απάντηση στο ερώτημα αυτό προσπαθεί να δώσει εκτενές ενδιαφέρον άρθρο του Ιαν Λέσερ, αντιπροέδρου του German Marshall Fund of the United States. Το άρθρο θα δημοσιευτεί στο Mediterranean Yearbook 2020 του IEMed (Ευρωπαϊκού Ινστιτούτου Μεσογείου). Σας παρουσιάζουμε τα πιο σημαντικά σημεία του ενδιαφέροντος αυτού άρθρου, με ιδιαίτερη προσοχή στα σημεία που αφορούν την Ελλάδα.
Η κρίση που προκάλεσε ο Covid-19 και τα οικονομικά του επακόλουθα θα επηρεάσουν σημαντικά στην αμερικανική εξωτερική πολιτική και στη Μεσόγειο. Πρωτίστως, θα έχουμε μια σημαντική απόσπαση προσοχής από την περιοχή αυτή. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Αμερικανοί θα αδιαφορήσουν για τα μεσογειακά προβλήματα, παρότι θα μειωθούν σημαντικά οι πολυδάπανες επεμβάσεις και οι κοπιαστικές διπλωματικές προσπάθειες. Οι κυβερνήσεις των πιο σημαντικών χωρών δεν θα διαθέτουν μεγάλα αποθέματα πολιτικού κεφαλαίου για να τα ξοδέψουν στη διεθνή πολιτική. Σημαντικά διεθνή προβλήματα δεν θα αντιμετωπιστούν διότι η Ουάσινγκτον, αλλά και άλλες κυβερνήσεις με παγκόσμια επιρροή, θα έχουν το βλέμμα τους στραμμένο αλλού.
Δευτερευόντως, η παγκόσμια οικονομική ύφεση θα επηρεάσει την αμερικανική πολιτική. Οι οικονομίες της νότιας Ευρώπης, της Τουρκίας και του μέχρι χθες οικονομικά ανερχόμενου Μαρόκου, είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες. Το ερώτημα είναι ποιο εύρος θα πάρει η αμερικανική στήριξη στην περίπτωση που οι χώρες αυτές απευθυνθούν εκ νέου στο ΔΝΤ και υποστούν ξανά μεγάλες πιέσεις για το δημόσιο χρέος τους.
Η εκμετάλλευση των κοιτασμάτων φυσικού αερίου στην Ανατολική Μεσόγειο απετέλεσε κεντρικό άξονα της αμερικανικής πολιτικής, τόσο ως στοιχείο συνεργασίας όσο, πιο πρόσφατα, ως ανησυχία για τη σταθερότητα της περιοχής. Η πτώση σε παγκόσμιο επίπεδο των τιμών της ενέργειας θα αναστείλει στο προσεχές μέλλον όλα τα πολυδάπανα ενεργειακά σχέδια. Επίσης, η κρίση της πανδημίας ανέδειξε τις υπάρχουσες εντάσεις, σε θέματα δημόσιας υγείας, οικονομίας και ασφάλειας. Από τη μία πλευρά η αναγκαιότητα συντονισμένων και πολυμερών προσεγγίσεων, από την άλλη η διαδεδομένη όσο ενστικτώδη τάση προς μια επιστροφή σε εθνικές λύσεις.
Η μεσογειακή πολιτική της Ουάσινγκτον
Στα τελευταία χρόνια η αμερικανική προσέγγιση συνεισέφερε, μεταξύ άλλων, στο να σημειωθεί σε παγκόσμιο επίπεδο ένα βήμα πίσω σε σχέση με την προηγούμενη πολυμερή θεώρηση. Τα αποτελέσματα αυτής της υποχώρησης φάνηκαν στη Μεσόγειο με μεγαλύτερη σαφήνεια. Παραδοσιακά, οι ΗΠΑ παρακολουθούσαν με ιδιαίτερη προσοχή τα προβλήματα σταθερότητας στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο. Η Ουάσινγκτον διαδραμάτισε καίριο ρόλο στον χειρισμό των κρίσεων μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας (κρίση των Ιμίων το 1996) και του Κυπριακού.
Στα τελευταία χρόνια αυτή η θεματολογία δεν ήταν στην κορυφή της αμερικανικής ατζέντας, αλλά αυξάνεται η προσοχή προς τις εντάσεις στην περιοχή αυτή, κυρίως η προσοχή του Κογκρέσου. Το Κογκρέσο κρατά πολύ κριτική στάση απέναντι στην Τουρκία και είναι πιο ευνοϊκό προς τη συνεργασία με την Ελλάδα, την Κύπρο, το Ισραήλ και (μάλλον με λιγότερο ενθουσιασμό) με την Αίγυπτο. Πρόσφατα το Κογκρέσο ενέκρινε τη μεταφορά οπλισμού στην Κύπρο. Συνολικά, οι ΗΠΑ έχουν κάθε συμφέρον να αποφύγουν τις αναταραχές στην Ανατολική Μεσόγειο και να διατηρήσουν εκείνο το κλίμα ύφεσης που ακόμη επικρατεί μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Εξετάζοντας τη μελλοντική πολιτική της Ουάσιγκτον στη Μεσόγειο, τη βόρεια και τη νότια ακτή της, κατά πάσα πιθανότητα θα χαρακτηριστεί από αυξανόμενες ανησυχίες εξ αιτίας γεωπολιτικών εξελίξεων και αλλαγών. Ο στρατηγικός ανταγωνισμός με την Κίνα και οι κίνδυνοι που επιφέρει θα βρίσκονται ψηλά στην αμερικανική ατζέντα, όποιος κι αν είναι ο ένοικος του Λευκού Οίκου. Ιδιαίτερη ανησυχία θα προκαλέσουν οι κινεζικές επενδύσεις σε λιμάνια και υποδομές, περιλαμβανομένων και των υποδομών σε θέματα πληροφορικής, θέμα που έχει προκαλέσει μεγάλη διαμάχη στη νότια Ευρώπη, τα δυτικά Βαλκάνια και ίσως και σε όλη τη βόρεια Αφρική.
Με όρους δομικούς και μακροπρόθεσμους, η αμερικανική παρουσία στη Μεσόγειο ενδέχεται να μειωθεί σημαντικά εξ αιτίας της μετακίνησης της διπλωματικής και στρατιωτικής προσοχής των ΗΠΑ προς το χώρο του Ινδικού και του Ειρηνικού ωκεανού. Οι τελευταίοι Αμερικανοί πρόεδροι και γενικότερα το αμερικανικό κατεστημένο ελάττωσαν τον ρόλο των ΗΠΑ στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, όπως τα Βαλκάνια και το Μαγκρέμπ, εκεί όπου θεωρείται ότι οι σύμμαχοι είναι σε θέση να αναλάβουν δράση.
Το κέντρο βάρους στην Ασία
Αυτή η ίδια τάση αιτιολόγησε και την απόσυρση των αμερικανικών δυνάμεων από την περιοχή του Σαχέλ και από το Κέρας της Αφρικής. Είναι πιθανό μια κυβέρνηση των Δημοκρατικών να δει πιο ευνοϊκά το ενδεχόμενο να επανεξετάσει την αμερικανική παρουσία στην περιοχή υπό το πρίσμα της εκδήλωσης αλληλεγγύης προς τη Γαλλία. Αλλά, από τη στιγμή που αποκλείουμε συνταρακτικές εξελίξεις, η εμφανέστατη τάση είναι να μετακινηθεί η προσοχή και το κέντρο βάρους προς την Ασία.
Στο στρατηγικό περιβάλλον της Μεσογείου υπάρχουν άλλοι δυο σημαντικοί παίκτες: το Ιράν και η Ρωσία. Μια σοβαρή ένοπλη σύρραξη μεταξύ του Ιράν και των ΗΠΑ θα οδηγούσε στην απαίτηση της Ουάσινγκτον να βρει υποστήριξη από τους μεσογειακούς εταίρους της, γεγονός που θα όξυνε περαιτέρω τις ήδη τεταμένες σχέσεις της με την Τουρκία.
Ακόμη και χωρίς συρράξεις όμως, οι κυρώσεις και η πολιτική της “μεγίστης πίεσης” προς το Ιράν θα εξακολουθήσει να παραμένει αντικείμενο διαφωνίας μεταξύ της Ουάσινγκτον και των συμμάχων της. Απεναντίας, στην περίπτωση που η νέα αμερικανική κυβέρνηση αποφασίσει να επανέλθουν οι ΗΠΑ στη συμφωνία για τα πυρηνικά του Ιράν, αυτή η κίνηση θα εκτιμηθεί πολύ σε όλη την περιοχή.
Η Ρωσία θα παραμείνει ψηλά στην ατζέντα της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής. Μια κυβέρνηση των Δημοκρατικών κατά πάσα πιθανότητα θα είναι ακόμη πιο σκληρή απέναντι στη Μόσχα. Αυτό θα μπορούσε να εξωθήσει τις ΗΠΑ να εξετάσουν με μεγαλύτερη προσοχή τον ρόλο της Ρωσίας στη Λιβύη, σε άλλα μέρη της βόρειας Αφρικής και βεβαίως στη Συρία. Δεν είναι πολλές οι πιθανότητες η νέα αμερικανική κυβέρνηση να αποφασίσει να επέμβει με πιο άμεσο τρόπο στη Συρία, αλλά οι Δημοκρατικοί ενδέχεται να είναι πιο πρόθυμοι να συμμετάσχουν σε πιθανές επιχειρήσεις της ΕΕ στη Συρία και/ή στη Λιβύη.
πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου